Φιλία, Χρόνος και Θάνατος / Γράμμα από τη Μεσόγειο που βουλιάζει
Αθήνα, 16 Οκτωβρίου 2022
ΑΓΑΠΗΤΕ ΔΗΜΗΤΡΗ,
Σου γράφω δέκα χρόνια μετά τον θάνατό σου, προσπαθώντας να μεταφράσω την απουσία σου, με τον τρόπο (à la manière de) που πριν από δεκαπέντε χρόνια μετέφραζα την αλληλογραφία σου με τον Άδωνι. Το βιβλίο –που ταλαιπωρήθηκες κάπως να το εκδόσεις, χρειάστηκαν αρκετές επισκέψεις στον εκδότη μέχρι να πάρει το δρόμο του τυπογραφείου– πήρε τον τίτλο Φιλία, χρόνος και φως και είχε υπότιτλο Γράμματα από τη Μεσόγειο.
Οι δυο σας, εσύ και ο Συρολιβανέζος παριζιάνος ποιητής, γράφατε στα γαλλικά για τη γραφή, γράφατε για τη Μεσόγειο που σας έθρεψε και σας νανούρισε, για τις μονοθεϊστικές θρησκείες που γεννήθηκαν εκεί, γράφατε για τα γραμμένα και τα άγραφα, τα φανερά και τα ανείπωτα. Γράφατε για την ποίηση και γράφατε –κυρίως– για το νόημα. Ανταλλαγές επιστολών («Αγαπητέ Άδωνι», «Αγαπητέ Δημήτρη» ή «Αγαπητέ Άναλι»), ίσως ένα από τα τελευταία βιβλία του είδους σε μια εποχή που η ηλεκτρονική αλληλογραφία μειώνει τα αρχεία επιστολών και κλείνει τα ταχυδρομεία σε όλο τον κόσμο.
Περιέργως, αρχίσατε με τον θάνατο. Άρχισε ο Άδωνις δηλαδή, αφού αυτός έγραψε το πρώτο γράμμα, στις 15 Ιουνίου 1998, από το Κασαμπίν της Συρίας, το χωριό που γεννήθηκε, και που είχε πάει να επισκεφτεί. Αναρωτιέμαι τώρα πώς να είναι αυτό το χωριό μετά από όσα έχουν συμβεί στο μεσοδιάστημα στη Συρία. Αλλά δεν απογοητεύομαι, παρά το ότι δεν είναι και τόσο μακριά από το Χαλέπι που ισοπεδώθηκε, δεν μου φαίνεται στον χάρτη να απέχει περισσότερο από 120 χιλιόμετρα, και ακόμα λιγότερο από την επαρχία Ιντλίμπ που βρίσκεται ανάμεσα στο Χαλέπι και το Κασαμπίν, εκεί που έπεφταν οι βόμβες του Άσαντ γιατί ήταν προπύργιο τζιχαντιστών, εκεί που εκτοπίστηκαν κάπου 3 εκατομμύρια εσωτερικοί πρόσφυγες, εκεί που μπαινοβγαίνει ο τουρκικός στρατός έχοντας κάνει τα σύνορά του με τη Συρία σουρωτήρι.
Σου τα γράφω αυτά γιατί ξέρω ότι σε ενδιαφέρουν, συζητούσαμε πολύ για ζητήματα πολέμων και διεθνούς πολιτικής εκείνα τα μεσημέρια που τρώγαμε παρέα, άλλοτε στο Φάληρο και άλλοτε στο Σύνταγμα, συχνά σε εκείνο το σκοτεινό εστιατόριο ασιατικής κουζίνας σε μια στοά της Σταδίου, που δεν υπάρχει πια. Κι αν γίνονται σήμερα πόλεμοι, καλύτερα να μην ξέρεις…
Θα σου πω ίσως αργότερα και για τους Κινέζους, με αφορμή την ασιατική κουζίνα που σου άρεσε, ωστόσο επανέρχομαι στη Συρία για να πω ότι ναι, δεν απογοητεύομαι, γιατί το Κασαμπίν είναι στη θάλασσα, σε αυτή τη –Μεσόγειο– θάλασσα που όσο να ‘ναι πάντα κάπως σε σώζει, έστω και αφού σε πνίξει. Επίσης, γιατί το Κασαμπίν είναι χτισμένο πάνω στην αρχαία Ουγκαρίτ, την Ουγκαρίτ της Φοινίκης, που, όπως σου έγραψε σε ένα γράμμα του ο Άδωνις, είναι «μητέρα του αλφαβήτου». Και πόλεις που γεννούν αλφάβητα πάντα επιβιώνουν, έστω και μόνο στη μνήμη.
Αρχίσατε λοιπόν με τον θάνατο. Ο Άδωνις έγραψε ήδη στην πρώτη σελίδα: «Δεν ξέρω γιατί αρχίζω αυτό το γράμμα μιλώντας για το θάνατο. Δεν εννοώ με αυτό το θάνατο γενικά, αλλά πιο πολύ την ιδιάζουσα απώλεια των φίλων. Σ’ αυτή νιώθω να χάνομαι κι εγώ ο ίδιος, και η ζωή μου να γέρνει προς την απουσία. […] Μα δεν πρόκειται εντέλει για την επιθυμία να ξανάρθω αντιμέτωπος με το λόγο; Πιθανόν, γιατί ο θάνατος των φίλων ανοίγει στη σκέψη και στην ύπαρξη άβυσσο κεραυνοβόλα που προς στιγμήν δεν ξεπερνιέται, παρά μόνο με τη σιωπή. Και μόνο όταν ο κεραυνός κατευνάζεται, επανέρχεται ο λόγος. Μήπως λοιπόν είναι για μένα ευκαιρία να πειραματιστώ με αυτή τη σιωπή και το λόγο που ακολουθεί; Είναι που στα δικά μου μάτια η φιλία τα ξεπλένει όλα, ακόμα και το σώμα του θανάτου. Τουλάχιστον μας εξοικειώνει με το θάνατο στο βαθμό που είναι το απόγειο των απογείων της ζωής. Μήπως γι’ αυτό λοιπόν οι φίλοι μου ήξεραν να φτιάξουν με το θάνατό τους ένα άλλο μελάνι, μια δεύτερη γραφή; Επειδή η ζωή γινόταν τούτη δω η παντοτινά σιωπηρή ζωή που βγαίνει από τον κύκλο της γραφής και μπαίνει μια για πάντα στον κύκλο του νοήματος; […] Στον κύκλο του νοήματος, βλέπω τον εαυτό μου να ζει με τους φίλους μου σε ένα δάσος μεταφορών. […] Σε αυτό το δάσος, το σπίτι των φίλων μου φαίνεται πάντοτε φωτισμένο, στο στήθος του κρέμονται τα φανάρια του νοήματος.»
Σου θυμίζω τί του απάντησες: «Ο θάνατος και η φιλία είναι της αρμοδιότητας των στρατιωτών, των ναυτικών και των ποιητών. Το ίδιο και η ελευθερία, αφού αυτή είναι η ουσία της περιπλάνησής τους. Το δάσος, για το οποίο μου μιλάς –για μένα, από τον Σαίξπηρ και μετά, κινείται–, είναι οι φίλοι μας, οι ζωντανοί και οι νεκροί· μας προστατεύουν και μας γνέφουν μέσα στη θύελλα και στη σιωπή. Άλλωστε, ο θάνατος είναι πολύ παλιός για να μου είναι άγνωστος. Είναι η κατοικία μου από την ημέρα που έμαθα πως ένας φίλος δεν θα επέστρεφε πια στην τάξη. Ήταν άνοιξη, και το σούρουπο έβαζε, στη μεριά της θάλασσας, φωτιά στη φωτιά του ήλιου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένιωσα ότι ο χρόνος δεν ήταν ούτε πίσω ούτε μπροστά, αλλά μέσα μας.
Ο χρόνος, αυτή η ψύχωση του αιώνα, καθρεφτίζεται στις επιφάνειες της καθημερινότητας. Και αφού δεν καταφέρνει να τρυπήσει το δέρμα της ζωής, τυφλώνει και γυαλίζει σαν τα στάσιμα νερά. Από κει και η αίσθηση της επανάληψης, του γνώριμου, της αδιαφορίας και της στασιμότητας. Οι πόλεις γίνονται αίθουσες σιδηροδρομικού σταθμού – μπορεί κανείς να κάνει κατοικία του την αναχώρηση; […] Η τύχη και ο χρόνος, τελικά, είναι ο σύγχρονος χώρος δράσης· τα υπόλοιπα είναι μοναξιά. […] Η Μεσόγειος, η πιο κλειστή θάλασσα που υπάρχει, είναι και η πιο ανοιχτή. Μας βοήθησε να εφεύρουμε την ελευθερία από τη μοιρολατρία. Η εναντίωση στο Θεό ήταν το κρασί μας, και είμαστε ακόμη μεθυσμένοι απ’ αυτό. Αλλά η ελευθερία είναι μια οικογένεια, και αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε ποτέ να την ξεφορτωθούμε.»
Αυτά λέγατε τότε. Πρέπει να σου πω ότι ο φίλος σου ο Άδωνις, που για πολλά χρόνια ο Τύπος έλεγε ότι είναι στη βραχεία λίστα για το Νομπέλ, δεν το έχει πάρει ακόμα. Αντίθετα το πήρε ο τρίτος άνθρωπος σε αυτή τη φιλία, ο Πέτερ Χάντκε! Ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε τη συγγραφή αυτού του επιστολικού βιβλίου, καθώς σας άκουγε να μιλάτε για τη Μεσόγειο και για την Ανατολή, σε ένα λιβανέζικο εστιατόριο στο Παρίσι. Σας πρότεινε να το γράψετε και εκείνος να το μεταφράσει στα γερμανικά, γράφοντας και το επίμετρο. Λέει σε αυτό το επίμετρο, ότι σας παρακολουθούσε στο εστιατόριο να αναπτύσσετε δύο παράλληλους μονολόγους. Όμως: «Οι δυο τους μονόλογοι, ακόμη κι αν δεν εφάπτονται ή δεν τέμνονται, είναι, τελικά, κατά τις παύσεις, το ρυθμό και την αρμονία τους, διάλογοι ή συνομιλίες στενότερες από ποτέ. Αυτό που συνδέει αμφότερους τους ποιητές, τον ένα με την οργίλη του αναστάτωση και τον άλλο με τη μελαγχολική του αλλά και ακατανίκητη πεφωτισμένη διαύγεια, είναι μια αίσθηση επείγοντος, μια απεγνωσμένη άμυνα, μια προσπάθεια οριοθέτησης απέναντι στην επίκαιρη “νέα τάξη πραγμάτων”, που επιμένει στους τόπους και στις εποχές καταγωγής, μια εμμονή στην ιδιαιτερότητα του εαυτού τους, στις χώρες και τον πολιτισμό της Ανατολής.»
Πρέπει να σου πω ότι αυτή η απεγνωσμένη άμυνα συνεχίζεται ακόμα, αν και μοιάζει σχεδόν μάταιη. Η αγαπημένη σου Μεσόγειος βουλιάζει στη δυστυχία και την απόγνωση ανθρώπων που τη διασχίζουν με κάθε μέσο, με κάθε τίμημα, αναζητώντας ασφάλεια και μέλλον. Βουλιάζει και από τους τουρίστες, τη νέα μάστιγα της εποχής, που μοιάζουν να θέλουν και αυτοί, σα ναυαγοί, όχι πια της φτώχειας, μα της ψυχής, να πιαστούν από ένα βράχο στο πέλαγος και να σωθούν. Αφήνουν χρήματα, αλλά η Μεσόγειος δεν θα είναι ποτέ πια αυτή που θα ήθελες να θυμάσαι. Ο Χάντκε ξέρει άλλωστε από απεγνωσμένη άμυνα, έχει γράψει την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι, δεν έγραψε τη δίψα του σέντερ φορ πριν από το γκολ, και μάθατε επίσης και οι δύο εσείς τί μπορεί να κοστίσει να πας κόντρα στην κοινή πεποίθηση, τότε που ήσασταν κατά των βομβαρδισμών στη Γιουγκοσλαβία και η αγαπημένη σας εφημερίδα Le Monde, στην οποία γράφατε, και εσύ και ο Χάντκε, σας έκοψε για χρόνια.
ΑΓΑΠΗΤΕ ΑΝΑΛΙ,
Γνωριστήκαμε τα τελευταία χρόνια της ζωής σου, δεν σε ήξερα την εποχή που ήσουν ένα πειραχτήρι της ζωής, σε γνώρισα όπως λέει ο Χάντκε, «σταχτιά, αλλά όχι γέρικη φυσιογνωμία», με τη φωνή παραμορφωμένη από την αρρώστια, με πάντοτε κομψό ντύσιμο και ευγένεια πολύ υψηλών προδιαγραφών. Αναρωτιέμαι τι έδεσε αυτή τη φιλία με τη μεγάλη διαφορά ηλικίας και καταλήγω ότι ήταν το βλέμμα και ένας τόνος στη φωνή, η κατανόηση, η Γαλλία σίγουρα έπαιξε και αυτή ένα ρόλο, αλλά όχι τον σημαντικότερο. Καταλήγω ότι εντέλει ήταν η ποίηση, όχι η φωταγωγημένη αλλά η υποφώσκουσα, η ποίηση που υπονοούνταν κάτω από κάθε σκέψη, κάθε ανάλυση. Ότι ήταν μια νηφάλια ευαισθησία αυτή που έφερε κοντά τα βλέμματα δύο άγνωστων μέχρι πρότινος μεταξύ τους ανθρώπων.
Ευτυχώς έχω να θυμάμαι. Ο Άδωνις γράφει: «Περνούν οι φίλοι μου: κανένα άλλο ίχνος, εξόν το ίχνος.» Αυτή τη φορά δεν θα μεταφράσω, θα μεθερμηνεύσω: Αν οι ποιητές που είναι παιδιά πόλεων που έχουν γεννήσει αλφάβητα, ξέρουν να τα αραδιάζουν σωστά στο χαρτί, στον άγραφό μας πίνακα, τότε και αυτοί, όπως και οι πόλεις τους, πάντα επιβιώνουν, έστω και μόνο στη μνήμη.