Ο Κωνσταντινίδης όμως, πέρα από ζωγράφος, ήταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις σπουδές στη Φιλοσοφία παράλληλα με την Σχολή Καλών Τεχνών Δεν είναι τυχαίο ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Sartre και τον Aragon.
Είχε ευθύ και ντόμπρο χαρακτήρα και υπήρξε απόλυτος έως δογματικός σ’ αυτά που πίστευε. Επειδή δεν αποδέχονταν τη «γραμμή» των πολιτικών δρώμενων εκείνης της εποχής στην πατρίδα, ένας πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Παναγής Τσαλδάρης, με τον οποίο διατηρούσαν φιλικές αλλά όχι... πολιτικές σχέσεις, τον επισκέφθηκε σ’ ένα ταξίδι του στο Παρίσι και, επειδή δεν υπήρχε ασανσέρ, ανέβηκε με τα πόδια τα επτά πατώματα μέχρι το τότε ατελιέ του, στη σοφίτα της οδού Antoine Chante 7, μήπως τον πείσει να δεχθεί τουλάχιστο τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης. Μάταια όμως γιατί ο Κωνσταντινίδης είχε από χρόνια επιλέξει το δικό του δρόμο με τον αποκλεισμό κάθε συμβιβασμού ή εξάρτησης.
Παράλληλα αρνήθηκε σταθερά να γίνει ευρύτερα γνωστός μέσα από το κύκλωμα των γκαλερί. Και είναι πιστεύω ένας από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που κατάφερε —χωρίς να κάνει κανέναν συμβιβασμό στην Τέχνη και στα ‘πιστεύω’ του—, να ζήσει αξιοπρεπώς. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα της ζωής του αξιώθηκε να αγοράσει στο Boulevard Rochechouard, στις παρυφές του λόφου της Μονμάρτρης, το «μουσειακό» σπίτι της χορεύτριας Παύλοβα.
Υπήρξε ένας προβληματισμένος διανοούμενος που δεν του άρεζε καθόλου η μεταπολεμική ελληνική πραγματικότητα με την προέλαση ενός αχαλίνωτου καταναλωτισμού και νεοπλουτισμού. Και είναι εντελώς λανθασμένη κάποια φήμη πως ο Κωνσταντινίδης έριξε «μαύρη πέτρα» στην Ελλάδα, φεύγοντας πολύ νέος στο Παρίσι. Ήταν απλά ένας «φανατικός» Έλληνας που εφάρμοζε στην πράξη εκείνο το παλιό αλλά πέρα για πέρα αληθινό: “μαλώνεις ό, τι αγαπάς”... Ο Φ. K και μάλωνε και μάτωνε βαθιά μέσα του για την κατάντια της χώρας μας.
Ένας από τους πολλούς ορισμούς της Τέχνης, ίσως ο πιο ουσιαστικός, είναι η επιμειξία με τον Άλλο, η επικοινωνία, η γέφυρα μεταξύ του δημιουργού-πομπού και του δέκτη. Η μετάγγιση της ίδιας συγκίνησης και ευαισθησίας στον Άλλο. Και αυτός ο Άλλος δεν είναι βέβαια μόνο οι κριτικοί και οι ειδήμονες. Αυτοί μπορούν και οφείλουν να κάνουν την αξιολόγηση και «ένταξη» του έργου. Αλλά το έργο, αυτό καθαυτό, απευθύνεται στους πολλούς. Στον άγνωστο και συχνά «ανίδεο» δέκτη. Που το αποδέχεται και το αφομοιώνει με το δικό του τρόπο, με τις όποιες γνώσεις και ευαισθησίες του. Πάνω σ’ αυτό θα σας μεταφέρω ένα ενδεικτικό, όσο και αποκαλυπτικό βίωμα που έζησα.