Παγάκια πρόσφυγες
Το περασμένο καλοκαίρι είχα ξεμείνει μοναχός στην πόλη. Ένα τάβλι η Ελλάδα κι οι φίλοι μου σκορπισμένοι σαν τα ζάρια. Περνούσα το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας στο κρεβάτι, πότε να κοιμάμαι πότε να συλλογίζομαι με τα μάτια κλειστά. Η πιο αγαπημένη μου ώρα ήταν νωρίς το απόγευμα, όταν ξυπνούσα απ’ την καλοκαιρινή μου νάρκη κι ετοίμαζα λεμονάδα στην κουζίνα κι ύστερα καθόμουν στο μπαλκόνι παρακολουθώντας την ελάχιστη κίνηση στον δρόμο. Ένα φορτηγό διανομής πάγου να μουγκρίζει στην ανηφόρα. Τ’ αδέσποτα να γλείφουν τις λιμνούλες έξω απ’ τα αναμμένα ερκοντίσιον. Κάποιος ηλικιωμένος με αντηλιακό καπέλο, αυτές ήταν όλες κι όλες οι εικόνες στα προάστια της πόλης κατακαλόκαιρο. Άπλωνα τα γυμνά μου πόδια απ’ το μπαλκόνι κι έπινα τη λεμονάδα απευθείας απ’ το ποτήρι, χωρίς καλαμάκι. Μου άρεσε αυτή η άμεση επαφή με τα παγάκια. Όταν ήμουνα μικρός, είχα διαβάσει πως αρκτικά παγόβουνα είχαν βρεθεί να πλέουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι τους, σε μέρη εξωτικά, στις Βερμούδες, στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Μου άρεσε να φαντάζομαι πως τα παγάκια που άρπαζα με τη χούφτα απ’ την κατάψυξη είχαν αποσπαστεί από κάποιο παγόβουνο που ταξίδεψε απ’ την Ανταρκτική και με κάποιον μαγικό τρόπο είχαν βρεθεί στο ποτήρι μου. Πολύ μου άρεσε να σκέφτομαι ένα παγόβουνο να αυτομολεί απ’ τους παγετώνες, να διασχίζει τον Ατλαντικό Ωκεανό, να στρίβει με τη βοήθεια των κυμάτων απ’ το στενό του Γιβραλτάρ και να καταλήγει πρόσφυγας στη Μεσόγειο. Κι όταν η λεμονάδα σωνόταν απ’ το ανοξείδωτο ποτήρι, και τα παγάκια παρέμεναν ανέπαφα, η σκέψη έκανε ένα βηματάκι παραπάνω κι αναρωτιόμουν αν η ανθεκτικότητά τους ήταν απόδειξη πως όχι μόνο ήταν αυθεντικά κομμάτια από κάποιο παγόβουνο αλλά και πως η θαυμαστή αντοχή τους μαρτυρούσε την ιστορική τους διαδρομή. Μήπως είχαν βρεθεί προηγουμένως στην τεκίλα του Ρούσβελτ; Μήπως στη βότκα του Σινάτρα; Ίσως στο μαρτίνι του Χεμινγουέι; Πριν αποσπαστούν, άραγε να είχαν χτυπήσει τον Τιτανικό; «Το πλοίο πνίγεται!» φωνάζει ο αγράμματος αξιωματικός που είναι επιφορτισμένος να μπάσει τους επιβάτες της πρώτης κατηγορίας στις σωστικές λέμβους. Το ημερολόγιο δείχνει 14 Απριλίου 1912, η ημέρα που ο Τιτανικός προσέκρουσε σε παγόβουνο. Όλοι οι καλοντυμένοι επιβάτες απ’ την πρώτη κατηγορία με τις κομψές συζύγους τους και τα πειθήνια παιδιά τους βιάζονται να σωθούν, όλοι, εκτός από έναν ζάπλουτο σαραντάρη που, με αφορμή το ναυάγιο, βρίσκει την ευκαιρία να εξιλεωθεί για μια ζωή γεμάτη αμαρτίες. Ο Τζέιμς Ντάνκαν, αυτό είναι τ’ όνομά του, έχει πλουτίσει απ’ το εμπόριο ελεφαντόδοντου, και παρότι δεν είχε πειράξει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, γνωρίζει πως κι αυτός, με τον τρόπο του, είναι υπεύθυνος για τον θάνατο εκατομμυρίων Κονγκολέζων. Τα χρόνια περνούν, τα μαλλιά του ασπρίζουν, το πρόσωπό του αυλακώνουν ρυτίδες, ολόκληρες δεκαετίες ζώντας με αυτό το ανομολόγητο βάσανο στην ψυχή του. Κρατάει το αλαβάστρινο χέρι της αγγελικά πλασμένης αρραβωνιαστικιάς του, και μόλις εκείνη βολεύεται στο κάθισμα της λέμβου, ο Ντάνκαν πιάνει τον αξιωματικό, του βάζει στο χέρι ένα πουγκί λίρες και του δείχνει ένα κοριτσάκι απ’ την τρίτη κατηγορία, ένα ορφανό ξενάκι απ’ το Κοβ της Ιρλανδίας, πάμφτωχο και ντυμένο με κουρέλια, θα ’τανε δεν θα ’ταν δέκα χρονών, με κομμένο το αριστερό της πόδι και πατερίτσες στις μασχάλες. Τη βλέπεις τη μικρή; Βάλ’ τη στη θέση μου, του λέει, κι ο Ντάνκαν απομακρύνεται για πάντα απ’ τη λέμβο. Ο αξιωματικός υπακούει. Ο αξιωματικός χώνει το πουγκί μέσα απ’ το πουκάμισο. Ο αξιωματικός δεν θα ζήσει για να χαρεί το δώρο του εμπόρου. Το κοριτσάκι με τις πατερίτσες και το κομμένο πόδι όμως έζησε, μεγάλωσε, έγινε γυναίκα, της μαλλιά της ασπρίσαν, και σ’ ένα ντοκιμαντέρ του 1965 περιγράφει το πρόσωπο του Τζέιμς Ντάνκαν. Λίγο πριν τον καταπιεί για πάντα ο ωκεανός, είχε ένα γαλήνιο, σχεδόν μεταφυσικό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ο έμπορος είχε επιτέλους λυτρωθεί, είχε επιστρέψει σπίτι του, και το κοριτσάκι-γριά κλαίει, κλαίει, όμοιο κλάμα δεν έχετε ακούσει στη ζωή σας, κι επειδή δεν υπάρχει άλλος χώρος για λέξεις, το ντοκιμαντέρ ολοκληρώνεται με τα δάκρυα της γυναίκας. Δάκρυα ν’ ακούγονται από μια μαυρισμένη οθόνη. Υπήρξε άραγε ο Τζέιμς Ντάνκαν; Υπήρξε έστω κι ως σημάδι της ιστορίας; Ο χρόνος όμως σβήνει όλα τα σημάδια, έτσι δεν λένε; Ο Τζέιμς Ντάνκαν, ο έμπορος ελαφαντόδοντου απ’ το Σαουθάμπτον της Αγγλίας, είναι το καλοκαίρι μου, το περσινό, το φετινό, κι όλα όσα θα ’ρθούνε. Καλοκαίρια αιώνια και κατάφωτα, κι εγώ να βυθίζομαι σ’ ένα εθελούσιο ναυάγιο, με τα παγάκια στο ποτήρι λέμβο μου μοναδικό τεκμήριο της ύπαρξής του.