«Επιστρατεύοντας» τις αρχαιότητες

{7 λεπτά}

Αθήνα 1989

Αθήνα 1989

Αθήνα 1989





Κάθε φω­το­γρα­φία, όλες οι φω­το­γρα­φί­ες, από την πρώ­τη της επο­χής της ανα­κά­λυ­ψής της, περ­νώ­ντας από όλες τις φά­σεις της ιστο­ρί­ας της και δια­τρέ­χο­ντας όλα τα εί­δη της και όλες τις τε­χνι­κές της, μέ­χρι την τε­λευ­ταία, αυ­τήν που μό­λις προ ολί­γου τρά­βη­ξα με το κι­νη­τό μου ως απλή οπτι­κή ση­μεί­ω­ση ενός εντύ­που υπεύ­θυ­νης δή­λω­σης, κά­θε οπτι­κή απο­τύ­πω­ση διά του μη­χα­νι­κού μέ­σου της φω­το­γρα­φί­ας απο­τε­λεί θέ­σει και δυ­νά­μει ψη­φί­δα που συμ­με­τέ­χει στο πα­γκό­σμιο και αέ­ναο κεί­με­νο της αρ­χαιο­λο­γί­ας.

Κά­που εκεί μέ­σα, στον άπει­ρο κό­σμο των ει­κό­νων ή κα­λύ­τε­ρα στο χά­ος του κό­σμου των άπει­ρων ει­κό­νων, χω­ρίς να χά­νει την αρ­χαιο­λο­γί­ζου­σα διά­στα­σή της, πλέ­ει συ­ντε­ταγ­μέ­νη ή ασύ­ντα­κτη, και η καλ­λι­τε­χνι­κή φω­το­γρα­φία. Δη­λα­δή η φω­το­γρα­φία που επι­τε­λεί­ται από καλ­λι­τέ­χνες ―φω­το­γρά­φους ή λι­γό­τε­ρο φω­το­γρά­φους― ως δια­δι­κα­σία και εγ­χεί­ρη­μα εμπρό­θε­του σχο­λια­σμού του Κό­σμου, ως συ­νει­δη­τή πα­ρέμ­βα­ση, ως προ­σω­πι­κή δή­λω­ση και απο­τέ­λε­σμα της ορ­μής που υπο­κι­νεί ανα­πό­δρα­στα το δη­μιουρ­γι­κό διά­βη­μα.

Ο Κό­σμος μας εί­ναι αρ­χαί­ος. Κά­θε ημέ­ρα του πα­ρό­ντος και αρ­χαιό­τε­ρος. Τα μνη­μεία, τα αρ­χαία μνη­μεία, ακέ­ραια ή ως χα­λά­σμα­τα, όπως και οποια­δή­πο­τε άλ­λη κα­τα­σκευή οφεί­λε­ται στον πο­λι­τι­σμό, συ­να­πο­τε­λούν την πα­ναν­θρώ­πι­νη πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά και, μα­ζί με το σύ­νο­λο της Φύ­σης, αντι­κεί­με­νο της "όποιας" φω­το­γρα­φί­ας, επι­στη­μο­νι­κής, αρ­χεια­κής, καλ­λι­τε­χνι­κής ή άλ­λης. Τα αρ­χαιο­λο­γι­κά σύ­νο­λα πά­σης φύ­σε­ως, θρη­σκεί­ας, ρυθ­μού, ηλι­κί­ας, πα­λαιό­τη­τας και ει­δι­κό­τε­ρα από τις πρώ­τες φά­σεις της αρ­χαιο­λο­γί­ας ως επι­στή­μης (που χον­δροει­δώς συ­μπί­πτει με την εμ­φά­νι­ση της φω­το­γρα­φί­ας) όπως και διά­σπαρ­τα με­μο­νω­μέ­να ευ­ρή­μα­τα ανέ­κα­θεν είλ­κυ­σαν το εν­δια­φέ­ρον των φω­το­γρά­φων, όπως επί­σης ήδη πριν από την εμ­φά­νι­ση της φω­το­γρα­φί­ας, άσκη­σαν την σα­γή­νη τους σε κο­ρυ­φαί­ους και λι­γό­τε­ρο ση­μα­ντι­κούς ζω­γρά­φους. Ο ει­κα­στι­κός, ζω­γρα­φι­κός ή φω­το­γρα­φι­κός, σχο­λια­σμός των αρ­χαιο­λο­γι­κών χώ­ρων συ­νει­σέ­φε­ρε δρα­στι­κά στην κουλ­τού­ρα της αι­σθη­τι­κής των ερει­πί­ων κά­τι που δεν θα μπο­ρού­σε να έχει συμ­βεί πριν από την επο­χή κα­τά την οποία η με­σο­λα­βή­σα­σα εγκα­τά­λει­ψη και οι κα­τα­στρο­φές τους τα εί­χαν όντως κα­τα­στή­σει ερεί­πια. Βε­βαί­ως το πε­ρί­φη­μο Grand Tour του 18ου αιώ­να εί­χε το δι­κό του με­ρί­διο στην υπό­θε­ση της μνη­μειο­λα­γνεί­ας. Ταυ­τό­χρο­να, και μέ­σα από την ανα­δί­φη­ση της Ιστο­ρί­ας και της διά­χυ­σης της αρ­χαιο­λο­γι­κής γνώ­σης, εντά­θη­κε στο έπα­κρο η συ­ναί­σθη­ση των συμ­βο­λι­σμών που τα ευ­ρή­μα­τα, τα θραύ­σμα­τα, τα μέ­λη, τα αγάλ­μα­τα, τα κτί­σμα­τα, οι αρ­χαιο­λο­γι­κοί χώ­ροι ολό­κλη­ροι έφε­ραν ως πο­λι­τι­στι­κό, πνευ­μα­τι­κό και αι­σθη­τι­κό φορ­τίο όπως βε­βαί­ως, και ως εθνι­κές ανα­γω­γές και ...κα­τα­γω­γές.

Η προ­σέγ­γι­ση κά­θε φω­το­γρά­φου, κά­θε καλ­λι­τέ­χνη γε­νι­κό­τε­ρα, προ­φα­νώς εί­ναι συ­ναρ­τη­μέ­νη με την οι­κεία παι­δεία, με το βά­θος και το εύ­ρος της όπως και του πε­δί­ου ―στην πε­ρί­πτω­σή μας του πε­δί­ου των αρ­χαιο­λο­γι­κών χώ­ρων― στο οποίο δρα­στη­ριο­ποιεί­ται, της ευαι­σθη­σί­ας που τον κι­νη­το­ποιεί και των μέ­σων που επι­στρα­τεύ­ει. Στον βαθ­μό που αυ­τό κα­τά πε­ρί­πτω­ση ευ­στα­θεί, με τους στό­χους επί­σης, που εν τέ­λει θέ­τει στο εκά­στο­τε πρό­ταγ­μά του.

Όπως και κά­θε άλ­λο εί­δος φω­το­γρα­φί­ας, έτσι και η φω­το­γρά­φι­ση αρ­χαιο­τή­των επί μα­κρόν υπήρ­ξε μο­νο­χρω­μι­κή, ασπρό­μαυ­ρη. Αυ­τές ήταν οι τε­χνι­κές δυ­να­τό­τη­τες της επο­χής από την εφεύ­ρε­σή της και για το με­γα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα της ιστο­ρί­ας της. Επέ­πλευ­σε η τρέ­χου­σα άπο­ψη πως καλ­λι­τε­χνι­κή εί­ναι η ασπρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φία, σε με­γά­λο βαθ­μό βε­βαί­ως κα­τα­χρη­στι­κά ει­δι­κά μά­λι­στα με­τά την ευ­ρεία διά­δο­ση της έγ­χρω­μης, πό­σω μάλ­λον και της ψη­φια­κής. Η φω­το­γρά­φι­ση αρ­χαιο­τή­των εί­χε ίσως κά­ποιους επι­πλέ­ον λό­γους να επι­μέ­νει να ταυ­τί­ζε­ται με την ασπρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φία μάλ­λον διό­τι οι ίδιες οι αρ­χαιό­τη­τες, όπως του­λά­χι­στον η μα­κρο­χρό­νια φθο­ρά και η εγκα­τά­λει­ψη τις εί­χαν κα­τα­ντή­σει, πρό­τει­ναν ήδη "εκ φύ­σε­ως" μο­νό­χρω­μη την ει­κό­να τους. Που ού­τως ή άλ­λως απο­στο­λή της ήταν να εκ­φρά­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο ογκο­πλα­σί­ες και υφές από όσο απο­χρώ­σεις και χρω­μα­τι­κές αρ­μο­νί­ες. Οι­κο­δο­μή­θη­κε έτσι ένα λε­ξι­λό­γιο "ανά­γνω­σης" της ει­κό­νας αρ­χαιο­τή­των, εν­στα­λά­χτη­κε ένας αντα­να­κλα­στι­κός τρό­πος πρό­σλη­ψης της αρ­χαιο­λο­γι­κής φω­το­γρα­φί­ας και κα­τ' επέ­κτα­ση της καλ­λι­τε­χνι­κής φω­το­γρα­φί­ας αρ­χαιο­τή­των, δια­φο­ρο­ποιού­με­νος με σα­φή­νεια από την έγ­χρω­μη απο­τύ­πω­ση αρ­χαιο­λο­γι­κών χώ­ρων και μου­σεια­κών εκ­θε­μά­των των του­ρι­στι­κών οδη­γών ή και των επι­στη­μο­νι­κών και ιστο­ρι­κών βι­βλί­ων. Η ασπρό­μαυ­ρη "μο­νο­χρω­μία" ανή­κε "δι­καιω­μα­τι­κά" στους "καλ­λι­τέ­χνες", στους ποι­η­τές. Επω­φε­λού­με­νη πά­ντως αντι­στι­κτι­κά και από την εξέ­λι­ξη της σύγ­χρο­νης τέ­χνης σε πε­δία όπως η Arte Povera, η Land Art ή η Minimal Art. Δεν εί­ναι αμέ­το­χος ας πού­με ο Richard Long με τα δι­κά του έρ­γα (που προ­έ­κυ­ψαν από εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες και με δια­φο­ρε­τι­κούς σκο­πούς) από την διά­πλα­ση μιας αι­σθη­τι­κής που μας επι­τρέ­πει να προ­σεγ­γί­ζου­με την φω­το­γρα­φία αρ­χαιο­τή­των με ένα πνεύ­μα απα­γκι­στρω­μέ­νο από την ανα­γω­γή στις συμ­βο­λι­κές και με­τα­φυ­σι­κές αξί­ες των ει­κο­νι­ζό­με­νων ερει­πί­ων ή μνη­μεί­ων. Αφέ­θη­κε πά­ντως γεν­ναιό­δω­ρα χώ­ρος και για όσους έρε­παν προς τις λι­γό­τε­ρο "ποι­η­τι­κές", πιο απο­στει­ρω­μέ­νες έγ­χρω­μες γλώσ­σες της "νέ­ας αντι­κει­με­νι­κό­τη­τας".

Η ζω­γρα­φι­κή απει­κό­νι­ση αρ­χαιο­τή­των, η φω­το­γρά­φι­σή τους, εφαρ­μο­σμέ­νη ή καλ­λι­τε­χνι­κή, η κι­νη­μα­το­γρά­φη­σή τους επί­σης όπως και η τη­λε­ο­πτι­κή και δια­δι­κτυα­κή διά­χυ­ση της αρ­χαιο­λο­γι­κής γνώ­σης και πλη­ρο­φο­ρί­ας, η ίδια η Αρ­χαιο­λο­γία ως επι­στή­μη μέ­σω των μου­σεί­ων και του πά­σης φύ­σε­ως Τύ­που, χω­ρίς να ξε­χνού­με βε­βαί­ως την ίδια την Ιστο­ρία, συ­γκρο­τούν όλα μα­ζί ένα πλέγ­μα παι­δεί­ας που δια­τρέ­χει την συλ­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση και όπου συ­ναρ­θρώ­νο­νται, κο­ντά στην αι­σθη­τι­κή στάθ­μι­ση και το κα­τά πε­ρί­πτω­ση πο­λι­τι­στι­κό επί­πε­δο, έν­νοιες όπως η εθνι­κή ταυ­τό­τη­τα, οι θρη­σκευ­τι­κές πε­ποι­θή­σεις, οι δια­κλα­δώ­σεις κα­τα­γω­γής, για­τί όχι εξάλ­λου και συ­μπα­ρο­μαρ­τού­ντα αι­σθή­μα­τα υπε­ρη­φά­νειας, νο­σταλ­γί­ας ή και αι­σχύ­νης.

Κά­ποιοι καλ­λι­τέ­χνες, φω­το­γρά­φοι ή μη, εί­ναι επό­με­νο να "συν-κι­νού­νται" και αυ­τοί κα­τ' αντι­στοι­χία προς την άλ­φα, την βή­τα ή και όλες τις πα­ρα­μέ­τρους του ως άνω πλέγ­μα­τος παι­δεί­ας και να αντλούν έμπνευ­ση από την όποια δι­κή τους βί­ω­ση ση­μα­ντι­κών ή λι­γό­τε­ρο ση­μα­ντι­κών μνη­μεί­ων. Εί­ναι ανα­με­νό­με­νο μνη­μεια­κοί ογκό­λι­θοι όπως ο Παρ­θε­νώ­νας, το Πάν­θε­ον, οι Πυ­ρα­μί­δες, το Stonehenge, η Πα­να­γία των Πα­ρι­σί­ων, να κα­τέ­χουν θέ­σεις "βε­ντέ­τας" στις προ­τι­μή­σεις των καλ­λι­τε­χνών, το μέ­γε­θος του ιστο­ρι­κού και πο­λι­τι­στι­κού τους φορ­τί­ου θα ήταν δύ­σκο­λο να βρει "ισο­δύ­να­μο" στο όποιο εγ­χεί­ρη­μα απει­κα­στι­κής ερ­μη­νεί­ας ή ει­κα­στι­κού σχο­λια­σμού της συμ­βο­λι­κής του ση­μα­σί­ας. Δια­τη­ρούν στην συ­νεί­δη­ση του κό­σμου την εμ­βλη­μα­τι­κή ει­κό­να που ήδη κα­τεί­χαν. Και δια­τη­ρούν στο έρ­γο των καλ­λι­τε­χνών την διά­στα­ση της "αφορ­μής" όσο και αν η θε­μα­τι­κή τους στρα­το­λό­γη­ση μπο­ρεί να δια­πνέ­ε­ται από την φι­λο­δο­ξία «να συμ­βά­λει στην ανά­δει­ξη της "πραγ­μα­τι­κής" τους αξί­ας». Συ­χνά αντί­θε­τα, εν­δέ­χε­ται να δια­φαί­νε­ται διαυ­γέ­στε­ρα η πρό­θε­ση των καλ­λι­τε­χνών για "μνη­μειο­ποί­η­ση" του ίδιου του δι­κού τους έρ­γου μέ­σα από "τε­χνά­σμα­τα" της τέ­χνης τους, μέ­σα από μη­χα­νι­σμούς των κα­να­λιών της αγο­ράς της σύγ­χρο­νης τέ­χνης και, ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, μέ­σα από την αξιο­ποί­η­ση της sine qua non συ­ναρ­τώ­με­νης "επι­κοι­νω­νια­κό­τη­τας" των "επι­στρα­τευ­μέ­νων" μνη­μεί­ων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: