Φιλίες, συναντήσεις και αναδρομές με τον Χάρη Καμπουρίδη

Ο Χ. Κ. με τον Κώστα Λαχά, τον Μιχαήλ Μήτρα και τον Μίμη Φατούρο
Ο Χ. Κ. με τον Κώστα Λαχά, τον Μιχαήλ Μήτρα και τον Μίμη Φατούρο


Στον τριτοξάδελφο Παντελή Λαζαρίδη



I. Mε τον Χάρη Καμπουρίδη δεν είχαμε μεγάλη διαφορά στα χρόνια. Σκάρτα μια πενταετία. Άλλωστε και να υπήρχε, νομίζω ότι οι τέτοιας λογής διαφορές αρχίζουν και χάνουν τη σημασία τους και μηδενίζονται από τη στιγμή που δεν παρατηρούμε με την ίδια ένταση, όσο πριν, αυτά που εξακολουθούν να συμβαίνουν γύρω μας (τα οποία θέλουμε δεν θέλουμε μας προσπερνούν σε ταχύτητα), αλλά αρχίζουμε και αποτραβιόμαστε, μεριμνώντας περισσότερο για αυτά που ξέμειναν και συσσωρεύτηκαν μέσα μας. Με τον Χάρη λοιπόν η αλήθεια είναι ότι αν και συνυπήρξαμε για μεγάλα διαστήματα στις ίδιες πόλεις, στη Θεσσαλονίκη ιδίως στη δεκαετία του ΄70, αν εξαιρέσω τα 3-4 τελευταία χρόνια που τον συναντούσα στην Αθήνα όλο και συχνότερα, παραμείναμε φίλοι σε «ελαφρήν απόσταση», όπως θα έλεγε ο Ε. Μ. Φόρστερ. Κάτι που δεν θα το έλεγα αρνητικό, γιατί νομίζω ότι έτσι, με το να μη συναντιόμαστε τακτικά, όταν τύχαινε και αναζητούσε ο ένας τον άλλο για κάποιο λόγο ουσιαστικό, είχαμε αμοιβαία την λαχτάρα να συμπληρώσουμε ο καθένας από τη μεριά του τα ενδιάμεσα κενά χρόνου. Άλλωστε και εκείνος είχε την ολοένα και συχνότερη ανάγκη, όπως παραδεχόταν, της αναδρομής, προκειμένου να κερδηθεί όλο και κάτι περισσότερο από τα όσα σπρώχνονταν πίσω στη μνήμη και στην αδράνεια. Δεν ήταν η ηλικία που μας προέτρεπε, όπως ίσως θα νομίσουν πολλοί, σ΄ αυτές τις εξαντλητικές αναδιηγήσεις. Τις συνηθίζαμε και νεότεροι, όταν συνέβαινε να βρεθούμε αναπάντεχα και «εκτός έδρας», στα χρόνια του ΄80, του ΄90 και έπειτα, στην Ξάνθη, στον Βόλο, στη Ρόδο. Στην αρχή αυτό το επαναλαμβανόμενο γεγονός των «εξομολογούμενων παλιόφιλων» μου φαινόταν ότι είχε κάτι το υπερβολικό, αλλά σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι οι εκτεταμένες αναδρομές και η επιμονή του Χάρη να απλώνεται η συζήτηση σε πρόσωπα και γεγονότα πέρα από το κυρίως κάδρο που το συνιστούσαν οι γνωστοί και οι φίλοι, ήταν κάτι που το ζητούσε από όλους όσους είχε να τους συναντήσει καιρό. Γενικά, είχε εξαιρετική μνήμη, θυμόταν απίθανες λεπτομέρειες, όπως τι φορούσε κάποιος και τι χρώμα, με ποιους έκανε παρέα, μια φορά μάλιστα που έπιασε το βλέμμα του τον Μιχάλη Μήτρα να περνάει ενώ καθόμασταν στοDolce, μετά τα πρώτα συμβατικά διερευνητικά τον είδα έκπληκτος να ρωτάει με πραγματικό ενδιαφέρον και επιμονή για τις ασχολίες του αρχαιολόγου Γιώργου Χουρμουζιάδη στην Καβάλα, όταν ζούσε εκεί νεότερος και ο Μιχάλης.



II.Κατάλαβα ότι με τις ερωτήσεις του γύρευε να γεφυρώσει κάτι βαθύτερο, να συναρμολογήσει κάτι που έμενε εκκρεμές, κι αυτό δεν ήταν απλώς μια πληροφορία που θα την πρόσθετε μαζί με άλλες, μα η ελάχιστη ψηφίδα που θα γέμιζε το πανόραμα της μνήμης των τόπων — όσων δηλαδή ένιωθε να τον συνιστούν ταυτοτικά. Μνήμη όμως όχι αφηρημένη, ως εντύπωση φευγαλέα, αλλά με χωροταξική αδρότητα — πάνω σε αβάκιο, με χάρακα και διαβήτη. Μια φορά λόγου χάριν που του έκανα λόγο για την Κομοτηνή, επειδή έτυχε να σπουδάζει εκεί ο ένας από τους γιους μου, και το πώς ένιωσα περίεργα ξένος όταν ένα απόγευμα κατάφερα να χαθώ σ΄ έναν από τους μουσουλμανομαχαλάδες της πόλης, ξεκίνησε εκείνος, ο Χάρης, μια άλλη, σχεδόν πεντζικική αφήγηση, μιλώντας σεβαστικά και με κάθε λεπτομέρεια για την έρημη, παλιά εβραϊκή συναγωγή της γειτονικής Ξάνθης, όπου πήγαινε και έπαιζε ως παιδί: την αρχοντιά των αιθουσών της, τα διακοσμητικά των τοίχων και των ταβανιών, τα ξυλόγλυπτα και τις εσωτερικές σκάλες. Γι΄ αυτό και αργότερα, όταν λιγόστεψαν οι πολλές και συχνές μετακινήσεις του, έπαιρνε συνήθως αφορμή από το τεράστιο απόθεμα των φωτογραφιών που διέθετε και αφού τις αναρτούσε στο διαδίκτυο άρχιζε να ανασυνθέτει την εποχή, καλώντας και άλλους ή άλλες από τον φιλικό «περίγυρο» να προεκτείνουν (και να δένουν) τη φωτογραφία με ιστορίες προσώπων και τόπων. Ας πούμε ένα είδος αλλόκοτης αμφικτυονίας. Και κάπως έτσι το να συναντάς τον Χάρη μετά από καιρό, αν ήσουν δεκτικός στις αναδρομές της μνήμης στις οποίες σε καλούσε μειλίχια και εγκάρδια, συνοδευόταν σχεδόν πάντοτε από αλλεπάλληλες παρεκβάσεις για ουσιώδη και επουσιώδη. Όλα αυτά θεωρούσα μέσα μου (χωρίς να του το έχω πει ποτέ) ότι προσπαθούσε να τα συνταιριάξει ως ένα τρόπο επιτακτικής αυτορρύθμισης και διευθέτησης των όσων είχε ζήσει πολλαπλασιαστικά, με ορμή, άγχος (και μάλλον άτακτα) για ένα μεγάλο διάστημα. Δεν ξέρω αν προλάβαινε όσο καιρό (δεκαετίες δηλαδή) βρισκόταν στην κορυφή της «κριτικής αυθεντίας» του, όταν ο λόγος του περί των καλλιτεχνικών στα σημειώματα των Νέων και αλλού ήταν λίγο ως πολύ κανόνας για το τι προβιβαζόταν ως ρηξικέλευθο και μοντέρνο και τι έμενε παλαιομορφικό και στάσιμο, να σταθεί και να αναστοχαστεί γύρω από το τι ήταν αυτό που τον έσπρωχνε να παραδίδεται στο ασταμάτητο και ενίοτε ιλιγγιώδες πήγαιν΄ έλα: εκδόσεις, σεμινάρια, κύκλοι ομιλιών, συνέδρια, αναρίθμητες συμμετοχές σε οργανωτικές επιτροπές. Αρκετά αργότερα, όταν αντιλήφθηκε ότι δεν άντεχε και ότι ήταν καιρός να δημιουργήσει αποστάσεις από τη γοητεία του γίγνεσθαι, περισσότερο παρατηρώντας και λιγότερο καθοδηγώντας, νομίζω πως το έκανε και με το παραπάνω. Και μάλιστα αναποδογυρίζοντας πολλές φορές τελείως την προηγούμενη δημόσια εικόνα του, του αυστηρού τεχνοκριτικού.


ΙΙΙ.Μου έχει μείνει η σταθερή εντύπωση ότι στις συζητήσεις μας που αναζωπυρώθηκαν την τελευταία εικοσαετία, ένα από τα σταθερά θέματα που τον απασχολούσαν ζωτικά ήταν ότι την επί χρόνια διαθεσιμότητά του να μετακινείται συνεχώς και σε αρκετές περιπτώσεις να αλλάζει διαρκώς στόχους -όχι σπάνια αφήνοντας πίσω του ένα σωρό ημιτελή που περίμεναν ματαίως την ολοκλήρωσή τους- την έβλεπε πια ως μια μορφή αφύσικα παρατεταμένης εφηβείας! Παρέτεινε όσο μπορούσε την κατάσταση που σαν σίφουνας τον είχε αρπάξει ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 με αρχές του ΄80, πηγαινοφέρνοντάς τον, νεαρό ακόμα τριαντάρη, γλωσσολογικά φανατικό, από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, βοηθό του Δημήτρη Φατούρου, στη Βιέννη, στο Μόναχο και έπειτα στο Άαχεν, να συμμετέχει σε διάφορα fora ανά την κεντρική Ευρώπη, συνδημοσιεύοντας σε περιοδικά της χρυσής εποχής του ακαδημαϊκού jetsetting, όπως τοSemiotica, ή συναντώντας και μιλώντας σε πασίγνωστες βεντέτες της Σχολής του Ταλίν ή της ομάδας του γαλλικού Tel Quel, όπως ο Γιούρι Λότμαν, η Τζούλια Κρίστεβα και ο Τσβετάν Τοντόροφ που για εμάς, τους εν Ελλάδι, ήταν τουλάχιστον απλησίαστοι ημίθεοι. Νομίζω ωστόσο ότι αυτός ο δυνατός άνεμος στη ζωή του Χάρη που κράτησε γύρω στα έξη με εφτά χρόνια, χωρίς να τον αφήσει να αγκυροβολήσει κάπου -το αντίθετο μάλιστα- κατά ένα μέρος οφειλόταν στην πρώιμη απογοήτευσή του από τις προοπτικές που μπορούσε να έχει στην Ελλάδα ένας νέος πανεπιστημιακός, όπως αυτός, που δεν έβλεπε την έρευνα ως προεξόφληση της επιτυχημένης σταδιοδρομίας στην πολιτική και στις θεσμικές εξουσίες. Με άλλα λόγια, η πολύχρονη περιπλάνησή του έκλεινε μέσα της μια διάθεση φυγής. Ναι μεν έβλεπε το κάθε κάλεσμα, την κάθε νέα πρόταση, από το στήσιμο μιας έκθεσης ως την οργάνωση ενός μουσείου, ως μια ευκαιρία δημιουργικής συνάντησης της τεχνικής με τη φαντασία, κάτι που τον ενθουσίαζε έστω και προσωρινά, ταυτόχρονα όμως κάθε νέα ανάληψη μιας νέας εργασίας ήξερε (χωρίς αυτό τελικά να του αλλάζει την απόφαση) πως τελικά τον διευκόλυνε να μεταθέτει γι΄ αργότερα την αντιμετώπιση των σπουδαιότερων στόχων που τον έτρωγαν μέσα του. Γκρίνιαζε συνεχώς για το ότι δεν είχε καταφέρει να μαζέψει ένα ελάχιστο από τα δημοσιεύματά του. Αλλά, το σκόρπισμα ούτως ή άλλως έχει μέσα του μια γλύκα ναρκωτική. Μου έδειχνε με το κινητό του φωτογραφίες από ένα loft που είχε νοικιάσει, αποθέτοντας εκεί μέσα σ΄ έναν μεγάλο χώρο φακέλους, σχέδια, σκαριφήματα, φωτοτυπίες, χειρόγραφα, βιβλία, άλμπουμ· ένα είδος προσωπικού μουσείου που το κάθε μικρό ή μεγάλο κομμάτι του ήταν μαζεμένο από τον Χάρη, εδώ και δεκαετίες, με την πρόθεση να αποτελέσει μέρος μιας σύνθεσης όπου θα διασταυρωνόταν η ζωή με την εποχή του.





IV. Παραδόξως από μια πλευρά, δεν τον θυμάμαι πριν από το 1970 στη Θεσσαλονίκη. Ως φοιτητές πηγαινοερχόμασταν από την Ιπποδρομίου, την Πλατεία Ναυαρίνου φτάνοντας ως τα στενά γύρω από τη Διαγώνιο και τον Γκιγκιλίνη - νομίζοντας ότι όλα όσα μπορούσαν να συμβούν στην πόλη συνέβαιναν εκεί. Σωματώδης όπως ήταν και επιβλητικός, έμοιαζε δύσκολο να μην τον έχει πάρει το μάτι μου. Τον θυμάμαι όμως λίγο μετά, όταν βρέθηκα προς τα τέλη του χειμώνα του 1971 για μερικές μέρες στα Γιάννενα και η Κ. ένα βράδυ με πήγε, τηρώντας με θρησκευτική ευλάβεια κάθε «συνωμοτικό κανόνα» που είχαμε υπ΄ όψη μας, στο σπίτι του Μανόλη Παπαθωμόπουλου, πρόσφατα διορισμένου στη φιλοσοφική. Εκεί μαζί με τον Χάρη, με πλούσιο υπογένειο, φοιτητή ήδη της φιλολογίας αλλά και ενταγμένο με μια περίεργη σύμβαση στο μισθολόγιο της σχολής, βρίσκονταν, απ΄ όσο θυμάμαι, δυο-τρεις ακόμα της φιλοσοφικής. Όλοι και όλες μεταφέραμε ή σχολιάζαμε τα όσα νεότερα πολιτικά ή άλλα είχαμε πληροφορηθεί από τους ξένους σταθμούς και τις ξένες εφημερίδες, αλλά από λογοτεχνία τίποτε, έρημος. Η γνωστή άνωθεν και αμφιβόλου επιτυχίας επιβολή της «σιωπής» εξακολουθούσε να κρατάει άπραγους ανά το πανελλήνιο πολλούς ευαίσθητους για τα κοινά συγγραφείς και να μας στερεί, εμάς τους νεότερους, από βιβλία. Έτσι, εκείνο το βράδυ μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση μια κυριολεκτικά αυτοσχέδια έκδοση με τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη που κυκλοφορούσε μεταξύ των παρόντων. Κάποιοι από το Πανεπιστήμιο είχαν φροντίσει να φτιάξουν σε πολύγραφο 3-4 σώματα από τις συλλογές του που υπήρχαν διαθέσιμες, και μια από αυτές τις σχεδόν χειρόγραφες εκδόσεις περνούσε τώρα από χέρι σε χέρι, με τον καθένα που ήταν η σειρά του να διαβάζει και ένα από τα ποιήματα, ως αυθόρμητη ανταπόδοση στο «καθήκον» της στιγμής. Βγαίνοντας αργά από το σπίτι, μέσα στο αγιάζι που ανέβαινε από τη υγρασία της λίμνης, είχα την ευκαιρία να πω δυο λόγια με τον Χάρη που, αν θυμάμαι καλά, συγκατοικούσε τότε με τον Πέτρο Ευθυμίου. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση στην πρόχειρη κουβέντα μας ότι γνώριζε σε βάθος πολλά πράγματα από τον Γαλαξία Γκούτενμπεργκ του Μάρσαλ ΜακΛιούαν, τη στιγμή που οι δικές μου γνώσεις για τον πρωτοπόρο τεχνοκράτη δεν πήγαιναν πέρα από ένα-δυο σχετικά άρθρα στο Βήμα ή στο Νew Υork Τimes Review of Books. Αλλά ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε το ότι νεαρός εκείνος —και νεότερός μου— σ΄ ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο όπου η πολιτική κουλτούρα (και όχι μόνο λόγω εποχής) ήταν μοιραία καθηλωμένη στα μετεμφυλιακά, είχε την παράκαιρη τόλμη να υποστηρίξει με τον από τότε κατακλυσμικό λόγο του ότι αν υπήρχε ένα περιοδικό στα προηγούμενα χρόνια που μπορούσε να γίνει σχολείο για τη γενιά μας, αυτό δεν ήταν η Επιθεώρηση Τέχνης αλλά οι Εποχές.



V.Τον συνάντησα και πάλι έπειτα από μερικά χρόνια, τη φορά αυτή στη Θεσσαλονίκη, το 1975. Είχαν στο μεταξύ συμβεί αρκετά· ο ίδιος είχε αφήσει τη σχολή στα Γιάννενα και είχε έρθει στο Αριστοτέλειο, ως βοηθός του Φατούρου. Ήταν ίσως από τα πιο γόνιμα χρόνια του Χάρη. Ετοίμαζε μαζί με τον Σάββα Τσοχατζίδη τον Κώδικα, ένα περιοδικό που όπως το φανταζόταν από τη δική του τη μεριά δεν θα ήθελε να είναι μόνο ένα έντυπο με συνεργασίες για τη γλώσσα και τις σύγχρονες θεωρίες της, αλλά να υποδέχεται φιλόξενα και κείμενα που θα γεφυρώνουν τη ζώσα λογοτεχνία με την κοινωνιοσημειωτική της. Στην πρόσκλησή του είχαν απαντήσει ήδη θετικά ο Τάκης Σινόπουλος και η Νόρα Αναγνωστάκη, ενώ ετοίμαζε τη μετάφραση από τα αγγλικά ενός μελετήματος του Πέτρου Κολακλίδη για τον Καβάφη. Κάπου στα χαρτιά μου θα πρέπει να έχουν διασωθεί ένα-δυο επιστολές του Χάρη όπου με προέτρεπε με επιμονή, γνωρίζοντας το ενδιαφέρον που είχα για τον Μιχαήλ Μπαχτίν, να στρωθώ και να γράψω κάτι σχετικό με την ανάλυση του μυθιστορηματικού πολυγλωσσισμού στον Ντοστογιέφσκι. Τώρα που το σκέπτομαι κι αυτά ακόμα έμειναν εκκρεμή και ανολοκλήρωτα. Τις συχνές φορές που ανέβαινα την εποχή εκείνη στη Θεσσαλονίκη, νοσταλγώντας όπως οι επαρχιώτες το συγγενολόι της πατρίδας τους, περνούσα πάντοτε από τη «Βιβλιοθήκη», το βιβλιοπωλείο στη Χρυσοστόμου Σμύρνης 21 όπου καθόταν με τις ώρες ο Μανόλης Αναγνωστάκης και που δεν ήταν μακριά από το ακτινολογικό ιατρείο του επί της Νέας Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ακόμα, από την υπόγεια γκαλερί, τον «Κοχλία», του εξαιρετικού πεζογράφου και ζωγράφου Κώστα Λαχά, όπου κάποτε διαπληκτίστηκα άσχημα (αλλά ανοήτως) με την Νόρα Αναγνωστάκη, καθώς χαρακτήρισε δημοσιογραφικές τις επιφυλλίδες που δημοσίευα στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη. Περνούσα επίσης από το λιλιπούτειο και απελπιστικά ανακατεμένο βιβλιοπωλείο που είχε αγοράσει ο Γιώργος Μήλιας από τον Τάκα στην λεωφόρο Δημοκρατικής Αμύνης και από το μικρό αλλά προσεκτικά στολισμένο διαμέρισμα του Δημήτρη Καλοκύρη με την παροιμιώδη μονόχειρη πολυθρόνα — αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν γειτονικό με τον Κοχλία. Και δεν παρέλειπα βέβαια να επισκέπτομαι τον Χάρη Καμπουρίδη στον άδειο δεύτερο όροφο του βιβλιοπωλείου Μόλχο, απέναντι στο τυπογραφείο του γέροντα Νίκου Νικολαϊδη, από όπου έβγαιναν όλες οι Εκδόσεις της Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: