Φίλιππος Ιωάννου (1800-1880) / Τρία επιγράμματα
1. «Λαμπυρὶς ἐν λειμῶνι…»
Λαμπυρὶς ἐν λειμῶνι δι’ ὄρφνης νυκτὸς ἀμαυρὸν
φέγγος ἱεῖσα θέρευς, κυδιόωσα μέγα,
ηὔδα τοῖ’ ὁρόωσ’ εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα·
«Χαίρετ’, ἀδελφοί μου, ἀστέρες ὑψίπολοι·
ἠνίδ’ ὁμοίην ὔμμι λέλογχα φύσιν, σέλας ἔνδον
τίκτουσ’ εἰσαεὶ καὶ προχέουσ’ ἐπὶ γῆς·
ἀλλ’ ἄγεθ’, ὑψηλῷ πορσύνατε καὶ ἐμοὶ ἕδρην
ἐν πόλῳ, ὄφρ’ ἀστὴρ φαίνω ἐν ὔμμι νέος».
1. «Σε περιβόλι θερινό…»
Σε περιβόλι θερινό, μες στο πηχτό σκοτάδι,
πυγολαμπίδα αχνοβολεί και το ’χει πάρει απάνω·
τον έναστρο ουρανό κοιτά και τέτοια λόγια αρθρώνει:
«Σας χαιρετώ, τα αδέλφια μου, τα ουρανομήκη αστέρια·
δείτε, στη φύση μοιάζουμε, γεννώ κι εγώ τη λάμψη
και πάντα θα το κάνω αυτό, τη γη μας θα φωτίζω.
Εμπρός λοιπόν, εκεί ψηλά κρατήστε μου μια θέση
γιατί μια μέρα νεαρό κι εγώ θα γίνω αστέρι».
2. Εἰς μάντιν ἔρωτος
Ξανθώ μευ ἔραται γλυκυδερκής· τοῦ δ’ ἄρ’ ἔρωτος
νημερτὲς τέκμωρ ἠδὲ βέβαιον ἔχω.
Χθὲς γὰρ ἐμεῦ λαύρην πέλας ἰλυόεσσαν ἰόντος
καὶ κατολισθόντος, κείνη ἀπαὶ θυρίδος
οἴκου ἰδοῦσ’ ἐγέλασσε· φίλ’ Εὐτύχι’, οὐ δοκέω σοι
ὀξὺς κουράων μάντις ἔρωτος ἔμεν;
2. Ο μάντης του έρωτα
Στη γλυκομάτα αρέσω την Ξανθή και του έρωτά της
αλάνθαστο τεκμήριο στα χέρια μου κατέχω:
Κοντά της χθες κατέβαινα σοκάκι λασπωμένο
και γλίστρησα, τσακίστηκα, κι από το παραθύρι
εκείνη με είδε κι έσκασε στα γέλια. Φίλε Ευτύχη,
ο πρώτος μάντης του έρωτα, τι λες, εγώ δεν είμαι;
3. Εἰς δειλὸν πολεμιστὴν
Ὁππόθ’ ὑπὲρ κρατὸς λεύσσω λόφον Οἰνοπίωνος
δεινὸν νευστάζοντ’ ἀργυρέης κόρυθος
καί οἱ ἄορ τανύηκες ἀπ’ ὀσφύος οὔδεϊ κῦρον,
αὐτὸν Ἄρην δοκέω καρτερόχειρ’ ὁράαν.
Εἰδὲ βοή ποτ’ ὄροιτο ἢ άγγελίη τις ἵκοιτο
ἐσσυμένων δηΐων, ἄγχι παριστάμενος
γνοίης κεν πολύπορδον ἐόντα μιν οὐ πολίπορθον·
χροιὴ δ’ οἱ πύξου γίγνεται ὠχροτέρη.
3. Ο δειλός πολεμιστής
Του Κρασοπότη σαν κοιτάς το φοβερό λοφίο
επάνω στην ολάργυρη την περικεφαλαία
και το σπαθί το σουβλερό που λες τη γη πληγώνει,
τον Άρη τον πανίσχυρο θαρρείς έχεις μπροστά σου.
Αν όμως σηκωθεί βουή κι αν έρθει το μαντάτο
ο εχθρός πως επιτίθεται, κάτσε πιο κει και τήρα:
ο χώστης θα μετατραπεί σ’ έναν μεγάλο χέστη
κι η μούρη του πιο κίτρινη κι απ’ το τυρί θα γίνει.
Σημειώσεις
1. Ο Φίλιππος Ιωάννου (1800-1880) υπήρξε Φιλικός, Αγωνιστής της Επανάστασης και αργότερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, καθώς και διδάσκαλος του Όθωνα στο Μόναχο, ενώ διετέλεσε αρκετές φορές κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
2. Τα επιγράμματα είναι από βιβλίο: Φιλολογικά πάρεργα Φιλίππου Ιωάννου (β΄ έκδ., Αθήναι 1874), σ. 603, 607 και 609 αντίστοιχα.
3. Ο δειλός πολεμιστής: Το όνομα Οινοπίων (το απέδωσα ως «Κρασοπότης», αλλά μπορεί να σημαίνει και εκείνον που έχει άφθονο κρασί) το γνωρίζουμε από την ελληνική μυθολογία, ως αναφερόμενο στον αρχαίο βασιλιά της Χίου και γιο του θεού Διονύσου.