Ο Γιάννης θεωρεί τον εαυτό του connoisseur. Ένας φιλισταίος, με το γνωστό θράσος ανθρώπου που νομίζει ότι είναι καλλιεργημένος επειδή κέρδισε κάποτε τηλεοπτικό διαγωνισμό απαριθμώντας δέκα ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που αρχίζουν από το γράμμα «Β», ίσως ρωτήσει, υψώνοντας επιδεικτικά το δεξί του φρύδι, «connoisseur ποιου πράγματος;» και ο Γιάννης με μπλαζέ ύφος θ’ απαντήσει, «connoisseur της ομορφιάς». Κάποιος άλλος, πιο καλοπροαίρετος, θα ρωτήσει στη συνέχεια, «τι ακριβώς σημαίνει αυτό»; Η απάντηση στο ερώτημα δεν έχει σχέση με κάποια φιλοσοφική ή αισθητική θεωρία περί ομορφιάς. Ο Γιάννης απεχθάνεται όλες τις θεωρίες και ακόμη περισσότερο τους θεωρητικούς με το εξεζητημένο jargon τους. Όπως επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία: «Αυτοί βλέπουν τη ζωή σαν έναν μεγάλο κάβουρα που αρνείται δυστυχώς να χωρέσει στο τενεκεδένιο κουτί που έχουν κατασκευάσει. Τι κάνουν λοιπόν; Κόβουν τις δαγκάνες του, κι έτσι καταφέρνουν να τον χώσουν μέσα. Αλλά ο κάβουρας είναι τώρα νεκρός». Για τον Γιάννη αυτό που είχε σημασία είναι «η τέχνη του βίου», οι πράξεις, όχι οι λέξεις. Εξ ου και θαυμάζει τον Νίτσε ως τον μόνο αυθεντικό στοχαστή στην ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας. (Τον Βιτγκενστάιν προσπάθησε να τον διαβάσει, αλλά δεν κατάφερε να διεισδύσει στη σκέψη του). Αλλά ίσως ρωτήσει πάλι ο καλοπροαίρετος αναγνώστης τι σχέση έχουν όλα αυτά με το θέμα μας; Μερικά παραδείγματα ίσως βοηθήσουν. Πέρυσι τα Χριστούγεννα, για παράδειγμα, ο Γιάννης έφυγε ξαφνικά από ένα επίσημο γαμήλιο δείπνο επειδή, όπως είπε οργισμένα, ο «άξεστος νεόπλουτος πατέρας της νύφης συνόδευσε το εξαιρετικό beef wellington που είχε ετοιμάσει ο σεφ του Ναυτικού Ομίλου μ’ ένα φτηνό κόκκινο κρασί, τρίτης διαλογής!» Πριν μερικούς μήνες πάλι στα εγκαίνια έκθεσης σε γνωστή γκαλερί της Αθήνας επέπληξε δημόσια τον γκαλερίστα γιατί ανάμεσα στα εκθέματα είχε ένα μπλε μπαλόνι του Jeff Koons (υποτίθεται ότι έμοιαζε με σκυλί) το οποίο ο ίδιος δεν θα χάριζε ούτε στην τρίχρονη κόρη του! Του είπε μάλιστα να το θάψει όσο πιο βαθιά στον κήπο του γίνεται γιατί αν κάποιος κληρονόμος του το βρει τριακόσια χρόνια αργότερα θα διαπιστώσει με αηδία τι σκουπίδια πωλούσε ο ίδιος και οι όμοιοί του ως «υψηλή τέχνη». Ο Γιάννης δεν φοράει ποτέ ρούχα του συρμού, ούτε καν γνωστών μόδιστρων. Δεν τρέχει, όπως λέει, να προλάβει ασθμαίνοντας το «τρένο της τελευταίας μόδας»! Ράβεται στον ίδιο ράφτη εδώ και τριάντα χρόνια, τόσα όσα φοράει την ίδια κολόνια (Eau Sauvage φυσικά) και το ίδιο ρολόι (ένα παλιό Omega που ανήκε στον παππού του). Είναι λιτοδίαιτος και προτιμάει τις καθαρές γεύσεις, όχι τις μοριακές συνταγές που προτείνουν διάφοροι «Kim Kardashian chefs» σε ψώνια που επαναλαμβάνουν με κάθε φράση τη λέξη «επίγευση», ενώ μέχρι προχθές έτρωγαν «πίτα γύρο με τζατζίκι!»
Τον τελευταίο καιρό όμως ο Γιάννης είναι αγνώριστος. Η συμπεριφορά του είναι αλλόκοτη. Η γυναίκα του μου ισχυρίζεται ότι έχει βαριά κατάθλιψη γιατί τα βράδια παρακολουθεί μετά μανίας στο Netflix τη σειρά Vikings καταβροχθίζοντας γαριδάκια! Βγάζει το σκύλο βόλτα φορώντας σαγιονάρες και μπλουζάκι Ralph Lauren με το γιακά μάλιστα σηκωμένο! Τα απογεύματα κάθεται στο μπαλκόνι και διαβάζει την Espresso πίνοντας φραπέ! Δεν άντεξα. Τον πήρα τηλέφωνο και με εμφανή αγωνία τον ρώτησα: «Γιάννη τι σου συμβαίνει;»
«Τι να μου συμβαίνει;» είπε.
«Εσύ ένας connoisseur της ομορφιάς να φοράς σαγιονάρες και να πίνεις φραπέ;» είπα.
«Δυστυχώς δεν μπορώ να υποκρίνομαι» είπε.
«Τι εννοείς; είπα.
«Γιάννης Παπατσαρουχίδης» είπε.
«Δηλαδή;» είπα.
«Το κατάλαβα αργά» είπε.
«Τι κατάλαβες αργά;» είπα.
«Πως με τέτοιο όνομα δεν μπορείς να φοράς πουκάμισο με ραμμένο πάνω του το μονόγραμμά σου!» είπε.
«Γιατί δεν μπορείς;» είπα.
«Αν με έλεγαν Εδουάρδο, Ερρίκο ή έστω Ριχάρδο –αν είχα το όνομα κάποιου Άγγλου βασιλιά– και το επίθετο ενός βυζαντινού αξιωματούχου – Νοταρά ή Χαρτοφύλακα, ή και γιατί όχι αυτοκράτορα, Κομνηνός, ας πούμε, θα είχε νόημα! Αλλά Γιάννης! Παπατσαρουχίδης!»
«Αρχίζω να καταλαβαίνω» είπα. «Αλλά το όνομα είναι κάτι τυχαίο. Δεν θυμάσαι τον διάλογο ανάμεσα στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα;
«Ο Φρόιντ, αυτός ο μέγας εστέτ της ψυχανάλυσης, έλεγε ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο» είπε.
«Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;» είπα. «Ν’ αλλάξεις όνομα;»
«Όχι» είπε. «Θ’ αποδεχθώ στωικά τη μοίρα μου».
«Και δεν θα είσαι πια connoisseur της ομορφιάς;» είπα.
«Θα γίνω ο connoisseur της σούβλας» είπε. Θ’ ανοίξω ταβέρνα στην Σταμάτα και θα σερβίρω την καλύτερη σταβλίσια μπριζόλα, τα πιο τρυφερά αρνίσια παϊδάκια, στην Αττική!
«Και πως θα την ονομάσεις;» είπα.
«Του Γιάννη το Χάνι!» είπε.
«Τέλεια ιδέα» είπα. «Εκεί θα έρχομαι τις Κυριακές».
«Τις Κυριακές θα είναι κλειστό» είπε.
«Γιατί;» είπα.
«Την Κυριακή βγαίνει να φάει ο λαουτζίκος».