Δύο φίλοι, δύο ποιητές ανταλλάσσουν επιστολές το καλοκαίρι του 1998 –από τον Ιούνιο έως τα τέλη Αυγούστου. Ένα τελευταίο γράμμα ακολουθεί στις αρχές του Σεπτέμβρη. Είναι αβέβαιο πότε οι επιστολές αυτές φτάνουν στον παραλήπτη τους, κάποιες παραμένουν για καιρό ανεπίδοτες, ωστόσο η απάντηση φεύγει πάντα στην ώρα της από τον εκάστοτε αποστολέα. Και οι δύο επιστολογράφοι προέρχονται από τον πολιτισμικό χώρο της Μεσογείου, και οι δύο ζουν στη Γαλλία και γράφουν στα γαλλικά.
Ο ένας είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή Σύρος ποιητής, o Άδωνις, ανανεωτής της αραβικής ποίησης, ένας επαναστάτης του λόγου· άσκησε, σύμφωνα με τον Guardian, «σεισμική επιρροή» στην αραβική ποίηση, αντίστοιχη με αυτήν που άσκησε ο Τ. S. Eliot στην αγγλική.[1]
Υιοθετεί στα 17 του το ψευδώνυμο Άδωνις, πίσω από το οποίο κρύβει στο εξής την αληθινή του ταυτότητα που τρομάζει τους εκδότες, οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να εκδώσουν κείμενά του. Πίσω από τo μυθικό, το αρχαιοελληνικό του προσωπείο, όμως, τονίζει την οικουμενικότητα της ποιητικής δημιουργίας και αναγκάζει εκδότες και αναγνωστικό κοινό να εστιάσουν στο ταλέντο του.
Πολέμιος του ισλαμισμού και του φονταμενταλισμού, πολέμιος των καθεστώτων του Μπεν Άλι και του Άσαντ, αρνείται να κάνει αντιπολίτευση, γιατί τη θεωρεί καθεστώς avant la lettre –όχι γιατί δεν έχει άποψη ή γιατί επιθυμεί να μείνει ουδέτερος, αλλά– γιατί πιστεύει ακράδαντα ότι η ιδεολογία είναι ξένη προς στην τέχνη.[2]
Ο Εdward Said τον αποκάλεσε τον «πιο τολμηρό, τον πιο προκλητικό σύγχρονο Άραβα ποιητή», σημειώνει ο Adam Shatz, που διακρίνει στην πειραματική γραφή τού Άδωνι το πάντρεμα των ποιητικών φορμών του μοντερνισμού με τη μυστικιστική εικονοποιία της κλασικής αραβικής ποίησης.[3] Ο Άδωνις εμπνέεται από το σύνολο τον προ-αραβικών πολιτισμών, που κάποτε συναντήθηκαν στον τόπο του, και γράφει για να συγκροτήσει τον εαυτό του, γιατί πιστεύει ότι η «ταυτότητα είναι κάτι το ρευστό, συγκροτείται μόνον μέσα από τη δημιουργία ενός έργου». Στη διεργασία αυτή, το «άλλο»/το «αλλότριο» ίσως να είναι σημαντικότερο από το «ίδιον»: «Αν ταξιδεύω για να φτάσω στον εαυτό μου», σημειώνει, «πρέπει να περάσω από τον άλλο.»[4]
Ο έτερος επιστολογράφος είναι ο Έλληνας Δημήτρης Τ. Άναλις, διπλωμάτης, καθηγητής γεωστρατηγικής, ειδικός σε θέματα δικαιωμάτων των μειονοτήτων, κριτικός, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, μα πάνω απ’ όλα ποιητής. Ως Έλληνας που διάγει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι είναι «διπλά εξόριστος», σύμφωνα με τον Ulrich Schmidt. Αφενός, γιατί, γράφοντας στα γαλλικά, δουλεύει με υλικό ξένο προς τον γλωσσικό του ορίζοντα, αφετέρου γιατί, ως απόγονος-επίγονος του αρχαιότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού, κουβαλάει διαισθητικά μέσα του τη γνώση ότι «το τραγικό αίρει την εμπειρία του παράλογου».[5]
Αυτή η διπλή του ξενότητα εκφράζεται στην ποίησή του, αλλά και στην αλληλογραφία του με τον Άδωνι, διότι στον λόγο του υπάρχει καθαρή «ανυπόκριτη και στοιχειώδης»[6] η δύναμη της γλώσσας. Η καθαρότητα αυτή («πεφωτισμένη διαύγεια»[7] την χαρακτηρίζει ο Handke) συνιστά το ιδιαίτερο ποιητικό ηχόχρωμα, που διαμορφώνεται ακριβώς λόγω της απόστασης του Άναλι από την πρώτη, τη μητρική του γλώσσα. Σ’ αυτό το κενό υπάρχει χώρος να εκφραστεί η απώλεια· «χαμένο ποιητή» ονομάζει ο Handke τον Άναλι, «ποιητή μιας συνεχώς αυξανόμενης απώλειας» - όχι μόνον προσωπικής. Πενθεί για όλα όσα χάθηκαν αλλά και για όσα υπάρχουν και δεν μπορούν να ειπωθούν. Γιατί η ποίησή του, σύμφωνα με τον Handke, «δεν μιλά ποτέ γι’ αυτά που ο ποιητής γνωρίζει, ακόμη κι αν από την τεράστια γνώση του αφήνει μόνον τις εικόνες και τα συναισθήματα, τεράστια κι’ αυτά, αλλά με διαφορετικό τρόπο, να διαφανούν και να δρουν στους στίχους των ποιημάτων του».[8]
Η ιδέα για την αλληλογραφία αυτή γεννήθηκε μια νύχτα που οι τρεις τους, Άναλις, Άδωνις και Handke, είχαν συναντηθεί για δείπνο σε ένα λιβανέζικο εστιατόριο στο 15ο διαμέρισμα του Παρισιού. «Ηθικός αυτουργός» ο ίδιος ο Handke, που εκείνο το βράδυ, ακούγοντας τους παράλληλους μονόλογους των δύο ποιητών, διαπίστωσε πως, αν και τα λόγια τους δεν «εφάπτονταν» και δεν «τέμνονταν» πουθενά, εντέλει οι παύσεις, ο ρυθμός και η αρμονία τους τα μετέτρεπε σε συνομιλία δύο οικείων. «Αυτό που συνδέει αμφότερους τους ποιητές [...] είναι μια αίσθηση επείγοντος, μια απεγνωσμένη άμυνα [...] που επιμένει στους τόπους και στις εποχές καταγωγής, μια εμμονή στην ιδιαιτερότητα του εαυτού τους, στις χώρες και τον πολιτισμό της Ανατολής.»[9] Έτσι, καθώς τελείωνε το δείπνο, γεννήθηκε αβίαστα στον ακροατή η ιδέα που τριάμισι χρόνια αργότερα έλαβε έντυπη μορφή: «Δώστε σ’ αυτά που λέτε την πρόσθετη διάσταση της συγγραφής κι εγώ θα τα μεταφράσω.»[10]
Ενάντια στην εποχή τους που έχει απαντήσεις για όλα, όπως υπονοεί ο Άναλις, αλλά καμία ερώτηση, οι δύο ποιητές θέτουν στις επιστολές τους ερωτήματα, που όμως δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να απαντήσουν διεξοδικά, γιατί πώς αλλιώς θα διαφανούν η απώλεια και το κενό, για να λάμψει το μυστήριο των πραγμάτων; Έτσι και οι δύο κινούνται στο ασαφές πεδίο των υποδηλώσεων. Eξάλλου, «υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς να εξηγήσεις», εξηγεί ο Άδωνις. «Ο κόσμος δεν φτιάχτηκε για να τον κατανοήσoυμε, αλλά για να αναστοχαζόμαστε και να τον αμφισβητούμε.»[11]
Το φως, ο τόπος και ο χρόνος, η σιωπή και το άφατο, το κενό, η φιλία, ο έρωτας, ο θάνατος, η ποίηση είναι τα θέματα που επανέρχονται στις επιστολές τους, χωρίς φτιασίδια, μόνο με το «καθαρό απόσταγμα των ημερών, που περνά κανείς γράφοντας».[12] Και οι δύο ποιητές γράφουν, σχεδόν ταυτόχρονα, κάποτε παράλληλα, σε πλοία, αεροπλάνα, πόλεις, χωριά, πάντα κάπου ανάμεσα το Κασαμπίν, στην Αθήνα, το Παρίσι, το Παλέρμο, την Πάρο ή την Αμοργό. Είναι η «αργή κίνηση», η «βραδύτητα» της επιστολής, που τους γοητεύει. Οι δύο άντρες θέλουν να κερδίσουν τον χρόνο και τον χώρο που ανοίγει ανάμεσα στους συνομιλητές η γραφή, η αίσθηση ή η «χειρονομία» της επιστολογραφίας: «Γυρίζω μεθαύριο στο Παρίσι» –γράφει ο Άδωνις– «Θα είσαι εκεί; Θα φτάσω δίχως άλλο, πριν από αυτό το γράμμα, κι έτσι, θα το αφήσω πίσω μου να πάρει το δικό του δρόμο.»[13] Για τους δύο ποιητές, η επιστολή έχει αξία, ακόμα κι αν μένει ανεπίδοτη. Και οι δύο υποτάσσονται στον «χρόνο της λέξης», στον ρυθμό της γραφής: «Απορροφημένοι από τις λέξεις σημαίνει ότι υποβάλλουμε το χρόνο στο ρυθμό τους.»[14] Στη διαδικασία αυτή, ο χώρος είναι αρωγός. «Εδώ οι τόποι είναι σα λευκή κόλλα χαρτί, δεν επιβάλλονται, σε αφήνουν να αναπνεύσεις. Αυτό είναι το μεγαλείο τους: είναι παρόντες δίχως να σε συνθλίβουν.»[15] Ο τόπος όμως δεν είναι ποτέ τυχαίος: Το φόντο της γραφής και της σκέψης τους παραμένει η Μεσόγειος, «η λεπτομερώς εξερευνημένη ενδοχώρα της ψυχής» τους. «Δεν μπορώ να φανταστώ παιδική ηλικία μακριά από τις ακτές της, νεότητα, χωρίς τον ερωτισμό του βλέμματος και τη μυρωδιά που τη χαρακτηρίζουν, θάνατο, χωρίς την αξιοπρέπεια που προσφέρει το σπαθί του ήλιου απέναντι στον χρόνο»,[16] σημειώνει ο Άναλις.
Οι παρυφές της σημερινής Ευρώπης, τα παράλια της Μεσογείου, ο τόπος καταγωγής τους είναι ο τόπος που τους επιτρέπει την εναρμόνιση με έναν άλλο χρόνο ουσιωδώς διαφορετικό από αυτόν που υπαγορεύει ο δυτικός τρόπος ζωής, παρατηρεί ο Σπύρος Μοσκόβου, προσθέτοντας ότι και οι δύο ποιητές αντιπαραθέτουν σ’ αυτόν μιαν άλλη «αντίληψη για τη χρονικότητα, μια αντίληψη διαμορφωμένη κάτω από ένα διαφορετικό φως» και υπό την επήρεια και «υποβολή παλιών πολιτισμών», μια αντίληψη που εναντιώνεται στη λογική της οργανωμένης κοινωνίας που μετρά τον χρόνο ανάλογα με την απτή αξιοποίησή του.[17]
«Ο χρόνος, αυτή η ψύχωση του αιώνα, καθρεφτίζεται στις επιφάνειες της καθημερινότητας. [...] Οι Αμερικανοί [...] επινόησαν τη φράση Time is money. Για μας που προερχόμαστε από τις ακτές της Μεσογείου, ο χρόνος ήταν, και παραμένει, η αιωνιότητα και η στιγμή. Tί είναι το σήμερα; Είχαμε το προνόμιο των λαών που κινούνται αργά· το παρελθόν μάς είχε μάθει ότι το να μην πηγαίνεις γρήγορα σημαίνει να παίρνεις την ίδια κατεύθυνση με τον χρόνο. Σήμερα, ο χρόνος είναι μια από τις τελευταίες ευκαιρίες που μας έχουν απομείνει, αλλά έχουμε ξεμάθει τη χρήση του»,[18] σημειώνει ο Άναλις.
Παρότι η Μεσόγειος, ως χώρος των παιδικών τους χρόνων, λειτουργεί καθοριστικά για τη καλλιτεχνική τους πορεία, οι δύο άντρες αισθάνονται (εν μέρει τουλάχιστον) εξόριστοι ή ανέστιοι: «Κατά βάθος βρισκόμαστε σε αναζήτηση ενός τόπου που να είναι για μας αληθινή κατοικία – οι πόλεις είναι στάσεις, διαλείμματα. Δεν ζούμε ούτε στη Βηρυτό, ούτε στην Αθήνα, ούτε στο Παρίσι. Είμαστε νοικάρηδες της περιπλάνησής μας»,[19] επισημαίνει ο Άναλις.
Η απόφασή τους να αφεθούν στην περιπλάνηση είναι αυτή που τους επιτρέπει εντέλει να βρουν τον εαυτό τους μέσα από τη γραφή. Πατρίδα τους η γλώσσα. «Προσπαθώ να θυμάμαι», εξηγεί ο Άναλις, «ότι η εθνικότητα όσων γράφουν ποίηση, για να μπορέσει η γλώσσα να συνεχίσει να υπάρχει, είναι η χώρα της περιπλάνησης».[20]
Αν μία βεβαιότητα αναδύεται ξεκάθαρα από αυτές τις επιστολές, είναι ετούτη: ότι πατρίδα, ο φυσικός, ο οικείος χώρος των δύο ανδρών είναι η γλώσσα. Η βεβαιότητα αυτή δεν κατευνάζει ωστόσο τον πόνο που προκαλεί η γνώση της απώλειας. Οι δύο ποιητές γράφουν για να αιχμαλωτίσουν τη μνήμη, τις χαμένες στιγμές, τα κομμάτια που λείπουν, για να συγκροτήσουν την υπόστασή τους και να γνωρίσουν τον άλλο. Μνήμη «είναι ένα κομμάτι της ζωής μας [...] και χωρίς αυτό είναι αδύνατον να συνδέσουμε τα στοιχεία τα οποία μας συνθέτουν, να βρούμε τα κομμάτια που λείπουν από το κείμενο το οποίο μας περιγράφει»,[21] σημειώνει ο Άναλις και αλλού προσθέτει, απευθυνόμενος στον Άδωνι: «Να σου γράφω σημαίνει για μένα ότι σε γνωρίζω καλύτερα.»[22]
Οι δύο φίλοι αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τους ως απόσταγμα της «αλχημείας χώρου-χρόνου»[23], ενώ «τα κομμάτια που λείπουν είναι τα λιγότερο φωτισμένα κομμάτια της ψυχής τους», αυτά που διαφεύγουν την προσοχή τους και τη συνειδητή γνώση του εαυτού.[24]
Η αλληλογραφία αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση του πένθους, ένα ρέκβιεμ για τα χαμένα κομμάτια και τις χαμένες στιγμές, η τελετή του πένθους για την απώλεια, για τη φθαρτότητα, για την παροδικότητα της στιγμής.
Παρότι το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος είναι ταυτισμένο με την πρόζα, η γραφή στις επιστολές αυτές παραμένει εξόχως ποιητική. Αν σε κάποια σημεία, μάλιστα, προσθέταμε διασκελισμό, θα είχαμε μπροστά μας καθαρή, ατόφια ποίηση, όπως ορθά παρατηρεί ο Stefan Weidner. Η μετάφραση του Handke όχι μόνον δεν απεμπολεί την ποιητικότητα των κειμένων, αλλά την ενισχύει, ενώ ταυτόχρονα παραμένει πιστός στο πνεύμα και στον λόγο τον ποιητών.[25] Στο μετάφρασμα βλέπουμε να αποκρυσταλλώνεται σε λέξεις η αγάπη του για τα Βαλκάνια, καθώς και η φιλία και η εκτίμησή του για τους δύο φίλους.
Στο εισαγωγικό σημείωμα, που δυστυχώς δεν υπάρχει στην ελληνική μετάφραση, ο Ηandke εξηγεί τι είναι αυτό που τον ώθησε να μεταφράσει τις επιστολές αυτές. Τι είναι αυτό που τoν παρακίνησε μέσα από τη μετάφραση να συνομιλήσει με τους δύο ποιητές. Σημειώνει λοιπόν: «Η φιλία είναι ένας μαγνήτης που έλκει τα άχρηστα κομμάτια των λέξεων. Αυτή την ιδιαιτερότητα βρίσκει κανείς στην αλληλογραφία μεταξύ φίλων. Η μεταξύ τους εκτίμηση και εμπιστοσύνη τους δίνει τη δυνατότητα με πολύ απλές εκφράσεις να διηγηθούν την άλλη όψη των εμπειριών, που με τη μορφή του καθημερινού αιχμαλωτίζουν την ουσία. […] Πατρίδα τους είναι η ποίηση. Και μένουν στην επικράτειά της για να διδαχθούν την εκφορά των λέξεων, στην καθαρότητά τους.»[26] Ο Ηandke ακούει και διαμεσολαβεί, είναι διακριτικά παρών στο διάλογο των δύο ποιητών. Και γι’ αυτό τον ευχαριστούμε.