Βρεθήκαμε, αλλά όχι εδώ
Αντικριστά βρεθήκαμε στη φαντασία
Εσύ, σε μια μαυρόασπρη φωτογραφία
σε ιλουστρασιόν σώμα, εγώ
Ζέστη. Ημίγυμνος, αυγουστιάτικα στη σάλα
σε είχα ποιητή για τα «μεγάλα»
παλιό καθρέφτη, αρχοντικό
Σε στρίμωξα. Με «κόβεις» στη γωνία
Προσβλέποντας σε επικοινωνία,
πίστεψα πως αδράχνω ευκαιρία
μα δεν συναναστρέφονται θηρία
Μα μη θαρρείς
δεν θα καταδεχτώ να βγάλω τα λιβανιστήρια
Σε ποιητή απευθύνομαι, όχι σε πρέσβη
και δεν χρειάζονται διαπιστευτήρια
Ό,τι είναι να συμβεί αναμετάξυ μας, συνέβη
Η ομοιοκαταληξία βλέπεις
—πρόσχημα προσχημάτων—
υπήρξε υπεκφυγή των αθανάτων
Οι δυο γυναίκες πίσω σου
η αχόρταγή τους γνώμη
πώς να μην αποστρέφονται τα ποιήματα
με τη μπογιά στην κόμη;
Πιο πίσω και το σπίτι μου κρυμμένο
αν θα μπορούσα να αφαιρέσω
ένα ξενοδοχείο γκρεμισμένο
στο ραγισμένο ηλιόγερμα, ας πούμε
η πλάνη μου να σου ζητάω δώρα
η εμμονή ν’ ακούω στο κοχύλι
τον ψίθυρο της θάλασσάς σου ή την μπόρα;
Ο κλειστός τόπος μου δεν έχει συμπληγάδες
Δεν συνίσταται από ελαφρόπετρα το κύμα
Η Μύκονος δεν είναι Σαντορίνη. Φθίνει.
Εδώ ο τουρισμός είναι το μνήμα
Σεισμοί ασφαλώς δεν γίνονται
ούτε κατολισθήσεις
Οι ψευδαισθήσεις μόνο, πως εθισμένος γράφω
Θα έπρεπε λες, να κάνω κάνα μπάφο;
Αν και το αποκλείω κατά τα άλλα
πρώτου οριστικά εξέλθω από τη σάλα
και ορίσω να μην πειράξουν τη φωτό οι κληρονόμοι
Οι νόμοι, βλέπεις, είναι των πνευμάτων
Επιδοθήκαμε, θαρρώ σε τραπεζάκι
και η καρδιά μας ξαγρυπνά στο διάκι
Θύματα είμαστε κι εμείς, θυμάτων
Κι αν μας ερήμωσε η ζωή
και τα τοπία κατάντησαν να παίρνουν πόζες
είναι γιατί ξαγρυπνούμε ως το πρωί
κι απ ’τα μοιραία ρόδα προτιμούμε τις μιμόζες
Το «μη μου άπτου» είμαστε, κακοί
με ψυχοτρόπο ουσία
πώς να μην μας μπερδεύουνε με τη φτωχή ακακία;
Στη Μύκονο ο χορός μας είναι ο Μπάλος
Αντικριστός χορός, με χάρη
όμως δεν με κρατάει το ποδάρι, βάρυνα
Τα χείλη μου διψούν ακόμα
Ποτέ δεν είχα γούστο για το χώμα
Ρεμπό δεν είμαι
ούτε εστεμμένος στην Ασσίνη
Δεν τη ξεχώρισα την προσωπίδα
Τι να το κάνω το παντούμ και την ακροστιχίδα;
Της Γερακίνας τα βραχιόλια δεν βροντούν
Κρύο νερό, το πίνω απ’ το ψυγείο
Κι όταν περίεργα με κοιτάς,
«κι έλα στον θείο»
μου αρέσει
Θα ήθελα να με πιάσεις απ’ τη μέση
ως ο Βιργίλιος τον Δάντη
Τους κύκλους της Κολάσεως να του δείξει
Στη Μύκονο, το εικοσιδύο, έχω πήξει
Τα σπίτια σου, εσένα σου τα πήραν από αιώνα
Εγώ θα βγάλω στην Αθήνα τον χειμώνα;
Το καλοκαίρι που θα ρθει,
θα σ’ αντικρύσω ασκαρδαμυκτί,
Και τι;
Θα έχεις κιτρινίσει στο χαρτί
Τώρα, με αίσθηση νεκρή απ' τη νεκρή σου θάλασσα στα χρόνια
στο Τρόοδος που δε λιώνουν τα χιόνια
ακούω lounge στις δικές μου Πλάτρες
Μα δεν με αφήνει
τέτοια η σκοτοδίνη και τα αηδόνια
Ξερά του φοίνικα απέναντι τα κλώνια
Έκανε τη δουλειά του το σκουλήκι;
Οι νέοι λύκοι και οι χρηματιστές
Τι φρίκη!
Τι ψάχνω τότε στη φωτό; Το θάμα;
Έναν φραπέ και να’ ναι και διπλός
αλλά, το διαβεβαίωσες το πράγμα:
Ο κόσμος είναι απλός.
Το ποίημα μου, ενός πλανόδιου φωτογράφου
το γιουκαλίλι του δικού σου φωνογράφου
Βιάζεται η Κάδμω
Έφυγε. Πήρε την ανηφόρα
που τραβά κατά την Άρκτο.
Εγώ στον «Κάκτο» βρέθηκα, στην Τήνο
Αν με καλούσες ίσως στο Λονδίνο...
Θα ’ρχόμουνα ευχαρίστως στην Πρεσβεία, υπηρέτης
Θα άρχιζα απ’ την αρχή να σε σερβίρω
Τον Πύρρο έχω πρότυπο, πριν γείρω
Κερδίζω; Χάνω;
Τι θέλω στη ζωή;
Το παραπάνω!