O Άλμποτ Τάμποτ
ήταν φαροφύλακας. Έστεκε στη μέση του κόσμου, σε ένα κωνικό πέτρινο πύργο μέσα στα μαύρα νερά της θάλασσας, ανέβαινε στη κορυφή και γινόταν παγόνι. Τα φτερά του ήταν πολύχρωμα, δεσμίδες από φως, περίεργες πεταλούδες που κλωθογύριζαν. Όμως τα πλοία πάντοτε τελικά συγκρούονταν. Έρημα πλοία με πολλά άδεια κόκκινα σωσίβια σαν γλειφιτζούρια στο κατάστρωμα.
Ο Άλμποτ Τάμποτ
δούλευε στο εργοστάσιο κονσερβοποιίας και επί οκτώ ώρες την ημέρα βίδωνε το πλαστικό καπάκι στα γυάλινα δοχεία με ροδάκινα που περνούσαν μπροστά του στην κορδέλα παραγωγής.
Ο Άλμποτ Τάμποτ
ήταν ελάφι. Έτρεχε έτρεχε έτρεχε μέσα στο δάσος τα πέλματά του μόλις και άγγιζαν , τα πέλματά του μόλις και άγγιζαν το χώμα και όταν έβρεχε οι σταγόνες και όταν έβρεχε οι σταγόνες αιωρούνταν, αιωρούνταν λίγα εκατοστά πάνω από το δέρμα του. Τόσο γρήγορα έτρεχε ο Άμποτ Τάλμποτ που οι σταγόνες της βροχής εξατμίζονταν. Βλέπετε, ο Άμποτ Τάλμποτ έτρεχε για να προλάβει τον χρόνο.
Ο Άλμποτ Τάμποτ
ερωτεύτηκε μία γυναίκα. Ήταν πολύ μεγαλύτερή του. Στεκόταν κάθε μέρα στην ίδια γωνία του ίδιου δρόμου, ήταν παχουλή και έμοιαζε πάντα κουρασμένη, μικρές σάρκινες σακούλες σκέπαζαν σχεδόν τα μάτια της και φορούσε ένα γκρίζο τριμμένο παλτό.
Μερικές φορές, σκέφτηκε ο Άλμποτ Τάμποτ,
ερωτευόμαστε μία κίνηση. Μία ανεπαίσθητη, αθώα κίνηση που συμβαίνει στο σύμπαν ενός άλλου κορμιού. Η γυναίκα στην ίδια γωνία του ίδιου δρόμου κάθε μέρα σάλιωνε το δάχτυλό της και το σήκωνε ψηλά στον αέρα.
Ο Άλμποτ Τάμποτ
ήταν στρογγυλός και που και που γινόταν μακρόστενος, κάποτε τριγωνικός. Ανάλογα από τον καθρέφτη που καθρέφτιζε ο ίδιος. Γιατί εξηγούσε συχνά ο Άλμποτ Τάμποτ στους φανοστάτες του δρόμου, δεν καθρεφτιζόμαστε στον καθρέφτη, καθρεφτίζουμε τους καθρέφτες, γιατί τα μάτια της γυναίκας ήταν καστανά, τα είδε όταν την πλησίασε.
Όταν εκείνη την ημέρα την πλησίασε τόσο κοντά που κρύσταλλοι από την θρυμματισμένη της αναπνοή έπεσαν στην παλάμη του. Την πλησίασε τόσο κοντά που αυτή δεν τραβήχτηκε γιατί ένιωσε τη ματαιότητα που εμπεριείχε κάθε αντίσταση.
Μερικές φορές σκέφτηκε ο Άλμποτ Τάμποτ
ερωτευόμαστε το λάθος άτομο τη λάθος στιγμή. Αλλεπάλληλα στρώματα στιγμών η μία πάνω στην άλλη, σαν δέρματα νεκρών ζώων, στοιβάζονται και κάποια μέρα λες, αυτή είναι η ζωή μου.
Η γυναίκα περίμενε τον Άλμποτ Τάμποτ.
Δεν ήξερε φυσικά το όνομά του. Ούτε το επάγγελμά του. Δεν γνώριζε ότι την είχε ερωτευτεί. Και αν το γνώριζε θα αδιαφορούσε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν η κατεύθυνση του ανέμου, ο κόκκινος τηλεφωνικός θάλαμος χωρίς τηλέφωνο στη γωνία, τα πλοία που συγκρούονταν συνέχεια επειδή ο άνεμος φυσούσε από λάθος κατεύθυνση και τα έσπρωχνε το ένα πάνω στο άλλο.
Η γυναίκα γνώριζε
ότι είναι παχουλή, ότι γερνάει ασταμάτητα με ακατάπαυστους ρυθμούς, ότι αρκεί μία απειροελάχιστη παρέκκλιση από την τροχιά, ένας αφηρημένος γλάρος που πέφτει σε ένα κατάρτι με αποτέλεσμα να συγκρουστούν δύο πλοία, η γυναίκα γνωρίζει ότι είμαστε κρυστάλλινοι και αρκεί μία απειροελάχιστη παρέκκλιση μίας λεπίδας στον λαιμό μας, μία τυχαία ώρα μίας τυχαίας μέρας.
Άλλωστε, παρηγορήθηκε, ο Άλμποτ Τάμποτ μπορεί να συμβεί στον καθένα μας. Αφού ο Άλμποτ Τάμποτ είναι ο καθένας μας.