Δικαιοσύνη εναντίων των ιθαγενών
Ο καδής, με του οποίου την σοφή ρήση τελειώνουν τα παραμύθια από τις Χίλιες και μία νύχτες, υπάρχει ακόμα στην Ανατολή.
Πρέπει να κατέβει κανείς πολλά επίπεδα από την πλατεία του κυβερνείου για να έρθει στην είσοδο του Ντζαμά-Ντζεντίντ, του μεγαλύτερου τζαμιού της Αλγερίας. Αλλά το κτήριο είναι τόσο ψηλό που ο λευκός θόλος με την χρυσή ημισέληνο προεξέχει ξανά μέχρι την ευρωπαϊκή συνοικία και στέκεται εκεί ανάμεσα, ένα κυκλωμένο από επάλξεις ημισφαίριο, ανάμεσα στο εμπορικό επιμελητήριο, το δημαρχείο, το χρηματιστήριο και το μπρούτζινο μνημείο, εξωτικό, αρχαίο, μεγάλο και μυστηριώδες.
Από την πλατεία μια μικρή παράπλευρη είσοδος οδηγεί κατευθείαν στα ύψη του τρούλου, μπαίνεις σε έναν γυμνό προθάλαμο, απέναντι απ’ την πόρτα βρίσκεται ένα εξίσου γυμνό δωματιάκι, αριστερά οδηγεί στην μαχάκμα, τον χώρο του δικαστηρίου, όπου ο καδής ασκεί τα καθήκοντά του, εδώ και τριακόσια χρόνια στον ίδιο χώρο, εδώ και χίλια χρόνια με τον ίδιο τρόπο.
Νομίζεται πως ένας καδής είναι νέος; Τώρα, ο δικός μας είναι γέρος, κάτω απ’ την λευκή του γενειάδα είναι τυλιγμένο γύρω απ’ τον λαιμό το λευκό λιχάμ, σαν να μπορούσε ανά πάσα στιγμή να το φέρει στο στόμα του για να προστατευτεί απ’ το σαμούμ[1]. Στο μέτωπο του καδή είναι δεμένο ένα χρυσοκέντητο τουρμπάνι και τα χρυσά γυαλιά του δίνουν, σ’ αυτόν που απολαμβάνει σεβασμό λόγω του αξιώματός του, επιπλέον την εμφάνιση βαθιάς λογιοσύνης.
Κάθεται σε μια φαρδιά καρέκλα πάνω σε μια εξέδρα, τα καφετιά σανίδια του τοίχου του παρέχουν το υπόβαθρο- τον καιρό των χαλίφηδων μπορεί η έδρα του δικαστή να ήταν θρόνος και η επένδυση του τοίχου να διακοσμείτο από ένα χαλί, τότε έλειπε μάλλον το διάφραγμα που χωρίζει την αυλή του δικαστηρίου από τον λαό των αρσενικών καταγγελόντων, των αρσενικών καταγγελλόμενων και των αρσενικών μαρτύρων· τα θηλυκά είναι μαντρωμένα πίσω στον γυμνό χώρο και μόνο πίσω από καφασωτά παράθυρα επιτρέπεται σ’ αυτές, τις πλήρως καλυμμένες, να παρακολουθούν την πορεία της διαδικασίας, και μόνο μέσα απ’ τα κάγκελα επιρρίπτουν κατηγορίες, λένε λόγια υπεράσπισης ή καταθέτουν μαρτυρίες.
Όχι λιγότερο αξιοσέβαστοι απ’ τον καδή: οι δυο τουρμπανοφόροι βοηθοί δικαστές στα πόδια του. Σε τόνο σχεδόν ταπεινωτικό προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους, ο μουφτής στα δεξιά τις επιβαρυντικές, ο μουφτής στ’ αριστερά τις απαλλακτικές. Δίπλα στον καθένα τους κάθεται ένας γραφέας, στο κεφάλι του η κόκκινη Σεσιά, η αφρικανική εκδοχή του φεσιού, φροντίζουν για την επίκληση των ονομάτων, την καταγραφή των πρακτικών και την πρωτοκόλληση της απόφασης.
Οι δίκες δεν διαρκούν πολύ, ούτε ένα τέταρτο η καθεμία. Πρόκειται για μικρές αστικές υποθέσεις των Αράβων εμπόρων απ’ το παζάρι και το λιμάνι, οι καβγάδες των νοικάρηδων από τα σπιτάκια του τετραγώνου του κασμπάχ[2] και συγκρούσεις θρησκευτικής φύσης. Οι περισσότεροι κληθέντες δεν εμφανίζονται, συνήθως κάποιος υπακούει μόλις στην δεύτερη ή την τρίτη πρόσκληση· αυτοί όμως που έρχονται συμπεριφέρονται με σεβασμό. Ένα νεύμα του χεριού του καδή και ο πιο εξημμένος καταγγελλόμενος διακόπτει το μακρόσυρτο κήρυγμά του. Και βέβαια αυτός ο καβγάς γίνεται για μια χούφτα φράγκα, αυτή η έχθρα για κουτσομπολιά γυναικών μόνο αντικειμενικά ασήμαντα, για τους φτωχούς ιθαγενείς είναι πράγματα σημαντικά, αλλιώς δεν θα έτρεχαν στον καδή.
Είναι χειρότερο όταν ασχολούνται μ’ ένα αδίκημα οι κυρίαρχοι της χώρας, αυτοί που είναι απλόχεροι με θανατικές ποινές, και εξορίες και ποινές φυλάκισης κατά των καταφρονημένων Indigénes,[3] αυτοί, μπροστά στους οποίους δεν μπορεί κανείς να υπερασπίσει τον εαυτό του, γιατί δεν καταλαβαίνουν την γλώσσα και τα ήθη, αυτοί που έχουν την δύναμη να εξαναγκάσουν τον μωαμεθανό μέσα στην ίδια του την χώρα σε στρατιωτική θητεία κατά της ίδιας του της χώρας, να τον φυλακίσουν ή να τον σκοτώσουν, κι ας είναι άπιστα σκυλιά.
Αλίμονο σ’ αυτόν που θα πέσει στα χέρια του Cour correctionelle![4] Όποιος εκπλήρωσε το καθήκον του σε μια βεντέτα, όποιος πυροβόλησε τον αλογοκλέφτη ή μαχαίρωσε τον μοιχό, όπως απαιτεί η τιμή, το καλό που έχει να κάνει είναι να εξαφανιστεί· τα μέλη της φυλής του δεν προδίδουν κανέναν και ο δράστης δεν υφίσταται την ποινή που εκδίδεται.
Οι τοίχοι του δικαστικού μεγάρου είναι ταπετσαρισμένοι με πανομοιότυπες επίσημες αφίσες: «Ο Λαμού Μοχάμεντ Μπεν Αλί, επονομαζόμενος Φελκανί, σαράντα δύο ετών, γεννηθείς το 1884 στο Μπενί Φελκαΐ στην επαρχία Σέτιφ, υιός του Αλί Μπεν Μοχάμεντ και της Χ…» Κατά περίεργο τρόπο το όνομα της συζύγου ή της μητέρας δεν είναι ποτέ γνωστό στο δικαστήριο. «Εργάτης, κάτοικος του Ντουάρ Μεντάνο, επαρχία Περεγκοτβίλ, χήρος άνευ τέκνων, δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, διαφεύγων της δικαιοσύνης, κρίνεται με το παρόν ερήμην ένοχος, ότι στις 13 Οκτωβρίου 1925 στο Μεζόν Καρέ, επαρχία Αλγερίου, σκότωσε από πρόθεση τον Τεγκαλί Χαόν Μπεν Μοχάμεντ από το Ντουάρ Μεντάνο, και καταδικάζεται σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, άρθρο 295 και 304 §3 σε ισόβια κάθειρξη.»
Οι Γάλλοι χωροφύλακες δεν θα βρουν κανέναν από αυτούς τους καταδικασμένους Λαμού Μοχάμεντ, αλλά εύκολα θα βρει τον καθένα τους το στιλέτο του πατέρα ή του γιου του κάθε δολοφονημένου Τεγκαλί Χαόν Μπεν Μοχάμεντ.
Αυτό μπορεί να είναι απολίτιστο και τρομερό, αλλά δύσκολα είναι πιο απολίτιστο και πιο τρομερό από τις διαδικασίες εναντίον των ιθαγενών μπροστά στον Γάλλο δικαστή. Ένας άνδρας από την Μεγάλη Καβυλία[5] πρέπει - τι όνειδος- να στέκεται ενώπιον του δικαστηρίου δίχως τουρμπάνι πάνω στα μαύρα του μαλλιά, τα φτιαγμένα σε μαραμένες μικροσκοπικές μπουκλίτσες, δύο χωροφύλακες στέκονται εκατέρωθέν του, κάτω κάθεται ο ενάγων και ένας μάρτυρας, επίσης δίχως τουρμπάνι πάνω στο κατάμαυρο τρίχωμα της χωρίστρας, και όλες οι θέσεις των ορθίων είναι γεμάτες από τους από μακριά ερχόμενους κατοίκους του χωριού. Κανένας δεν τολμά να χρησιμοποιήσει ένα από τα άδεια καθίσματα. Κανένας δεν καταλαβαίνει τους δικαστές. Αυτοί είναι θρονιασμένοι φορώντας τήβεννο με λευκά κολάρα, δύο με μονόκλ, ένας με γυαλιά χωρίς βραχίονες, κανένας δεν καταλαβαίνει τον βαρετό λόγο του εισαγγελέα και την σύντομη απόκριση του διορισμένου συνηγόρου. Ο κατηγορούμενος κοιτάει απαθώς, το νεαρό παλικάρι στον πάγκο του ενάγοντα κοιτάει απλανώς όλους του ομιλητές, σαν να έπρεπε ο Αλλάχ να τον φιλοδωρήσει ξαφνικά με το χάρισμα της γαλλικής γλώσσας, οι χωριανοί σκύβουν θλιμμένοι και με ενδιαφέρον πάνω από το κιγκλίδωμα του χώρου για τους όρθιους.
Άραγε ο ενάγων μιλούσε στ’ αλήθεια μόνο με την σύζυγο του εναγόμενου όταν εκείνος τον πυροβόλησε; Αυτό το ερώτημα επαναλαμβάνει παραιτημένος ο διερμηνέας και δεν λαβαίνει καμιά απάντηση, όσο και αν θα ήταν ελαφρυντική- οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι δεν αφήνουν καμία γυναίκα στην αίθουσα του δικαστηρίου, δεν θα εξέθεταν ποτέ την τιμή μιας γυναίκας, και σίγουρα όχι μπροστά στους γκιαούρηδες.
Ο εισαγγελέας καταγγέλλει απόπειρα δολοφονίας από πρόθεση με δόλο, εξάλλου ο κατηγορούμενος είχε πει ότι πολύ σύντομα το παλικάρι – «το αξιότιμο δικαστήριο ας με συγχωρέσει που πρέπει εδώ να εκφέρω μια τόσο βάρβαρη λέξη»- θα το έσκιζε στα δύο. Τώρα μιλάει ο δικηγόρος, πιστεύει πως ήταν κάτι παραπάνω από μια κουβεντούλα που προκάλεσε τον πυροβολισμό του ζηλιάρη συζύγου και επιρρίπτει (απ’ ό,τι φαίνεται είναι κομμουνιστής ή αναρχικός) στους Ευρωπαίους την ευθύνη για αυτόν και για κάθε άλλον πυροβολισμό, γιατί αυτοί ήταν που έφεραν πυροβόλα όπλα στους ιθαγενείς.
Το δικαστήριο εκδίδει την απόφαση, ο διερμηνέας την μεταφράζει, ο κατηγορούμενος λυγίζει και οδηγείται έξω, οι Κάβυλοι[6] απ’ το χωριό του γλιστρούν έξω από την αίθουσα, η διαδικασία δεν κράτησε ούτε μισή ώρα, και ένας γιος των ελεύθερων βουνών πρέπει να περάσει τρία χρόνια στην φυλακή γιατί έκανε αυτό που του επέτασσαν οι νόμοι του λαού του και αυτό που του απαγόρευαν οι νόμοι των κρατούντων.