Πάνω σε μια φωτογραφία

Ανή­κο­ντας σε δια­φο­ρε­τι­κές γε­νιές θα ήταν λί­γο δύ­σκο­λο να συ­να­ντη­θού­με διά ζώ­σης: συ­να­ντη­θή­κα­με λοι­πόν στον κό­σμο του Facebook. Αν και όχι τό­σο εξοι­κειω­μέ­νος με τα σύγ­χρο­να μέ­σα μα­ζι­κής επι­κοι­νω­νί­ας (πα­ρό­τι τα σπού­δα­ζε και τα δί­δα­σκε ο ίδιος) ο Χά­ρης Κα­μπου­ρί­δης πά­ντο­τε εί­χε κά­τι εν­δια­φέ­ρον να πει για τον κό­σμο των καλ­λι­τε­χνών (Ελ­λή­νων και ξέ­νων) και φαί­νε­ται ότι έβρι­σκε επί­σης κά­τι εν­δια­φέ­ρον στις κα­θη­με­ρι­νές εκ βα­θέ­ων δη­μό­σιες εξο­μο­λο­γή­σεις μου. Ωστό­σο αυ­τό που μου κί­νη­σε το πραγ­μα­τι­κό εν­δια­φέ­ρον για την πε­ρί­πτω­σή του ήταν όταν (ίσως και πα­ρα­κι­νη­μέ­νος από κά­ποια δι­κά μου σχό­λια εκεί­νη την επο­χή) ανέ­βα­σε μια φω­το­γρα­φία από το μα­κρι­νό 1971: η δα­σκά­λα μου η Έλ­λη Σκο­πε­τέα με­τα­ξύ του Κα­μπου­ρί­δη και του κοι­νού τους φί­λου Θε­μι­στο­κλή Μα­γκριώ­τη.



Πάνω σε μια φωτογραφία


Το συ­νε­σταλ­μέ­νο ύφος των τριών νέ­ων απο­λύ­τως συμ­βα­τό με την επο­χή: οι δύο άρ­ρε­νες βλέ­πουν χια­στί το κε­νό κρα­τώ­ντας τσι­γά­ρο στο χέ­ρι, και η Σκο­πε­τέα το έδα­φος μπρο­στά της. Εί­ναι μια έκ­πλη­ξη που δεν κρα­τά­ει κι αυ­τή τσι­γά­ρο. Κρα­τά­ει όμως στα χέ­ρια της, σύμ­φω­να με αυ­τά που μου αφη­γή­θη­κε ο Μα­γκριώ­της, την 4η Συμ­φω­νία του Μά­λερ (εκτε­λε­σμέ­νη από την Κον­χέρτ­γκε­μπά­ου του Άμ­στερ­νταμ και τον Έντουαρντ βαν Μπάι­νουμ) που μό­λις πριν λί­γο της την εί­χε δα­νεί­σει. Η σκη­νο­θε­σία εί­ναι προ­φα­νής και μάλ­λον δεν οφεί­λε­ται στον φω­το­γρά­φο. Ένας ει­ρω­νι­κός σχο­λια­σμός της σκη­νο­θε­τη­μέ­νης από τη Χού­ντα ζω­ής που μπο­ρεί να μην φαί­νε­ται πο­λύ ρι­ζο­σπα­στι­κός αλ­λά μάλ­λον ήταν μια στά­ση νέ­ων που προϊ­δέ­α­ζε για το τέ­λος της. Εί­ναι μια φω­το­γρα­φία που προ­α­ναγ­γέ­λει με κά­ποιο τρό­πο την με­τα­πο­λί­τευ­ση: αλ­λά στο βαθ­μό που ήξε­ρα την Σκο­πε­τέα και εί­χα επι­κοι­νω­νή­σει με Κα­μπου­ρί­δη και Μα­γκριώ­τη, η με­τα­πο­λί­τευ­ση ήταν για αυ­τούς μια επο­χή που ο «λαϊ­κι­σμός» της και ο έντο­νος κρυ­πτο­ε­θνι­κι­σμός της τους εί­χε έντο­να απο­γοη­τεύ­σει. Η στά­ση τους πιο πο­λύ μια στά­ση πε­φω­τι­σμέ­νων αστών πα­ρά ενερ­γών πο­λι­τι­κά αρι­στε­ρών, την έβρι­σκα ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα, ωστό­σο και σε μια δο­μι­κή ασυγ­χρο­νία με τη δι­κή μου πε­ρί­πτω­ση, ή με τα παι­διά της δι­κής μου γε­νιάς που δεν τους ήταν αρ­κε­τή μια κα­τα­φυ­γή στην αλή­θεια ή στους μύ­θους του εκ­συγ­χρο­νι­σμού (ανα­λό­γως) αλ­λά στρέ­φο­νταν πια στα χρό­νια του 80 και του 90 ανοι­χτά ενα­ντί­ον του.

Το ση­μείο αυ­τό της ασυγ­χρο­νί­ας με τον Κα­μπου­ρί­δη (για την Έλ­λη εν και­ρώ) θα το ανα­κα­λύ­ψω με τον εξής τρό­πο. Με­τά τη δη­μο­σί­ευ­ση της φω­το­γρα­φί­ας και την πυ­κνή επι­κοι­νω­νία που ακο­λού­θη­σε θα συ­να­ντη­θού­με για μία και μο­να­δι­κή φο­ρά στο «Φί­λιον» (στέ­κι κρα­τι­κο­δί­αι­των δια­νο­ου­μέ­νων...όπως ο ίδιος μου το απο­κά­λε­σε). Και εκεί στη συ­ζή­τη­ση (πέ­ραν των ακα­τάλ­λη­λων πε­ρι­γρα­φών για την σε­ξουα­λι­κή επα­νά­στα­ση των νέ­ων στη δε­κα­ε­τία του 1970), ο Κα­μπου­ρί­δης θα ανα­φερ­θεί και στις θε­ω­ρη­τι­κές του ανα­φο­ρές. Φυ­σι­κά στη Ση­μειω­τι­κή και τη Ση­μειο­λο­γία, των οποί­ων υπήρ­ξε πρω­το­πό­ρος με­λε­τη­τής και εκ­φρα­στής στη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή Ελ­λά­δα. Αυ­τό όμως που με εντυ­πω­σί­α­σε ήταν η εξοι­κεί­ω­ση με τις θε­ω­ρί­ες της επι­κοι­νω­νί­ας που κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο και όχι μο­νο στην Ελ­λά­δα οι οπα­δοί του Σο­σίρ δεν τις έδι­ναν και δεν τις δί­νουν με­γά­λη ση­μα­σία. Ο ίδιος ο Κα­μπου­ρί­δης δή­λω­νε οπα­δός του Τσαρλς Πιρς (μια θε­ω­ρη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση που συμ­με­ρι­ζό­ταν και ο φί­λος Τά­σος Χρη­στί­δης): μιας ση­μειω­τι­κής δη­λα­δή που έδι­νε βά­ρος στη σχέ­ση του ση­μαί­νο­ντος με ένα αντι­κεί­με­νο έξω από αυ­τό μέ­σω μιας ερ­μη­νευ­τι­κής δια­με­σο­λά­βη­σης και όχι στην αυ­θαι­ρε­σία της σχέ­σης ση­μαί­νο­ντος και ση­μαι­νο­μέ­νου στην κλα­σι­κή προ­σέγ­γι­ση των σο­σι­ρια­νών.

Μα­ζί με τον Πιρς όμως ο Κα­μπου­ρί­δης ήταν εξοι­κειω­μέ­νος, όπως φά­νη­κε από τη συ­ζή­τη­σή μας και με ονό­μα­τα όπως ο Βα­τζ­λά­βικ και ο Μπέι­τσον: την ομά­δα δη­λα­δή των κοι­νω­νι­κών επι­στη­μό­νων που συ­μπε­ρι­λή­φθη­καν κά­τω από τον τί­τλο της Σχο­λής του Πά­λο Άλ­το. Φαί­νε­ται ότι ο Κα­μπου­ρί­δης ήρ­θε σε επα­φή με αυ­τούς κυ­ρί­ως στα χρό­νια που δί­δα­σκε επι­κοι­νω­νια­κή θε­ω­ρία στο Τμή­μα των ΜΜΕ του ΑΠΘ στα χρό­νια του 1990. Πα­ρό­τι όμως θε­ώ­ρη­σα ότι πρό­κει­ται για μια πρω­το­πό­ρα ενα­σχό­λη­ση ταυ­τό­χρο­να έβρι­σκα εν­δια­φέ­ρον πως σε αυ­τόν οι πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρη­τι­κές ανα­φο­ρές λει­τουρ­γού­σαν με έναν αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο: μια προ­σπά­θεια να ξε­φύ­γει κα­νείς από την μέγ­γε­νη «ση­μαί­νο­ντος και ση­μαι­νο­μέ­νου» που εί­χε επι­βάλ­λει κα­τά κύ­ριο λό­γο ο γαλ­λι­κός στρου­κτου­ρα­λι­σμός με μια ανα­φο­ρά στις αντί­στοι­χες ανα­ζη­τή­σεις της αμε­ρι­κα­νι­κής κοι­νω­νιο­λο­γί­ας. Οι Σά­νον και Γουί­βερ ή ακό­μη ο Πάρ­σονς γι­νό­ταν ένα σω­σί­βιο όχι για να αρ­νη­θεί αλ­λά να δώ­σει με­γα­λύ­τε­ρο βά­θος στη Ση­μειω­τι­κή. Αντί­θε­τα –και βέ­βαια στο βαθ­μό που το ελέγ­χω το πράγ­μα– για όσους από τη γε­νιά μου άσκη­σε μια κρυ­φή γοη­τεία η έν­νοια του «δι­πλού δε­σμού» (ο τρό­πος που ο Μπέι­τσον ερ­μή­νευε την σχι­ζο­φρέ­νεια: όταν ένα υπο­κεί­με­νο πα­γι­δεύ­ε­ται με­τα­ξύ αμοι­βαία αλ­λη­λο­α­πο­κλειό­με­νων προσ­δο­κιών) ήταν όχι μια ακό­μη θε­ω­ρη­τι­κή ανα­ζή­τη­ση αλ­λά ένα πο­λι­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα για να επα­νεύ­ρει κά­ποιος το νή­μα της ενο­ποί­η­σης των επι­στη­μών: το Πά­λο Άλ­το ήταν η μό­νη σο­βα­ρή εναλ­λα­κτι­κή της Σχο­λής της Φραν­κφούρ­της. Ο στοι­χειώ­δης τρό­πος που η δεύ­τε­ρη προ­σπα­θού­σε να συ­νε­νώ­σει τον μαρ­ξι­σμό με την ψυ­χα­νά­λυ­ση, στο Πά­λο Άλ­το με­τα­τρε­πό­ταν σε μια προ­μη­θεϊ­κή από­πει­ρα να συν­δε­θεί το κοι­νω­νι­κό και το ψυ­χι­κό με την λο­γι­κή, ο Μαρξ (ή ο Βέ­μπερ) και ο Φρόιντ με τον Βιτ­γκεν­στάιν, τον Φρέ­γκε και τα Principia Mathematica. Μια τέ­τοια στά­ση ασφα­λώς δεν σή­μαι­νε απόρ­ρι­ψη της Σχο­λής της Φραν­κφούρ­της αλ­λά μιας επα­νε­κτί­μη­σης του πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου που η ίδια εκ­προ­σω­πού­σε.

Εδώ στις συ­ζη­τή­σεις μας υπήρ­ξε μια απο­κά­λυ­ψη: Ο Κα­μπου­ρί­δης μου εξο­μο­λο­γή­θη­κε προ­σω­πι­κή του σύ­γκρου­ση με τον Μαρ­κού­ζε που ο δεύ­τε­ρος τον απο­κά­λε­σε «φα­σί­στα». Προ­φα­νώς για­τί ο δεύ­τε­ρος δεν εν­στερ­νι­ζό­ταν τον άμε­σα πο­λι­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της φι­λο­σο­φι­κής προ­σέγ­γι­σης (όπως θυ­μί­ζου­με έκα­νε την ίδια επο­χή και ο Αντόρ­νο). Και στο ση­μείο αυ­τό νο­μί­ζω ότι μπο­ρεί να ανι­χνευ­θεί η βα­σι­κή ασυγ­χρο­νία των δύο γε­νε­ών: ο φό­βος της γε­νιάς της Χά­ρη απέ­να­ντι στο κρά­τος και στον κρα­τι­κό πα­τερ­να­λι­σμό, ο φό­βος της δι­κής μου γε­νιάς απέ­να­ντι στον αλ­λο­τριω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα μιας κοι­νω­νί­ας της αγο­ράς. Πα­ρό­τι όμως το πρό­ση­μο φαί­νε­ται να ακρι­βώς αντί­στρο­φο οι θε­ω­ρη­τι­κές ανα­ζη­τή­σεις με κά­ποιο τρό­πο κοι­νές. Ακό­μη όμως πιο ση­μα­ντι­κό από αυ­τό: κυ­ρί­ως ει­λι­κρι­νείς. Και αυ­τό για­τί δεν γί­νο­νταν χω­ρίς κό­στος. Ο Κα­μπου­ρί­δης επι­βί­ω­νε (με ευ­χέ­ρεια οπωσ­δή­πο­τε που αντι­στοι­χού­σε στις με­γά­λες δια­νοη­τι­κές και αντι­λη­πτι­κές του ικα­νό­τη­τες) στον κό­σμο της αγο­ράς της τέ­χνης, αδια­φο­ρώ­ντας ίσως για την πα­ράλ­λη­λη ανά­πτυ­ξη μιας αγο­ραί­ας κοι­νω­νί­ας. Πά­ντα σε από­στα­ση ωστό­σο από μια λο­γι­κή υπο­τα­γής στον κρα­τι­κό πα­τερ­να­λι­σμό ακό­μη και όταν ανα­γκα­στι­κά έπρε­πε να συν­διαλ­λα­γεί με εκ­προ­σώ­πους του κρά­τους. Και από την άλ­λη –ας μι­λή­σω και πά­λι απρό­σω­πα– η δι­κή μου γε­νιά έχο­ντας την κα­τα­στα­τι­κή εμπει­ρία του 1989 έκα­νε μια τε­λι­κή προ­σπά­θεια (γε­μά­τη ασφα­λώς με ψευ­δαι­σθή­σεις) υπε­ρά­σπι­σης του κοι­νω­νι­κού τό­σο από την αγο­ρά όσο και από το κρά­τος. Οι δι­κές μας φω­το­γρα­φί­ες αυ­τής της επο­χής σπά­νια έχουν σκη­νο­θε­σία: και μάλ­λον τα πρό­σω­πα βλέ­πουν με εχθρό­τη­τα την κά­με­ρα. Η εκλε­πτυ­σμέ­νη λο­ξή μα­τιά των νέ­ων της δι­κτα­το­ρί­ας σε γε­νι­κές γραμ­μές έλει­πε. Αυ­τό όμως που υπήρ­χε εί­ναι ότι αυ­τοί κα­τα­λά­βαι­ναν ότι τους κα­τα­λα­βαί­να­με: και αυ­τό ήταν το πιο ση­μα­ντι­κό από όλα – αυ­τό το κά­τι που υπάρ­χει έξω από το ση­μαί­νον και το κά­νει να υπάρ­χει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: