Παραιτήθηκα απ’ τα τριάντα μου. Μα ήταν ευαγές χάσιμο χρόνου. Εξακολουθώ να παραιτούμαι στις επισκέψεις του απρόσμενου. Περνούσαν κάμποσα χρόνια είτε λίγα λεπτά μέχρι να γράψω αυτό που είχα ζήσει. Μόνος ενδοιασμός, η σκέψη πως ακόμη κι η καταδίκη είναι αγγαρεία.
Έχουν περάσει λίγες ώρες και καταπιάνομαι μ’ αυτό. Λες και κάτι υπενθυμίζεται ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάποιος να νιώσει πως του οφείλεται να υπενθυμιστεί: αφού έχω σταθεί απέξω, απ’ όταν το ρολόι έδειξε και τριάντα εννέα μέχρι που έδειξε και σαράντα πέντε, πλησιάζω στην κεντρική είσοδο, στρέφω δεξιά την εντυπωσιακά μικρή πετούγια και προχωρώ στο εσωτερικό μιας πακτωμένης αδιαφορίας, στην αιωρούμενη συμπύκνωση του ιερού στοιχείου στον ναό της Notre Dame des Ardilliers, συνοδευόμενος από μια αλλόκοτη διέγερση η οποία -όντας κάποιος που αρχίζει αδόκητα να σκέφτεται πως κάτι οφείλεται να του υπενθυμιστεί- δεν ακολουθείται από ψυχολογικό ή συναισθηματικό, μα από διανοητικό, σκίρτημα. Αμέσως το σώμα πέφτει σε λήθαργο, δεν είμαι καν σίγουρος εάν αναπνέω. Δεν ξέρω μήπως φταίει η ώρα. Βεβαιώνομαι, πρόκειται για είδος εφήμερου διάκενου που διαπλατύνεται από κάποια παρωχημένη σημασία την οποία έχω σύρει μαζί μου εδώ∙ την αφήνω σύξυλη να εγκαταλειφθεί στη νοερότητα αυτού του χώρου, καθώς την παραδίνω οικειοθελώς σ’ αυτή την αισθητική συμπαιγνία.
Δεν είναι το πρώτο κτήριο που με κάνει να σκεφτώ πως ίσως βρισκόμουν εκεί κατά τη διάρκεια της ανέγερσής του, είναι όμως το πρώτο που σαν το επισκέπτομαι το αντιμετωπίζω λες και είμαι είκοσι πέντε χρόνων, λες και προβληματίζομαι μ’ αυτή την ακριβοδίκαιη οριοθέτηση που καθορίζεται από την όχθη του Λίγηρα και τον λόφο που σχεδόν εφάπτεται στον ναό, λες και το μέρος αυτό πρέπει να φύγει από εκεί και να μεταφερθεί στις ώρες και τις μέρες μιας γλυκιάς νεανικής αντιξοότητας στη διάρκεια της οποίας αφήνω μια μικρή λίμνη από καυτά ούρα που μυρίζουν ουίσκι πίσω από την Αγία Τράπεζα, συλλογίζομαι δραματικές παρεμβάσεις στην αισθητική των βιτρό και των αγαλμάτων, τα οποία διαθέτουν μέτρια στιλπνότητα, παραβολικές αναλογίες λες και πρόκειται για κατεστραμμένα ευμεγέθη πιόνια που δέχθηκαν μια κάπως πρόχειρη επεξεργασία ώστε να ενταχθούν στον αναπαραστατικό διάκοσμο του ναού. Τις νύχτες οι μορφές της Αποκαθήλωσης βγαίνουν έξω ακροποδητί για να παίξουν πετάνκ με παμπάλαια κρανία.
Μόλις πατά κανείς το πόδι του πιο μέσα από το ένα τέταρτο του κυκλικού προθάλαμου αρχίζει ν’ ακούγεται ένας πολυφωνικός ύμνος του δέκατου έκτου αιώνα από δύο στενόμακρα ηχεία που είναι προσεκτικά τοποθετημένα ώστε η ψαλμωδία να γυροφέρνει μέσα στον χώρο σαν ένα σμήνος από ψαρόνια που μοιάζει να αναζητούν μάταια έναν τρόπο να βγουν από εκεί μέσα ενώ εκεί μέσα ταιριάζουν απόλυτα κι απέξω δεν υπάρχει γι’ αυτά τίποτα.
Δύο κόσμοι σε διαστασιολόγηση. Διαστάσεις σ’ έναν υπό αίρεση κόσμο. Ντοκουμεντοποίηση της επιλογής να ζει κανείς πνευματικά δραστήριος με τον ορθό χειρισμό μιας φθοροποιού μεταβλητής που κρίνεται απαραίτητη για την πληρότητα της γνώμης του. Καλλιεργημένη οκνηρία μέσω της οποίας το πρότερο θριαμβεύει διότι το επόμενο δεν ανήκει, διότι υπάρχουν λύσεις που χρειάζονται όλες τις λέξεις και προβλήματα που χρειάζονται μερικές.
Οι κύριες μορφές παρακμάζουν αφότου παρέλθει η παρακμή εκείνου που είχε ακολουθήσει τα σημάδια τους, τους ρυθμούς τους. Κάθε αλλοίωση επιτρέπει, εάν τουλάχιστον δεν προδικάζει, μια ανάδρομη πορεία αποσάθρωσης προς μια διαδικασία που πολύ σπάνια θίγεται κι ακόμη πιο σπάνια μελετάται. Διότι δεν μπορεί να ανατρέξει κανείς σε αυτή, μπορεί μόνο ελλιπώς να τη σχολιάσει.
Τι συνέβη και τι συμβαίνει με τα στοιχεία, τους τόπους ή τις εκτιμήσεις που δεν φέρουν ούτε εκατοστό αποτύπωσης κάποιας εκφρασμένης ανάγκης, παρά μόνο έχουν τεθεί σ’ ένα πεδίο απόδοσης, δηλαδή αγνής ματαιοπονίας;
Μια ασαφής αίσθηση λόγω σαφούς μορφής αντιστοιχεί στον ασύδοτο χαρακτήρα κάποιας ηθικής τακτικής, της οποίας η ανίχνευση δεν χωρά αμφιβολία πως διαθέτει δυνάστη: έναν κατανοητό, εγγυημένο στόχο. Αυτός είναι ο φορέας της προαναφερθείσας αίσθησης. Ένας φορέας ευρύτερης —ως προς τις σημασίες των προδιαγραφών της— ισοτιμίας. Από το καλό ως το εγκρατές κι από το κακό ως το ασυγκράτητο. Στην εμφάνιση πιθανής εμβολής έξωθεν της αυτοδιαχείρισης το κακό ταιριάζει και με το εγκρατές, όπως το καλό με το ασυγκράτητο. Το όργανο κρίσης, δηλαδή, διέπεται από τον υπερθετικό βαθμό ενός μέτρου το οποίο το εμποδίζει να δράσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός από αυτόν με τον οποίο οφείλει να δράσει. Τα κλίτη, σαν να λέμε, μιας άποψης, είναι εργαλεία αποφυγής κάθε τεχνικής ή μεταφορικής διένεξης η οποία δεν είναι συνολικά θαυμάσια μα συνολικά ικανοποιητική. Διότι το πράγμα δεν σταματά βεβαίως εκεί. Εάν η άποψη είναι θαυμάσια τότε χρειάζεται κάτι που μονίμως θα εξοικονομείται δίχως τον εξοικονομητή να ανταγωνίζεται. Το φως και η σκιά, λόγου χάρη, δεν αξίζει ιδιαίτερα να μελετάται εκεί όπου και τα δύο ζυγίζονται, αυτή είναι μια πράξη κριτικής παιδικότητας. Το ζήτημα εντοπίζεται στο σημείο ή στα σημεία όπου αμφότερα εκπηγάζουν, σημαίνουν, στα σημεία που βρίθουν διαβαθμίσεων, ποικιλιών, χειρισμών από τον εξοικονομητή, που δεν είναι τίποτε παραπάνω από συγκομιδές ατυχημάτων ή αδυναμιών, των οποίων το βίωμα δημιουργεί προπέτασμα προς βαρύτερα ατυχήματα και ουσιαστικότερες αδυναμίες, όπου η κρίση είναι τόσο ανούσια και περιορισμένη όσο μια ευφάνταστη βρισιά.
Μεταξύ των πλέον αλλοπρόσαλλων προσεγγίσεων, μία από τις πιο υιοθετούμενες είναι να θεωρείται η παρατήρηση ενός πράγματος εκστασιασμός, οφειλόμενος σε αιτιολογήσεις κινήτρων, σε μεθοδολογικές επιφυλάξεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται οριστικές ενέργειες. Προτεινόμενο μέρος ενός σύμπαντος που ανέρχεται και κατέρχεται τυραννημένο από τη σύσταση και τη συνοχή του, τυραννημένο από το νόημα της σύστασής του και το νόημα της συνοχής του, τα οποία είναι αδύνατο να ξεφορτωθεί.
Τι βλέπει λοιπόν κανείς όταν μπαίνει σ’ έναν ναό εφόσον αδυνατεί να δει εκείνο που υπάρχει και υπό την προϋπόθεση αναστροφής της εισόδου του εκεί, υπό την προϋπόθεση κατάργησης της παρουσίας του μόλις λίγα δευτερόλεπτα αφότου περάσει το όριο της κεντρικής εισόδου; Αφότου προχωρήσει πιο μέσα. Αφότου φύγει και δεν ξαναγυρίσει.
Θα αναρωτηθεί κανείς, ποια η σημασία λοιπόν της παρατηρητικής εξέλιξης που οδηγεί σε μη εξελίξιμη αφήγηση των ιδωμένων; Τα αφηγηματικά όπως και τα περιγραφικά μέσα περιορίζονται από τον ενεργητικό ή επαληθευτικό τους χαρακτήρα, μα κι από την ανάγκη θέσπισης μιας χρησιμότητας, μιας σημαντικότητας, που έχουν να κάνουν με τη λεπτομέρεια που επιβεβαιώνει κάποια αποτελεσματική πραγματικότητα. Η περιγραφή και η ταξινόμηση δεν είναι ατέρμονες μόνο επειδή αποτελούν διαστρωματώσεις αντικειμενικότητας, επιτυχημένες διασπάσεις δεδομένων και εντυπώσεων από κοινού, όπου αναπαρίσταται η έλλειψη νοηματικής μεταφοράς λόγω έλλειψης ενωτικής αναπαράστασης ενός κόσμου. Δεν είναι, λοιπόν, πάντοτε μπροστά μας ή γύρω μας κάτι που εξαρτάται από εμάς και την εντυπωμένη μέσα μας συνάφεια, μα είναι ίσως και κάτι που υπάρχει, που έχει αξία ή δεν έχει την παραμικρή αξία, διότι είναι παραδόξως λειτουργικό, είναι παρόν μέσα στον ψευδαισθητισμό της συνεκτικότητας που φέρουν οι αιτίες των σκέψεων και των εντυπώσεων.
Η ροή της ζωής, των γεγονότων, όχι μόνο των γνωστών, των φανερών αλλά ως επί το πλείστον των ατομικών, των κρυφών, αναλογεί μα και αντιστοιχεί, επίσης, σε κάποια αρχιτεκτονική. Το καθαυτό θέμα και η μεταφορικο-συμβολική χρήση της αρχιτεκτονικής ανήκει στα εντελώς τετριμμένα, εντούτοις το ζήτημα, το πρόβλημα, του αναγερμένου, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό – για πολλούς λόγους μα κυρίως λόγω της προϋπόθεσης συγκέντρωσης ορισμένων δυνάμεων. Ακριβώς γι’ αυτό ένας ερευνητής είναι ικανός να ανασυνθέσει, να αναπαραστήσει ένα ολόκληρο έθνος, ένα σύνολο ανθρώπων, μια ομάδα ατόμων που έχουν προ καιρού εκλείψει, από την εξέταση ερειπίων, δομικών χαρακτηριστικών και μνημείων. Καθετί αναγερμένο, μετά από εύλογο διάστημα, λειτουργεί ως ανατομή, μα ως γενική ανατομή όχι ως ειδική, διότι ο ερευνητής δεν έχει τρόπο να ανασυνθέσει, να αναπαραστήσει ένα μόνο, συγκεκριμένο, άτομο, μία μόνο ύπαρξη εξ όσων έχουν εκλείψει. Αυτή η ακμάζουσα διεργασία καταπέφτει πότε στο εφικτό και πότε στο ανέφικτο. Πότε στο ευκταίο και πότε στο απευκταίο∙ όχι όπως κάποιος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, όχι όπως πηδά κανείς από μια πιρόγα που ταξιδεύει προς την Ανατολή σε μια πιρόγα που ταξιδεύει προς τη Δύση, μα όπως μια σκέψη ξεπερνά τα όριά της μόνο εφόσον ξεπερνά τη σύλληψή της.
Αποτελεί η περιγραφή στοιχείο περιγραφικό, η αφήγηση στοιχείο αφηγηματικό; Δύο ή παραπάνω λειτουργίες αποκαλύπτουν ακριβώς το ίδιο πράγμα μ’ εκείνο που καθεμιά τους εντείνεται ασταμάτητα σε μια ευθραυστότητα ερμηνείας, θέσης και χρονολόγησης∙ πεπρωμένου, θα έλεγα. Μ’ αυτό που συνάγεται κατά τον δείκτη αναφορικότητας εκείνου που περιγράφεται διότι κάποιος το αφηγείται, εκείνου που αφηγείται διότι κάποιος το περιγράφει, σε άλλον άξονα χρονολογίας, πεπρωμένου. Το σύντριμμα αυτό, (σύντριμμα διότι θραύεται μεταξύ δύο διαταρασσόμενων αξόνων) εδώ και παντού, μετατρέπει τον περιπατητή σε οικτρό αρχαιολόγο, τον επισκέπτη σε άθλιο επιστήμονα που εμβαθύνει σε ζητήματα παλαιότητας, παλαιάς αξίας που έστω ετερογενώς, έστω ακανόνιστα, εναρμονίζεται με μια νέα αξία, η οποία δεν προκύπτει παρά μόνο λόγω ικανότητας. Εδώ εστιάζει η νεκρολογία. Δεν επέζησε κάτι από κάποια αναζήτηση, από κάποια ικανοποίηση περιέργειας με μια προώθηση ανικανοποίητου πάθους. Ανθηρές σελίδες για το χάρισμα μιας στιβαρής μεθόδου: η κοινοτοπία διαπνέεται από θετικό πόρισμα. Η σεπτολογία δεν είναι κατ’ ανάγκη ανώφελη. Ας είμαστε ακριβοδίκαιοι. Έπονται απόγονοι που ανάμεσά τους ίσως αναδειχτούν επίγονοι. Κατόπιν αυτού του σημείου μπορεί να δώσει κανείς όποια συνέχεια του αρέσει. Η περίοδος χάριτος κατά την οποία κάτι υπέβοσκε στις προαιρέσεις τελείωσε.
Κάποια στιγμή τα ψαρόνια ακινητούν, η σκέψη μου μεταφέρεται στην απογευματινή ατμόσφαιρα του χώρου όπου βρίσκεται το μεγάλο γραφείο του ντα Βίντσι στο Αμπουάζ. Μπλοκάρουν για λίγο οι διακόπτες του μυαλού, που εστιάζει στην ώρα και το μέρος όπου βρίσκεται εκείνο το μεγάλο γραφείο, το καβαλέτο, η παλέτα και τα εργαλεία κατά τη διάρκεια μιας εμβόλιμης εμφάνισης η οποία προκύπτει λόγω αγυρτείας. Λόγω απρέπειας κειμένου. Ενός κειμένου που συντίθεται στο πυρ το εξώτερον: είδη σε διάταξη που δεν μπορούν έχουν σχέση θέσης μεταξύ τους, κι επιπλέον, ασυγχώρητες ελλείψεις, στραβές σανίδες κάτω από σόλες τόσο φαγωμένες που έρχονται και ταιριάζουν απόλυτα. Πόνοι που ανέρχονται από κρυφά θυμιατήρια. Διανοητική πελατεία. Το ταβάνι των σημασιών είναι χαμηλότερο από εκείνο των ενεργειών, περνάω λοιπόν κάπως σκυφτός. Μα δεν καταλήγω σε πίσω πόρτα, αλλά σε πλυσταριό. Σιγοκαίει μια λάμπα, η έκπληξη είναι τόσο απρόσμενη που η σκέψη μοιάζει περιττή. Ωστόσο (υπήρξα κάποτε άνθρωπος του ωστόσο) σκέφτομαι κάτι: το άδυτο της εσωτερικής σιωπής πόσες φορές δεν χρησιμοποίησε κάποια φράση προσεκτικά συνταγμένη τον εντοπισμό του για να αποτρέψει.
Από το Αμπουάζ ως το Σομίρ μεσολαβούν ορισμένα ασύμβατα έρματα εξισορρόπησης, μια υπενθύμιση της λειχήνας στον λίθο. Το εσωτερικό αυτού που γράφεται χωμένο βαθιά σε κάθε λέξη που αποτάσσεται το μάγεμα, τους πυκνούς κόμπους της άφεσης σε καλό και βαθύ ύπνο ανάρρωσης μετά από λογική αρρώστια. Τα κείμενα είναι τέλματα. Φτάνοντας αντικρύζεις το τίποτα που σε οδήγησε μέχρι εκεί. Τυπωμένες ήταν κι οι αποδείξεις κόστους όσων ήπια κι έφαγα, που απόμειναν αχρείαστες πάνω στα τραπέζια. Εφήμερα αποτυπώματα άφησε και το σώμα μου σε καθίσματα τρένων, λεωφορείων, αεροπλάνων και πλοίων. Σε χλόες που βαστούσαν το χρώμα τους καθώς υπέμεναν το πέρασμα από την εισαγωγή του καλοκαιριού στο κατακαλόκαιρο. Στην αντίληψη κάποιων.
Το πως ό,τι γράφεται δεν είναι τόσο αληθινό όσο οι πράξεις ενός ανθρώπου μπορεί κάλλιστα να σημαίνει πως ό,τι γράφεται δεν είναι εξίσου τερατώδες. Δεν υπάρχει όμως, από την άλλη, μοναξιά που να μην κρύβεται πιο επιδέξια σ’ ένα κείμενο απ’ όσο σ’ ένα βαθύ συρτάρι, σε μια επαναλαμβανόμενη νύξη, στην προοδευτική εκτόνωση άρνησης του υπαρκτού και του ανύπαρκτου η οποία όλο και χωλαίνει σαν προσωπικός ήλιος που σταδιακά περικλείνεται όπως μια νύμφη σε ένα κουκούλι το οποίο υφαίνεται μ’ ένα νήμα μεθόδου που εντέλει απ’ αυτό, από την καταλληλότητά του, προσδιορίζεται.
Εγρήγορση στο άπειρο. Αυτή επιφέρει την ακριβέστερη ύβρη, την πιο ντελικάτη εμπάθεια. Η πολλαπλότητα του νοήματος και η υλικότητα του σημαίνοντος είναι λιγότερο σημαντικές κι από την αντίληψη που έχουν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι για τον χρόνο: προαπαίτηση παλαιών φωνών στη φωνή που επιλέγουν ν’ ακούσουν. Εντούτοις, πόσοι γιοι σήμερα ξυρίζουν χαμογελώντας το πρόσωπο του νεκρού τους πατέρα;
Κατά πάσα έννοια, η κοροϊδία της επένδυσης, της καρδιάς που οι παλμοί της χτυπούν πιο γρήγορα από τους ματρακάδες που σφυρηλατούν το πνεύμα, είναι θεμελιώδης.
Εκεί επενδύεται κάθε δυσαρέσκεια, κάθε ναυάγιο ελευθερίας, η ανώμαλη, αναγκαστική προσγείωση, κάθε ανεξαρτησίας. Αλλού σωρεύονται απομεινάρια κάποιας προεξοφλημένης αναστάτωσης που συλλέγονται ως σουβενίρ από τυχοδιώκτες.
Περιουσία από ποιήσεις που εγκαταλείπουν τον ποιητή τους. Ζημιώνομαι ανεπαρκώς.
Συνεχίζω μόνο λόγω ακαταλληλότητας η οποία ερείδεται σε κάποια συνήθεια. Προβιβάστηκα με βαρύνουσα υποτίμηση η οποία φέρει προοπτική εξαφάνισης.
Το να βρεις κατάλληλες λέξεις για να αποτυπώσεις αυτό που έχεις στο μυαλό σου ισοδυναμεί με μπουσούλημα, το να εντοπίσεις με απόλυτη ακρίβεια κάποια πνευματική εκδοχή της ύπαρξής σου είναι οδοιπορία.
Πηγαίνω τώρα λίγο πιο πέρα για να γράψω όπως πρέπει εκείνο που δεν θα διαβάσεις. Εκφάνσεις ανολοκλήρωτου, ανεπαρκούς μορφασμού.
Πενήντα τριών πια, προτιμώ το είδος φοζέρ έναντι του είδους δημηγορία, μ’ ενός άκμονα τη διέγερση – πέρασαν τριάντα ένα χρόνια απ’ αυτή τη φράση που εδώ ήρθε κι έδεσε για να μου διευκολύνει το μυστήριο που μόνο ως αντίποινο καταγράφεται.
Το έργο αποτελεί συνέπεια πιστοποίησης ενός είδους ύπαρξης το οποίο αποσώνεται ενόσω άλλα είδη διαιωνίζονται.
[ 8 Απριλίου 2022 ]