Τα αρχαία

Το επιτραπέζιο «Ευγενές παίγνιον τυ κύκνου» (1821)
Το επιτραπέζιο «Ευγενές παίγνιον τυ κύκνου» (1821)

 

«Ω Jeanne, για να 'ρθω ως εσένα, τι παράξενο δρόμο έπρεπε να διαβώ;»
«Pickpocket» ( Ο πορτοφολάς ), Ρομπέρ Μπρεσόν

 

Εγώ, όταν ήμουν μικρός, ήθελα να γίνω πιλότος. Όταν πήγαινα στα μεγάλα νήπια, ήθελα πυροσβέστης. Τώρα που είμαι τριτάκι, θέλω αρχαιολόγος. Σαν τον θείο Δημάκη που βγαίνει φωτογραφίες στο λιοντάρι της Αμφίπολης. Είχαμε πάει προτού γράψουν οι εφημερίδες για τον Μεγαλέξανδρο. Είναι εκεί το μουσείο, τότε εγώ είχα γύψο στον αγκώνα. Είδαμε πολλά βάζα, πιατάκια χαραγμένα, νομίσματα. Άλλα σκουριασμένα, άλλα με δάφνες. Σε ένα τραπεζάκι ήταν η θεά του κυνήγιού η Άρτεμις μ’ ένα ελαφάκι δίχως κέρατα όμως. Το ένα ποδαράκι του ήταν λυγισμένο, τα άλλα όχι. Στον γυρισμό, σταματήσαμε για μπάνιο σε μια θάλασσα που την λένε Ασπρηβάλτα. Εγώ καθόμουν στην άμμο που ήταν συνηθισμένη κι όχι άσπρη. Άκρη άκρη είχε βοτσαλάκια. Αυτά τα μάζευε η ξαδέλφη μου, που είναι πολύ γλυκιά, όπως λένε σουίτ χαρτ , και έχει πάρει και το λόουερ αν και πάει στην Τετάρτη . Έγινε και παρανυφάκι στον γάμο του θείου, μα μπερδεύτηκε το μακρύ της φόρεμα στα καλαθάκια με τα λουλούδια , και παραλίγο θα 'πεφτε. Τα κοχυλάκια τα τρύπαγε, τα τρυπούσε με κάτι αλλιώτικες βελόνες στην ακρογιαλιά , τα πέρναγε σε μια πετονιά, κι έκανε κολιέ και βραχιολάκια. Μα δεν πήγε να κολυμπήσει, γιατί τρομάζει με τις τσούχτρες. Ούτε κι εγώ έκανα μπάνιο, γιατί είχα τον γύψο που πάνω είχανε κάνει οι φίλοι μου σχέδια. Ο Τίμος που θα γίνει ζωγράφος σχεδίασε ένα φίδι. Άμα έχεις πάνω σου κάτι τρομαχτικό, το συνηθίζεις και δεν το φοβάσαι, αυτό σε φοβάται, λέει ο αδελφός του που πάει στο ταεκβοντό και είναι μαγκάκι.
Τα νερά στη θάλασσα ήταν λίγο πράσινα, γιατί εκεί πέφτουν τα στριμμένα ποτάμια της Βουλγαρίας. Ο Στρυμόνας δηλαδή, που τον λερώνουν με τα βρομόνερά τους οι βόρειοι. Έτσι είπε ο θείος που δε χωνεύει τους ξένους, μα η μαμά είπε, τι να σε πω κι εσένα πια με τις μανίες σου, οι δικοί μας είναι λουλούδια; Αφήστε τις κοκορομαχίες, τους παρακαλούσε η γιαγιά, και πέστε καλά που δεν μπήκανε μέσα σ’ αυτήνα τη χαβούζα τα παιδιά. Σταματήσαμε σε λίγο σε ένα πολύ αρχαίο εκκλησάκι, την αγια-Μαρίνα, που ήταν μια όμορφη παιδούλα και της έκαναν μαρτύρια γιατί δεν θυσίαζε στα είδωλα, και πίστευε στον Χριστό. Ανάψαμε τα κεριά μας, κι η γιαγιά έλεγε, εδώ να δείτε τί πανήγυρι στήνουν κάθε Ιούλιο, στην γιορτή της βουλάει ο τόπος από τον κόσμο. Ύστερα πήγαμε σε μια άλλη παραλία με πλατάνια, δίπλα στη θάλασσα που την λέγανε ο Σταυρός. Μα δεν είχε εκεί κανέναν σταυρό, μόνο κάτι στρατόπεδα με λοκατζήδες πιο πέρα από αρχαίους τάφους, που μοιάζουνε με λόφους. Εγώ δεν θέλω να γίνω λοκατζής, σαν τον θείο τον αρσιβαρίστα, που είχε τύχη βουνό, γιατί όταν έπεσε σε μια άσκηση από το ελικόπτερο χωρίς αλεξίπτωτο, δεν έπαθε τίποτα. Μόνο κάτι σπασίματα στα πόδια του, που τα είπανε ανδραγαθίες και του δώσαν ένα παράσημο. Δεν θέλω γιατί αυτοί οι στρατιώτες ανεβαίνουν με σχοινιά στους βράχους κι από κει μπλουμ ! πάνε μέχρι τον πάτο της θάλασσας.
Μετά, φτάσαμε σε μια λίμνη Βόλβη, που έχει τα ζεστά λουτρά. Μύριζε θειάφι, που βγαίνει από βαθιές πηγές, καλά που φύσαγε το αεράκι, και ανασάναμε λίγο. Ο θείος με έδειχνε στο κινητό του τα σπάνια πουλιά που κρύβονται μέσα στις καλαμιές της λίμνης με τα ωραία τους ονόματα. Γαλαζολαίμηδες, κοκινολαίμηδες, μαυροσκούφηδες, ψευτοαηδονάκια, ου... τι πολλά, μα εγώ το μόνο που ξεχώρισα ήταν που πετούσαν ασημένιοι γλάροι με βουτιές στα κύματα. Αχ! εδώ να ’ρθω, στα ιαματικά νερά για να ισιώσω την καμπούρα μου, είπε η γιαγιά.
Πιο κάτω περάσαμε από μια άλλη λίμνη, που στεγνώνει όμως και ξεραίνεται σιγά σιγά, γιατί πέφτουν μέσα της τα χημικά και τα λιπάσματα και ψοφάν τα ψάρια που έχουν κάτι ονόματα περίεργα. Μα είχαν πολλά αγκάθια εκείνα τα λιμνίσια ψάρια, είπε η μαμά. Ναι, μα ήταν μπουκιά και συχώριο. Λίπος στάζανε τα γριβάδια και οι γουλιανοί. Εχ και να 'χαμε δυο τρία πάνω στην σχάρα.... ήταν μούρλια, ήταν του γλυκού νερού, είπαν οι άλλοι. Θυμήθηκα που λέγαμε στην τάξη, νερό, νερό την βοήθεια σου πάντοτε θα ζητώ...
Ο θείος είπε τότε για ένα ναυάγιο και πώς βρήκανε μέσα στο αμπάρι του πλοίου ένα ψάρι πετρωμένο. Είχε μια κοιλιά σαν σπήλιά και δόντια σαν πριόνια. Το πλοίο το είχαν τραβήξει έξω επί Κατοχής. Μετά ανεβήκαμε μια ανηφόρα με πολλές στροφές, που έφτανε στο βουνό του Χορτιάτη. Πάνω στην κορυφή του έχουν τα ραντάρ. Νύσταζα και δεν είδα που περάσαμε ένα νοσοκομείο, που παλιά το λέγαν σανατόριο, κι έτσι φτάσαμε σ’ ένα Ασβεστοχώρι, μα δεν είδαμε ασβέστες. Από εκεί, κατεβήκαμε μια αερογέφυρα σα γλίστρα και στην κοιλιά μου ένιωσα ένα γλουπ! Με ήρθαν τα κακά μου, μα δεν το είπα κι όλο έκανα πουρτ-πουρτ. Φτάσαμε στο σπίτι μας που είναι στις Συκιές, μα κι εδώ δεν έμεινε ούτε ένα δέντρο με σύκα. Ήθελα να τρέξω στο μπάνιο για να τα κάνω, μα ακούστηκε ο παλιατζής που περνούσε και φώναζε, όλα τα παλιά σίδερα μαζεύω , έλα ο Τζιμάκος το καλό παιδί. Αχ! κράτα την πόρτα ανοιχτή με είπε η μαμά, κάν’ του καλέ νόημα μη φύγει, να πάρει τις σαβούρες από το μπαλκόνι. Αυτός όλο φώναζε, ο παλιατζής περνάει από την πόρτα σας, υπόγεια καθαρίζω, αυλές καθαρίζω. Βγήκα έξω κρατώντας την κοιλίτσα μου, κι έλεγα, στάσου στάσου, γιατί αυτούς δεν είναι να τους βάζεις μέσα στο σπίτι σου, θα σ’ το κάνουν φουρφούρι. Τότε η μαμά έβγαλε έξω το καροτσάκι που καθόταν ο παπούς μου. Μα έλειπε η μια ρόδα κι ο μουσαμάς είχε μια τρύπα. Άντε, δώσ’ το να φεύγει ο μπελάς του, είπε η γιαγιά. Δεν δίνεις και το ξυλένιο μπαστούνι του; Κι ο παππούς μου έλειπε, πριν καν με γεννήσουν εμένα ακόμα…

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: