[ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ ]
[ Aυτοβιογραφικό αφήγημα ]
Δημήτρη μου,
μόλις τελείωσα ένα ακόμη αυτοβιογραφικό τίποτε που το ΄γραψα μονορούφι,
στο στυλ που εθίστηκα να γράφω για το Facebook και να λυτρώνομαι
εκτονώνοντας τα ψυχικά βάρη από τα παθήματα μου. Αν το θες για τον Χάρτη
μας θα προτιμούσα να δημοσιευτεί με πολλή χαρά μου, αλλά δεν ξέρω σε
ποια στήλη να το προτείνω· δημοσιεύετε άραγε τέτοια; Έχει κυκλοτερή
αφήγηση, πάντως, σαν διήγημα· δεν ξέρω πάλι. Ο τίτλος δεν μου
πολυαρέσει, μπορεί να αλλάξει. Από μέσα, αν είναι να κόψεις να το ξέρω
μην και χαλάει το συνολικό νόημα. Αν θες έχω και φωτογραφίες εποχής από
Μόλχο και Κώδικα. [...]
ΥΓ. Αναφέρω με συγκίνηση και την ματαιωθείσα «συνεργασία» μου στο Τραμ [τχ. 6] που δεν κυκλοφόρησε διότι σε συλλάβανε — δεν ντρέπονται! Ήταν ένα multimedia οπτικό «ποίημα», σαν αυτά του Μιχάλη [Μήτρα] μας, και μου είχες δώσει στην Πρασακάκη [ ήταν το σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη — Δ.Κ.] τα κλισέ που κάπου τα έχω ακόμη: «Ένα ανοιχτό σύστημα και ένα κλειστό» έλεγε το λιγόλογο κείμενο/ποίημα; και εικονογραφούσα τις λέξεις «εγώ» και «αυγό» αντιστοίχως, το εγώ με γράμματα όλα ανοιχτά και το αυγό με πρώτο και τελευταίο κλειστά. (Και μη χειρότερα...)
Άντε φιλάκια και χαιρετίσματα,
εγώ. [ =Χ.Κ.]
Σύμβουλος Βιβλιογραφίας — Ένα άγνωστο επάγγελμα που υπηρέτησα & πρόκοψα
Θα
μπορούσε να πει κανείς ότι μοιάζει με το επάγγελμα του ασφαλιστή, του
πλασιέ βιβλίων ή του ιατρικού επισκέπτη, αλλά ήταν κάτι διαφορετικό και
μου ταίριασε πολύ και μου άλλαξε τη ζωή: Σύμβουλος Επιστημονικής
Βιβλιογραφίας.
Ήμουν ο μοναδικός όπως διαπίστωσα, αν και θα μπορούσε να έχει
ίσαμε δέκα θέσεις εργασίας –το πολύ– σ’ όλη την Ελλάδα, διότι τόσα ήταν
γύρω στο 1970 τα ξενόγλωσσα βιβλιοπωλεία που προμήθευαν τα πανεπιστήμια
με τα επιστημονικά βιβλία και περιοδικά σε ξένες γλώσσες που χρειαζόταν
οι καθηγητές και τα Τμήματα για την έρευνα και τη διδασκαλία. Αλλά ήταν
μια αναπτυσσόμενη εμπορική περιοχή τότε, καθώς τα πανεπιστήμια
επεκτεινόταν και πολλαπλασιαζόταν και καθώς η έρευνα έμπαινε στην αγορά·
γενικότερα αφού υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ ειδικών (π.χ. γιατρών) για
έγκυρη διεθνή ενημέρωση.
Τις πρώτες μέρες π.χ. που ξεκίνησα να
δουλεύω στο Διεθνές Βιβλιοπωλείο Μόλχο Θεσσαλονίκης (το αρχαιότερο και
σπουδαιότερο των Βαλκανίων, από το 1888· μην ξεχνάμε ότι η εβραιούπολη
Θεσσαλονίκη απορροφούσε ξενόγλωσσες εκδόσεις), έτυχε να χρεώνει ο
Σολομών Μόλχο και ο λογιστής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τα ξενόγλωσσα
περιοδικά. Εγώ, μολονότι δευτεροετής φοιτητής Φιλοσοφικής και ήδη
εκκολαπτόμενους διανοούμενος, αφού είχα δημοσιεύσεις σε αρκετά περιοδικά
της εποχής (Ausblicke, Δοκιμασία), είδα με κατάπληξη να χρεώνουμε κάτι άγνωστά μου περιοδικά και σειρές (Acta Medica etc., Analecta
etc.) που έβγαζαν τέσσερα τεύχη το χρόνο και που κόστιζαν από 100 έως
μερικές εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια (!) το ένα! Πολλά ιατρικού
περιεχομένου από την Ελβετία ή την Ολλανδία, με πολύτιμους βιοχημικούς
τύπους, κάτι γερμανικά με θεολογικές σπουδές, κάτι αμερικανικά με
γεωτεχνικές, φαρμακευτικές, γεωπονικές κ.ά. επιστημονικές ανακοινώσεις
κ.ο.κ. Δυο τρεις σελίδες τιμολογίων έκαναν σύνολο εκατοντάδες χιλιάδες
σημερινά λεφτά, ίσως και εκατομμύριο ! Και λίγες μέρες κατόπιν χρεώσαμε
και αρκετά βιβλία διαφόρων Σχολών, ήδη παραδοθέντα στη διάρκεια του
έτους, με άλλα τόσα ιλιγγιώδη ποσά.
Ήταν, ξαναλέω, η απαρχή της
ανάγκης για τέτοια βιβλία. Αλλά το αγαπημένο βιβλιοπωλείο Μόλχο απ' όπου
ψωνίζαμε όλοι οι Θεσσαλονικείς τα ξενόγλωσσα βιβλία, είχε μεν πολύ
μεγάλες «λιανικές» πωλήσεις, αλλά είχε χάσει το μεγαλύτερο ποσοστό από
τις επιστημονικές, καθώς ένας ανταγωνιστής, ο «Προμηθεύς» —τότε στην πλατεία Αγίας Σοφίας— είχε εισχωρήσει και κυριαρχήσει ως βασικός
προμηθευτής, αν και ο Μόλχο πατήρ ήταν αυτός που —μετά το 1925, όταν
ιδρύθηκε το Αριστοτέλειο— είχε φέρει τα περισσότερα βιβλία από όλες τις
χώρες του κόσμου για τις πανεπιστημιακές έδρες.
Τότε, το 1973,
είχε επιστρέψει από σπουδές μάρκετινγκ και επιχειρήσεων στο εξωτερικό, ο
Μαϊρ, ο πρωτότοκος γιος και, διαπιστώνοντας τις απώλειες, σκέφτηκε και
ίδρυσε μια ειδική υπηρεσία μέσα στο πολυόροφο και πασίγνωστο
βιβλιοπωλείο.
Εγώ πάλι, περνούσα κρίση προσανατολισμού. Είχα
παρατήσει τις σπουδές στο πανεπιστήμιο και εκείνες τις μέρες που διάβασα
την αγγελία «ζητείται νέος με ευρείες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και ξένες
γλώσσες», είχα μπει και είχα βγει στο Πολυτεχνείο και της Αθήνας και
της Θεσσαλονίκης, απολύτως απογοητευμένος από την ‘επανάσταση’ των
φοιτητών, την οποία –όπως τότε όλοι οι προ του 1967 οργανωμένοι στην
Αριστερά– αποδοκιμάζαμε ως «μη ελεγχόμενη από το Κόμμα, αστικού
χαρακτήρα εκτόνωση« κλπ.
Η δουλειά αυτή μού πήγαινε γάντι. Με
έμπνευση και καθοδήγηση του Μαϊρ Μόλχο –που ήδη τον θαύμαζα πολύ
περισσότερο από τους επαναστατικούς ινστρούχτορες στις αντιστασιακές
ομάδες– οργανώσαμε ένα πρωτότυπο σχέδιο επιχειρηματικής δράσης: Δεν
είχαμε ακόμη τους κομπιούτερ με τις περφορέ κάρτες που βγήκαν λίγο
αργότερα οπότε:
α) παραγγείλαμε περί τα 300 σκληρά κουτιά 22x35 εκ.
στην μία πλευρά των οποίων είχαμε γράψει το όνομα κάθε πανεπιστημιακής
Έδρας και του υπεύθυνου παραγγελιών.
β) Από τους δεκάδες
επιστημονικούς εκδότες και οργανισμούς κάθε ευρωπαϊκής χώρας
ξαναζητήσαμε να μας στέλνουν οποιαδήποτε βιβλιογραφική πληροφορία για
τις επικείμενες εκδόσεις τους.
γ) Από τα κιβώτια, στη κυριολεξία,
που άρχισαν να καταφθάνουν, παίρναμε τα φυλλάδια με την περιγραφή των
επικείμενων εκδόσεων και μετά από σύντομο –καμιά φορά και χρονοβόρο–
σκεπτικό το βάζαμε στο αντίστοιχο κουτί.
δ) Όταν αυτό γέμιζε, ή όταν κρίναμε πως έπρεπε να έλθουμε σε επαφή με τον αρμόδιο.
ε) παραδίδαμε τα φυλλάδια αφού τα σφραγίζαμε, ενώ επιπλέον
στ)
εγώ καθόμουν συχνά και έπαιρνα συνέντευξη από τους καθηγητές,
επιμελητές και βοηθούς κάθε πανεπιστημιακής έδρας μαθαίνοντας,
καταγράφοντας και ...μαντεύοντας τις ανάγκες τους.
Σύντομα, η ήδη ταϊσμένη παιδιόθεν προσωπική επιστημονική μου
περιέργεια απλώθηκε σε όλο το εύρος των ανθρωπίνων γνώσεων, «εκών-άκων»
έγινα μια απομίμηση του παντογνώστη Αριστοτέλη. Το «εκών» αφορά βέβαια
τα θέματα των Humanities ( Ιστορία, Αρχαιολογία, Ανθρωπολογία,
Γλωσσολογία, κ.λπ.) όπου ήδη είχα μεγάλο ενδιαφέρον και, σύντομα, όχι
μόνο γνώριζα τη βασική βιβλιογραφία κάθε περιοχής αλλά και τις νέες
τάσεις ταυτόχρονα, το ποιος τις εκπληρώνει σε κάθε χώρα και στα ελληνικά
πανεπιστήμια !
Το «άκων» αφορά τις άλλες γνωστικές περιοχές που
έπρεπε να μάθω στοιχειωδώς ώστε να προωθώ ευστοχότερα τις νέες εκδόσεις,
οπότε θα είχαμε αύξηση του τζίρου και ένα αξιόλογο ποσοστό μπόνους στον
βασικό μισθό μου. Έτσι έμαθα περί Βοτανικής, Πυρηνικής Ιατρικής, νέων
φαρμάκων, τρόπους οργάνωσης της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής,
και όσα άλλα απίστευτα για ένα μέσο μορφωμένο άτομο της εποχής.
Οι
δουλειές του Τμήματος Διεθνούς Βιβλιογραφίας αυξήθηκαν κατακόρυφα,
οργανώσαμε και ειδικές εκθέσεις με τα νέα βιβλία από όλον τον κόσμο, και
έγινα φίλος με τους πιο ενδιαφέροντες νέους πανεπιστημιακούς, όχι τόσο
για να μας δίνουν παραγγελίες όσο για να ικανοποιώ και τη δική μου
άσβεστη δίψα «να μαθαίνω πού πάνε τα πράγματα».
Αυτή η επαγγελματική επιτυχία είχε και σπουδαίες συνέπειες στη προσωπική μου –εκτός του βιβλιοπωλείου– ζωή:
1ον) συμμαζεύτηκα, απέκτησα επάγγελμα και καθημερινότητα που με
ενδιέφερε, αποφάσισα και συνέχισα τις σπουδές μου και πήρα πτυχίο.
2ον)
έμαθα εκ των πρώτων, ότι αυτός ο παράδοξος συνδυασμός Μαθηματικής
Θεωρίας Επικοινωνίας («Κυβερνητικής») και Αισθητικής / Ιστορίας της
Τέχνης που με ενδιάφερε από το Πρακτικό Γυμνάσιο ακόμη, ως κεντρικός
στόχος, είχε όνομα και ονομαζόταν Σημειωτική (Semiotics) και ήδη υπήρχε
ένα περιοδικό το Semiotica και ένα διεθνές συμβούλιο, το IASS (International Association of Semiotic Studies)
3ον)
Έπαψα να ενδιαφέρομαι εντελώς να εξελιχθώ στην εν Ελλάδι κίνηση ιδεών,
καθώς συνέκρινα και σύντομα διαπίστωσα ότι επρόκειτο για παραλλαγές
ξενόγλωσσων αναγνώσεων, το πολύ πολύ, ενώ στο εξωτερικό —την κίνηση του
οποίου γνώριζα πλέον άριστα— τα πράγματα έτρεχαν πιο σωστά και πιο
πηγαία και πιο ελκυστικά.
Αποφάσισα λοιπόν να ενεργήσω ως Ευρωπαίος και όχι ως τοπικός, και ξεκίνησα την έκδοση ειδικού πανεπιστημιακού περιοδικού, του Κώδικας - Κείμενα Σημειωτικής, που
σύντομα έγινε αγγλόφωνο, διεθνές, με συμβουλευτική επιτροπή τους
σπουδαιότερους του είδους (Umberto Eco, T. Sebeok, R. Barthes, κ.ά.) και
λίγο μετά, συμμετέχοντας στο πρώτο μου διεθνές συμπόσιο Σημειωτικής στη
Βιέννη, γνωρίστηκα και προσωπικά μαζί τους. Τότε, με πλησίασε ένας
σπουδαίος Ολλανδός εκδότης, ο Peter de Ridder και, χωρίς καλά καλά να το
καταλάβω, το επόμενο τεύχος ήταν διεθνές και ολλανδικό. Πρώτη αμοιβή,
φιορίνια 1.600.
Ωραία όλα αυτά, σαν παραμύθι, με έφεραν στο διεθνές επίκεντρο των
εξελίξεων. Τότε έβγαινε στο προσκήνιο μεγάλη φουρνιά από νέους
επιστήμονες του είδους και χρειαζόταν ένα σοβαρό περιοδικό για να
δημοσιεύουν τις εργασίες τους μετά από κρίση επιτροπής έγκυρων ειδικών,
ώστε να τις υποβάλλουν και να προωθούνται επαγγελματικά στην
πανεπιστημιακή διδασκαλία.
Δεν τα ήξερα όλα αυτά όταν ξεκινούσα
το περιοδικό. Ούτε είχα πρόθεση να βρεθώ εγώ ως συντονιστής της κρίσης
των νέων ανακοινώσεων εργασίας, απλώς τη δική μου γνωστική περιέργεια
υπηρετούσα. Όμως βρέθηκα να είμαι παράγοντας πλέον, καλεσμένος σε διεθνή
συμπόσια σ ‘ όλον τον κόσμο, γνώστης των τάσεων και των μηχανισμών
προώθησης, ζώντας όμως με έναν απλό μισθό και ...μόλις 25 χρονών.
Όταν
δυο 29χρονοι νέοι εξ Αμερικής καθηγητές στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο
Θράκης, πελάτες του Τμήματός μας και φίλοι, μου πρότειναν να αναλάβω
όλες τις παραγγελίες των βιβλίων του νεότευκτου πανεπιστημίου τους,
ιδρύοντας ταυτόχρονα ένα πανεπιστημιακό βιβλιοπωλείο στην Ξάνθη, το
σκέφτηκα πολλές μέρες ώσπου να αποδεχθώ τη πρόταση. Αγαπούσα την πόλη
όπου είχα περάσει τα χρόνια του Δημοτικού σχολείου, ένιωθα ότι θα
προσέφερα στην ανάπτυξή της, είχα αποφασίσει να φύγω από τα πολιτικά και
να μην ξαναψηφίσω και χρειαζόμουν πολύ την οικονομική άνεση για τις
διεθνείς μου σημειολογικές περιπέτειες. Επιπλέον, οικονομικές διαφορές
με τους αγαπημένους εργοδότες μου, τους Μόλχο, μου έδειχναν τον δρόμο
της εξόδου.
Έτσι από Σύμβουλος Βιβλιογραφίας, βρέθηκα
επιχειρηματίας, να προμηθεύω το Πολυτεχνείο και τη Νομική Θράκης με τις
νέες εκδόσεις και να ανακαλύπτω κι άλλες δυνατότητες, όπως π.χ. να
εξάγει το University Book Centre –η οικογενειακή επιχείρηση που ιδρύθηκε
και τα ανέλαβε όλα– και σε βαλκανικές χώρες τέτοια βιβλία και τέλος,
απρόσμενα, να είμαστε αντιπρόσωποι για όλη την Ελλάδα των Σοβιετικών
πανεπιστημιακών βιβλίων σε ευρωπαϊκές γλώσσες.
Όχι, πλούσιος
δεν έγινα, αν και προς στιγμήν θα μπορούσα, διότι συνέβησαν δύο
δραματικά γεγονότα που σύντομα μας οδήγησαν σε κατάρρευση και πτώχευση,
πράγμα αδύνατο να το φαντασθεί ακόμη και ένας έμπειρος επιχειρηματίας.
Το
πρώτο ήταν ότι ένας νέος διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου αποφάσισε ότι
έπρεπε να πληρώσουμε το χαρτόσημο τιμολογίου σ’ αυτόν, και κατόπιν να το
ζητήσουμε πίσω από το Πανεπιστήμιο, με το οποίο όμως είχαμε σύμβαση
σύμφωνα με τη οποία απαλλασσόταν απ’ αυτό και παράλληλα ότι εάν δεν
φέρναμε τις παραγγελίες θα πληρώναμε πρόστιμο! Το δεύτερο ήταν, ότι η
νέα Κυβέρνηση που ήλθε στα πράγματα το 1981, τρέλανε τον πληθωρισμό και
σύντομα το δολάριο που χρεώναμε εμείς ως 38 δραχμές μετατρέποντας το
ξένο νόμισμα έπρεπε να το εξοφλήσουμε επί 65 δραχμές(!).
Από
αναπτυσσόμενοι λοιπόν βρεθήκαμε να χρωστάμε. Πτώχευση και με χρέος στο
Ελληνικό Δημόσιο πολλών εκατομμυρίων από χαρτόσημο ουδέποτε χρεωμένο και
ουδέποτε εισπραγμένο, αλλά απαιτητό, με απαγόρευση εξόδου μου από τη
χώρα ώσπου να το πληρώσω – που το εξόφλησα, εντέλει, σε δέκα χρόνια
υπομονετικά αν και αχρεωστήτως, διότι με συνελάμβαναν κάθε τόσο
εκβιαστικά.
Και, για να κλείσω την εξιστόρηση όπως την άρχισα: με τα περιοδικά και τις παράπλευρες απώλειες:
α) Ο Κώδικας/Code/Ars Semiotica
αναδείχθηκε και ακόμη εκδίδεται ως ένα εκ των εγκυροτέρων του τομέα
του, αλλά πλέον χωρίς εμένα από το 1983 που έπαψα να ταξιδεύω στην
Ευρώπη, μην έχοντας διαβατήριο.
β) Το 1989 ετοιμαζόμενος να μιλήσω σε
πανεπιστημιακό συμπόσιο στα Γιάννενα με συνέλαβαν για «παράβαση του
Νόμου 105» – μια καταδίκη του 1985 που δεν γνώριζα και που ευτυχώς
ακυρώθηκε σε λίγους μήνες, διότι απέδειξα ότι ήμουν ήδη δημόσιο πρόσωπο
και όχι αγνώστου διαμονής, όπως είχε φροντίσει να καταγραφεί ο πονηρός
δικηγόρος του Πανεπιστημίου, αθωώθηκα δε κατόπιν, παμψηφεί, με μάρτυρες
σύσσωμο το πανεπιστημιακό διδακτικό προσωπικό.
Γιατί ο Νόμος 105;
Διότι τα περιοδικά που χρεώσαμε στο Πανεπιστήμιο –όπως είπαμε στην αρχή
αυτής της ιστορίας – δεν φθάνουν ακέραια στη Βιβλιοθήκη, αλλά τεύχος-τεύχος και συχνά τα τεύχη [των επιστημονικών περιοδικών] αργούν ακόμα και χρόνια για να εκδοθούν, λόγω
διορθώσεων κ.λπ. Εμείς ήμασταν υποχρεωμένοι να συνοδεύουμε κάθε
τιμολόγιο με δήλωση του Νόμου 105, ότι θα φροντίσουμε να ολοκληρωθεί η
παράδοση, και ο παμπόνηρος δικηγόρος έκανε να φανεί κάθε καθυστερημένο ή
ελλείπον τεύχος ως παράβαση του νόμου: δηλαδή «απάτη»!
Δόξα τω θεώ, όλα αυτά τέλειωσαν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εν τω μεταξύ η καριέρα του ενθουσιώδους και πολλά υποσχόμενου νεαρού σημειολόγου της δεκαετίας του 1970, προσαρμόστηκε και εξειδικεύτηκε ως κριτικού και σημειολόγου της ελληνικής Τέχνης. Αρνήθηκε αρκετές υψηλές δημόσιες θέσεις, γνωρίζοντας το τι θα έγραφαν τα ΜΜΕ για κάποιον χωρίς άδεια εξόδου από τη χώρα λόγω χρέους στο δημόσιο ταμείο.
Τέλος, τώρα που συμμαζεύω τα κείμενα και τις μελέτες μου για τους
συνήθεις εις τας δυσμάς του βίου συγκεντρωτικούς τόμους, ξαναζώ το
μεγάλο κενό που δεν με αφήνει να το γεφυρώσω. Το υψηλό διεθνές
βιβλιογραφικό επίπεδο που είχα ως μέτρο σύγκρισης και στόχο ξεκινώντας
να γράφω, κάτι που με βοήθησε να γίνω όσο καλός έγινα σ’ αυτό, αλλά εν
Ελλάδι, και απ’ την άλλη το επίπεδο υποδοχής που με καθόρισε καθώς
αποτελούσα οργανικό μέρος σ’ όλα αυτά εδώ. Εντέλει ένα κενό που δεν
γεφυρώνεται και έτσι θα μείνει πιθανότατα.
Ως εξώφυλλο των
νοουμένων αυτο-εκδόσεων θα έπρεπε να μπει —αν θα μπορούσε να γίνει
πιστευτή— η φωτογραφία μου στις φυλακές Μεταγωγών Θεσσαλονίκης: να
περιμένω με χειροπέδες να πάω για ακύρωση της παλιάς ψευτοδίκης, να
είναι έξω από τα κάγκελα ο αυστηρός αστυνόμος πατέρας μου που υπήρξε
εκεί διοικητικό στέλεχος, παρηγορώντας με, το ραδιόφωνο να παίζει —μα
τον Θεό— την εκπομπή μου «Εικόνες και Είδωλα» στο Γ’ Πρόγραμμα και εγώ
να τσιμπιέμαι ακούγοντας τη φωνή μου να μιλώ για πλατωνικό σπήλαιο
αναπαραστάσεων και ψευδαισθήσεων αληθείας...!
Όχι, δεν «κόβω κάτι», έτσι ακριβώς έγιναν, έτσι έκλεισε ο κύκλος τότε και άρχισε ο επόμενος.
[ 9/3/21 ]