Θάνατοι και θάνατοι

Α


Η γκάιντα προξενούσε έναν μετεωρισμό στο σύστημα πρόσληψης του κόσμου σου. Μια παραξενιά του DNA θα ευθυνόταν για ό,τι συνέβαινε στην αόρατη μεμβράνη που περικλείει το σύστημα της ακοής, εκείνο το μυστηριώδες φίλτρο που σε υποχρεώνει να καταλαβαίνεις τον κόσμο έτσι και όχι αλλιώς. Η γκάιντα προσκαλούσε μια αίσθηση κενού, σαν κάποιος αίφνης να αποστράγγισε τα γεγονότα από κάθε νόημα, να τα έσπρωξε γυμνά στη σκηνή, χωρίς φύλλο συκής, πίσω από μια αυλαία που αργά θα σηκωνόταν να αποκαλύψει το νέο, βυθισμένο σ’ έναν χρόνο-φωτογραφία, ασυγκίνητο στις εμμονές των δευτερολέπτων, κλεψύδρα που κατασπαράσσει τους ίδιους τους κόκκους που την κάνουν ορατή. Το φίδι αγκάλιαζε την ουρά του σ’ αυτόν τον υπνωτισμένο χορό, στο σαλόνι μιας αναμονής αποτραβηγμένης σε σκιερά μέρη και ήσυχα, όπως λένε ότι συμβαίνει στον αφαλό του κυκλώνα. Η γκάιντα σχημάτιζε πάνω απ’ τον πολύποδα της κεφαλής της άυλες, κενές στοές, βουβούς αυλούς που μέσα τους ήχος ποτέ κανένας δεν περπάτησε, στοές-μνήμες εμβρύου, νοτισμένες σε ένα πάντοτε σαν αστερόσκονη, κι εσύ, κυνηγός ονείρων στη σπηλαιώδη ήπειρο που σε πετάξανε, προφυλαγμένος κι απειλούμενος από τους ίδιους σου τους φρουρούς, σφάγιο στο θυσιαστήριο ετούτης της γαστέρας που κυοφορούσε αποκαλύψεις, εκλιπαρώντας ένα χέρι μες στον ύπνο σου να σε τραβήξει έξω απ’ το στόμα που έχασκε ορθάνοιχτο κάτω απ’ τα πόδια σου. Η γκάιντα χτίστηκε —τώρα το ήξερες— με υλικά μιας ξένης γης, και ήρθε να ασελγήσει πάνω στα παρθένα αισθήματα που επιμένανε. Στο βασίλειο του μαγεμένου χρόνου της όλα ταυτίζονταν μ’ αυτό που έβλεπες. Αλλά τα μάτια από μόνα τους δεν ξέρουν για να δουν.



Πηγή: BBC News
Πηγή: BBC News


Β


Ακούγοντας, στην διάρκεια που το φέρετρο της Ελισάβετ πορευόταν σαν από μόνο του για τελευταία φορά πάνω στη γη της Γηραιάς Αλβιώνος, τον ήχο μιας τέτοιας γκάιντας, και παρατηρώντας την εξουθενωτική μεγαλοπρέπεια την οποία τα μάτια μου εκαλούντο να ανεχθούν, προκειμένου να μην διαταραχθεί στο ελάχιστο η εδραιωμένη πεποίθησις περί της σπουδαιότητος ετούτης της βασιλείας, το θυμικό μου αδυνατούσε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, να εμποδίσει την έλευση ενός χειμαρρώδους, σχεδόν ποδοσφαιρικού, θυμού, που επί τόπου μεταλλασσόταν σε ήπια αποστροφή -αποστροφή εν ονόματι, για την τιμή των όπλων και μόνο-, απέναντι στον ιστό δημιουργικού ψεύδους που τα μέσα ενημέρωσης απεργάζονταν ως θέσφατο, το ότι δηλαδή η σημασία του εν λόγω θανάτου θα παρέμενε αναντιρρήτως μεγίστη, απείρως μεγαλύτερη κάθε καθημερινού γύρω μας θανάτου, λες κι αίφνης είχε συμφωνηθεί [«Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον …»] πως θα γεννιόμαστε με τον τρόπο που πέφτει μια ζαριά σε πράσινη τσόχα, ήσυχα και ανέλπιστα, και πως μέσα στην κούνια ήδη θα χριζόμασταν σιδηροδέσμιοι μιας οικογένειας, ότι το πρώτο που θα αντικρίζαμε δεν θα ‘ταν το χέρι της μαμής μα η αφετηρία ενός ξεπουλημένου αγώνα. Κατ’ αυτήν την, για κάθε εχέφρονα, διεστραμμένη λογική, θα έπρεπε όντως να πενθήσουμε ως έθνος και ως πρόσωπα αυτόν τον θάνατο, που, παρότι δεν προξενούσε καμία λύπη σε κανένα ορατό σημείο μέσα μου, οπωσδήποτε ξυπνούσε μνήμες βαρβαρότητας, βαρβαρότητας που, κατά πώς κάθε έντιμο εγχειρίδιο παραδέχεται, εξολόθρευσε εκατομμύρια υπηκόων στην επικράτεια της εξουσίας της, ανθρώπους άξιους κι ανυποψίαστους, με μόνο τους αμάρτημα το όντως αυτονόητο μιας αυτοδιάθεσης, βαρβαρότητα στο όνομα του αδιατάρακτου του ελέω θεού πολιτεύματος, στο όνομα μιας δια γυμνού οφθαλμού ορατής παρένδυσης τής αποικιοκρατικής ανοησίας, που εδώ έβρισκε το πιο λαμπερό της σύμβολο, και μπροστά στην οποία εμείς, οι ηλίθιοι νικητές και ηττημένοι, οφείλουμε τον σεβασμό, την γονυκλισία, το χειροκρότημα -οποία ντροπή για κάθε παιδικό βλέμμα που θα μας κοιτά πίσω απ’ τις πυροβολαρχίες της παρθενικότητάς του. Κι ετούτο ξεκινώντας από κάποιον Τσόρτσιλ, τον υπεύθυνο για τα τότε εγκλήματα των ομοεθνών του και των μυστικών υπηρεσιών της πατρίδας του απέναντι στους πατεράδες μας, από όποια μεριά της ιστορίας κι αν αυτοί πολεμούσαν, και φτάνοντας στην Αγία μητρική φροντίδα της εκλιπούσης, η οποία, κατά πώς ευκόλως μπορεί κανείς να συμπεράνει, ευθύνεται, σαν πρόσωπο και σαν σύμβολο και σαν ένα όλον, για τον απαγχονισμό λαμπρών με κάθε τρόπο νέων, στην διαρκώς μαρτυρική Κύπρο, όπως και αλλού, νέων γεμάτων ζωή, ελπίδα και σθένος ελευθερίας, ναι, ευθύνεται κατ’ ελάχιστον για ανόητη έως εγκληματική αδιαφορία (εκτός και δεχτούμε πως κατοικούν δυο πρόσωπα κάτω απ’ το στέμμα, πράγμα που πάντως δεν θα αθώωνε κανένα απ’ τα δύο), αδιαφορία απέναντι στο ότι εκείνα τα παιδιά σε καμία περίπτωση δεν θα γινόταν επιτρεπτό να διεκδικήσουν μια ζωή ταυτισμένη με τον αστερία που έλαμπε μέσα τους, την ιδεατή ενσάρκωση μιας άρρητης κορυφής, τη σύλληψη στο πιο γόνιμο κύτταρο της ύπαρξής τους της ίδιας της σημασίας του κόσμου τους, όχι, δεν θα γινόταν επιτρεπτό να διεκδικήσουν τέτοια ανίερα, στην περίπτωση που αυτά δεν ομονοούσαν με τον μέσο όρο της Αυτής Ρηχότητος, κι εδώ κάθε κοινός τόπος είναι απαραίτητο να τονίζεται, γιατί τα αυτιά μας, αποκοιμισμένα απ’ το νανούρισμα του πολιτικώς ορθού, έτερον πέραν του τρέχοντος αυτονοήτου δεν ακούν. Εδώ —εκεί, στην Κύπρο της νεότητας της Ελισάβετ— ο βρόγχος θα έσφιγγε ακριβώς πάνω στον τρυφερό λαιμό του ίδιου του φιλότιμου, της αληθούς φιλανθρωπίας. Η μεγαλειότητά της ασφαλώς υπάκουε, ως πιόνι, στις συμβουλές των εκάστοτε αυλικών (πόσους πρωθυπουργούς αποχαιρέτησε αλήθεια;), κι απέρριπτε κάθε δυνατή χάρη (χάρη που αυτή, ως εκπρόσωπος του Θεού πάνω στην επικράτειά της διατηρούσε το δικαίωμα να φέρει και κατά το δοκούν να χειρίζεται), απέρριπτε κι αποχωρούσε.
[Και άλλα τέτοια μύρια θα μπορούσαν να γεμίσουν τόμους κοινών τόπων όπως οι παραπάνω, με την υποσημείωση ότι μέρος της τακτικής που το μικρό επιλέγει για να επιβληθεί του μεγάλου είναι ο ανηλεής βομβαρδισμός με τόνους παραλόγου, που εθίζει τους υποτελείς στην απελπισία. Από εκείνο το σημείο και μετά μόνο φωτισμένοι άνθρωποι έχουν το σθένος να μεταμορφώσουν την απελπισία σε σφιγμένη γροθιά.]
Δίπλα σε έναν τέτοιο θάνατο που ασφαλώς διόλου δεν θα θρηνήσω, στέκονται τα εκατομμύρια των υπηκόων της που περιμένουν για μια τελευταία φορά να την αντικρύσουν. Τι είναι όμως αυτό που θα θρηνήσουν, αν θρηνήσουν κάτι; Για ποιο πράγμα στέκουν τώρα αμήχανοι, υπομονετικοί, απελπισμένοι, διάτρητοι από τον τρόμο του κενού που τους κληροδοτήθηκε, με έτοιμα στα μάτια δάκρυα;

Γ


Το να περνάς με ψυχραιμία από τη μια κατάσταση της ζωής στην άλλη, απ’ ό,τι νομίζεις πως ξέρεις σε ό,τι δεν ξέρεις, θα παραμείνει για όλους κυρίαρχο αίτημα κάτω από κορώνες υπεροψίας, κορώνες να σκεπάσουν τις κραυγές του τρόμου. Να περπατάς λεωφόρους τυφλόμυγας περιμένοντας την ομήγυρη να σε δαγκώσει ή να σε αγκαλιάσει, είναι, όπως και να το πεις μια μήτρα άγχους. Όμως ειπώθηκε πως: «—Όταν θα έρθει ο θάνατος εσύ δεν θα ‘σαι εκεί». Κι αυτό είναι κάτι.
Δίπλα στο φέρετρο-θέαμα της Ελισάβετ ηχούν οι κουβέντες δικών μου ανθρώπων, ηχούν και οι κουβέντες του Μίκη που πέρυσι τέτοιον καιρό έφευγε και που όλοι τον αποθεώσαμε, κουβέντες που ανακαλούσαν εικόνες ντροπής, τους συμμάχους να σκοπεύουν και να πυροβολούν από ψηλά, πισώπλατα, αυτόν και τους συντρόφους του, ταμπουρωμένοι στην Ακρόπολη, τότε που είχε συμφωνηθεί ότι ο βράχος θα έμενε έξω από κάθε ταπεινή χρήση. Ένας Έλγιν είναι πάντα ένας Έλγιν. Και βλέπεις εκείνο το βαρύ από πετράδια στέμμα, στέμμα χτισμένο από θρυμματισμένα κόκαλα υποτελών, παιδιών κατώτερου θεού, να στάζει τα σημάδια της αιμάτινής του φύσης πάνω στη σημαία και πάνω στη νεκρή βασίλισσα, κι η γκάιντα να ρουφά τον χρόνο μέσα στους κενούς αυλούς της, κι ο κόσμος να χειροκροτεί, κι εσύ να αναρωτιέσαι ποιο ψέμα έθρεψε αυτόν τον λαό. Κι ύστερα βλέπεις τη θηλειά που σφίχτηκε γύρω απ’ τον λαιμό του Ευαγόρα Παλληκαρίδη εκείνου του όμορφου μαθητή, του τελευταίου εκτελεσμένου στην Κύπρο του 1957, που στα 18 του χρόνια, λίγο πριν τον οδηγήσουν στην αγχόνη, με την ένοχη ανοχή αυτής εδώ της Ελισάβετ, έγραφε: «Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Κι αναρωτιέσαι αν αυτό εδώ το πτώμα που η αφρόκρεμα της δυτικής ηγεσίας με υποκριτικό σεβασμό ξεπροβοδίζει —συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας—, αναρωτιέσαι αν στη διάρκεια του μακρότατου βίου της αξιώθηκε μια στιγμή τέτοιας αρχοντιάς. Αν υπάρξει ποτέ άλλη ζωή, θα είναι —δικαιωματικά— υπηρέτρια ενός τέτοιου Παλληκαρίδη.

Δ


Δίπλα σ’ αυτόν τον διεθνή θάνατο, χωρίς καμιά τυμπανοκρουσία, έφυγε προχθές ο Μάριος Ποντίκας, σε αυτό εδώ το σπίτι, τον Χάρτη, που ήταν και σπίτι του. Οι φίλοι ήταν γύρω, φίλοι καλοί. Παραδίπλα άκουγες για την Ειρήνη Παπά, τον Κώστα Καζάκο, τη Μάρθα Καραγιάννη. Μια ολιγόλεπτη αναφορά για τον καθένα τους, τρίτο θέμα στις ειδήσεις, κι έξω απ’ την πόρτα. Κι όμως αυτά εδώ ήταν σύμβολα που δούλεψαν για μας, γιάτρεψαν την ψυχή μας όταν κινδύνευε, έδειξαν προς μιαν έξοδο που τη φώτιζε ήλιος.

Ας πενθήσει ο καθένας τον δικό του νεκρό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: