Ανεπούλωτες πληγές


Ανεπούλωτες πληγές

 

1. …για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη

___________

Δημήτρη Ραυτόπουλου: Εμφύλιος και λογοτεχνία, Εκδ. Πατάκη 2012

 

Αναμφίβολα, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος είναι ένας από τους λιγοστούς επαρκείς κριτικούς που απομένουν σήμερα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά (φευ!) και σε ευρύτερα μήκη και πλάτη της πνευματικής οικουμένης. Ανήκει, δηλαδή, στο σπάνιο πια είδος αναγνωστών οι οποίοι μπορούν να «παντρέψουν» αβίαστα τη συστηματική προσέγγιση του «επαγγελματία» με την ηδονική τοιαύτη του dilettante, μια στιβαρή γραμματολογική συγκρότηση με την ανάλαφρη ετοιμότητα της «κριτικής υποδοχής» (critique d’accueil), το αναλυτικό βάδην που σπεύδει βραδέως με ακαριαία άλματα επαγωγικών συνθέσεων.
Χειροπιαστή απόδειξη το τελευταίο πόνημά του, ο τίτλος του οποίου, Εμφύλιος και λογοτεχνία, επιδέχεται δύο συμπληρωματικές ερμηνείες. Αφ’ ενός μεν έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή κριτικών δοκιμίων υποδοχής, με κοινό παρονοματή την αναφορά των σχολιαζομένων συγγραφέων και βιβλίων στον ελληνικό Εμφύλιο[1]. Αφετέρου δε, από την επισκόπηση των επιμέρους περιπτώσεων, αναφύεται «στην πορεία» η γενικότερη ιδέα και εικόνα μιας «γενολογικής»[2] κατηγορίας· ας την ονομάσουμε Λογοτεχνία του Εμφυλίου. Η δεύτερη αυτή εκδοχή αξίζει να εξεταστεί αναλυτικότερα.

1Ο όρος γένος προέρχεται από τη Λογική, όπου σημαίνει ένα σύνολο αντικειμένων τα οποία ομαδοποιούνται βάσει ορισμένων κοινών χαρακτηριστικών· εντός αυτού διακρίνουμε υποσύνολα που ονομάζονται είδη, εκ του γεγονότος ότι, εκεί, τα γενικότερα κοινά χαρακτηριστικά συγκεκριμενοποιούνται (εάν και εφόσον υπάρχει «ειδοποιός διαφορά»).[3]
Στην Λογοτεχνία, τα οικεία γένη τυποποιούν και κωδικοποιούν την στάση των δημιουργών έναντι του κόσμου. Η κλασική Αρχαιότητα, όπου η κατεξοχήν δημιουργική στάση ήταν η μίμησις, διέκρινε τα τρία παραδοσιακά γένη βάσει του εκάστοτε τρόπου ασκήσεως αυτής: αδιαμεσολάβητα στο λυρικό, διαμέσου προσώπων / «προσωπείων» στο δραματικό και συνδυάζοντας τους δύο προηγούμενους τρόπους στο επικό ή αφηγηματικό. Η περαιτέρω εξειδίκευσή τους στηρίχθηκε κυρίως σε «φορμαλιστικά» κριτήρια, αναδεικνύοντας επιμέρους υποομάδες, όπως για παράδειγμα, η ελεγεία, η ωδή, το χαϊκού, το σονέτο… ως είδη του λυρικού λόγου· η τραγωδία, η κωμωδία, η φάρσα, η επιθεώρηση ή το σινεμά, στην επικράτεια του δραματικού· το ομηρικό και το μεσαιωνικό έπος, το μυθιστόρημα, η νουβέλα κ.ο.κ., στον χώρο της αφήγησης.
Η εμφανής ανομοιογένεια των παραπάνω κριτηρίων αλλά και η μοιραία «πριμοδότησή» τους έναντι άλλων δεν άργησαν να καταστήσουν παρόμοια αφαιρετικά σχήματα αρκούντως αφερέγγυα, κυρίως επειδή το εύρος της σφαίρας τους παρουσιάζει ανεξέλεγκτες σχεδόν αυξομειώσεις. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τσβετάν Τοντόρωφ (1968): «Όταν η αφαίρεση τείνει προς το μηδέν, στο κάθε λογοτέχνημα αντιστοιχεί από ένα γένος (…) Όταν πάλι μεγιστοποιείται, τότε όλα τα λογοτεχνήματα κατατάσσονται σε ένα και το αυτό γένος».
Κατά την γνώμη μου, μια ρεαλιστική λύση του λογικού αυτού αδιεξόδου περνά από δύο παραδοχές. Η πρώτη αφορά τη σχετικότητα των ταξινομικών κατηγοριών, η δεύτερη την εργαλειακή χρήση τους. Με άλλα λόγια, το ζητούμενο είναι η κατά γένη και είδη ομαδοποίηση των λογοτεχνικών έργων να μην εκλαμβάνεται σώνει και καλά ως άπαξ διαπαντός δεδομένη, αλλά να γίνεται στοχευμένη χρήση της, σε συνάρτηση προς συγκεκριμένους ερμηνευτικούς σκοπούς.
Το πλεονέκτημα της «χαλαρής» αυτής θεωρητικής στάσης είναι ότι μας επιτρέπει να προσφύγουμε, κατά περίπτωσιν, και σε άλλα «γενολογικά» κριτήρια, εκτός των καθιερωμένων στην κλασική ρητορική. Ένα εξ αυτών είναι και το, ήδη εν χρήσει, θεματολογικό κριτήριο, που δίδει λογαριασμό, φέρ’ ειπείν, για την «ερωτική» και την «διδακτική» ποίηση, το «πολεμικό», το «αστυνομικό» ή το «ιστορικό» μυθιστόρημα, την horror fiction, την comedia de capa y espada (του κλασικού ισπανικού θεάτρου) και πάει λέγοντας. Πρόκειται για άτυπες ομαδοποιήσεις έργων, τις οποίες μπορούμε πλέον και τυπικά να αναγάγουμε σε γένη και είδη.


2Μια τέτοια θεματική ομάδα με αξιώσεις γένους είναι, όπως προανέφερα, η Λογοτεχνία του Εμφυλίου. Το υλικό που αναλύει το βιβλίο του Δ. Ραυτόπουλου αρκεί και ποσοτικά και ποιοτικά για μια πρώτη εποπτεία του «γενολογικού» Κανόνα.
Ο εν λόγω Κανόνας έχει δύο σκέλη. Το πρώτο δεν είναι παρά η απλή διαπίστωση ότι για τον Εμφύλιο γράφτηκε και γράφεται από τη σκοπιά των ηττημένων. Το δεύτερο εμπεριέχει και έναν «κανονιστικό» όρο: η προκείμενη οπτική γωνία (πρέπει να) είναι αυτοκριτική.
Ο συγκεκριμένος όρος καθορίζει την «συνθήκη» του γένους, από την οποίαν απορρέουν και οι περιορισμοί που εμμέσως θέτει το πρώτο σκέλος. Με άλλα λόγια, τα, άμοιρα αυτοκριτικής, έργα των νικητών παραμένουν εκ των πραγμάτων εκτός «γενολογικού» πεδίου.[4] Για τον ίδιο λόγο, εκτός αυτού μένουν επίσης τόσο οι θριαμβολογίες της Αριστεράς,[5] όσο και, κυρίως, οι μετέπειτα μαρτυρολογικές εμμονές της. Ο μαζοχιστικός αυτός απολογητικός λόγος αποδεικνύει ότι, για χρόνια, γενναία μερίδα της ηττημένης παράταξης «τίποτα δεν είχε λησμονήσει και τίποτα διδαχτεί» από τη συντριβή της (όπως οι αριστοκράτες εμιγκρέδες από τη Γαλλική Επανάσταση).
Ο αναστοχασμός των ευθυνών της Αριστεράς για τον εμφύλιο σπαραγμό ξεκίνησε ερήμην της καθεστηκυίας αριστερής κουλτούρας, και ενίοτε εναντίον αυτής. Τον δρομολόγησαν όμως, διόλου τυχαία, ορισμένοι λογοτέχνες προερχόμενοι από την ίδια παράταξη. Και πάλι όχι τυχαία, πρόταγμά τους υπήρξε η χειραφέτηση της αισθητικής από τις επιταγές της πολιτικής (διάβαζε κομματικής) ορθότητας. Διαφωτιστική επί του προκειμένου αποβαίνει η περίπτωση του Στρατή Τσίρκα, ο οποίος συγκρούστηκε ανοικτά με τους φορείς της ιδεολογικής ορθοδοξίας (πρβ. σελ. 73 κ.ε.), και η μη συμμόρφωσή του με τις «ντιρεκτίβες» κατέστη βασική παράμετρος της καλλιτεχνικής αρτιότητας των Ακυβέρνητων πολιτειών. Διαφωτιστικές επίσης, αλλά διά του αντιθέτου, είναι οι περιπέτειες πολύ προικισμένων λογοτεχνών όπως ο Δημήτρης Χατζής και η Μέλπω Αξιώτη, οι οποίοι (εν μέσω της γενικευμένης, θεσμικής τρομοκρατίας στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού») προέταξαν την κομματική πειθαρχία, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε δημιουργική αποχαύνωση και εν τέλει στη σιωπή (πρβ. σελ. 55-58). Εύστοχα λοιπόν παρατηρούσε ο Βύρων Λεοντάρης, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (εγκαινιάζοντας τη συζήτηση γύρω από την «ποίηση της ήττας»), ότι «πολλούς ποιητές (…) τους κερδίζει η ποίηση τη στιγμή ακριβώς που πάει να τους χάσει η ιδεολογία τους» (εδώ, σελ. 297).[6]
Πέραν του διττού Κανόνα του γένους (σκοπιά των ηττημένων / αυτοκριτική της Αριστεράς), στο βιβλίο του Δ. Ραυτόπουλου υπάρχει, δυνάμει, και μια καταγραφή των ειδών του. Βεβαίως, το ειδολογικό αυτό τοπίο είναι φύσει και θέσει ετερογενές και, όπως προανέφερα, η χαρτογράφησή του υπάγεται μοιραία τόσο σε θεματικά, όσο και σε μορφικά κριτήρια.
Στην επικράτεια του ποιητικού λόγου, για παράδειγμα, προβάλλει μια θεματική ομάδα, ασυζητητί κυρίαρχη, καθώς αποτελεί το πιο συγκροτημένο ίσως είδος της όλης Λογοτεχνίας του Εμφυλίου· ο λόγος για την «ποίηση της ήττας». Αντίθετα, στην εκτενέστερη και ανομοιογενή περιοχή της πεζογραφίας, η κατά είδη ομαδοποίηση των έργων φαντάζει σχεδόν αδύνατη. «Για την τιμή των όπλων» θα σκιαγραφήσω ωστόσο μια πολύ πρόχειρη ταξινόμηση του υλικού. Διακρίνω λοιπόν:

– την αυτοβιογραφική μαρτυρία του Γ. Μανούσακα (σ. 27-46)·[7]
– το, ελάχιστα μυθοπλαστικό, «μυθιστόρημα τεκμηρίων» του Θ. Βαλτινού, ειδικότερα το Ορθοκωστά (σ. 144-153)·
– τη ματιά της Διασποράς, στην τριλογία του Σ. Τσίρκα (σ. 59-90)·
– την παιδική ματιά, στα διηγήματα του Δ. Πετσετίδη (σ. 279-295)·
– τις «αλληγορίες του ολοκληρωτισμού», στα μυθιστορήματα του Α. Φραγκιά (σ. 91-116)·
– την «πολιτική μασκαράτα», στα Πορφυρά γέλια του Μ. Φάις (σ. 264-277)[8] και, τέλος,
– μια οριακή περίπτωση ταύτισης έργου και είδους: το μοναδικό και άφταστο,[9] το κυριολεκτικά sui generis Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (σ. 117-132).

Η διόλου συστηματική ταξινόμηση που συνάγεται από το ανά χείρας βιβλίο δεν στερείται, παραδόξως, συστημικού χαρακτήρος. Ναι μεν τα ad hoc είδη της ενίοτε περιλαμβάνουν ένα έργο μόνον και άλλοτε αποτελούν (θα έλεγαν οι μαθηματικοί) «κενά σύνολα», ωστόσο λες και εντάσσονται σε ένα «περιοδικό» σχήμα, παρόμοιο με το γνωστό εκείνο των χημικών στοιχείων, όπου, βάσει της περιοδικότητας είναι δυνατή η πρόβλεψη όσων δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί. Ανάλογη «προφητική» διαίσθηση πρέπει να έκανε τον Δ. Ραυτόπουλο να κρατήσει μια χηρεύουσα θέση για ένα είδος που λανθάνει. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της προσφυγιάς, το οποίο δεν έγραψαν (δεν πρόλαβαν; δεν τόλμησαν να το γράψουν;) ο Δημήτρης Χατζής ή η Μέλπω Αξιώτη, «οι άριστοι».[10]


3Ερευνώντας το πεδίο «Εμφύλιος και Λογοτεχνία», ο Δ. Ραυτόπουλος ξεκίνησε πιθανώς από το αξίωμα ότι υπάρχει κάποιος συσχετισμός ανάμεσα σε δύο σειρές δεδομένων, η μία ιστορικής και η άλλη καλλιτεχνικής φύσεως.
Ποιος όμως και τι είδους συσχετισμός; Έχοντας ξεπεράσει την παραδοσιακή αισθητική της μιμήσεως, δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να θεωρούμε, αφελώς και αβασάνιστα, πρωτογενή την Ιστορία και δευτερογενή την Λογοτεχνία. Λ.χ. η «γενολογική» κωδικοποίηση του corpus που αναλύει ο συγγραφέας ενέχει την εναλλακτική πρόταση, από μιμητική η αμοιβαία σχέση των δύο σειρών να χαρακτηριστεί ως θεματική: κάποια λογοτεχνήματα πραγματεύονται τον Εμφύλιο, ακριβώς όπως κάποια άλλα καταπιάνονται με τους οικογενειακούς δεσμούς και το «ερωτικό τρίγωνο».
Τι μπορεί όμως να συμβεί εάν το δίδυμο «Εμφύλιος και Λογοτεχνία» αντιστραφεί και γίνει «Λογοτεχνία και Εμφύλιος»; Εν τοιαύτη περιπτώσει, πιστεύω πως οι δύο φόρμουλες θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά. Αυτό συνεπάγεται ότι οφείλουμε διερευνήσουμε όχι μόνον το πώς ο Εμφύλιος καθρεφτίζεται στην Λογοτεχνία, αλλά και το τι μας διδάσκει η Λογοτεχνία για τον Εμφύλιο. Στο προσκήνιο λοιπόν εμφανίζεται ένας γνωστικός συσχετισμός των δύο σειρών.
Το ότι ενίοτε ένα λογοτεχνικό έργο παρέχει πολύτιμες πληροφορίες στον ιστοριογράφο και αυτονόητο είναι και ανέκαθεν γνωστό. Για παράδειγμα ο Ένγκελς, στην περίφημη επιστολή του προς την Margaret Harkness, ομολογεί ότι έμαθε πιο πολλά από τα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ παρά από λεγεώνες ακαδημαϊκών μελετητών της εποχής. Πέραν όμως της καθαρά εργαλειακής αυτής αρωγής, η Λογοτεχνία μπορεί να βοηθήσει σε μια ποιοτική τεκμηρίωση της ιστορικής αφήγησης. Αυτό, νομίζω, εννοούσε ο Αριστοτέλης όταν τόνιζε πως η Ποίηση είναι περισσότερο φιλοσοφική απ’ ό,τι η Ιστορία, επειδή η τελευταία βλέπει τα πράγματα όπως είναι, ενώ η άλλη, όπως θα έπρεπε να είναι. Σε ερμηνεία πιο «προσγειωμένη», το δεοντολογικό επιχείρημα του Σταγειρίτη στηρίζει την ιδέα ότι η Ποίηση διαβλέπει τη βαθύτερη και διαχρονική νομοτέλεια στην οποία υπακούουν τα ιστορικά δρώμενα. Με όρους της γαλλικής «Σχολής των Annales», υπερβαίνει τη δίνη των γεγονότων και εποπτεύει την «μακρά διάρκεια» (la longue durée).
Στο «διά ταύτα». Η Λογοτεχνία του Εμφυλίου έχει καταφέρει να διευρύνει την ιστορική γνώση του Εμφυλίου, πρώτα απ’ όλα επειδή κομίζει μιαν αντιηρωική εικόνα του, και έτσι παρεμβαίνει διορθωτικά απέναντι στην αγιοποίηση που αντικατέστησε μεταπολιτευτικά την ψυχροπολεμική δαιμονοποίηση της Αριστεράς. Σημαδιακά, τα έργα που απαρτίζουν το συγκεκριμένο corpus έχουν μεγάλη συνάφεια προς την ρεαλιστική αντίληψη για την εμφυλιοπολεμική εποχή, την οποίαν προβάλλει πρόσφατα μια λαμπρή πλειάδα «αναθεωρητών» ιστορικών. Ακόμη και στο πεδίο των γεγονότων, διαπιστώνουμε ότι τα βιβλία αυτά (όσα σχολιάζει ο Δ. Ραυτόπουλος, αλλά και πολλά άλλα) αναφέρουν και αναλύουν καταστάσεις με τις οποίες η «συμβατική» ιστοριογραφία άργησε να ασχοληθεί.[11] Κυρίως όμως η Λογοτεχνία του Εμφυλίου αποδεικνύεται «φιλοσοφικότερη» της ιστορίας του Εμφυλίου επειδή έχει προνομιακή πρόσβαση σε ένα βασικό κλιμάκιο της «μακράς διάρκειας»· εννοώ τη «συλλογική νοοτροπία» (le mental collectif) των ηττημένων.


4Τυγχάνει δε να έχω ο ίδιος μια κάποια αντίληψη επί του προκειμένου, η οποία εκπορεύεται από εμπειρίες που θα ήθελα να καταθέσω εν είδει προσωπικής μαρτυρίας. Γόνος παλαιότερης διασποράς, μεγάλωσα στο Βουκουρέστι, ανάμεσα στους πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου. Μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να παρακολουθήσω εκ του σύνεγγυς τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και τις ιδεολογικές μεταβολές που διέρχονταν άτομα από διαφορετικές ομάδες ηλικίας, με διαφορετική παιδεία και ποικίλη κοινωνική προέλευση, από εκλεπτυσμένους διανοούμενους (ως επί το πλείστον Αιγυπτιώτες),[12] έως λαϊκούς ανθρώπους, γονείς των συμμαθητών μου στο ελληνικό Λύκειο της ρουμανικής πρωτεύουσας. Αποτιμώντας αναδρομικά τις παρατηρήσεις μου εκείνες, τείνω να πιστέψω ότι, με την πάροδο του χρόνου, τα άτομα αυτά, τα οποία βίωναν, ή μάλλον υφίσταντο την πραγματικότητα ενός συστήματος για το οποίο είχαν παλέψει και θυσιαστεί, κατέληξαν να εξομοιωθούν, ως θύματα, με εμάς τους ντόπιους, στους οποίους ο «(αν)υπαρκτός σοσιαλισμός» είχε επιβληθεί με τη βία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν πάλαι ποτέ θρυλικό καπετάνιο του Πηλίου, πατέρα συμμαθήτριάς μου, να μου λέει εμπιστευτικά, σε ανύποπτο χρόνο (η κουβέντα μας γινόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60), κάτι που σήμερα είναι κοινό μυστικό: «Παιδί μου, ευτυχώς χάσαμε τον αγώνα». Και προσέθεσε με απροσμέτρητη πικρία: «Θα ’χαμε και στην Ελλάδα τα χάλια που ’χει τούτη δω η χώρα». (Ειρωνική δικαιοσύνη της Ιστορίας: ο, Ρουμάνος πια, εγγονός του Έλληνα αντάρτη τραυματίστηκε τον Δεκέμβριο 1989 στα οδοφράγματα της αντικομμουνιστικής εξέγερσης του Βουκουρεστίου).
Εκείνη την στιγμή εξέλαβα την τραγικότητα της καταστάσεως σε ηθικο-ψυχολογική προοπτική: από τιμιότητα, ένας τίμιος αγωνιστής, στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας, αντιμετώπιζε την πλήρη αναίρεση κάθε νοήματος της προηγούμενης ζωής του. Αργότερα κατάλαβα πως η περίπτωση εκείνου του ατόμου δεν ήταν παρά μια μικρή ψηφίδα σε ένα μεγάλο, υπερατομικό παζλ. Ακόμη πιο πρόσφατα βρήκα την ακριβή διάγνωση του συγκεκριμένου συνδρόμου στις σελίδες του σοφού βιβλίου ενός Ρουμάνου πρώην αντιφρονούντος. Ο συγγραφέας, ψυχίατρος στο επάγγελμα, μιλά για την απομάγευση των αγνών οπαδών της Αριστεράς, οι οποίοι, έχοντας περάσει από τη «δοκιμασία της φωτιάς», βιώνουν εν συνεχεία τη «δοκιμασία της στάχτης» (Ωιανθ 210).
Η σύνθεση των δύο εμπειριών, όταν η πρώτη θεάται πια από την σκοπιά της δεύτερης, συνιστά το περιεχόμενο της «συλλογικής νοοτροπίας» των παλαίμαχων του Εμφυλίου. «Δευτερογενή» θύματα, διπλά προδομένοι, οι επιζώντες νιώθουν – και για λογαριασμό των νεκρών – ότι στο πεδίο της μάχης ηττήθηκαν επειδή πολεμούσαν για λάθος υπόθεση. Η Λογοτεχνία του Εμφυλίου συνοψίζει αριστοτεχνικά την ολική αυτή εκκένωση, όχι μόνον ιδεολογική, αλλά κυρίως υπαρξιακή, στην ιστορία του κενού κιβωτίου του Άρη Αλεξάνδρου και της πεισματικής σιωπής του.[13] 
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη μεταφορική ερμηνεία, ίσως ακόμη πιο διεισδυτική, της «στάχτης» που αφήνει στις ψυχές η μάταιη «φωτιά» της επανάστασης. Ανήκει στον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος, καίτοι δεν ήταν αριστερός, φαίνεται να αφουγκράστηκε το δράμα της ηττημένης Αριστεράς. Μετά τον Τρωικό Πόλεμο, ένα alter ego οποιουδήποτε επιβιώσαντος του Εμφυλίου συναντά στη Σαλαμίνα της Κύπρου την Ωραία Ελένη και μαθαίνει διά στόματός της ότι, για επτά συναπτά έτη, στο κρεβάτι του Πάρι πλάγιαζε ένας ίσκιος, ένα δικό της ομοίωμα που είχαν κατασκευάσει επί τούτου οι θεοί. Ο σεφερικός ήρωας το σχολιάζει με λόγια που θα ταίριαζαν για κατακλείδα – ή προμετωπίδα – της «ποίησης της ήττας»:

…τόσος πόνος, τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
        «Ελένη», στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ (Κύπρος, ου μ’ εθέσπισεν).

Todorov, Tzvetan (1968): « Poétique », στο Qu’est-ce que le structuralisme?, Seuil, Παρίσι.
Vianu Ion (2010): Amor intellectualis. Romanul unei educații (Έρως ο πνευματικός. Ένα παιδευτικό μυθιστόρημα). Polirom, Ιάσιο.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: