Τζόις και Γέιτς: Ποιος θα πάει με τον Φέργκους

 

Τζόις και Γέιτς: Ποιος θα πάει με τον Φέργκους


________

Ο Τζόις στονΧάρ­τη
Ο Γέιτς στον
Χάρ­τη
__________

Ο Γέιτς, Αγ­γλο-Ιρ­λαν­δός προ­τε­στα­ντι­κής αρι­στο­κρα­τι­κής κα­τα­γω­γής –μιας τά­ξης που στα­δια­κά έχα­νε τα προ­νό­μιά της– υπήρ­ξε βα­σι­κό ιδρυ­τι­κό στέ­λε­χος της λε­γό­με­νης Ιρ­λαν­δι­κής Λο­γο­τε­χνι­κής Ανα­γέ­νη­σης (1899) μα­ζί με την Λαί­δη Ογκά­στα Γκρέ­γκο­ρι, και ανα­ζή­τη­σε να ανα­βιώ­σει έναν μύ­θο για την Ιρ­λαν­δία με τη μα­τιά του ρο­μα­ντι­κού ποι­η­τή-φι­λό­σο­φου. Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τά του έγκει­ται στην υβρι­δι­κή του ταυ­τό­τη­τα,[1] κα­θώς ο Γέιτς δεν έπα­ψε να κά­νει αυ­το­κρι­τι­κή για την επί­δρα­ση που μπο­ρεί να εί­χε η λο­γο­τε­χνι­κή κα­τα­σκευή του ενός εθνι­κι­στι­κού μύ­θου στην ενί­σχυ­ση του Ιρ­λαν­δι­κού μι­λι­τα­ρι­στι­κού εθνι­κι­σμού, οπως δεν έπα­ψε να στη­λι­τεύ­ει τη με­σο­α­στι­κή Κα­θο­λι­κή τά­ξη για τον που­ρι­τα­νι­σμό της και τους Αγ­γλο-Ιρ­λαν­δούς αρι­στο­κρά­τες για τον κερ­δο­σκο­πι­σμό τους.[2]
Ο Τζόις, εί­χε από την πλευ­ρά του πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές επιρ­ρο­ές. Κα­θο­λι­κής κα­τα­γω­γής, από πρώ­ην εύ­πο­ρη πο­λύ­τε­κνη οι­κο­γέ­νεια, με πα­τέ­ρα αλ­κο­ο­λι­κό και μη­τέ­ρα άκρως θρη­σκευό­με­νη, ακο­λού­θη­σε μια δύ­σκο­λη πο­ρεία ζω­ής κα­τά την οποία αντι­στά­θη­κε λυσ­σα­λέα στον Ιρ­λαν­δι­κό συ­ντη­ρη­τι­σμό και εθνι­κι­σμό, την Κα­θο­λι­κή εκ­κλη­σία και το Αγ­γλι­κό αποι­κιο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς. Ήδη από τα εί­κο­σι του χρό­νια με­τα­νά­στευ­σε στην Τερ­γέ­στη, στη Ζυ­ρί­χη, και στο Πα­ρί­σι, από όπου και ανα­δη­μιούρ­γη­σε μια κο­σμο­πο­λί­τι­κη ου­μα­νι­στι­κή ταυ­τό­τη­τα για την Ιρ­λαν­δία.
Σύν­θε­τη και πο­λύ­πλευ­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα, με γνή­σιο εν­δια­φέ­ρον για την Κέλ­τι­κη μυ­θο­λο­γία, τη θε­ο­σο­φία, τον απο­κρυ­φι­σμό και τον συμ­βο­λι­σμό, τη φι­λο­σο­φία του Νί­τσε, μα και πλευ­ρές της ασια­τι­κής φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης,[3] ο Γέιτς υπήρ­ξε για τον Τζόις μια καλ­λι­τε­χνι­κή και πνευ­μα­τι­κή πα­τρι­κή φι­γού­ρα, την οποία όμως έπρε­πε ταυ­τό­χρο­να να ανα­θε­ω­ρή­σει και ανα­τρέ­ψει, όπως και φο­ρές επι­δει­κτι­κά να αγνο­ή­σει, προ­κει­μέ­νου να κα­τα­φέ­ρει να γρά­ψει το δι­κό του μο­ντερ­νι­στι­κό έρ­γο, το Ulysses – στο οποίο εί­χε κα­τ’ επα­νά­λη­ψη σα­τι­ρί­σει τη θε­ο­σο­φι­κή σχο­λή,[4] και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να το Isis Unveiled της Ελέ­να Μπλα­βά­τσκι, «αυ­τό τον όμορ­φο πα­λιό­σα­κο με τα κά­θε εί­δους κολ­πά­κια» (Ulysses).
Ο Τζόις από την πλευ­ρά του απέ­φυ­γε να διεισ­δύ­σει στη σύν­θε­τη προ­σω­πι­κό­τη­τα του Γέιτς, ενός λο­γο­τέ­χνη που πει­ρα­μα­τι­ζό­ταν με μια σει­ρά από σχο­λές φι­λο­σο­φι­κής και θε­ο­λο­γι­κής σκέ­ψης δί­χως να εν­στερ­νί­ζε­ται στην ου­σία κα­μία. Ο Γέιτς σύ­ντο­μα απο­μα­κρύν­θη­κε από τον κύ­κλο της Μπλα­βά­σκι και ανα­ζή­τη­σε στο απο­κρυ­φι­στι­κό ρεύ­μα του Ερ­μη­τι­σμού και τις θε­α­τρι­κές τε­λε­τουρ­γι­κές του μυ­ή­σεις μια έμπρα­κτη απά­ντη­ση στις φι­λο­σο­φι­κές, εσω­τε­ρι­κές και λο­γο­τε­χνι­κές του ανα­ζη­τή­σεις και με­τα­μορ­φώ­σεις[5] συ­γκε­κρι­μέ­να, στο με­τα­φυ­σι­κό ερώ­τη­μα που τον τα­λά­νι­ζε πε­ρί δυι­σμού / μο­νι­σμού. Ο Γέιτς θα φρο­ντί­σει η ανα­ζή­τη­ση αυ­τή να απο­τυ­πω­θεί με ακού­ρα­στη συ­νέ­χεια, ισά­ξια με εκεί­νη του έρ­γου του Τζόις, στο ίδιο το αι­σθη­τι­κό του έρ­γο.[6]
Η γνώ­ση από την πλευ­ρά του Τζόις αυ­τής της ανα­ζή­τη­σης του Γέιτς, ή η πα­ρερ­μη­νεία της πο­λυ­σύν­θε­της στά­σης του απέ­να­ντι στον Ιρ­λαν­δι­κό εθνι­κι­σμό, μα και η άρ­νη­ση του Τζόις να συν­δρά­μει στους εθνι­κι­στι­κούς σκο­πούς της Κέλ­τι­κης Ανα­γέν­νη­σης και την ανα­βί­ω­ση αντί­στοι­χων μυ­θο­λο­γιών, όπως και στον πει­ρα­μα­τι­σμούς του Γέιτς με το μη-να­του­ρα­λι­στι­κό θέ­α­τρο, εί­ναι και οι λό­γοι που απέ­φυ­γε να απο­τα­θεί σε εκεί­νον και προ­τί­μη­σε να προ­σεγ­γί­σει τον θε­ο­σο­φι­στή Τζορτζ Ουί­λιαμ Ρά­σελ. Σύμ­φω­να με τον Ellmann, η αρ­χι­κή προ­σέγ­γι­ση του Ρά­σελ από τον νε­α­ρό Τζόις ήταν αυ­θε­ντι­κή – ο Τζόις εί­χε ανα­πτύ­ξει γνή­σιο εν­δια­φέ­ρον απέ­να­ντι σε φι­λο­σο­φι­κές ιδέ­ες όπως η με­τεμ­ψύ­χω­ση και η ιδέα της ύπαρ­ξης μιας Άπει­ρης Αρ­χής που υπό­κει­ται όλων των φαι­νο­μέ­νων, όπως και την ιδέα μιας μή­τρας όλων των θρη­σκειών του κό­σμου (Ellmann 622).
Κα­τά τα λε­γό­με­να πά­λι του Ρά­σελ σε γράμ­μα του προς τον Γέιτς, ο Τζόις «ανή­κει πιο πο­λύ στην δι­κή σου φά­ρα πα­ρά στη δι­κή μου». «Την ίδια στιγ­μή», αυ­τός ο ευ­φυ­ής νε­α­ρός καλ­λι­τέ­χνης «δεν ανή­κει που­θε­νά αλ­λού πα­ρά στον ίδιο του τον εαυ­τό». Η «φά­ρα» στην οποία ανα­φέ­ρε­ται ο Ρά­σελ δεν εί­ναι πα­ρά εκεί­νη του καλ­λι­τέ­χνη που ανα­ζη­τά υλι­κό για να κι­νή­σει τη δη­μιουρ­γία του. Με ανά­λο­γο τρό­πο ο Γέιτς επι­λέ­γει να εντρυ­φή­σει στον απο­κρυ­φι­σμό προ­κει­μέ­νου να κα­τα­δυ­θεί στη «Συλ­λο­γι­κή Μνή­μη» ανα­ζη­τώ­ντας ει­κό­νες για την ποί­η­σή του.
Η γε­μά­τη προ­κλή­σεις επι­κοι­νω­νία με­τα­ξύ των δυο, όπως με οξύ­νοια και ευαι­σθη­σία έχει ανα­λυ­θεί από τον Εllman, εξε­λί­χθη­κε στα­δια­κά σε σχέ­ση αμοι­βαί­ας εκτί­μη­σης και θαυ­μα­σμού. Στηv ει­κο­σι­τεσ­σά­ρων χρό­νων αλ­λη­λο­γρα­φία τους, όπως έχει πρό­σφα­τα αρ­χειο­θε­τη­θεί στην Εθνι­κή Βι­βλιο­θή­κη του Δου­βλί­νου κα­τό­πιν δω­ρε­άς της οι­κο­γέ­νειας Γέιτς, ο Τζόις κα­τα­λή­γει με λό­για ευ­γνω­μο­σύ­νης προς τον γε­ρο-Ουί­λι: «Κο­ντεύ­ουν τριά­ντα χρό­νια από την πρώ­τη φο­ρά που μου πρό­τει­νες το χέ­ρι σου να με στη­ρί­ξεις».[7]
Για τον σκο­πό του πα­ρό­ντος δο­κι­μί­ου μπο­ρού­με να συ­νο­ψί­σου­με τη σχέ­ση των δυο στα ακό­λου­θα γε­μά­τα ευαι­σθη­σία λό­για του Στα­νι­σλά­ους: «ο Γέιτς δεν πα­ρε­ξη­γού­νταν από τα σκλη­ρά λό­για του αδελ­φού μου για­τί εί­χε πά­ρει εί­δη­ση ότι στην ου­σία έκρυ­βαν αί­σθη­μα γνή­σιου σε­βα­σμού προς εκεί­νον, και γι' αυ­τό ήταν πά­ντα πρό­θυ­μος να βοη­θή­σει τον Τζιμ με τρό­πους πρα­κτι­κούς, όπως και να τον συμ­βου­λέ­ψει.»[8]
Η δε επα­φή του Τζόις με τον Ιρ­λαν­δι­κό λο­γο­τε­χνι­κό κύ­κλο, του οποί­ου πα­ρα­κο­λου­θού­σε τις εξε­λί­ξεις με εν­δια­φέ­ρον,[9] μπο­ρεί επί­σης να συ­νο­ψι­στεί σε όσα θα εκ­φω­νή­σει ο Στί­βεν στο επει­σό­διο «Πρω­τέ­ας» όσο πα­ρα­τη­ρεί τον σκύ­λο που τρέ­χει στην πρω­τεϊ­κή «πα­λίρ­ροια που αφρί­ζει»: «Δεν θα γί­νεις μή­τε κύ­ριος των άλ­λων, μή­τε σκλά­βος τους».


Το πρώ­ι­μο απο­κρυ­φι­στι­κό ανα­τρε­πτι­κό έρ­γο του Γέιτς, η
Kόμισ­σα Κα­θλίν, και ένα ποί­η­μα στην καρ­διά του Ulysses

Όταν ο Τζόις ανα­φέ­ρε­ται στο έρ­γο του Γέιτς επι­κε­ντρώ­νε­ται συ­νή­θως στην πρώ­ι­μη φά­ση του, ει­δι­κό­τε­ρα σε ποι­ή­μα­τα που αφο­ρούν στην ενερ­γή συμ­με­το­χή του στην Κέλ­τι­κη Λο­γο­τε­χνι­κή Ανα­γέν­νη­ση από τη συλ­λο­γή Crossways (1889), The Rose (1893), και στα πε­ζά του έρ­γα, προ­κει­μέ­νου άλ­λο­τε να τα σα­τι­ρί­σει, άλ­λο­τε να τα εν­σω­μα­τώ­σει δη­μιουρ­γι­κά στο έρ­γο του, όπως στην πε­ρί­πτω­ση του ποι­ή­μα­τος «Ποιος θα πά­ει με τον Φέρ­γκους» («Who Goes with Fergus»).
Ήδη από τις 7 Μαρ­τί­ου του 1980 ο Γέιτς εί­χε μυ­η­θεί στην στοά του Ερ­μη­τι­κού Τάγ­μα­τος και ανα­βα­πτί­στη­κε τε­λε­τουρ­γι­κά ως Demon Est Deus Inversus, δη­λα­δή Δαί­μο­νας εί­ναι η αντί­στρο­φη όψη του Θε­ού. Μέ­σα από την εντρύ­φη­σή του στα θε­α­τρι­κά τε­λε­τουρ­γι­κά της απο­κρυ­φι­στι­κής σχο­λής και στην ανα­τρε­πτι­κή φε­μι­νι­στι­κή τους ανά­δυ­ση στους κόλ­πους μιας πα­τριαρ­χι­κής που­ρι­τα­νι­κής κοι­νω­νί­ας, τό­σο της Βι­κτω­ρια­νής όσο και της Κα­θο­λι­κής Ιρ­λαν­δι­κής, ο Γέιτς στα­δια­κά θα απο­δο­μή­σει τον μα­νι­χαϊ­στι­κό θε­ο­λο­γι­κό τρό­πο σκέ­ψης πε­ρί Κα­κού και Κα­λού, πε­ρί Σκό­τους και Φω­τός. H επα­φή του με την απο­κρυ­φι­στι­κή πα­ρά­δο­ση θα του πα­ρέ­χει πλού­σιο υλι­κό, το οποίο θα μορ­φο­ποι­η­θεί ήδη στα πρώ­ι­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τά του.
O Tζόις από την πλευ­ρά του εί­χε με­λε­τή­σει αυ­τό το φά­σμα της ζω­ής και του έρ­γου του Γέιτς και εί­χε εκ­φρά­σει τον εν­θου­σια­σμό του τό­σο για την πρώ­ι­μη ποί­η­σή του όσο και για τη συλ­λο­γή των ιστο­ριών The Tables of the Law (1897) και The Adoration of the Magi (1897).[10] Η ακό­λου­θη φρά­ση του Τζόις από το πρω­τό­λειο έρ­γο του Στί­βεν ο Ήρω­ας (1904-1906) όπου ο Στί­βεν Ντέ­ντα­λους πε­ρι­φέ­ρε­ται στους νυ­χτε­ρι­νούς δρό­μους του Δου­βλί­νου εν­θυ­μού­με­νος τις προ­α­να­φερ­θεί­σες ιστο­ρί­ες: «Ο Σα­τα­νάς δεν εί­ναι άλ­λος από τον νε­α­ρό ρο­μα­ντι­κό Ιη­σού που επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται προς στιγ­μήν»,[11] απο­τε­λεί την δι­κή του μο­να­δι­κή ερ­μη­νεία του σι­βυλ­λι­κού ψευ­δώ­νυ­μου του Γέιτς και της βα­θύ­τε­ρης ση­μα­σί­ας του.
Αυ­τή ακρι­βώς η αντι-θε­ο­λο­γι­κή πλευ­ρά του έρ­γου του Γέιτς δια­περ­νά το έρ­γο του Τζόις σε καί­ρια ση­μεία του και συ­μπυ­κνώ­νε­ται σε ένα ποί­η­μα κλει­δί.
Εί­ναι το ποί­η­μα του Γέιτς Ποιος θα πά­ει με τον Φέρ­γκους («Who Goes With Fergus») που συ­γκί­νη­σε βα­θιά τον Τζόις τη νύ­χτα της πρε­μιέ­ρας του Τhe Countess Kathleen (Κό­μισ­σα Κα­θλίν) στις 9 Μαîου του 1899, της πρώ­της πα­ρά­στα­σης του νε­οϊ­δρυ­θέ­ντος Ιρ­λαν­δι­κού Θε­ά­τρου από τον Oυί­λιαμ Γέιτς, τη Λαί­δη Γκρέ­γκο­ρι και τον Έντουαρντ Μάρ­τιν. Το τρα­γού­δι αυ­τό, όπως ανα­φέ­ρει ο Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος στο Οδη­γός Ανά­γνω­σης, «υπο­τί­θε­ται ότι μα­λα­κώ­νει την ψυ­χή της ηρω­ί­δας που πού­λη­σε την ψυ­χή της στον διά­βο­λο με αντάλ­λαγ­μα να έχει τρο­φή ο λα­ός της». Για την πρά­ξη της αυ­τή η ηρω­ί­δα λυ­τρώ­νε­ται από τις αμαρ­τί­ες των θνη­τών, για­τί αυ­τό που νοιά­ζει τον Θεό «εί­ναι πά­ντα το κί­νη­τρο και όχι κα­θαυ­τή η πρά­ξη.»
To έρ­γο προ­κά­λε­σε θύ­ελ­λα αντι­δρά­σε­ων από μια ομά­δα νε­α­ρών του Κα­θο­λι­κού όχλου, όπως τους χα­ρα­κτή­ρι­σε ο νε­α­ρός Τζόις στο δο­κί­μιό του “Mέ­ρα του Όχλου» («The Day of Rabblement»)[12]. Στην ομά­δα αυ­τή ανή­καν συμ­φοι­τη­τές του, οι οποί­οι στις 10 Μαί­ου κά­λε­σαν τον ακα­δη­μαϊ­κό κύ­κλο να συ­νυ­πο­γρά­ψει την κα­τα­δί­κη του θε­α­τρι­κού, κά­τι που ο Τζόις αρ­νή­θη­κε να κά­νει. Εί­ναι, έγρα­ψαν, «κα­θή­κον μας, στο όνο­μα και την τι­μή των Δου­βλι­νέ­ζων Κα­θο­λι­κών φοι­τη­τών του Royal University, να δια­μαρ­τυ­ρη­θού­με ενά­ντια σε μια τέ­χνη [....] που προ­βάλ­λει ως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του λα­ού μας ένα απε­χθές γέ­νος απο­στα­τών.»
Ο Γέιτς από την πλευ­ρά του, σε ση­μειώ­σεις του κα­τά την επα­νέκ­δο­ση του θε­α­τρι­κού το 1912, έκα­νε λό­γο για το δι­καί­ω­μα στην «ελευ­θε­ρία του λό­γου στη λο­γο­τε­χνία» και ανα­φέρ­θη­κε στον τρό­πο που το στή­ρι­ξαν οι πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι από τον καλ­λι­τε­χνι­κό χώ­ρο, κά­τι που σί­γου­ρα συ­γκί­νη­σε τον Τζόις. Μά­λι­στα με το δο­κί­μιό του «Μέ­ρα του Όχλου» –το οποίο επί­σης εί­χε λο­γο­κρι­θεί από τους τό­τε ακα­δη­μαϊ­κούς κύ­κλους του UCD– ο νε­α­ρός Τζόις εί­χε ήδη εκ­φρά­σει την αντί­θε­σή του στην αδυ­να­μία του Ιρ­λαν­δι­κού λο­γο­τε­χνι­κού κύ­κλου να αντι­με­τω­πί­σει δυ­να­μι­κά αυ­τές τις τά­σεις, κα­τη­γο­ρώ­ντας τους ότι απο­θαρ­ρύν­θη­καν από έναν όχλο που απο­κή­ρυτ­τε το The Countess Kathleen ως «δαι­μο­νι­κό και ανα­θε­μα­τι­σμέ­νο», ενώ απέ­φευ­γαν να προ­σεγ­γί­σουν έρ­γα συγ­γρα­φέ­ων όπως ο Ίψεν, ο Τολ­στόι, ο Χά­ου­πτμαν..


Εκτο­νώ­σεις υπό­κω­φου θρή­νου στο
Ulysses
«Ποιος θα πά­ει με τον Φέρ­γκους» και «Το Κέλ­τι­κο στοι­χείο στη Λο­γο­τε­χνία»

Στην καρ­διά λοι­πόν της πρώ­ι­μης εκ­δο­χής του έρ­γου Τhe Countess Kathleen βρί­σκο­νται οι στί­χοι του «Ποιος θα πά­ει με τον Φέρ­γκους» («Who Goes with Fergus»), που τό­σο έχουν συ­γκι­νή­σει τον Τζόις ώστε να δια­περ­νούν σαν με­λαγ­χο­λι­κή ηχώ το Ulysses. Εί­ναι το τρα­γού­δι του οποί­ου τους στί­χους θα τρα­γου­δή­σει στον μι­κρό του αδελ­φό το 1902, μα και στη μη­τέ­ρα του λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, το 1903 (μέ­σω του Στί­βεν Ντέ­ντα­λους), λί­γο προ­τού αφή­σουν την τε­λευ­ταία πνοή τους. Το ποί­η­μα αυ­τό βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο της πρώ­της έκ­δο­σης του θε­α­τρι­κού του Γέιτς το 1892.[13]
Ήδη από το πρώ­το επει­σό­διο «Τη­λε­μά­χεια» γί­νε­ται ανα­φο­ρά σε αυ­τό. Εδώ ο ανυ­πό­τα­κτος Στί­βεν (μια από τις μά­σκες του νε­α­ρού καλ­λι­τέ­χνη Τζόις) –αντί­πο­δας του Μπλουμ, του αν­θρώ­που της εμπει­ρί­ας– θυ­μά­ται όταν στά­θη­κε πά­νω από το κρε­βά­τι της ετοι­μο­θά­να­της μη­τέ­ρας του, της ταγ­μέ­νης στην Κα­θο­λι­κή πί­στη, αρ­νού­με­νος να εξο­μο­λο­γη­θεί. Το φά­ντα­σμά της τον στοι­χειώ­νει: «Ωχ, Βρι­κό­λα­κα εσύ, κα­τα­σπα­ρα­χτή πτω­μά­των. Όχι, μη­τέ­ρα! Άσε με να υπάρ­ξω. Άσε με να ζή­σω». Σε αντί­θε­ση με τον Μπακ Μά­λι­γκαν που σι­γο­τρα­γου­δά επι­δει­κτι­κά από το «Τρα­γού­δι του Φέρ­γκους», εκεί­νος αφή­νει τους στί­χους του να τον κα­τα­κλύ­σουν: κοι­τά­ζει το «λευ­κό στή­θος της συν­νε­φο­σκέ­πα­στης θά­λασ­σας» από τον Πύρ­γο –«ται­ρια­σμέ­νες λέ­ξεις, λέ­ξεις σαν κύ­μα­τα, στίλ­βουν στη σκο­τει­νή πα­λίρ­ροια».

«Ένα σύν­νε­φο άρ­χι­σε να σκο­τει­νιά­ζει τον ήλιο σι­γά, ολο­κλη­ρω­τι­κά, σκιά­ζο­ντας τον κόλ­πο μ' ένα βα­θύ­τε­ρο πρά­σι­νο. Απλω­νό­ταν μπρο­στά του, μια λε­κά­νη πι­κρά νε­ρά. Tο τρα­γού­δι του Φέρ­γκους: το τρα­γού­δα­γα μο­νά­χος στο σπί­τι, σέρ­νο­ντας τις μα­κρό­συρ­τες σκο­τει­νές συγ­χορ­δί­ες. H πόρ­τα της έμε­νε ανοι­χτή: ήθε­λε να ακού­ει την μου­σι­κή μου. Bου­βός από δέ­ος και οί­κτο πή­γα στο κρε­βά­τι της. Έκλαι­γε στο άθλιο κρε­βά­τι της. Για κεί­νες τις λέ­ξεις, Στί­βεν: της αγά­πης το πι­κρό μυ­στή­ριο».[14]

Η φρά­ση αυ­τή, όπως ανα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στο Αγα­πη­μέ­νο Βρω­μο­δου­βλί­νο ο Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος, προ­έρ­χε­ται από τους στί­χους του Γέιτς από το Τρα­γού­δι του Φέρ­γκους: And no more turn aside and brood / Upon loves bitter mystery (= Και πά­ψε πια να γυρ­νάς πα­ρά­με­ρα και να συλ­λο­γιέ­σαι / Της αγά­πης το πι­κρό μυ­στή­ριο).
Δεν εί­ναι τυ­χαίο πως αντί να εξορ­κί­σει τον πό­νo του με μοι­ρο­λό­γι ή τρα­γού­δι πλα­σμέ­νο από το δι­κό του εσω­τε­ρι­κό υλι­κό, ή με μοι­ρο­λόι από υλι­κό της Ιρ­λαν­δι­κής πα­ρά­δο­σης, όπως στα έρ­γα του Σινγκ και άλ­λων συ­γρα­φέ­ων, ο Στί­βεν-Τζόις ανα­κα­λεί στί­χους του Γέιτς από το «Who Goes with Fergus». Στο επει­σό­διο «Κίρ­κη» του Ulysses, η νε­κρή μη­τέ­ρα του επι­στρέ­φει μέ­σα από ένα σκο­τει­νό όρα­μα και θυ­μά­ται πά­λι τον στί­χο από το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα που ο Στί­βεν της εί­χε κά­πο­τε τρα­γου­δή­σει. Τον πα­ρα­κα­λεί να με­τα­νο­ή­σει για τις αμαρ­τί­ες του, μα ο Στί­βεν απα­ντά με μια κραυ­γή εξί­σου απε­λευ­θε­ρω­τι­κή με εκεί­νη του μοι­ρο­λο­γιού. Σει­ρές από «Το Τρα­γού­δι του Φέρ­γκους» θα επι­χει­ρή­σει επί­σης λί­γο αρ­γό­τε­ρα να εκ­φέ­ρει ασθμαί­νο­ντας ο ημι­λι­πό­θυ­μος Στί­βεν μπρος στην πα­τρι­κή φι­γού­ρα του κυ­ρί­ου Μπλουμ —φι­γού­ρα πα­τέ­ρα και αδελ­φού, την οποία περ­νά προς στιγ­μή για φι­γού­ρα μαύ­ρου πάν­θη­ρα— βα­μπίρ, επί­σης σύμ­βο­λο του Χρι­στού.

Προ­τού όμως διεισ­δύ­σου­με στα άδυ­τα της «Κίρ­κης», εί­ναι ση­μα­ντι­κό να εξε­τά­σου­με το πε­ριε­χό­με­νο του ποι­ή­μα­τος αυ­τού, τα στοι­χεία του εκεί­να που άγ­γι­ξαν τον ψυ­χι­σμό του Τζόις. To «Who Goes with Fergus» («Ποιος θα πά­ει με τον Φέ­γκους»), ανή­κει σε εκεί­να τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ποι­ή­μα­τα του Γέιτς όπου ένα ζευ­γά­ρι θνη­τών το οποίο εν­σαρ­κώ­νει το αρ­χέ­τυ­πο του Ορ­φέα και της Ευ­ρι­δί­κης, της ανε­κλή­ρω­της αγά­πης, κα­λού­νται να δια­βούν την επί­γεια διά­στα­ση και να με­τα­βούν σε μια άλ­λη υπερ­φυ­σι­κή ή αθά­να­τη. Η με­τά­βα­σή τους ίσως γί­νει εφι­κτή αν ακο­λoυ­θού­σουν τον Φέρ­γκους, τον βα­σι­λιά που απο­ποι­ή­θη­κε του θρό­νου του και μυ­ή­θη­κε στη ζωή των δρυί­δων, όπως ήδη γνω­ρί­ζει ο Τζόις από την ανά­γνω­ση του «Ο Φέρ­γκους και ο Δρυί­δης» από την ίδια συλ­λο­γή, ποί­η­μα που επί­σης πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην πρώ­τη έκ­δο­ση του θε­α­τρι­κού The Countess Kathleen (1893, σσ. 95-97).
Αυ­τή η με­τά­βα­ση, ωστό­σο, δεν μι­μεί­ται τον πρώ­ι­μο νο­σταλ­γι­κό τό­νο ποι­η­μά­των του Γέιτς, εκεί­νων που πραγ­μα­τεύ­ο­νται την δια­φυ­γή ρο­μα­ντι­κών ερα­στών εμπνευ­σμέ­νων από την Ιρ­λαν­δι­κή μυ­θο­λο­γία σε επί­γειους πα­ρα­δεί­σους αιώ­νια κρυμ­μέ­νους υπό το πέ­πλο μιας με­τα­φυ­σι­κής πά­χνης. Αντί­θε­τα, εί­ναι πο­τι­σμέ­νη με δό­σεις μαύ­ρου χιού­μορ και με σκλη­ρή ει­ρω­νία, τη με­θυ­στι­κή ομορ­φιά μιας άγριας δύ­να­μης την οποία ο Φέρ­γκους τι­θα­σεύ­ει – εί­ναι η αφρό­πλα­στη βιαιό­τη­τα των θο­λών Ατλά­ντιων κυ­μά­των και οι υφα­ντές «σκιές» των υγρών σκο­τει­νών δα­σών που τώ­ρα κα­λού­νται να «δια-σχί­σουν» οι νέ­οι ως να «χο­ρεύ­ουν» πά­νω στην κό­ψη ενός σπα­θιού. Κα­λού­νται σε μια τρα­γι­κή με­τά­βα­ση προς σε έναν τό­πο βα­θιά αρ­χέ­γο­νο και εχθρι­κό προς τον άν­θρω­πο.
Οι στί­χοι του Γέιτς από το «Who Goes with Fergus»[15] δια­πνέ­oυν το Ulysses, μα απο­κτούν ιδαί­τε­ρη ση­μα­σία στο επει­σό­διο «Πρω­τέ­ας», εκεί όπου οι μνή­μες της νε­κρής μη­τέ­ρας του Στί­βεν και ο θυ­μός του απέ­να­ντι σε όσα εκ­προ­σω­πούν πα­τρί­δα και θρη­σκεία, έρ­χο­νται αντι­μέ­τω­πες με την πρω­τεϊ­κή δύ­να­μη της θά­λασ­σας. Αντί να κα­τα­κερ­μα­τί­ζο­νται σε ακα­τά­λη­πτες αρ­γό­πνο­ες συλ­λα­βές, σε πνι­χτούς ψι­θύ­ρους, σε ια­χή ή αλύ­χτι­σμα, εδώ με­τα­τρέ­πο­νται σε ποί­η­ση που μι­μεί­ται τις κο­σμι­κές κι­νή­σεις των υδά­των και τους ήχους των πλα­νη­τών («wayawayawayawayawayaway» U 47), όσο ο Στί­βεν δί­χως μι­λιά, με χεί­λη που σα­λεύ­ουν («his lips lipped», «unspeeched»), ακο­λου­θεί τις σε­λη­νια­κές ορ­μές της πλη­μυ­ρί­δας, την πο­ρεία της μά­νας του προς «νυ­φο­κρέ­βα­το, κού­νια, νε­κρο­κρέ­βα­το» (47).
Κα­θ’ όλο το Ulysses, επι­βα­ρυ­μέ­νος με μια βα­θιά ενο­χή, έναν αρ­χέ­γο­νο θυ­μό, ο Στί­βεν (η νε­α­ρή πλευ­ρά του Τζόις) αρ­νεί­ται να εκ­φέ­ρει τους στί­χους του ποι­ή­μα­τος και ένα μέ­ρος από όσα επι­διώ­κει να επι­κοι­νω­νή­σει. Εδώ έρ­χε­ται ένα άλ­λο έρ­γο του Γέιτς της ίδιας πε­ριό­δου να προ­σφέ­ρει μια δια­φο­ρε­τι­κή κα­τα­νό­η­ση στην επι­λο­γή του συ­γκε­ρι­μέ­νου ποι­ή­μα­τος από τον Τζόις.

Με­τά τη συλ­λο­γή The Rose (1893) στην οποία επί­σης πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται το εν λό­γω ποί­η­μα, o Γέιτς έκ­δο­σε ένα δο­κί­μιο με τί­τλο “To Kέλ­τι­κο στοι­χείο στη Λο­γο­τε­χνία” (“The Celtic Element in Literature”, 1897). Σε αυ­τό ο Γέιτς ανα­φέ­ρε­ται

στη με­λαγ­χο­λία εκεί­νη που έκα­νε τους αρ­χαί­ους λα­ούς να απο­λαμ­βά­νουν τις ιστο­ρί­ες που τε­λειώ­νουν με θά­να­το ή με απο­χω­ρι­σμό, με τον ίδιο τρό­πο που οι σύγ­χρο­νοι απο­λαμ­βά­νουν ιστο­ρί­ες που τε­λειώ­νουν με κω­δω­νο­κρου­σί­ες γά­μων. Αυ­τή ακρι­βώς η με­λαγ­χο­λία έκα­νε τους αρ­χαί­ους λα­ούς, οι οποί­οι σαν τους πα­λαιούς Ιρ­λαν­δούς εί­χαν φύ­ση πιο πο­λύ λυ­ρι­κή πα­ρά δρα­μα­τι­κή, να απο­λαμ­βά­νουν όμορ­φα και άγρια μοι­ρο­λό­για. Η ίδια η αν­θρώ­πι­νη ζωή βά­ραι­νε μπρος στην αί­σθη­ση κε­νό­τη­τας που έδι­ναν τα απέ­ρα­ντα δά­ση και το μυ­στή­ριο της ύπαρ­ξης, μπρος στο με­γα­λείο των ίδιων των πό­θων της [αν­θρώ­πι­νης ζω­ής], και επί­σης, [...] μπρος στη αί­σθη­ση μο­να­ξιάς που προ­κα­λεί τέ­τοια υπέρ­με­τρη ομορ­φιά. Και έμοια­ζε τό­σο μι­κρή και τό­σο εύ­θραυ­στη, τό­σο σύ­ντο­μη αυ­τή η ζωή, ώστε τί­πο­τε δεν θα μπο­ρού­σε να γλυ­κά­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο τη μνή­μη πα­ρά μια ιστο­ρία που τε­λειώ­νει με θά­να­το και απο­χω­ρι­σμό, ένα άγριο και πα­νέ­μορ­φο μοι­ρο­λό­γι.

Στο Tragedy after Nietzsche ο Paul Gordon δια­κρί­νει στο πρώ­ι­μο έρ­γο του Γέιτς, ει­δι­κά στα ποι­ή­μα­τα από τη συλ­λο­γή The Rose, όπως το The Sorrow of Love,[16] «την πα­ρα­δο­σια­κή πί­στη του Κέλ­τη ποι­η­τή ότι ο έρω­τας και η ομορ­φιά εί­ναι προιό­ντα μιας κα­τά­στα­σης εκ­στα­τι­κής υπε­ρα­φθο­νί­ας που λό­γω της σύν­δε­σής της με την αιω­νιό­τη­τα, αλ­λοιώ­νει όποια έκ­φρα­ση προ­σω­ρι­νό­τη­τας της φύ­σης.» (σελ. 42)
Από την πλευ­ρά του ο Τζόις εί­χε πι­θα­νό­τα­τα δια­βά­σει το συ­γκε­κρι­μέ­νο δο­κί­μιο του Γέιτς και εί­χε συν­δυά­σει το πε­ριε­χό­με­νό του με το Τρα­γού­δι του Φέρ­γκους, προ­τού επι­λέ­ξει να το τρα­γου­δή­σει ως υπο­κα­τά­στα­το του Ιρ­λαν­δι­κού μοι­ρο­λο­γιού[17] για τον αδελ­φό και τη μη­τέ­ρα του. Ταυ­τό­χρο­να, ως Στί­βεν, πνιγ­μέ­νος από ενο­χές, αρ­νεί­ται να απο­δε­χτεί την ωμή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της θνη­τής ύπαρ­ξης ακό­μα μα­χό­με­νος με το φά­ντα­σμα της μνή­μης μιας μά­νας-τι­μω­ρού. 
Ο Τζόις έχει πλή­ρη επί­γνω­ση ότι τα έρ­γα του Γέιτς δεν με­τα­φέ­ρουν την αυ­θε­ντι­κή λαϊ­κή Ιρ­λαν­δι­κή πα­ρά­δο­ση όπως τα έρ­γα του Σινγκ – επί­σης μέ­λος του κύ­κλου της Ιρ­λαν­δι­κής Λο­γο­τε­χνι­κής Ανα­γέν­νη­σης. Ο Σινγκ με­λέ­τη­σε και πα­ρου­σί­α­σε την πα­ρά­δο­ση του μοι­ρο­λο­γιού στις θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις Κα­βα­λά­ρη­δες στη Θά­λασ­σα (Riders to the Sea) και Η Ντί­ερ­τρα των Θλί­ψε­ων (Deirdre of the Sorrows), όπου η χρή­ση της αγ­γλι­κής γλώσ­σας χρω­μα­τί­ζε­ται από τους ρυθ­μούς, τη σύ­ντα­ξη και το ιδί­ω­μα της ιρ­λαν­δι­κής γλώσ­σας, όπως ανα­λύ­ει ο Declan Kiberd. Oύ­τε έχουν σχέ­ση τα έρ­γα του Γέιτς με το αν­θρω­πο­λο­γι­κό έρ­γο του Σινγκ Τα Νη­σιά Άραν (The Aran Islands), όπου ανα­πα­ρί­στα­νται μοι­ρο­λό­για που θυ­μί­ζουν τις γα­ε­λι­κές λο­γο­τε­χνι­κές τους απο­δό­σεις.
Ο Γέιτς ωστό­σο από την πλευ­ρά του ανα­κα­τα­σκευά­ζει τον Κέλ­τι­κο μύ­θο βα­θιά επη­ρε­α­σμέ­νος από την εντρύ­φη­σή του σε έναν μυ­θι­κό συ­γκρη­τι­σμό, μα και από μια Νι­τσεϊ­κή κα­τα­νό­η­ση του τρα­γι­κού, την οποία ο Τζόις συμ­με­ρί­ζε­ται. Στο συ­γκε­ρι­μέ­νο ποί­η­μα ο Γέιτς πα­ρου­σιά­ζει την αντί­λη­ψή του για τον κέλ­τι­κό τρό­πο σκέ­ψης, «πώς συλ­λαμ­βά­νει την ομορ­φιά ως ανα­πό­σπα­στη από το τρα­γι­κό στοι­χείο, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τους τρό­πους με τους οποί­ους ο θνη­τός κό­σμος προ­σπα­θεί, μέ­σα από την αέ­ναη επα­νά­λη­ψη του εναλ­λασ­σό­με­νου ρυθ­μού της γέν­νη­σης και του θα­νά­του, να αγ­γί­ξει προς στιγ­μήν τα τι­τά­νια βά­θη και πλά­τη της» (Gordon 41).


Ποιος θα πά­ει με τον Φέρ­γκους στο επει­σό­διο «Κίρ­κη»

Η ανά­λυ­ση λοι­πόν αυ­τής της επω­ά­ζου­σας Κέλ­τι­κης με­λαγ­χο­λί­ας στο δο­κί­μιο του Γέιτς, όταν προ­σεγ­γι­στεί μέ­σα από τo Tρα­γού­δι του Φέρ­γκους στους κόλ­πους του Ulysses, και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να στο κε­φα­λαίο «Κίρ­κη», φω­τί­ζει εκ νέ­ου τον τρό­πο που συ­γκλί­νουν οι ευαι­σθη­σί­ες των δυο συγ­γρα­φέ­ων.
Στην «Κίρ­κη» ο ανα­γνώ­στης έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με μια γι­γά­ντια θε­α­τρι­κή σκη­νή και ψυ­χι­κό βά­ρα­θρο ταυ­τό­χρο­να, με προ­βο­λείς που φω­τί­ζουν με κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή τα­χύ­τη­τα τις κρυ­φές οδούς του υπο­συ­νεί­δη­του τό­σο του ίδιου του Τζόις όσο και των χα­ρα­κτή­ρων του, μαρ­τυ­ρώ­ντας μύ­χιες πλευ­ρές της σχέ­σης του με το έρ­γο του Γέιτς.
Πρό­κει­ται για τις ώρες εκεί­νες της ημέ­ρας όταν ο Στί­βεν, πα­ρέα με τον άλ­λο­τε συμ­φοι­τη­τή του Λιντς, πε­ρι­δια­βαί­νει τις γει­το­νιές της Νυ­χτού­πο­λης με την ελ­πί­δα να συ­να­ντή­σει τη Τζορ­τζί­να Τζόν­σον – εί­χε σκο­πό να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για τον σκο­πό αυ­τό τα ενα­πο­μεί­να­ντα χρή­μα­τα που του εί­χε δα­νεί­σει ο A.E.[18] για φα­γη­τό. Ο Στί­βεν τρε­κλί­ζει κρα­τώ­ντας την ίδια «οιω­νο­σκο­πι­κή ρά­βδο» που εί­χε και στην «Τη­λε­μά­χεια», όσο ο Λιντς πα­ρα­τη­ρεί τον Στί­βεν να εκ­στο­μί­ζει «Πορ­νο­σο­φι­κή φι­λο­θε­ο­λο­γία. Ατά­κες πε­ρί με­τα­φυ­σι­κής στην οδό Μέ­κλεν­μπεργκ!» (Ulysses 411).
Την ίδια στιγ­μή ο κύ­ριος Μπλουμ ακο­λου­θεί τον νε­α­ρό Στί­βεν ανη­συ­χώ­ντας για την κα­τά­στα­σή του. Μέ­σα από μια «θο­λή ερ­πό­με­νη υγρα­σία» κά­νει την εμ­φά­νι­σή «ανα­ψο­κοκ­κι­νι­σμέ­νος, λα­χα­νια­σμέ­νος» (Ulysses 412), σε μια προ­σπά­θεια να φτά­σει τον Στί­βεν.
Πρό­κει­ται για ένα επει­σό­διο όπου ο Τζόις δί­νει φω­νή στα πά­ντα, φα­νε­ρώ­νο­ντας την με­τα­μορ­φω­τι­κή τους δύ­να­μη: σε νε­κρούς και ζω­ντα­νούς, σε ενόρ­γα­νη και ανόρ­γα­νη ύλη. Ένας φαι­νο­με­νι­κά αέ­να­ος αριθ­μός αντι­κει­μέ­νων, αν­θρώ­πων και ζώ­ων, χα­ρα­κτή­ρων πα­ρό­ντων και από­ντων, απο­θα­νό­ντων, ιδε­ών που ανα­πτύ­χθη­καν και προ­σώ­πων που εμ­φα­νί­στη­καν σε προη­γού­με­να κε­φά­λαια, τα πά­ντα ενέ­χο­νται στον κό­σμο αυ­τόν — ακό­μα και οι Παρ­θέ­νες Ώρες της Κα­θο­λι­κής λει­τουρ­γί­ας (Ά. Μα­ρα­γκό­που­λος, Οδη­γός Ανά­γνω­σης σ. 330), μα και ο Κέλ­της Θε­ός Μα­νά­ναν Μακ Λιρ με μια «μια τρό­μπα πο­δη­λά­του» στο δε­ξί χέ­ρι και «δα­γκά­νες μιας τε­ρά­στιας κα­ρα­βί­δας» στο αρι­στε­ρό να επι­κα­λεί­ται τον Από­κρυ­φο Ερ­μή Τρι­σμέ­γι­στο, τον Σί­βα και τη Σά­κτι, με φω­νή κυ­μά­των, θα­λάσ­σιου ανέ­μου και που­λιών της θύ­ελ­λας, ξάφ­νου να κά­νει μια άκρως κω­μι­κή αντι-με­τα­φυ­σι­κή παύ­ση και να προ­σθέ­τει με αν­θρώ­πι­νη μι­λιά : «Δεν θέ­λω να μου κά­νουν πλά­κα» – αιχ­μή εδώ για την αμ­φι­λε­γό­με­νη σο­βα­ρό­τη­τα του κύ­κλου των απο­κρυ­φι­στών και θε­ο­σο­φι­στών.

Τα πά­ντα λοι­πόν εδώ πε­ρι­δι­νού­νται και αλ­λη­λε­πι­δρούν σε μια κα­τά­στα­ση ακραί­ου πα­ρα­λη­ρή­μα­τος ή μιας «γκρο­τέ­σκο με­λο­δρα­μα­τι­κής φάρ­σας», όπως εύ­στο­χα την απο­κα­λεί ο Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος, ο οποί­ος συ­νε­χί­ζει με βα­θύ­νοια: «O τό­πος φαι­νο­με­νι­κά εί­ναι η Νυ­χτού­πο­λη, τα κόκ­κι­να φα­νά­ρια του Δου­βλί­νου, αλ­λά κα­τ’ ου­σί­αν ένας οὐ τό­πος, το ‘συλ­λο­γι­κό ασυ­νεί­δη­το’ συγ­γρα­φέα, ηρώ­ων του βι­βλί­ου και ανα­γνώ­στη. Τα πρό­σω­πα σε αυ­τό το θε­α­τρι­κό επει­σό­διο εί­ναι εί­δω­λα, φα­ντά­σμα­τα, αλ­λη­γο­ρί­ες, τέ­ρα­τα, ση­μεία».[19]
Πράγ­μα­τι, αλ­λε­πάλ­λη­λα στρώ­μα­τα του συλ­λο­γι­κού υπο­συ­νει­δή­του κι­νού­νται υπό­γεια και χρω­μα­τί­ζουν την ψυ­χο­λο­γία μιας πό­λης σε πα­ρά­λυ­ση, όπου ο αν­θρω­πι­σμός σε κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο έχει τσα­λα­κω­θεί από την ανέ­χεια, τον που­ρι­τα­νι­σμό και το Βρε­τα­νι­κό αποι­κιο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς. Κι όμως αυ­τή η πό­λη δεν παύ­ει να εκ­φρά­ζε­ται με τρό­πους προ­σω­πι­κούς και αλ­λη­λο­πλε­κό­με­νους ως μια συλ­λο­γι­κή υπαρ­ξια­κή και σω­μα­τι­κή εκτό­νω­ση σε ένα διαρ­κώς εξε­λισ­σό­με­νο πα­ρόν.
Δεν εί­ναι λοι­πόν κα­θό­λου τυ­χαίο ότι στο κε­φά­λαιο «Κίρ­κη» επι­λέ­γει ο Τζόις να το­πο­θε­τή­σει την «επι­φοί­τη­ση»[20] του Στί­βεν, και μά­λι­στα να της δώ­σει γεϊ­τσια­κή φω­νή το­πο­θε­τώ­ντας στην καρ­διά του επει­σο­δί­ου το «Τρα­γού­δι του Φέρ­γκους». Mέ­χρι στιγ­μής μό­νο ο Mπακ Μά­λι­γκαν εκ­φέ­ρει ολο­κλη­ρω­μέ­να στί­χους του Γέιτς, όπως και από το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα, ωστό­σο με τρό­πο επι­δερ­μι­κό, εκ­θέ­το­ντας τη νο­σταλ­γι­κή τους διά­θε­ση προ­κει­μέ­νου να πι­κά­ρει τον Στί­βεν.
Εδώ όμως η σπα­στή φω­νή του ποι­ή­μα­τος απο­κα­λύ­πτει τις μύ­χιες εκεί­νες πλευ­ρές που ενώ­νουν τον Στί­βεν-γιο με την ου­σία του κυ­ρί­ου Μπλουμ-πα­τέ­ρα και αδελ­φού, μα και τους Στί­βεν και Μπλουμ με τον Γέιτς ως πνευ­μα­τι­κό πα­τέ­ρα, σε μια κα­τά­στα­ση αμοι­βαί­ας με­τα­μόρ­φω­σης και συμ­φι­λί­ω­σης στην καρ­διά της γκρο­τέ­σκι­κης πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κής ατμό­σφαι­ρας του επει­σο­δί­ου, εκεί όπου η πη­γή κα­μί­ας φω­νής δεν εί­ναι ξε­κά­θα­ρη. Σε αυ­τή τη σιω­πή στη μέ­ση της κα­ται­γί­δας, σε αυ­τή τη στιγ­μή συμ­φι­λί­ω­σης, o Γέιτς απο την πλευ­ρά του θα δώ­σει φι­λο­σο­φι­κή υπό­στα­ση, απο­κα­λώ­ντας την Unity of Being [Στιγ­μή ένω­σης του Όντος με την Ύπαρ­ξη] ήδη από τη δε­κα­ε­τία του 1910 όταν έγρα­φε το Per Amica Silentia Lunae.
Ο τί­τλος λοι­πόν του τρα­γου­διού που σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζει στον Μπλουμ ο με­θυ­σμέ­νος Στί­βεν εί­ναι το ποί­η­μα αυ­τό του Γέιτς, άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νο με το «Ο Φέρ­γκους και ο Δρυί­δης». Στο δεύ­τε­ρο αυ­τό ποί­η­μα ο δρυί­δης παίρ­νει χι­λιά­δες μορ­φές, ώσπου συ­νει­δη­το­ποιεί ότι «ενώ κα­τέ­χει τα πά­ντα, έχει εξε­λι­χθεί στο τί­πο­τα». Με την «τρα­γι­κή χα­ρά» που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τους μω­ρούς του έρ­γου του Γέιτς –άλ­λος ένας από τους ορι­σμούς του Unity of Being– ο δρυί­δης συ­νει­δη­το­ποιεί οτι «οι άν­θρω­ποι εί­ναι ανα­γκα­σμέ­νοι να γεν­νιού­νται και να πε­θαί­νουν με μια δί­ψα άσβε­στη.»
Τό­τε ο στι­βα­ρός Φέρ­γκους, o γιος του βα­σι­λιά Fergus mac Róich (= «γιος του με­γά­λου επι­βή­το­ρα») θα απορ­ρο­φή­σει τη σο­φία του δρυί­δη και θα εγκα­τα­λεί­ψει τον θρό­νο του – θα με­τα­μορ­φω­θεί στον δρυί­δη-βα­σι­λιά από το «Τρα­γού­δι του Φέρ­γκους».

Αυ­τή η «επω­ά­ζου­σα με­λαγ­χο­λία» («melancholic brooding») χα­ρα­κτη­ρί­ζει την πρώ­ι­μη ποί­η­ση του Γέιτς και συ­νά­δει με την ιδαί­τε­ρή του κα­τα­νό­η­ση του Κέλ­τι­κου ψυ­χι­σμού, όπως πε­ρι­γρά­φε­ται από τον Γέιτς στο δο­κί­μιό «To Kέλ­τι­κο στοι­χείο στη Λο­γο­τε­χνία». Τα πρώ­ι­μα αυ­τά έρ­γα του Γέιτς, σύμ­φω­να με τον Gordon, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από μια Νι­τσεϊ­κή «εκ­στα­τι­κή πλη­θώ­ρα» «με τέ­τοια άσβε­στη επι­θυ­μία να εκ­φρα­στεί που εί­ναι αδύ­να­το να ικα­νο­ποι­η­θεί, ώσπου φτά­νει στο από­γειό της, την τρα­γω­δία, την κα­τα­στρο­φή.» (47)
Η φι­λο­σο­φι­κή λοι­πόν πα­ρου­σία των στί­χων του Γέιτς μέ­σα στους κόλ­πους του Ulysses, ενω φαι­νο­με­νι­κά έχει ως σκο­πό να σα­τι­ρί­σει τη ρο­μα­ντι­κή με­λαγ­χο­λι­κή διά­θε­ση της πρώ­ι­μης ποί­η­σης του ιδρυ­τή της Ιρ­λαν­δι­κής Λο­γο­τε­χνι­κής Ανα­γέν­νη­σης, απο­κτά άλ­λο βά­θος όταν προ­σεγ­γι­στεί μέ­σα από την «ατέ­λειω­τη κα­τή­φεια» για την οποία κα­τη­γο­ρεί τον βα­σα­νι­σμέ­νο Στί­βεν-Τζόις ο κυ­νι­κός Μά­λι­γκαν – πά­λι με υπαι­νιγ­μούς στο ποί­η­μα του Γέιτς, μα με διά­θε­ση να πλη­γώ­σει. [«Don't mope over it all day [...] Give up the moody brooding»]. Πί­σω από αυ­τή την ατέρ­μο­νη κα­τή­φεια κρύ­βε­ται η μνή­μη της μά­νας στο νε­κρο­κρέ­βα­το, που όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρει o Στα­νι­σλά­ους, «έγι­νε φω­τιά που έκα­ψε μέ­σα στην ψυ­χή του αδελ­φού μου.» (My Brother’s Keeper 234)
Η επα­νεμ­φά­νι­ση του ποι­ή­μα­τος του Γέιτς στο κε­φά­λαιο «Κίρ­κη» θα απο­τε­λέ­σει δύ­να­μη κα­τα­λυ­τι­κή, ένα ου­σια­στι­κό βή­μα του Στί­βεν πιο κο­ντά στην απο­δο­χή του αβά­στα­χτου πό­νου. Απο­τε­λεί το ση­μείο ένω­σης του Απολ­λώ­νιου και του Διο­νυ­σια­κού στην καρ­διά του πα­ρα­μορ­φω­τι­κού με­λο­δρα­μα­τι­κού θε­α­τρι­κού σύ­μπα­ντος. Θα δώ­σει έναυ­σμα στη «στιγ­μή της επι­φοί­τη­σης» όταν o πλέ­ον απο­γυ­μνω­μέ­νος από με­γα­λεία πλά­νη­τας δρυί­δης- πρώ­ην βα­σι­λιάς-ποι­η­τής-καλ­λι­τέ­χνης Φέρ­γκους-Γέιτς-Στί­βεν-Tζόις, θα φτά­σει σε μια εν­σώ­μα­τη αντα­πό­κρι­ση στην «Κέλ­τι­κη επω­ά­ζου­σα με­λαγ­χο­λία» («Celtic melancholic brooding»): τη διο­νυ­σια­κή εκτό­νω­ση της «τρα­γι­κής υπερ­πλη­θώ­ρας» μέ­σω μιας πο­λι­τι­κής κραυ­γής – στην Ιρ­λαν­δι­κή αρ­γκό και στη Λα­τι­νι­κή, απέ­να­ντι σε κά­θε εί­δους εθνι­κι­σμό και θρη­σκευ­τι­κό που­ρι­τα­νι­σμό, «εί­τε αυ­τό εί­ναι οι­κο­γέ­νεια, πα­τρί­δα, ή Εκ­κλη­σία» όπως θα πει ο Στί­βεν στο Πορ­τρέ­το του Καλ­λι­τέ­χνη, μα και σε κά­θε εί­δους ιμπε­ρια­λι­σμό. Εί­ναι η κραυ­γή του γιου που θρη­νεί για τον τρό­πο που η Εκ­κλη­σία αμαύ­ρω­σε τoν δε­σμό ανά­με­σα σε μια μά­να και έναν γιο την ύστα­τη στιγ­μή του απο­χω­ρι­σμού: «Γα­μώ την πί­στη μου! Oυ δου­λεύ­σω!» / «Shite! Νon serviam.»


H
Eπι­φοί­τη­ση του Στί­βεν μέ­σα από την ανά­γνω­ση του «Rosa Alchemica»

Όσο πα­λεύ­ει με τους δαί­μο­νές του, ο Στί­βεν πο­ρεύ­ε­ται προς την κα­τά­κτη­ση της σο­φί­ας του δρυί­δη, απο­γυ­μνω­μέ­νου από όποιο κύ­ρος και εξου­σία, μα και από μια γλώσ­σα φορ­τω­μέ­νη με λο­γο­τε­χνι­κά και φι­λο­σο­φι­κά φτια­σι­δώ­μα­τα.
Και εδώ ακρι­βώς ανα­δύ­ε­ται αυ­τό­μα­τα μες στην καρ­διά της «Κίρ­κης» ένα άλ­λο έρ­γο του Γέιτς επη­ρε­α­σμέ­νο από τον απο­κρυ­φι­σμό αυ­τή τη φο­ρά – πρό­κει­ται για τα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα του πρώ­ι­μου έρ­γου του που εί­χε εγκω­μιά­σει επα­νει­λη­μέ­νως ο νε­α­ρός Τζόις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κα εί­χε απο­στη­θί­σει την ιστο­ρία του Γέιτς «The Adoration of the Magi» και «The Tables of the Law» που πρω­το­εκ­δό­θη­καν μα­ζί το 1897, όπως και εί­χε με­λε­τή­σει την ιστο­ρία «Rosa Alchemica», η οποία εκ­δό­θη­κε το 1897 στην ξε­χω­ρι­στή συλ­λο­γή Τhe Secret Rose και στο πε­ριο­δι­κό Savoy.[21]
Όπως ο αφη­γη­τής στο «Rosa Alchemica», έτσι και ο Στί­βεν μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά της Στο­άς. Μό­νο που αντί να διεισ­δύ­σει στον ελι­τί­στι­κο χο­ρό των αθα­νά­των πά­νω στο γε­ω­με­τρι­κό δά­πε­δο με τα ρό­δα του Να­ού των Αλ­χη­μι­στών, εκεί­νος διεισ­δύ­ει στον χο­ρό των πε­ρι­δι­νού­με­νων απο­λαύ­σε­ων στον εκλαϊ­κευ­μέ­νο θε­α­τρι­κό Ναό της Νυ­χτού­πο­λης του Μό­ντο. Και ενώ η ιστο­ρία του Γέιτς εκτυ­λίσ­σε­ται σε ένα από­με­ρο λι­μά­νι της Ιρ­λαν­δι­κής Δύ­σης, εκεί όπου η θά­λασ­σα ολο­έ­να «σκέ­πα­ζε με τους λευ­κούς της αφρούς» τον Nαό του Αλ­χη­μι­κού Ρό­δου «λες και ήθε­λε λί­γο λί­γο να τον προ­σε­ται­ρι­στεί σε μιαν άλ­λη ζωή, δί­χως όρια, και πλού­σια σε ζω­τι­κό πά­θος,» τέ­τοια που «θα έδι­νε βί­αιο τέ­λος στις φι­λή­συ­χες μέ­ρες μας»[22] –με τον ίδιο ακρι­βώς τρό­πο που δρα και η άγρια αρ­χέ­γο­νη δύ­να­μη της φύ­σης στο «Ποιος θα πά­ει με τον Φέρ­γκους»– αντί­στοι­χα και η ιστο­ρία του Στί­βεν εκτυ­λίσ­σε­ται στην καρ­διά της νυ­χτε­ρι­νής γκρο­τέ­σκι­κης πό­λης, στο συλ­λο­γι­κό υπο­συ­νεί­δη­το της οποί­ας κα­τα­δύ­ε­ται σε μια προ­σπά­θεια να αντι­με­τω­πί­σει και να ξορ­κί­σει τους δαί­μο­νές του.
Στο επει­σό­διο «Κίρ­κη» ο Στί­βεν πε­ρι­δι­νεί­ται στους φι­λή­δο­νους χο­ρούς της γει­το­νιάς του Μό­ντο και ει­σέρ­χε­ται στη δι­κή του μύ­η­ση. Κλεί­νει τα μά­τια και στρο­βι­λί­ζε­ται εν­θυ­μού­με­νος ει­κό­νες από την παι­δι­κή του ηλι­κία, όταν ξάφ­νου ξε­πε­τά­γε­ται από το πά­τω­μα ένα πτώ­μα σε σή­ψη – το πτώ­μα της νε­κρής του μά­νας. Tου ανα­κοι­νώ­νει ότι έχει πε­θά­νει, και ότι θα πε­θά­νει και ο ίδιος κά­πο­τε. Εκεί­νος πα­ρα­δέ­χε­ται ότι κά­ποιοι τον θε­ω­ρούν υπεύ­θυ­νο για τον θά­να­τό της, εν­νο­ώ­ντας τον Μά­λι­γκαν. Τό­τε εκεί­νη του θυ­μί­ζει τον στί­χο που της εί­χε τρα­γου­δή­σει από το «Τρα­γού­δι του Φέρ­γκους». Ο Στί­βεν τό­τε της ζη­τά να του πει «τη λέ­ξη που όλοι οι άν­θρω­ποι γνω­ρί­ζουν». Εκεί­νη του ζη­τά να θυ­μη­θεί όλες τις πρά­ξεις αγά­πης και θυ­σί­ας που έκα­νε για το δι­κό του κα­λό. Του ζη­τά να με­τα­νο­ή­σει για τις αμαρ­τί­ες του και να φο­βη­θεί τον Θεό – εκεί­νος αρ­νεί­ται, γί­νε­ται ολέ­να και πιο ανά­στα­τος, μέ­χρι που ξε­σπά: «Ghoul! Chewer of corpses! No, mother! Let me be and let me live [...]»[23] Τό­τε εκεί­νη προ­σεύ­χε­ται στον Θεό για την ψυ­χή του και χά­νε­ται.

Η πε­ρι­γρα­φή του χο­ρού και της ενο­χι­κής πε­ρι­δί­νη­σής του Στί­βεν στο επει­σό­διο θυ­μί­ζει τον τρό­πο που αντί­στοι­χα ο αφη­γη­τής της ιστο­ρί­ας του Γέιτς «Rosa Alchemica» (227) χό­ρε­ψε με εκεί­νη την «πε­ρί­βλε­πτη αθά­να­τη, μυ­στη­ριώ­δη γυ­ναί­κα που εί­χε μά­υ­ρα κρί­να στα μαλ­λιά της, η δε ονει­ρε­μέ­νη της έκ­φρα­ση εί­χε το βά­ρος μιας σο­φί­ας τό­σο βα­θιάς όσο το σκο­τά­δι ανά­με­σα στα αστέ­ρια. Ήταν πλή­ρης από μιαν αγά­πη σαν εκεί­νη που πνέ­ει πά­νω από τις θά­λασ­σες του κό­σμου».
Η μύ­η­ση του στα μυ­στή­ρια της Στο­άς των Αλ­χη­μι­στών όμως θα απο­τύ­χει, όπως μας μη­νύ­ει ο Γέιτς στην πρώ­ι­μη αυ­τή ιστο­ρία, κα­θώς ο αφη­γη­τής, πι­στός οπα­δός του αι­σθη­τι­σμού και πα­ρα­δο­σια­κός Κα­θο­λι­κός εκ­πρό­σω­πος της με­σο­α­στι­κής τά­ξης, κυ­ριεύ­ε­ται από έναν βα­θύ υπαρ­ξια­κό φό­βο ότι η σκο­τει­νή αυ­τή θη­λυ­κή δύ­να­μη θα «[του] πιει την ψυ­χή όπως ένα βό­δι ρου­φά­ει μια λι­μνού­λα στην άκρη του δρό­μου, και τό­τε κα­τέρ­ρευσ[ε] και [τον] σκέ­πα­σε το σκο­τά­δι.» (228) Και κα­θώς ο Να­ός του Αλ­χη­μι­κού Ρό­δου εί­ναι έτοι­μος να πα­ρα­δο­θεί στα αγριε­μέ­να κύ­μα­τα και σε έναν όχλο κυ­ριευ­έ­νο από έξαλ­λη θρη­σκευ­τι­κή μα­νία, ο αφη­γη­τής σπεύ­δει να σω­θεί γρα­πώ­νο­ντας σφι­χτά τις χά­ντρες του χρι­στια­νι­κού του φυ­λα­χτού.
Αναμ­φί­βο­λα, η σκο­τει­νή γκρο­τέ­σκι­κη και σε­ξουα­λι­κά δι­ψα­σμέ­νη οπτι­κή του επει­σο­δί­ου “Κίρ­κη” εί­ναι η άλ­λη όψη του ίδιου νο­μί­σμα­τος – από την άλ­λη του όψη θα δια­φαι­νό­ταν ο Στί­βεν, ετού­τη τη φο­ρά να κά­νει ενο­χι­κά τον σταυ­ρό του δί­πλα στο νε­κρο­κρέ­βα­τό της μη­τέ­ρας του ως σω­στός Κα­θο­λι­κός χρι­στια­νός πα­τριώ­της.
Η λύ­ση δεν θα έλ­θει από το δί­πο­λο, μα ως τρί­τη δύ­να­μη, και θα απο­τε­λέ­σει την απά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα του Στί­βεν όταν έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με το φά­ντα­σμα της νε­κρής μη­τέ­ρας του. Όσο πιο κο­ντά έρ­χε­ται ο Στί­βεν σε επα­φή με την χω­μά­τι­νη πα­τρι­κή φι­γού­ρα του Μπλουμ, ή όσο ο Μπλουμ πλη­σιά­ζει τον Στή­βεν, τό­σο απο­στα­σιο­ποιεί­ται από το προ­α­να­φερ­θέν δί­πο­λο που τον βα­σα­νί­ζει και δί­νει στη μη­τέ­ρα του φω­νή: της αγά­πης το πι­κρό μυ­στή­ριο (loves bitter mystery), του φω­νά­ζει, ψελ­λί­ζο­ντας η ίδια τον στί­χο του ποι­ή­μα­τος, κα­λώ­ντας τον ως μια άλ­λη δρυί­δισ­σα ή αθά­να­τη να απο­δε­χτεί το πι­κρό μυ­στή­ριο της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης, τον θά­να­το ως φυ­σι­κή εξέ­λι­ξη του αν­θρώ­που. Όσο ο Στί­βεν αρ­νεί­ται να το δε­χτεί και να απαλ­λα­γεί από την ενο­χι­κή του μνή­μη, τό­σο θα δαι­μο­νο­ποιεί την ίδια και τις αξιώ­σεις της από αυ­τόν.
Μια ηλια­χτί­δα δια­φαί­νε­ται και δια­περ­νά το σκο­τει­νό επει­σό­διο «Κίρ­κη», και με­τά την «επι­φοί­τη­ση» του Στί­βεν θα ιρι­δί­σει τον δρό­μο προς την υγιή τερ­ψι­χό­ρεια «κρα­σο­κόκ­κι­νη θά­λασ­σα» της θη­λυ­κής κα­τά­φα­σης μέ­σω της πα­ράλ­λη­λης εξέ­λι­ξης του χω­μά­τι­νου χο­ρού των ζω­ντα­νών, εκεί­νου της Μό­λι και του Μπλουμ. Αυ­τός o χο­ρός θα φτά­σει στο από­γειό του στο τε­λευ­ταίο επει­σό­διο του Ulysses, όταν το τρα­γού­δι Love's Old Sweet Song που κά­νει πρό­βα η σο­πρά­νο Μό­λι με τον Μπλέι­ζις Μπό­λαν, τον κρυ­φό της ερα­στή, όσο ο σύ­ντρο­φος ζω­ής της ο κύ­ριος Μπλουμ πε­ρι­πλα­νιέ­ται στο Δου­βλί­νο, θα δώ­σει έμπνευ­ση σε μια τα­πει­νή γλυ­κό­πι­κρη αλή­θεια, τέ­τοια που θα οδη­γή­σει στη συμ­φι­λί­ω­ση της Μό­λι και του Μπλουμ.
Αυ­τός ο χω­μά­τι­νος χο­ρός μα­ζί θα απα­λύ­νει τις γεϊ­τσια­κές με­τα­φυ­σι­κές ανη­συ­χί­ες για της αγά­πης το πι­κρό μυ­στή­ριο μέ­σω ενός ηχη­ρού κα­τα­φα­τι­κού ΝΑΙ του σώ­μα­τος (στον τε­λι­κό μο­νό­λο­γο της Μό­λι) σε όλα όσα εκ­φρά­ζει η μι­κρή, εύ­θραυ­στη αν­θρώ­πι­νη ζωή.

Όταν πια, όπως ανα­φέ­ρει υπέ­ρο­χα ο Άρης Μα­ρα­γκό­που­λος, οι πρω­τα­γω­νι­στές του Ulysses δεν εί­ναι κα­νέ­να πρό­σω­πο συ­γκε­κρι­μέ­νο, ού­τε ο Μπλουμ – «Χέν­ρι Φλά­ου­ερ. Ανευ μο­νί­μου κα­τοι­κί­ας» («Κίρ­κη» 513), ού­τε ο Στί­βεν, ού­τε καν η Μό­λι, πα­ρά ολό­κλη­ρη η πό­λη ως πο­λι­τι­κή κοι­νω­νία των αν­θρώ­πων του κό­σμου,[24] η πό­λη με τις χι­λιά­δες αλ­λη­λο­πλε­κό­με­νες ιστο­ρί­ες της, που φτά­νει στο από­γειο της νοη­μα­το­δό­τη­σής της όταν δυο άν­θρω­ποι κα­τα­φέρ­νουν να απο­δε­χτούν τις δια­φο­ρές τους, την αγά­πη τους, μα και την γλυ­κό­πι­κρη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της εξέ­λι­ξής της στον χρό­νο – μια πό­λη που δί­νει φω­νή σε έναν πλά­νη­τα, τον άπα­τρι Μπλουμ, Εβραϊ­κής ή όποιας άλ­λης κα­τα­γω­γής, που τό­σο φυ­σι­κά παρ­ρε­κλί­νει από τoν κα­τα­σκευα­σμέ­νο μύ­θο του κα­θα­ρό­αι­μου έθνους. Σε αυ­τόν τον πλά­νη­τα ο Τζόις δί­νει φω­νή, και τη δυ­να­τό­τη­τα να πε­ρι­δι­νη­θεί και να συγ­χρω­τι­στεί με τη ζωή στις πιο κω­μι­κές και χω­μά­τι­νες εκ­φάν­σεις της, στα πιο εκ­φρα­στι­κά κα­λει­δο­σκο­πι­κά της φά­σμα­τα.
H ου­μα­νι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση του Τζόις συμ­βα­δί­ζει με την άρ­νη­σή του να υπη­ρε­τή­σει όποια εθνι­κι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία – από­δει­ξη της οποί­ας και η σφο­δρή λο­γο­κρι­σία που έλα­βε το έρ­γο του, και θα έρ­θει σε γό­νι­μη αντι­πα­ρα­βο­λή, μα σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση σε αντί­θε­ση, με τη στα­δια­κή απο­δο­μι­στι­κή τά­ση της ποί­η­σης του εθνι­κού / υπε­ρε­θνι­κού ποι­η­τή Γέιτς (το έρ­γο του οποί­ου πλέ­ον με­λε­τά­ται στο πλαί­σιο των θε­ω­ριών τό­σο του μο­ντερ­νι­σμού όσο και της με­τα-αποι­κιο­κρα­τί­ας), ο οποί­ος εί­χε το θάρ­ρος να στη­ρί­ξει το Ulysses σε σκλη­ρούς για τον Τζόις και την Ιρ­λαν­δι­κή κοι­νω­νία και­ρούς.
Για τους ερευ­νη­τές δε του έρ­γου του Γέιτς, πα­ρα­μέ­νει εύ­λο­γο το ερώ­τη­μα αν ο Τζόις το εί­χε με­λε­τή­σει εις βά­θος, ει­δι­κά στην όψι­μη φά­ση του όταν πλέ­ον όλοι οι χα­ρα­κτή­ρες του, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του ίδιου του ποι­η­τή, πε­ρι­δι­νού­νται και απο­δο­μού­νται με μια εξί­σου πρω­τό­γνω­ρη αν­θρω­πι­στι­κή διά­θε­ση μέ­σα από τον κο­σμι­κό χο­ρό του σεξ­πι­ρι­κού «Ο Fool». Αυ­τός ο κο­σμι­κός χο­ρός του Fool, ως ένας άλ­λος μυ­στι­κός πρω­τα­γω­νι­στής, θα δια­πε­ρά­σει το αι­σθη­τι­κό έρ­γο του Γέιτς αντλώ­ντας στοι­χεία από την Τα­ντρι­κή Ιν­δουι­στι­κή μα και τη Ζεν Βου­δι­στι­κή πα­ρά­δο­ση, απο­δο­μώ­ντας το στε­ρε­ό­τυ­πο του ρο­μα­ντι­κού νο­σταλ­γού εθνι­κι­στή ποι­η­τή, μα και του Κέλ­τη ήρωα. Οι ίδιες οι ει­κό­νες της ποί­η­σης του Γέιτς στο τέ­λος χά­νο­νται ως «αντι­κα­το­πτρι­σμοί» στην απε­ρα­ντο­σύ­νη των πορ­φυ­ρών αμ­μό­λο­φων του «Ζώα Τσίρ­κου σε Λι­πο­τα­ξία» («The Circus Animals’ Disertion», 1939), σε μια πρω­το­φα­νή τα­πει­νή Ζεν εμ­βά­θυν­ση στη μη-ου­σία των πραγ­μά­των, απο­τέ­λε­σμα της επιρ­ρο­ής της φι­λο­σο­φί­ας του Iά­πω­να Σου­ζού­κι στο έρ­γο του ήδη από το 1920.
Η ου­σία ωστό­σο πα­ρα­μέ­νει ότι η όψι­μη προ­σέγ­γι­ση του Γέιτς, πα­ρό­τι πλέ­ον μο­ντερ­νι­στι­κή και υπε­ρε­θνι­κή, δεν έχει την ίδια ανα­τρε­πτι­κή πο­λι­τι­κή δυ­να­μι­κή του κω­μι­κού ου­μα­νι­στι­κού έρ­γου του Τζόις, πα­ρά το γε­γο­νός ότι απο­τε­λεί εξί­σου με­γα­λειώ­δες φι­λο­σο­φι­κό και λο­γο­τε­χνι­κό τα­ξί­δι βα­θιάς εσω­τε­ρι­κής ανα­ζή­τη­σης.


Υστε­ρό­γρα­φο

Δου­βλί­νο 2022

Έναν αιώ­να με­τά, πλά­νη­τας στους σύ­χρο­νους λα­βύ­ριν­θους της πό­λης του Δου­βλί­νου, κο­ντο­στέ­κε­σαι οδοι­πό­ρε-ανα­γνώ­στη, εκεί πα­ρα­δί­πλα στη Σπεί­ρα – το στι­λέ­το μες στο γκέ­το. Με το στέρ­νο σου στραμ­μέ­νο προς την Τάλ­μποτ, τις γει­το­νιές του πρώ­ην Μό­ντο, τις τω­ρι­νές μια βα­σα­νι­σμέ­νης κοι­νω­νι­κής τά­ξης, τρί­βεις τα μά­τια με έκ­πλη­ξη μπρο­στά σ' εκεί­νον τον τε­λευ­ταίο αντι­κα­θρε­φτι­σμό : Η τρε­λο-Τζέιν από τα όψι­μα ποι­ή­μα­τα του Γέιτς «Η Τρε­λο-Τζέιν στο Βου­νό»,[25] που «Συ­νο­μι­λεί με τον Επί­σκο­πο»που κα­τα­ριέ­ται τον Επί­σκο­πο [σει­ρά ποι­η­μά­των με θέ­μα την Τρε­λο-Τζέιν από τη συλ­λο­γή Words for Music Perhaps, 1932], έχει πά­ρει σάρ­κα και οστά, και νά­τη τώ­ρα, ξα­πο­σταί­νει δί­πλα στον Τζόις σε ανοι­χτή ακρό­α­ση με τους Νε­κρούς, σε μια προ­σπά­θεια ν’ ανα­χαι­τί­σει πα­πά­δες και ήρω­ες-πα­τριάρ­χες για άλ­λη μια φο­ρά...

Εκεί ψη­λά μες στη λά­σπη θα γο­να­τί­σει και του βου­νού την πέ­τρα για φυ­λα­χτό, αντί του Επί­σκο­που τον Σταυ­ρό, θα σκύ­ψει να φι­λή­σει.

Αυ­τή την Ιρ­λαν­δία αγά­πη­σε ο Τζόις.


[ Oι με­τα­φρά­σεις δί­χως άλ­λη έν­δει­ξη εί­ναι της συγ­γρα­φέ­ως ]


ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Πρω­τό­τυ­πα έρ­γα

James Joyce. Ulysses (Oxford University Press, 2008).
---. Stephen Hero: Part of the First Draft of "A Portrait of the Artist as a Young Man” (Read Books Limited, 2013). First published in New Directions (Nέα Υόρ­κη, 1944)
---. A Portrait of the Artist as a Young Man (Penguin Classics, 2003).
---. “The Day of the Rabblement” [2d.] (Dublin: Gerrard Bros. [37 Stephen’s Green] 1901), 8pp – εκ­δό­θη­κε στο “Τwo Essays, A forgotten aspect of the university question, by F. J. C. Skeffington, and The day of the rabblement by James Joyce” (Δου­βλί­νο: Gerrard Bros 1901), <https://​archive.​org/​details/​two​essa​ysfo​rgot​t00s​kefr​ich/​page/​n3/​mode/​2up> .
Joyce, John Stanislaus. My Brother's Keeper: James Joyce's Early Years (Hachette Books, 1958).
W.B. Yeats, The Poems, ed. Daniel Albright (Λον­δί­νο: Everyman:1994).
---. “Who Goes with Fergus” [το Τρα­γού­δι του Φέρ­γκους ή “Ποιος θα Πά­ει με τον Φέρ­γκους], από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή The Rose [Το Ρό­δο], Albright 64.
---. “Who Goes with Fergus” (The Countess Κathleen), The Variorum Edition of  The Plays of  W.B. Yeats (Nέα Υόρ­κη: Macmillan, 1966).
---. “The Celtic Element in Literature”, Ideas of Good and Evil (Λον­δί­νο : A. H. Bullen 1903).
--- The Countess Kathleen (Boστώ­νη: Robert Bros· Λον­δί­νο: T. Fisher Unwin, 1893).
---. The Countess Cathleen, τόμ. I του  Dublin Plays (Λον­δί­νο T. Fisher Unwin Ltd, 1920).
---.Ποι­ή­μα­τα με θέ­μα την Crazy Jane από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Words for Music Perhaps (1932) και On the Boiler (1939), Τhe Poems, εκδ. Daniel Albright (σ. 306-310, 371).
----. “Rosa Alchemica” - γρά­φτη­κε τον Απρί­λιο του 1896, εκ­δό­θη­κε το 1897 στη συλ­λο­γή ιστο­ριών To Mυ­στι­κό Ρό­δο. The Secret Rose (Λον­δί­νο: Lawrence & Bullen,1897).
---. Stories of Red Hanrahan, The Secret Rose, Rosa Alchemica (Nέα Υόρ­κη: The Macmillan Company, 1914).
---. W.B. Yeats, Adoration of the Magi (1896/97), Essays and Introductions (Νέα Υόρ­κη: Macmillan, 1961).
---. The Tables of the Law (1896/97), Essays and Introductions (Νέα Υόρ­κη: Macmillan, 1961). Lady Gregory's Journals, (επ.) Lennox Robinson (Nέα Υόρ­κη: Macmillan, 1947).

Κρι­τι­κές και με­τα­φρά­σεις

Εllmann, Richard. “Yeats and Joyce”, The Kenyon Review, Φθιν. 1950, τόμ. 12. τχ. 4, σσ. 618-638.
    —James Joyce / new and revised edition, Oξ­φόρ­δη: Oxford University Press, 1982.
Gordon Paul, “Yeats’s Tragic Vision” [“Το Τρα­γι­κό Όρα­μα του Γέιτς”], Tragedy After Nietzsche: Rapturous Superabundance (University of Illinois Press, 2000), σ. 41-47.
Graf, Susan. W.​B.​Yeats: The Twentieth-Century Magus (Red Wheel, 2004).
Harper, Margaret. A Vision and Yeats' Late Masks, Open Book Publishers, 2013 (σ. 147-166).
Ηastings, Patrick. The Guide to James Joyce's Ulysses (Johns Hopkins University Press, 2022).
Tζαί­ημς Τζόις, Οδυσ­σέ­ας, μτ­φρ. Σ. Κα­ψά­σκης, Κέ­δρος 1990.
Κα­μπύ­λη, Μα­ρία (Κampyli, Maria).“The Hare-Dancer upon the Mountaintop: An Embodiment of Yeats' Mandala Metaphysics', Yeats and Asia: Overviews and Case Studies (εκδ. Sean Golden, Cork University Press, 2020).
Kiberd, Declan. Inventing Ireland: The Literature of the Modern Nation (Λον­δί­νο: Jonathan Cape, 1995).
Lysaght, Patricia. "Caoineadh os Cionn Coirp": The Lament for the Dead in Ireland Author(s): Source: Folklore, 1997, τόμ. 108 (1997), σ. 65-82. Published by: Taylor & Francis, Ltd. on behalf of Folklore Enterprises, Ltd.
Μα­ρα­γκό­που­λος, Άρης. Αγα­πη­μέ­νο Βρω­μο­δου­βλί­νο, Tό­ποι και Γλώσ­σες στο Ulysses του Τζέιμς Τζόις (Τό­πος 2022).
        —. Ulysses, Οδη­γός Aνά­γνω­σης (Τό­πος, 42022).
        —. “Joyce for All”, 02-02-2022, https://​www.​youtube.​com/​watch?​v=-​8Il​2lKE​OTA
        ---. «Τhe Centenary Bloomsday Event”, 07-07-2022, https://​www.​ari​sgra​ndma​ngr.​com/​int​ervi​ews
Ramazani, Jahan. The Hybrid Muse: Postcolonial Poetry in English (The University of Chicago Press, 2001).

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: