Ιστορίες με τον Δημήτρη Άναλι
Αγαπούσε ιδιαίτερα την Ελλάδα. Γι’ αυτό άλλωστε έπρεπε να ζει στην Ευρώπη. Όπως και εγώ. Γι’ αυτό έπρεπε να ζω στην Αμερική. Με άλλα λόγια, Γη της περιπλάνησης (1988), αλλά Χώρα αποκλειστική (1991). Ή, ο θησαυρός των Βαλκανίων (1982). Τελικά η αγάπη δεν είναι στάση. Είναι απόσταση. Αυτό το ξέραμε από μακριά. Δεν χρειαζόταν να το λέμε κάθε φορά που βρισκόμασταν. Στην Αθήνα. Παλαιότερα. Γιατί επιστρέφοντας χάνεσαι. Κάθε επιστροφή συνιστά απώλεια. Όχι τόσο του μέρους που άφησες, αλλά του τόπου όπου έχεις γυρίσει. Σοφοί θα φαινόμασταν αν συγκρατούσαμε όσα λέγαμε. Αλλά είχαμε τη σοφία τουλάχιστον να μην το πιστεύουμε αυτό. Γι’ αυτό κυρίως λέγαμε ιστορίες.
Οι αυτόχθονες που έγιναν ανθρωπολόγοι είναι η κρυφή ιστορία κάθε αποικιοκρατίας. Τα όρια των ξένων που προσπαθούν να γίνουν ιθαγενείς διαμορφώνουν οι ιθαγενείς που γίνονται ξένοι. Οι ιστορίες που λέγαμε, επομένως, κάποτε εις επήκοον όλων, ήταν από εκείνες που δεν μπορούν να πουν οι υπήκοοι οποιασδήποτε επικράτειας, δικής μας ή άλλης. Πρόκειται για φαινόμενα τόσο ορατά που κανείς δεν βλέπει. Είναι όπως τα σημάδια που ανιχνεύουν οι ιχνηλάτες, οι οποίοι προπορεύονται σε άγνωστο έδαφος σε ταινίες ουέστερν.
Όταν ήμασταν μικροί, οι ρόλοι ιθαγενούς και εποίκου εναλλάσσονταν, παίζοντας καουμπόηδες και Ινδιάνους. Κάποια Ποκαχόντας διαρκώς παραμόνευε στις παλιές ιστορίες, αμήχανα κραδαίνοντας την οδοντόβουρτσά της ενώ ερχόταν να κοιμηθεί για πρώτη φορά στην καλύβα μας. Εμείς προτιμούσαμε, αντί για φυτείες, να καλλιεργούμε προ-φυτείες, που θα προφήτευαν τον καπνό, που αν έπαιρνε φωτιά θα πυρπολούσε το μέλλον. Η σοβαροφάνεια δεν κινδυνεύει από άφλεκτα αστεία, αλλά βουλιάζει από το βάρος της ελαφρότητας, καθώς με ακρίβεια οι χυμοί του χιούμορ υγρές διασκορπίζουν τις στάχτες.
Στα φοιτητικά του χρόνια, ο Δημήτρης Άναλις είχε παραλάβει από τον Νταλί ένα σχέδιό του σε χαρτί, με κάρβουνο και πενάκι, αφιερωμένο στους Έλληνες φοιτητές. Μια άλλη φορά, ήταν παρών ενώ ο Σωτήριος (Σαλβαδόρ από τα καταλανικά) προκαλούσε συγχωριανούς του να λένε ιστορίες από τα μέρη τους. Ερωτικές ιστορίες συνήθως. Κάποτε με ροδάκινα, η υγρή φλούδα των οποίων ήταν χρήσιμη ακόμη και όταν δεν έφτανε για προφυλακτικό. Θα ήταν δυνατόν άραγε, αναρωτηθήκαμε, να εξάγουμε ροδάκινα σε αμαθείς ξένους, με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης κάποια περιοχή Ημιμαθείας;
Ο Δημήτρης είχε συγκρατήσει μια ιστορία για το πήδημα στο κενό, που άλλη φορά θα σας πω, στη Φωλιά του κούκου, δηλαδή στο Όρεγκον, όπου διοργανώσαμε μία εβδομάδα αφιερωμένη στον Ωραίο Πυρογέννητο (Κεν από τα γαελικά) Κέισι. Μήπως θα ήταν ευκολότερο να επανεξάγουμε τον Νταλί στην Αμερική, όπου είχαν αρχίσει να επικρατούν διάδοχοί του «καλλιτέχνες της φήμης», όπως ο Γουόρχολ και η Μαντόνα; Εν πάση περιπτώσει, εξαγωγές, εισαγωγές και ανταλλαγές απόψεων ήταν συνεχείς.
Ας δώσουμε Τα χέρια (1958) με τον Πρίγκιπα των κρίνων (1958), ενώ τρέχει Το χρονόμετρο του ύπνου (1971). Ο Οιδίποδας στη σκόνη (1991) προϋπαντά Ανθρώπους της άλλης όχθης (2002) στον Κάθετο χρόνο (2011), πριν από το Πρελούδιο για το νέο ψύχος του κόσμου (2012). «Απομένει ένα βλέμμα, απομένει ένα χέρι» από «Τα κενά του θανάτου στην Εσπερία», που στη μνήμη του Άναλι διάβασε σε μετάφρασή του στα γερμανικά ο Πέτερ Χάντκε και στα γαλλικά η σοφή γυναίκα του Χάντκε Σοφί Σεμέν.