Μια ποιητική της μνήμης

Μια ποιητική της μνήμης


[ Προ­δη­μο­σί­ευ­ση ]

Το πα­ρόν κεί­με­νο της Τι­τί­κας Δη­μη­τρού­λια απο­τε­λεί από­σπα­σμα από Επί­με­τρο της ιδί­ας που συ­νο­δεύ­ει την ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση της τε­λευ­ταί­ας διτ­τής ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής του Δ.Τ.Α., το δεύ­τε­ρο μέ­ρος της οποί­ας κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2012 –έτος θα­νά­του του γαλ­λό­φω­νου ποι­η­τή– σε δί­γλωσ­ση έκ­δο­ση (γερ­μα­νι­κά-γαλ­λι­κά) στο Σάλτσ­μπουργκ της Αυ­στρί­ας, σε με­τά­φρα­ση Peter Handke (εκδ. Jung und Jung). Η ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση της συ­νο­λι­κής συλ­λο­γής θα κυ­κλο­φο­ρή­σει τον Νο­έμ­βριο του τρέ­χο­ντος έτους από τις εκ­δό­σεις Ιωλ­κός, σε με­τά­φρα­ση Αντι­γό­νης Βλα­βια­νού και Σπύ­ρου Μο­σκό­βου. [Σ.τ. Επιμ.]



Ο Δη­μή­τρης Άνα­λις υπήρ­ξε μέ­λος της με­γά­λης «πνευ­μα­τι­κής οι­κο­γέ­νειας» των εκ­πα­τρι­σμέ­νων, ξε­ρι­ζω­μέ­νων συγ­γρα­φέ­ων του 20ού αιώ­να, που «δεν αι­σθά­νο­νταν στον τό­πο τους ού­τε στην πα­τρί­δα τους ού­τε που­θε­νά αλ­λού μέ­σα στον κό­σμο» (Karátson 1982, 18). Εξ επι­λο­γής και εξ ανά­γκης πλά­νης, δε­δη­λω­μέ­να “άπα­τρις”, ο Άνα­λις θα υιο­θε­τή­σει το “non serviam” του Στί­βεν Ντέ­ντα­λους και του ίδιου του Joyce, χά­ρη στο ακρι­βό, ελ­λη­νι­κό πά­θος για την ελευ­θε­ρία που κρύ­βει μέ­σα του (Analis 2005, 34).[1] Και θα βιώ­σει τη συν­θή­κη του πολ­λα­πλού, συ­ναι­σθη­μα­τι­κού, πνευ­μα­τι­κού, πο­λι­τι­σμι­κού αλ­λά και υπαρ­ξια­κού ξε­ρι­ζω­μού (Karátson, ό.π.), πα­λεύ­ο­ντας να ορί­σει με τους δι­κούς του όρους τις χα­μέ­νες και (ξα­να)κερ­δι­σμέ­νες ρί­ζες του. Τα όπλα του, για να ζή­σει και να εκ­φρα­στεί κα­τά το δυ­να­τόν ελεύ­θε­ρα και ολο­κλη­ρω­μέ­να, πα­ρό­μοια με του Ντέ­ντα­λους: η εξο­ρία, με όλες τις συ­να­ντή­σεις που φέρ­νει, με πρό­σω­πα, τό­πους και τρό­πους· η πα­νουρ­γία ως πο­λυ­μη­χα­νία, που στην πε­ρί­πτω­σή του μπο­ρεί να εντο­πι­στεί (και) στη δι­πλή γραμ­μή της δη­μιουρ­γί­ας του, την επι­στη­μο­νι­κή-πο­λι­τι­κή και τη λο­γο­τε­χνι­κή, αλ­λά και στον διαρ­κή με­τα­σχη­μα­τι­σμό της μί­ας και ενιαί­ας ποι­η­τι­κής του· η σιω­πή, την οποία ορί­ζει ως «το βλέμ­μα που ρί­χνει ο θά­να­τος στην κί­νη­ση» (Analis 2005, 159) και εί­ναι μα­ζί και το ανεί­πω­το και το άφα­το στον λό­γο και στον κό­σμο, ανά­με­σα στην ιε­ρό­τη­τα και τη φρί­κη, αλ­λά και η στο­χα­στι­κή ενα­τέ­νι­ση του κό­σμου πριν αυ­τός πε­ρά­σει στον λό­γο. Σ’ αυ­τόν τον λό­γο όπου χτί­ζε­ται και γκρε­μί­ζε­ται διαρ­κώς η δι­κή του «φα­ντα­σια­κή ιθα­γέ­νεια»[2] και ο οποί­ος πα­ρα­μέ­νει κρα­ταιός επει­δή εί­ναι βα­θιά ρι­ζω­μέ­νος στον κό­σμο.

Ο λό­γος του Άνα­λι ανα­δύ­ε­ται μέ­σα από το έντο­νο «θρόι­σμα των γλωσ­σών» (Millet 1993),[3] που χα­ρα­κτη­ρί­ζει πά­ντο­τε την πο­λύ­γλωσ­ση και πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή συν­θή­κη της πε­ρι­πλά­νη­σης. Σε μια συ­νέ­ντευ­ξή του στον Βα­σί­λη Κα­λα­μα­ρά το 1999, πε­ρι­γρά­φει την ιδιαί­τε­ρη μορ­φή που έλα­βε αυ­τό το ‘θρόι­σμα των γλωσ­σώ­ν’ για τον ίδιο: «Σ’ όποια γλώσ­σα και να γρά­ψω, γρά­φω ελ­λη­νι­κά. Δη­λα­δή, σκέ­πτο­μαι ελ­λη­νι­κά» (Άνα­λις 1999, 23, η έμ­φα­ση δι­κή μου).[4] Ο Άνα­λις θε­ω­ρεί ότι η σκέ­ψη του εί­ναι λοι­πόν πά­ντα ελ­λη­νι­κή, δη­λα­δή ανε­ξάρ­τη­τη από τη γλώσ­σα εκ­φο­ράς της. Διό­τι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του έρ­γου του το έγρα­ψε στα γαλ­λι­κά, υπήρ­ξε «προ­σκε­κλη­μέ­νος της γαλ­λι­κής γλώσ­σας»,[5] όπως τό­σοι άλ­λοι Έλ­λη­νες δη­μιουρ­γοί μέ­σα στον χρό­νο, απο­δε­χό­με­νος την πρό­σκλη­ση αυ­τή για τους δι­κούς του λό­γους και με τους δι­κούς του όρους. Χω­ρίς να στα­μα­τή­σει να γρά­φει και στα ελ­λη­νι­κά, αυ­το­με­τα­φρα­ζό­με­νος, με­τα­φρά­ζο­ντας από και προς τα ελ­λη­νι­κά, εξε­ρευ­νώ­ντας ποι­κί­λα εί­δη λό­γου, σε μια δια­λο­γι­κή, πο­λυ­φω­νι­κή συν­θή­κη γρα­φής.

Οι δύο γλώσ­σες αλ­λη­λε­πι­δρού­σαν στη ζωή του από πο­λύ νω­ρίς, ήδη από την παι­δι­κή του ηλι­κία (Βλα­βια­νού 2013, 64). Θα συ­νε­χί­σουν να συ­νυ­πάρ­χουν σε μια δια­λε­κτι­κή αλ­λη­λε­ξάρ­τη­ση: η ελ­λη­νι­κή του σκέ­ψη θα μπο­λιά­ζει τη γαλ­λι­κή γλώσ­σα, μια γλώσ­σα κα­τ’ αυ­τόν εξό­χως αρ­μο­νι­κή (Analis, 2010, 1, πρτθ. στο Βλα­βια­νού 2019, 99), η οποία του έσω­σε τη ζωή (Analis 2005, 36). Μέ­σα από το θρόι­σμά τους, ο λό­γος του θα ανα­δυ­θεί αγκι­στρω­μέ­νος σε μια πο­λύ­τρο­πη μνή­μη, τό­πο συ­νά­ντη­σης με τον εαυ­τό και τον άλ­λον. Ή με τα δι­κά του λό­για (Analis, 2006, 36):

Ψη­λα­φώ­ντας μες στην πά­χνη
Στο πα­ρόν το βλέμ­μα μας
Αγ­γί­ξα­με και στη μνή­μη πά­λι μα­θη­τεύ­σα­με
Για ν’ αντι­κρί­σου­με ξα­νά τους αν­θρώ­πους.

Με τη μνή­μη στο επί­κε­ντρό του, το έρ­γο του Άνα­λι, ποι­η­τι­κό, πε­ζο­γρα­φι­κό, θε­α­τρι­κό, δο­κι­μια­κό και επι­στη­μο­νι­κό, συ­γκρο­τεί­ται ως ένα ενιαίο σύ­μπαν λό­γου, όπου το κά­θε εί­δος χα­ρά­ζει έναν ξε­χω­ρι­στό κύ­κλο. Αυ­τοί οι ομό­κε­ντροι κύ­κλοι ορί­ζουν τον ατο­μι­κό, υπο­κει­με­νι­κό και δη­μιουρ­γι­κό του χρό­νο, μα­ζί με εκεί­νον της επο­χής, μέ­σα στον ευ­ρύ­τε­ρο κύ­κλο του οι­κου­με­νι­κού χρό­νου που συλ­λαμ­βά­νει και απο­τυ­πώ­νει η αν­θρω­πι­στι­κή και βα­θιά αν­θρώ­πι­νη μα­τιά του στον κό­σμο και στην ύπαρ­ξη. Ο χρό­νος για τον Άνα­λι εί­ναι «ζή­τη­μα βλέμ­μα­τος» (Analis 2005, 92). Αλ­λά «η μνή­μη εί­ναι πιο βα­θιά από τον χρό­νο», εί­ναι χώ­ρος, «ένας μα­κρύς διά­δρο­μος που κά­νει να αντη­χούν τα βή­μα­τα της πραγ­μα­τι­κής ζω­ής» (Analis 2005, 68 και 26) μέ­σα στον κό­σμο, αφού, στο έρ­γο του Άνα­λι, όπως και στον φί­λο του Julien Gracq, τον οποίο με­τέ­φρα­σε στα ελ­λη­νι­κά, «η μνή­μη, η γλώσ­σα, η ατο­μι­κό­τη­τα υπο­στα­σιο­ποιού­νται πά­ντο­τε σε σχέ­ση με το υφά­δι του κό­σμου» (Boyer 2007). Και η ποί­η­ση, που θα πα­ρα­μεί­νει πά­ντο­τε γι’ αυ­τόν “sa spécialité première” (Βλα­βια­νού 2013, 68, σημ. 9), από την πρώ­τη του εμ­φά­νι­ση στα γράμ­μα­τα στα 19 του χρό­νια, το 1957, ώς το τέ­λος της ζω­ής του, εί­ναι «το ναι και το όχι του κό­σμου», «ό,τι απο­μέ­νει όταν οι λέ­ξεις γκρε­μί­ζο­νται και βυ­θί­ζο­νται στη λή­θη» (Analis 2016, 365· Analis 2005, 54). Κα­τ’ ανα­λο­γία με τον χρό­νο που εί­ναι «ό,τι απο­μέ­νει όταν όλα γί­νο­νται σκό­νη» (Analis 2005, 22). Η ποί­η­ση εί­ναι μνή­μη που νι­κά τη λή­θη, η ποί­η­ση εί­ναι ελευ­θε­ρία και «δεν υπάρ­χει μνή­μη χω­ρίς ελευ­θε­ρία» (Analis 2016, 360). Ορί­ζο­ντάς της η εγκό­σμια ύπαρ­ξη του αν­θρώ­που, ο οποί­ος δεν βρί­σκε­ται απλώς μέ­σα στον κό­σμο, αλ­λά εί­ναι φτιαγ­μέ­νος από τη στό­φα του, όπως έλε­γε η Hannah Arendt, διορ­θώ­νο­ντας τον Heidegger (1981, 20)·

Συ­νυ­φα­σμέ­νη με την αντί­λη­ψή του για τη σχέ­ση του αν­θρώ­που με τον κό­σμο εί­ναι και η θέ­ση του για τη συν-ύπαρ­ξη ως απα­ρά­γρα­πτη συν­θή­κη του εί­ναι, στην οποία και πά­λι συ­να­ντά την Arendt (1981). Η συν-ύπαρ­ξη σφρά­γι­σε τη ζωή, το βλέμ­μα και τον λό­γο του. Η μια της όψη ήταν οι πνευ­μα­τι­κές και καλ­λι­τε­χνι­κές συ­ντρο­φιές, οι ση­μα­ντι­κές φι­λί­ες, οι με­γά­λοι έρω­τες.[6] Η άλ­λη, η ανα­γω­γή της συ­νά­ντη­σης με τον άλ­λον και της συλ­λο­γι­κής ύπαρ­ξης σε τό­πο του εί­ναι, στην Ιστο­ρία και την πο­λι­τι­κή, που με­λε­τού­σε και σχο­λί­α­ζε, αλ­λά και στη βα­θιά αντι­με­τα­φυ­σι­κή ποί­η­σή του: το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο εί­ναι πά­ντα του κό­σμου και πά­ντα στραμ­μέ­νο προς τον άλ­λον· ο ποι­η­τι­κός λό­γος του Άνα­λι εί­ναι μια διαρ­κής συν-ομι­λία, ακό­μη και στις στιγ­μές της πιο προ­σω­πι­κής, εσω­τε­ρι­κής ανα­ζή­τη­σης.

Η βα­θιά αντί­λη­ψή του της Ιστο­ρί­ας και της πο­λι­τι­κής με­ταγ­γί­ζε­ται από τις σπου­δές και τη δου­λειά του στον ποι­η­τι­κό του λό­γο για να τον ολο­κλη­ρώ­σει, όπως τον εί­χε πα­ρο­τρύ­νει ο Ezra Pound, όταν του εί­πε ότι «ένας ποι­η­τής που δεν γνω­ρί­ζει την Οι­κο­νο­μία και την Πο­λι­τι­κή της επο­χής του εί­ναι κα­τά το ήμι­συ ποι­η­τής» (Analis, 2012, 9, πρτθ. στο Βλα­βια­νού 2013, 67). Αμ­φό­τε­ρες εί­ναι δια­χρο­νι­κά και αδια­λεί­πτως πα­ρού­σες στον ποι­η­τι­κό του λό­γο, κα­θώς η ύπαρ­ξη σε όλες τις εκ­φάν­σεις της εί­ναι εξ ορι­σμού ιστο­ρι­κή και πο­λι­τι­κή για τον Άνα­λι. Οι ιστο­ρι­κές ανα­φο­ρές ωστό­σο εί­ναι συ­χνά δια­θλα­σμέ­νες, χω­ρίς χω­ρο­χρο­νι­κά ορό­ση­μα, ενί­ο­τε εκ­φέ­ρο­νται με τον τρό­πο του μύ­θου ή του επι­γράμ­μα­τος. Ενώ οι ευ­θεί­ες πο­λι­τι­κές ανα­φο­ρές αφορ­μώ­νται από πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, ανα­βλύ­ζουν μέ­σα από λό­γους κοι­νω­νι­κούς και σχο­λιά­ζουν με αιχ­μη­ρό σαρ­κα­σμό και εξαι­ρε­τι­κή διαύ­γεια τη σύγ­χρο­νη συν­θή­κη (La minuterie du sommeil, 1971, 26, η με­τά­φρα­ση δι­κή μου):

Αυ­τά τα πράγ­μα­τα τους πα­ρα­σέρ­νουν λες
μ’ έναν ακα­τα­νί­κη­το μα­γνη­τι­σμό προς
την εσω­τε­ρι­κή τους άβυσ­σο που δια­φε­ντεύ­ει
τις άλ­λες έξω όπως γνω­ρί­ζε­τε.

Και λό­για του J.K.G.:

«Κα­νείς δεν φαί­νε­ται να αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι έχου­με μια εξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή φι­λό­δο­ξη και δα­πα­νη­ρή, στο πλαί­σιο της οποί­ας το χρή­μα απο­τε­λεί υπο­κα­τά­στα­το της ευ­φυί­ας και ως εκ τού­του χρεια­ζό­μα­στε τα έσο­δα των εξα­γω­γών για να την πλη­ρώ­νου­με. Η αλή­θεια εί­ναι πως εδώ και πολ­λά χρό­νια δεν την έχου­με πραγ­μα­τι­κά πλη­ρώ­σει, αλ­λά αντλού­με συ­στη­μα­τι­κά από τα απο­θέ­μα­τά μας.»

Πε­νή­ντα σχε­δόν χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν πολ­λά από εκεί­να που έβλε­πε ο ποι­η­τής να πλη­σιά­ζουν εί­χαν ήδη συμ­βεί και άλ­λα προ­ε­τοι­μά­ζο­νταν πί­σω από κλει­στές πόρ­τες, ση­μειώ­νει στο Πρε­λού­διο στο νέο κο­σμι­κό ψύ­χος ( Μο­σκό­βου 2013, 399):

Θα­λα­μη­πό­λοι με κρυ­στάλ­λι­νες πια­τέ­λες στα χέ­ρια
Γε­μά­τες κα­να­πε­δά­κια για τα χα­λα­σμέ­να δό­ντια
Ανί­κα­νων πρι­γκί­πων που
Θ’ ανα­λά­βουν τα ηνία των αγο­ρών.
Τους πε­ρι­μέ­νει ένα λου­τρό μου­σι­κής, όπου λι­κνί­ζο­νται
Οι τε­λευ­ταί­οι μαύ­ροι κύ­κνοι του αιώ­να.

Σε ένα ποί­η­μα από την ίδια συλ­λο­γή, όπου το β΄ ενι­κό πρό­σω­πο εγκα­θι­δρύ­ει τον διά­λο­γο και το α’ πλη­θυ­ντι­κό υπο­γραμ­μί­ζει τη συλ­λο­γι­κή ύπαρ­ξη, ένα προ­μή­νυ­μα κιν­δύ­νου, που σή­με­ρα μοιά­ζει πιο επί­και­ρο πα­ρά πο­τέ (ό.π., 400):

[…] Κοί­τα, πή­ρα­με κιό­λας τον δρό­μο για μια
Νέα λη­σμο­νιά που θα κρα­τή­σει αιώ­νες. Και
Ποι­κί­λες ομι­λί­ες κα­τευ­να­σμού θα κα­τα­κλύ­σουν τον κό­σμο
Μα­ζί με την κο­φτε­ρή ρομ­φαία εις το όνο­μα του κα­λού,
Της ελευ­θε­ρί­ας και του ελέ­ους.

Ο Άνα­λις μι­λά­ει για τη νέα λη­σμο­νιά, γνω­ρί­ζο­ντας κα­λά τις λη­σμο­νιές του πα­ρελ­θό­ντος. Όπως όμως η γλώσ­σα μάς κα­τέ­χει κα­τά τον Heidegger και δεν την κα­τέ­χου­με, έτσι κι ο Άνα­λις δεν θε­ω­ρεί ότι στο­χά­ζε­ται το πα­ρελ­θόν, αλ­λά ότι «το πα­ρελ­θόν τον συλ­λο­γά­ται» (Analis 1982, 146). Αυ­τό το πα­ρελ­θόν που τον κα­τέ­χει του χα­ρί­ζει τη διαύ­γεια στην αντί­λη­ψη του πα­ρό­ντος και την προ­ο­ρα­τι­κό­τη­τα όσον αφο­ρά στο μέλ­λον. Η προ­ο­ρα­τι­κό­τη­τα αυ­τή εκ­φέ­ρε­ται συ­χνά με τους συ­γκε­κρι­μέ­νους όρους του προ­φη­τι­κού λό­γου, όπως στους ακό­λου­θους στί­χους από στη συλ­λο­γή La minuterie du sommeil: «Και λέ­γω ότι το το­πίο του μέλ­λο­ντος/θα έχει το με­γα­λείο ενός ανοι­χτού χε­ριού» (Analis 1971, 19, η με­τά­φρα­ση δι­κή μου), ή απλώς με τον μέλ­λο­ντα χρό­νο. Εξί­σου συ­χνά όμως εν­σω­μα­τώ­νε­ται σε πα­ρελ­θού­σες ιστο­ρί­ες με μυ­θι­κή λει­τουρ­γία, στις οποί­ες ο πα­ρελ­θο­ντι­κός χρό­νος εί­ναι επί της ου­σί­ας άχρο­νος και δεί­χνει στο μέλ­λον. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα απο­τε­λεί το ακό­λου­θο, συ­γκλο­νι­στι­κό ποί­η­μα από την ίδια συλ­λο­γή, ένα ποί­η­μα ανοι­χτό που μπο­ρεί να δια­βα­στεί μέ­σα σε δια­φο­ρε­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, και στο πλαί­σιο των τρα­γι­κών, σύγ­χρο­νων ευ­ρω­παϊ­κών εξε­λί­ξε­ων (ό.π., 33-34, η με­τά­φρα­ση δι­κή μου):

Το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα σε ανα­ζή­τη­ση της αρ­μο­νί­ας των πυ­ραύ­λων
Βα­σα­νι­στι­κά η με­γά­λη κα­μπά­να ηχού­σε στη δύ­σθυ­μη εξο­χή
και ξάφ­νου κτή­ρια πο­λυώ­ρο­φα
προ­βά­λα­νε μέ­σα απ’ τη γκρί­ζα γη
κι έκο­ψαν την ανά­σα στο γα­λά­ζιο στέρ­νο του ου­ρα­νού.
Χι­λιά­δες άν­θρω­ποι ξε­πρό­βα­λαν
κι αυ­τοί μες από τις πολ­λές πόρ­τες των κτι­ρί­ων
(τους έβλε­πες από μα­κριά) κρα­τώ­ντας όπλα που
δεν ξε­χώ­ρι­ζε ού­τε ο τύ­πος ού­τε η μάρ­κα τους.
Άρ­χι­σαν να ανταλ­λάσ­σουν πυ­ρο­βο­λι­σμούς
Ταυ­το­χρό­νως και με από­λυ­τη τά­ξη.

Τα όπλα ήταν σιω­πη­λά
Και οι άν­θρω­ποι που πέ­θαι­ναν ομοί­ως.
Αλ­λά ήταν αλη­θι­νοί νε­κροί.
Όταν δεν έμει­νε κα­νέ­νας ζω­ντα­νός –για­τί τα όπλα
απο­τε­λεί­ω­ναν από μό­να τους τούς τραυ­μα­τί­ες– οι
νε­κροί που εί­χαν γί­νει αυ­τό­μα­τα σαν τα όπλα που τους σκό­τω­σαν
ση­κώ­θη­καν και ξα­νά­πια­σαν τα όπλα
ξα­νάρ­χι­σαν να ανταλ­λάσ­σουν πυ­ρο­βο­λι­σμούς·
και οι σκιές τους (για­τί το σκο­τά­δι έπε­φτε
όπως πά­ντα γορ­γό και αρ­γο­κί­νη­το)
αλ­λη­λο­σκο­τώ­νο­νταν κι αυ­τές με όπλα κα­μω­μέ­να
από σκιές και κι­νού­με­να από μια εξί­σω­ση που
μό­νο τα παι­διά μπο­ρούν να λύ­σουν πά­νω σε μια σκα­κιέ­ρα.

Η ενό­ρα­ση, ασχέ­τως εκ­φο­ράς, συ­νέ­χει την ποί­η­ση του Άνα­λι μέ­σα στον κυ­κλι­κό, ποι­η­τι­κό χρό­νο, όπως τον πε­ρι­γρά­φει στη συλ­λο­γή Άν­θρω­ποι της άλ­λης όχθης, ανα­δια­τυ­πώ­νο­ντας τη γνω­στή ηρα­κλεί­τεια ρή­ση, «αἰὼν παῖς ἐστι παί­ζων πεσ­σεύ­ων· παιδὸς ἡ βα­σι­ληί» ( Άνα­λις 2006, 11):

Η γυ­ναί­κα αφή­νει το παι­δί, κι αυ­τό χά­νε­ται απ’ τα μά­τια,
Εί­ν’ ο χρό­νος που πά­ει να παί­ξει στο μέλ­λον.

Αυ­τός ο κυ­κλι­κός χρό­νος εί­ναι επί­σης ο χρό­νος του μύ­θου, που απο­τε­λεί άλ­λο ένα ση­μα­ντι­κό νή­μα στην ποί­η­ση του Άνα­λι. Πα­ρελ­θόν, μνή­μη και λό­γος, ο μύ­θος εί­ναι ση­μείο και σύμ­βο­λο ανοι­χτό στην εξέ­λι­ξη και στον με­τα­σχη­μα­τι­σμό, στον Άλ­λον χω­ρίς πε­ριο­ρι­σμούς ταυ­τό­τη­τας, μνή­μη της γρα­φής ή στη γρα­φή, δια­κεί­με­νο και αφε­τη­ρία, αλ­λά και απαρ­χή μιας πα­λίν­δρο­μης πο­ρεί­ας που με­τα­τρέ­πει την κί­νη­ση ανά­με­σα στις γλώσ­σες και στους τό­πους σε βα­θύ χρό­νο. Εί­ναι αφή­γη­ση, αλ­λά και ει­κό­να και σύμ­βο­λο, δια­σχί­ζει την Ιστο­ρία όντας μια «δύ­να­μη επέν­δυ­σης της ευαι­σθη­σί­ας» (Caillois 1938, 30)· αλ­λά και πα­ρα­πέ­μπει σε μια κουλ­τού­ρα συλ­λο­γι­κής εκ­φο­ράς του λό­γου, με­τέ­χο­ντας στην εγκα­θί­δρυ­ση της συ­νο­μι­λί­ας στον ποι­η­τι­κό λό­γο, ανε­ξαρ­τή­τως γλώσ­σας, αλ­λά και μέ­σου.

——————



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Άνα­λις, Δ.Τ. 2016. Εγκώ­μιον του θη­ρά­μα­τος. Ση­μειώ­σεις στο πε­ρι­θώ­ριο του αιώ­να (απο­σπά­σμα­τα). (Α. Βλα­βια­νού, Μτ­φρ). Νέα Εστία, 1869 (Ιού­νιος), 360-365.
Άνα­λις, Δ.Τ. 2019. «Χαι­ρε­τι­σμός στον Άδω­νι» (Α. Βλα­βια­νού, Μτ­φρ.). Χάρ­της, 10.

Analis, D.Τ. 2012. Repère biographique (ανέκ­δο­το). Προ­σω­πι­κό αρ­χείο Δ. Τ. Άνα­λι.
Analis, D.Τ. 2010. «Ma francophonie, par quels chemins?» στο Dialogues des cultures dans l’espace méditerranéen des Balkans: le français langue d’échanges et de partage, συ­νέ­δριο του Τμή­μα­τος Γαλ­λι­κής Γλώσ­σας και Φι­λο­λο­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών (13.3.2010). Προ­σω­πι­κό αρ­χείο Δ. Τ. Άνα­λι.

Άνα­λις, 1957. Lied. Αθή­να: χ.ε.
Άνα­λι, 1958. Τα χέ­ρια. Αθή­να: Δί­φρος.

Analis, D. 1970. Panoréa. Paris : L’Age d’homme.
Analis, D. 1971. La minuterie du sommeil: poèmes. Paris : L’Age d’homme.

Άνα­λις, Δ.Τ. 1971. Ου­ρα­νού­πο­λη. Αθή­να: Κεί­με­να [Με τον τί­τλο Πα­νο­ρέα, Μί­μνερ­μος 1991].
Analis, D.Τ. 1982. La Grèce hors saison. Πα­ρί­σι: Plasma.

Άνα­λις, Δ.Τ. 1999. «Σ’ όποια γλώσ­σα και να γρά­ψω, γρά­φω ελ­λη­νι­κά.» Συ­νέ­ντευ­ξη στον Βα­σί­λη Κ. Κα­λα­μα­ρά, εφ. Κυ­ρια­κά­τι­κη Ελευ­θε­ρο­τυ­πία (18 Απρι­λί­ου), 22-23.
Analis, D.Τ. 2002. Hommes de l’autre rive. Πα­ρί­σι: Obsidiane.

Άνα­λις, Δ.Τ. 2006. Άν­θρω­ποι της άλ­λης όχθης. Μτ­φρ. Κα­τε­ρί­να Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ & Αντι­γό­νη Βλα­βια­νού. εκδ. Α. Α. Λι­βά­νη.
Arendt, H. 1981 [1978]. The Life of the Mind. τόμ. 1., Nέα Υόρ­κη: Harvest/HBJ Book.

Arendt, H. 1994. What is Existential Philosophy? Στο Essays in Understanding: 1930-1954 (ει­σαγ. και επιμ. J. Kohn), σσ. 163-187, Nέα Υόρ­κη: Harcourt Brace & Company.
Barthes, R.. 1984. Le bruissement de la langue. Essais critiques IV. Πα­ρί­σι: Seuil.

Boyer, A.-M.. 2007. Julien Gracq, Paysage et mémoire. Πα­ρί­σι: Cécile Défaut.
Caillois, Roger. 1938. Le Mythe et l'Homme. Πα­ρί­σι: Gallimard.

Cixous, H.. 1968. L'exil de James Joyce ou l'art du remplacement. Πα­ρί­σι: Grasset.
Kalokyris, D. 2013. «Variations autour de la règle d’or». Le lien/Desmos/δε­σμός, 40, 53-56.

Karátson, A. 1982. «Essai sur le déracinement dans la prose narrative européenne». Στο A. Karátson et J. Bessière (dir.), Déracinement et littérature. Λιλ: Presses Universitaires de Spetentrion (σσ. 13-33).
Millet, R. 1993. Le sentiment de la langue I, II, III. Πα­ρί­σι: La Table Ronde.

Robert, M. 1954. Στο F. Kafka, Journal, (επιμ. και μτ­φρ. M. Robert). Πα­ρί­σι: Grasset.
Vlavianou, A. 2019. «Dimitri T. Analis – Vénus Khoury-Ghata. Des langues pour vivre – le français pour survivre». Σύ­γκρι­ση 27, 98–106.

Βλα­βια­νού, Α. 2013. «Δη­μή­τρης Τ. Άνα­λις – Γαλ­λο­φω­νία στον πλη­θυ­ντι­κό (Δο­κί­μιο, Ποί­η­ση, Πε­ζο­γρα­φία, Θέ­α­τρο, Με­τά­φρα­ση)». Στο Δ. Φί­λιας, Μ. Βε­λιώ­τη-Γε­ωρ­γο­πού­λου, κ.ά. (επιμ.), Πο­λύ­χρω­μες ψη­φί­δες. Γαλ­λο­φω­νία και πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κό­τη­τα (63-73), εκδ. Γρη­γό­ρη.
Βλα­βια­νού, Α. 2016. «Η ποι­η­τι­κή του Δη­μή­τρη Άνα­λι με δι­κά του λό­για». (μτ­φρ. Ν. Μω­σα­ΐ­δη). Νέα Εστία,τχ. 1869 (Ιού­νιος), 382-388.

Μο­σκό­βου, Σ. 2016. «Η ποι­η­τι­κή υπο­θή­κη του Δη­μή­τρη Άνα­λι», Νέα Εστία, τχ. 1869 (Ιού­νιος), 395-401.


 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: