Πλημμύρα δωματίου



Το ρολόι χειρός στο κομοδίνο μου, πλαστικό με ψαράκια στο καντράν κι ένα λαστιχένιο λουράκι μασημένο στις άκρες, λέει ότι η ώρα είναι δύο, μα εγώ νομίζω ότι είναι τουλάχιστον τέσσερις. Τη νύχτα το μυαλό μου τα μετρά όλα διπλά, πράγμα παρήγορο, αφού όταν το ρολόι δείξει πράγματι τέσσερις, τότε για ‘μένα θα είναι οκτώ και θα μπορέσω επιτέλους να σηκωθώ. Δεν έχω κλείσει μάτι ως τώρα. Είναι το φως απ’ την επιγραφή στο απέναντι κτήριο, τόσο κλισέ έτσι όπως μπαίνει απ’ το παράθυρο, σαν σκηνή από έγχρωμο φιλμ νουάρ, μόνο που εδώ δεν υπάρχει ντετέκτιβ, παρά μόνο εγώ, κουκουλωμένη με την πορτοκαλί κουβέρτα του ξενοδοχείου, να κοιτώ τον αριθμό τηλεφώνου στην επιγραφή και να προσθέτω, να πολλαπλασιάζω και ν’ αφαιρώ ψηφία για να με πάρει ο ύπνος. ΥΔΡΑΥΛΙΚΟΙ ΟΛΟ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ, λέει πάνω-πάνω, αλλά εγώ δεν βλέπω κανέναν εκεί- ποιος είναι άλλωστε στη θέση του όταν τον χρειάζεσαι; Ακόμη και τ’ αυτοκίνητα, που ο βόμβος τους με νανουρίζει συνήθως τέτοιες ώρες, θαρρείς και χάθηκαν από τη λεωφόρο, μα κάθε που αποφασίζω να κλείσω τα βλέφαρά μου, να ‘σου κι ένα από εκείνα τα μηχανάκια με τις κομμένες εξατμίσεις να μου χαλάει τις προσθαφαιρέσεις. Μέχρι τώρα υπέθετα ότι οι μηχανόβιοι από τις ταινίες της δεκαετίας του ογδόντα είχαν αποσυρθεί σε κάποιο νεκροταφείο αναμνήσεων, μαζί με τα αφρόλουτρα σε σχήμα ηρώων της Ντίσνεϊ και τις γομολάστιχες με άρωμα φρούτων των παιδικών μου χρόνων. Κι όμως, όλα αυτά επιβιώνουν, όπως και η περίεργη μυρωδιά που αναδίδουν τα έπιπλα στα δωμάτια των ξενοδοχείων - μυρωδιά από ξύλο που πέθανε λίγο πριν γίνει ροκανίδι κι η ψυχή του ανεβαίνει σιγά-σιγά στον ουρανό, αφήνοντας πίσω του μια βασική ιδέα επίπλων προς χρήση, έναν σκελετό σαν να λέμε, πριν το πάρουν χαμπάρι οι καμαριέρες. Δεν είναι όμως αυτό που μ’ ενοχλεί, όχι. Ίσα-ίσα τα νερά στο ξανθό ξύλο με ηρεμούν, δίνουν στο κομοδίνο μια όψη πιο ανθρώπινη, έτσι όπως με κοιτάει με το καφέ του μάτι, σαν να μου λέει ηρέμησε, εγώ είμαι εδώ για ‘σένα. Θέλω να το αγκαλιάσω αλλά διστάζω, μην τυχόν και μπει κανείς κατά λάθος στο δωμάτιο και βρει μια τρελή με τριμμένη φλοράλ πιτζάμα σε τρυφερά ενσταντανέ μ’ ένα έπιπλο. Σκέφτομαι ήδη τους πηχυαίους τίτλους σε φυλλάδες και κίτρινα σάιτ «ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΕ ΤΟ ΚΟΜΟΔΙΝΟ ΤΗΣ - ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΑΖ». Δεν ξέρω γιατί σκέφτομαι έτσι, απ’ το πρώτο βράδυ που έμεινα εδώ παραλογίζομαι, είναι κι αυτός ο ήχος απ’ τις σωληνώσεις, νερό που τρέχει σαν ποτάμι, άγνωστο από πού προέρχεται και πού πάει, αν είναι από την αποχέτευση ή από το καλοριφέρ, αν είναι αγιασμένο και κατάλληλο για βάπτιση ή αν προορίζεται για εμφιάλωση, αν πηγάζει από αρχαία πηγάδια ή αν καταλήγει σε καταρράκτες, εδώ και δυο βράδια όμως δε μ’ έχει αφήσει σε ησυχία. Ούτε ο ρεσεψιονίστ με τα λαδωμένα μαλλιά μπόρεσε να με βοηθήσει. Τρία διαφορετικά δωμάτια μου πρότεινε ν’ αλλάξω, μα ο ήχος απαράλλακτος, πλημμυρίδα που παρασύρει τις σκέψεις μου και άμπωτη που αφήνει πίσω της πράγματα που πολύ θα ήθελα να μου είναι άχρηστα: Τα λεφτά για το νοίκι του σπιτιού μου, λόγου χάρη, τα μετατρέπει σε χαρτοπολτό και τα ξερνάει στην αμμουδιά. To λάπτοπ μου και το κινητό, δυο αντικείμενα που θα είναι ολοκληρωτικά δικά μου σε σαράντα οκτώ μηνιαίες δόσεις, τ’ αφήνει ραγισμένα στο βυθό, σαν όστρακα, να συγχρονίζονται μεταξύ τους ανταλλάσσοντας μπουρμπουλήθρες. Στην επιφάνεια, γυμνό, το μωρό που η μάνα μου πολύ θα ήθελε να έχω γεννήσει μέχρι σήμερα, να κάνει σερφ με σανίδα τ’ αριστεία και τα πτυχία γλωσσομάθειας που μάζευα στην εφηβεία μου.

Το ρολόι χειρός στο κομοδίνο μου τώρα δείχνει δύο και δέκα, άρα για μένα είναι τέσσερις και είκοσι και το νερό συνεχίζει την πορεία του, κάπου ανάμεσα στα κουφώματα και τους τοίχους. Στο σχολείο μαθαίναμε για τον κύκλο του νερού, πώς εξατμίζεται και πώς καταλήγει πίσω στη γη με τη βροχή και να που αυτό το νερό έχει γίνει ένα μικρό μαύρο σύννεφο που κρέμεται από πάνω μου, ρίχνοντας χοντρές ψιχάλες. Όχι ότι με νοιάζει πραγματικά αν θα μουσκέψουν τα σκεπάσματα ή η μοκέτα. Απλά φοβάμαι ότι ο καρμίρης το αφεντικό μου, που μ’ έστειλε για δουλειές εκτός έδρας κι αποφάσισε να διανυκτερεύσω σε αυτό το ξενοδοχείο, θα ζητήσει να πληρώσω τη ζημιά απ’ τον μισθό μου. Τίποτα, θα κάνω λίγη υπομονή, και όταν θα σηκωθώ στις τέσσερις, που στο μυαλό μου θα είναι οκτώ, θα τυλίξω τη μοκέτα ένα ρολό για να μη βρέχεται και μετά θα ψάξω να βρω μόνη μου την πηγή της διαρροής. Εν ανάγκη θα σκίσω λίγο την ταπετσαρία, εκεί, κάτω απ’ το πινακάκι με τις ξεθωριασμένες ανεμώνες. Δε θα το καταλάβει κανείς, ίσα να βγει ο τοίχος από κάτω. Αν είναι όντως μουχλιασμένος, ε τότε συγγνώμη, αλλά θ’ αρχίσω να ξηλώνω την ταπετσαρία κανονικά. Αποκλείεται να με χρεώσουν επιπλέον — και πολύ τους είναι που δεν θα τους μηνύσω που με εξέθεταν σε μύκητες και μικρόβια τόσες μέρες. Ω, ναι, αυτό θα κάνω, θα σταθώ μπροστά απ’ τον τοίχο με σιγουριά, φορώντας την τριμμένη πιτζάμα και τις παντόφλες, στο ένα χέρι το παπούτσι μου με το κοντό λεπτό τακούνι, kitten heel το λένε στη γλώσσα της μόδας, πόσο ταιριαστό στην περίπτωσή μου, κι εγώ πάντα γατάκι υπήρξα, γάτα ουδέποτε, μα τώρα δε θα περιμένω κανέναν, ούτε τους υδραυλικούς από απέναντι, ούτε τον ρεσεψιονίστ με τα λαδωμένα μαλλιά. Τακ τακ με το τακούνι θα αρχίσω να σκάβω τον τοίχο, τακ τακ θ’ ανοίξω μια τρύπα σαν σπηλιά στην άκρη μιας μικρής παραλίας, απ’ αυτές που λες εκεί μέσα μπορώ να εγκατασταθώ και να περάσω μια ολόκληρη ζωή με θέα το κύμα, μακριά από τα προβλήματα, και όταν πας κοντά ζέχνει επειδή κάποιος την έχει ανακαλύψει πολύ πριν από εσένα κι έχει αφήσει πίσω του μόνο σκουπίδια. Την επιτοίχια σπηλιά διατρέχει ένας στύλος - δυο σωλήνες πάνω-κάτω, που συνδέονται στη μέση. Παρατηρώ ότι η σύνδεση μεταξύ τους στάζει, τη γραπώνω με την πιάστρα για τα μαλλιά κι αρχίζω να τη σφίγγω μέχρι να σταματήσει η διαρροή, όμως όχι, το νερό δεν σταματάει, πιτσιλίζει το πρόσωπό μου, τα χέρια μου γλιστράνε, τα μανίκια μου είναι μούσκεμα μέχρι τις μασχάλες. Σφίγγω πιο δυνατά μα ο σωλήνας σπάει, το δωμάτιο γεμίζει νερό σιγά-σιγά, σαν δεξαμενή. Καθώς βυθίζομαι, οι άμυνές μου πέφτουν. Δεν ακούω κανέναν ήχο, δεν έχω καμία αγωνία. Απλά κουνάω χέρια και πόδια. Η επιγραφή απέναντι εξακολουθεί να λάμπει ανάμεσα απ’ τις γρίλιες, κι εγώ κολλάω στο τζάμι. Βλέπω το φως και φαντασιώνομαι τον κόσμο εκεί έξω, σαν μια Μικρή Γοργόνα που ξέρει ότι υπάρχει κάτι πιο Μεγάλο που την ξεπερνά κι αυτή η γνώση της αρκεί. Το ρολόι χειρός με τα ψαράκια στο καντράν περνάει από δίπλα μου, σε αργή κίνηση. Λέει ότι η ώρα είναι δύο και μισή. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, το πιστεύω. Το μυαλό μου δεν μετρά πια τίποτα διπλά. Αισθάνομαι άνετα στο ενυδρείο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: