Παραδοσιακό Ύφος και Ύφος του Νου

Διά­βα­σα τη με­λέ­τη του Βα­σί­λη Λα­μπρό­που­λου για την πι­θα­νό­τη­τα μιας ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης του Πα­γκό­σμιου Νό­του και τη βρή­κα εν­δια­φέ­ρου­σα. Τα ποι­ή­μα­τα, των ποι­η­τών που επι­λέ­γει, ίσως μπο­ρούν να φω­τι­στούν με τον φα­νό θυ­έλ­λης του όρου «Πα­γκό­σμιος Νό­τος». Ίσως κα­νείς μπο­ρεί να ανι­χνεύ­σει ψήγ­μα­τα αντί­δρα­σης ή αντα­πό­κρι­σης στην υπό­θε­ση της διαρ­κούς κρί­σης ή υιο­θέ­τη­σης μί­ας φω­νής δια­μαρ­τυ­ρί­ας ωστό­σο η γνώ­μη μου εί­ναι πως οι πα­ρα­πά­νω ποι­η­τές ξε­δι­πλώ­νουν ένα προ­σω­πι­κό πλά­νο το οποίο θα ήταν απα­ράλ­λα­χτο εάν η συν­θή­κη Πα­γκό­σμιος Νό­τος δεν ήταν πα­ρού­σα ως ερ­γα­λείο. Δια­βά­ζο­ντας προ­σε­κτι­κά τα ποι­η­τι­κά απο­σπά­σμα­τα που πα­ρα­θέ­τει ο Λα­μπρό­που­λος ανα­ρω­τή­θη­κα εάν θα εί­χε νό­η­μα να διε­ρευ­νή­σει κα­νείς την πα­ρο­πλι­σμέ­νη οπτι­κή του ύφους (style) κι αν ένα τέ­τοιο ερ­γα­λείο θα έδι­νε ακό­μη ανα­γνω­στι­κούς καρ­πούς στην σύγ­χρο­νη κρι­τι­κο­γρα­φία.
Το Ύφος θε­ω­ρή­θη­κε βα­σι­κό με­θο­δο­λο­γι­κό ερ­γα­λείο από τον Φορ­μα­λι­σμό, τον Στρου­κτου­ρα­λι­σμό και την Υφο­λο­γία (Stylistics) αλ­λά εγκα­τα­λεί­φθη­κε και ξε­πε­ρά­στη­κε από τον Με­τα-στρου­κτου­ρα­λι­σμό που δεν πι­στεύ­ει σε άρ­ρη­κτες νοη­μα­τι­κές σχέ­σεις.[1] Θα πιά­σου­με το Ύφος από το πο­λύ γε­νι­κό και πα­ρα­δο­σια­κά ορι­σμέ­νο πλαί­σιο που πα­ρα­δί­δει η θε­ω­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας. Εκεί όπου γί­νε­ται αντι­λη­πτό ως η «υπο­γρα­φή της γρά­φου­σας», ως το «κου­στού­μι της γρα­φής» του ποι­η­τή, ως η λε­ξι­κο­γρα­φι­κή μα­γιά της, ως η προ­ϋ­πάρ­χου­σα τά­ση του (disposition), ως το θε­με­λιω­μέ­νο γραμ­μα­τι­κο-συ­ντα­κτι­κό οπλο­στά­σιό της και θα το ορί­ζα­με εντέ­λει σύμ­φω­να με τις επι­στή­μες της γλωσ­σο­λο­γί­ας και της φι­λο­λο­γί­ας ως τρό­ποι της γλωσ­σι­κής έκ­φρα­σης.
To Ύφος απο­τε­λεί μία πα­λιά ισχυ­ρή προ­ϋ­πό­θε­ση ή μία ‘‘πλά­για έν­νοια­’’ λο­γο­δο­σί­ας στους ενερ­γούς ποι­η­τές της τε­λευ­ταί­ας ει­κο­σα­ε­τί­ας. Σε ορι­σμέ­νους η κοι­νή γλωσ­σι­κή μή­τρα, το ύφος, εί­ναι δια­κρι­τή πα­ρό­τι εξε­λίσ­σε­ται και εμπλου­τί­ζε­ται, τέ­τοιες εί­ναι οι πε­ρι­πτώ­σεις της Κα­τε­ρί­νας Ηλιο­πού­λου, του Αλέ­ξιου Μάι­να, της Δή­μη­τρας Κω­τού­λα, του Χά­ρη Ψα­ρά. Σε άλ­λους η γλωσ­σι­κή μή­τρα, το ύφος, δεν εί­ναι ανα­γνω­ρί­σι­μη. Στους τε­λευ­ταί­ους εν­δει­κτι­κά θα έβα­ζα τους Γιάν­νη Δού­κα, Ιορ­δά­νη Πα­πα­δό­που­λο, Μα­ρία Το­πά­λη, Φοί­βη Γιαν­νί­ση. Οι πρώ­τοι γυ­ρεύ­ουν να ακο­νί­σουν ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­τό που τους εδό­θη και να πα­ρα­δώ­σουν πυ­κνό­τε­ρα και δρα­στι­κό­τε­ρα το ανα­γνω­ρί­σι­μο ίχνος τους, ή αλ­λιώς γρά­φουν με την πρό­θε­ση όπως θα ήθε­λαν να βλέ­πουν τη γλώσ­σα τυ­πω­μέ­νη. Στους δεύ­τε­ρους η ποί­η­ση γί­νε­ται με την υιο­θε­σία γλωσ­σι­κών παι­γνί­ων, εναλ­λά­ξι­μων γω­νιών αφή­γη­σης, ιδιαί­τε­ρης τυ­πο­γρα­φί­ας. Στους πρώ­τους ο ανα­γνώ­στης δια­βά­ζει μέ­σα από του προη­γού­με­νο έρ­γο την τε­λευ­ταία ποι­η­τι­κή κα­τά­θε­ση. Στους δεύ­τε­ρους ο ανα­γνώ­στης ρω­τά­ει «για να δού­με τι σκαρ­φί­στι­κες πά­λι» κι ανα­μέ­νο­ντας την απά­ντη­ση ανα­ρω­τιέ­ται αν άρα­γε θα λει­τουρ­γή­σει αυ­τή τη φο­ρά. Απλου­στεύ­ο­ντας, οι πρώ­τοι μοιά­ζουν νε­ο­ρο­μα­ντι­κοί ή μο­ντέρ­νοι αφού προ­τεί­νουν   μ ί α   γρα­φή εν εξε­λί­ξει. Οι δεύ­τε­ροι εί­ναι ποι­η­τές του με­τα­μο­ντέρ­νου πει­ρα­μα­τι­σμού και προ­τεί­νουν πολ­λές γρα­φές. Οι πρώ­τοι κοι­τά­ζουν προς έναν πυ­ρή­να γλωσ­σι­κό, οι δεύ­τε­ροι προς έκ­κε­ντρους γλωσ­σι­κούς δρό­μους. Για την οι­κο­νο­μία του κει­μέ­νου και προς μελ­λο­ντι­κή με­λέ­τη θα πρέ­πει να μι­λή­σου­με για μία κλασ­σι­κή εξέ­λι­ξη της γλωσ­σι­κής μή­τρας των πρώ­των και μιας διαρ­κώς ανα­νε­ού­με­νης γλωσ­σι­κής μη­χα­νής από τους δεύ­τε­ρους. Οι πρώ­τοι γρά­φουν ποί­η­ση ή δεύ­τε­ροι κά­νουν ποί­η­ση ξα­να­γρά­φο­ντας πά­νω σε ένα αρ­χείο, κά­νουν μία ποί­η­ση αρ­χεί­ου θα την έλε­γα.

Μο­ντέρ­νοι Μο­ντέ­γοι και με­τα­μο­ντέρ­νοι Κα­που­λέ­τοι

Όσοι έχου­με δια­βά­σει κεί­με­να για την από­σπα­ση των ερ­γα­λεί­ων των γλωσ­σι­κών παι­γνί­ων από το βιτ­γκεν­σταϊ­νι­κό συ­γκεί­με­νο και με­τα­φο­ράς τους στη με­λέ­τη των λε­ξι­λο­γί­ων, τα γλωσ­σι­κά πει­ρά­μα­τα, τις οι­κο­γέ­νειες λέ­ξε­ων και τις ετε­ρο-γε­νέ­σεις των σύγ­χρο­νων ποι­η­τών έχου­με συ­νη­θί­σει να μι­λού­με για τα γλωσ­σι­κά παι­χνί­δια της με­τα­μο­ντέρ­νας ποί­η­σης — εί­τε σκε­πτό­με­νοι τον με­τα­μο­ντέρ­νο ανα­γνώ­στη εί­τε τη με­τα­μο­ντέρ­να γρα­φή. Σ' αυ­τό το πλαί­σιο ισχυ­ρί­ζο­μαι πως η έν­νοια του Ύφους, μια έν­νοια ενιαί­ου γλωσ­σο­πλα­στι­κού δρό­μου ανα­γνω­ρί­σι­μου στη γραμ­μα­τι­κο-συ­ντα­κτι­κές μο­νά­δες που το απο­τε­λούν, ο οποί­ος προ­σαυ­ξά­νε­ται (αφού με­γα­λώ­νο­ντας ηλι­κια­κά αφο­μοιώ­νου­με ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρες λέ­ξεις και ση­μα­σί­ες) ενώ ση­μα­σιο­λο­γι­κά γί­νε­ται δρα­στι­κό­τε­ρος κι ως εκ τού­του πα­ρέ­χει μια ανα­δρο­μι­κή ανά­δει­ξη της γλώσ­σας του ποι­η­τή, αυ­τό λοι­πόν το ύφος στην σύγ­χρο­νη ποί­η­ση δεν εί­ναι απο­λύ­τως απα­ραί­τη­το να υπη­ρε­τη­θεί.

Το Πα­ρα­δο­σια­κό Ύφος ως κρι­τι­κή μα­τιά δεν λει­τουρ­γεί σε όλα τα κεί­με­να. Ζή­τω το ύφος του Νου![2]

Όμως όλοι οι ποι­η­τές στο τέ­λος πα­ρα­δί­δουν ένα γλωσ­σι­κό χα­λί στο μά­κρος ενός βι­βλί­ου! Τα σχή­μα­τα, τα κε­νά, τα με­γέ­θη του γλωσ­σι­κού υλι­κού επά­νω στο χα­λί, η με­τρι­κή και ο λε­ξι­λο­γι­κός πλού­τος του, οι τυ­πο­γρα­φι­κές πυ­κνώ­σεις ή ασυ­νέ­χειες επά­νω στη σε­λί­δα, η ποι­η­τι­κή κα­τα­σκευή εν συ­νό­λω απο­τε­λεί από­φα­ση του νου και ορί­ζε­ται από το Ύφος του Νου (mind style) τό­σο σε εκεί­νους που υπη­ρε­τούν το πα­ρα­δο­σια­κό ύφος όσο και από εκεί­νους που το προ­σπερ­νούν. Υπάρ­χουν δη­λα­δή   γ ν ω σ ι α κ έ ς   αντι­στοι­χί­ες της ποι­η­τι­κής κα­τα­σκευ­ής στον νου των ποι­η­τών οι οποί­ες μας φα­νε­ρώ­νουν ακρι­βώς το Ύφος του Νου τους κα­τά την ποι­η­τι­κή δια­δι­κα­σία. Εάν λοι­πόν ο πα­ρα­δο­σια­κός όρος ύφος μοιά­ζει ήδη πα­λαι­ι­κός, ο όρος ύφος του νου, στο πλαί­σιο του πε­δί­ου που απο­κα­λεί­ται γνω­σια­κή ποι­η­τι­κή (cognitive poetics) ή γνω­σια­κή υφο­λο­γία (cognitive stylistics), μπο­ρεί να μας δώ­σει πιο εν­δια­φέ­ρoυ­σες προ­ο­πτι­κές. Με αυ­τόν το δο­κι­μα­στι­κό όρο και προ­κει­μέ­νου να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με μια με­τα­φο­ρά από την υφα­ντι­κή τέ­χνη ανοί­γου­με ως εξής την σκη­νή: οι πρώ­τοι ποι­η­τές έχουν στον νου τους   έ ν α   μο­τί­βο της υφής του υφα­ντού στο ποι­η­τι­κό ερ­γα­στή­ριο του αρ­γα­λειού που ο νους το υφαί­νει με το ίδιο ‘‘χτέ­νι­’’ και τα ίδια ‘‘μι­τά­ρια­’’ ενώ οι δεύ­τε­ροι ποι­η­τές αλ­λά­ζουν με­γέ­θη και αριθ­μούς από χτέ­νια και μι­τά­ρια κα­θώς ακό­μη και την ποιό­τη­τα του νή­μα­τος (γλωσ­σι­κά παι­χνί­δια) τε­λειώ­νο­ντας ένα κομ­μά­τι ποι­η­τι­κού υφα­ντού την μία μέ­ρα, ένα άλ­λο την επο­μέ­νη, ένα δια­φο­ρε­τι­κό την τρί­τη και την τέ­ταρ­τη ψά­χνουν πως θα τα μο­ντά­ρουν όλα μα­ζί διό­τι γνω­ρί­ζουν το θέ­μα τους, έχουν ικα­νό­τη­τα συ­ναρ­μο­λό­γη­σης αλ­λά ιδέα δεν εί­χαν από πριν για τα ερ­γα­λεία του αρ­γα­λειού τους. Προ­σω­πι­κά γοη­τεύ­ο­μαι κι από τις δύο επί­κτη­τες γεν­νή­τριες αφού και στις δύο κα­θρε­φτί­ζε­ται το ύφος του νου κα­θώς μας συ­νο­δεύ­ουν όχι απλώς στο ερ­γα­στή­ριο της γρα­φής αλ­λά στο ποι­η­τι­κό ερ­γο­στά­σιο του εγκε­φά­λου.

 

Γ.Χ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Huemer, Wolfgang «Literary Style» στον συλ­λο­γι­κό τό­μο Τhe Routledge Companion to a Philosophy of Literature, επιμ. Noel Carol & Joel Gibson (Nέα Υόρ­κη: Routledge, 2016), σς. 195-204.
Semino, Elena «A cognitive stylistic approach to mind style in narrative fiction» στον συλ­λο­γι­κό τό­μο, Cognitive Stylistics: Language and cognition in text analysis Cognitive Stylistics: Language and cognition in text analysis, επιμ.Elena Semino & Jonathan Culpeper (Άμ­στερ­νταμ/Φι­λα­δέλ­φεια: John Benjamins P.C., 2002) σς. 95-122.

Simpson, Paul Stylistics: Resource book for students (Λον­δί­νο: Routledge, 2004).

Παραδοσιακό Ύφος και Ύφος του Νου

Πού έγκειται το ύφος;


Η τε­λευ­ταία φο­ρά που η κρι­τι­κή και η φι­λο­λο­γία συ­ζή­τη­σαν το θέ­μα του λο­γο­τε­χνι­κού ύφους ήταν πριν μι­σό αιώ­να, σε μια επο­χή που φι­λο­δο­ξού­σαν να εντο­πί­σουν τα εγ­γε­νή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της λο­γο­τε­χνί­ας, ιδιαί­τε­ρα της ποί­η­σης. Επρό­κει­το για ένα στρου­κτου­ρα­λι­στι­κό και θε­τι­κι­στι­κό εγ­χεί­ρη­μα (η υφο­λο­γία βα­σι­ζό­ταν στη γλωσ­σο­λο­γία για να λει­τουρ­γή­σει σαν θε­τι­κή επι­στή­μη) που εστιά­στη­κε στον Ύστε­ρο Συμ­βο­λι­σμό και τον Μο­ντερ­νι­σμό. Όμως με την επι­κρά­τη­ση του Με­τα­μο­ντερ­νι­σμού και του Με­τα­στρου­κτου­ρα­λι­σμού το εγ­χεί­ρη­μα έχα­σε το κύ­ρος του και εγκα­τα­λεί­φθη­κε. Όπως σω­στά δια­πι­στώ­νει ο συ­νο­μι­λη­τής μου, η πα­ρα­δο­σια­κή υφο­λο­γία «ως κρι­τι­κή μα­τιά δεν λει­τουρ­γεί σε όλα τα κεί­με­να».
Αν λοι­πόν θέ­λου­με να ανα­λύ­σου­με υφο­λο­γι­κά τη με­τα­μο­ντέρ­να ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση με τον τρό­πο μιας θε­τι­κής επι­στή­μης ποια επι­στή­μη θα μπο­ρού­σα­με να δια­λέ­ξου­με; Ο Γιώρ­γος Χαν­τζής προ­τεί­νει τη γνω­στι­κή ή γνω­σια­κή ποι­η­τι­κή (cognitive poetics) η οποία βα­σί­ζε­ται στις γνω­στι­κές δια­δι­κα­σί­ες του αν­θρώ­που. Θα πρέ­πει λοι­πόν να ξε­κι­νή­σου­με από την ια­τρι­κή με­λέ­τη του εγκε­φά­λου και του νευ­ρι­κού συ­στή­μα­τος. Προ­φα­νώς αυ­τή η με­λέ­τη απαι­τεί συ­στη­μα­τι­κές ια­τρι­κές και ψυ­χο­λο­γι­κές γνώ­σεις. Γι αυ­τό και η επι­τυ­χί­ας της στις φι­λο­λο­γι­κές σπου­δές πα­ρα­μέ­νει εξαι­ρε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νη, και στη λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή ανύ­παρ­κτη. Δεν γνω­ρί­ζω κα­νέ­να κρι­τι­κό που να προ­σεγ­γί­ζει την ποί­η­ση που κυ­κλο­φο­ρεί στις μέ­ρες μας με αυ­τό τον τρό­πο.
Όμως ο Χαν­τζής θέ­λει να πά­ει το εγ­χεί­ρη­μα πο­λύ πιο πέ­ρα. Ως τώ­ρα οι γνω­στι­κές υφο­λο­γι­κές με­λέ­τες έχουν ασχο­λη­θεί με διερ­γα­σί­ες της πρό­σλη­ψης του κει­μέ­νου, προ­σπα­θώ­ντας να εντο­πί­σουν τις νευ­ρο­ψυ­χο­λο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες που ενερ­γο­ποιού­νται όταν μια ανα­γνώ­στρια δια­βά­ζει ποί­η­ση. Ο συ­νο­μι­λη­τής μου προ­τεί­νει να με­λε­τή­σου­με «γ ν ω σ ι α κ έ ς   αντι­στοι­χί­ες της ποι­η­τι­κής κα­τα­σκευ­ής στον νου των ποι­η­τών οι οποί­ες μας φα­νε­ρώ­νουν ακρι­βώς το Ύφος του Νου τους κα­τά την ποι­η­τι­κή δια­δι­κα­σία.» Να πά­ρου­με δη­λα­δή τη με­τα­μο­ντέρ­να ποί­η­ση της Μα­ρί­ας Το­πά­λη και της Φοί­βης Γιαν­νί­ση και να ερευ­νή­σου­με την ποι­η­τι­κή λει­τουρ­γία των εγκε­φά­λων τους. Εί­ναι δυ­να­τόν να ανα­λύ­σου­με ένα ποί­η­μα με βά­ση τις δια­δι­κα­σί­ες του εγκε­φά­λου που το πα­ρή­γα­γε; Αυ­τό δεν το έχω συ­να­ντή­σει που­θε­νά και δεν μπο­ρώ να φα­ντα­στώ πώς θα μπο­ρού­σε να γί­νει. Aς μεί­νει λοι­πόν το ερώ­τη­μα με­τέ­ω­ρο. Φαί­νε­ται πως υπάρ­χουν σο­βα­ροί λό­γοι που εγκα­τα­λεί­φθη­κε η με­λέ­τη του ύφους.

Στο ση­μείο αυ­τό, με τον 5ο διά­λο­γό μας, ο φί­λος Γιώρ­γος Χαν­τζής κι εγώ απο­φα­σί­σα­με να κλεί­σου­με αυ­τή τη σει­ρά δια­λο­γι­κών «διε­ρευ­νή­σε­ων» πε­ρί ποι­η­τι­κής, ευ­χα­ρι­στώ­ντας τον Χάρ­τη για τη φι­λο­ξε­νία και ει­δι­κά τον Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη για την υπο­στή­ρι­ξη. Επί πλέ­ον εγώ εί­μαι ευ­γνώ­μων στο γεν­ναιό­δω­ρο συ­νο­μι­λη­τή μου που πρό­σε­ξε και σε­βά­στη­κε τα γρα­φτά μου. Όπως εί­δαν οι ανα­γνώ­στες μας, κά­θε φο­ρά ξε­κι­νή­σα­με από το δι­πλό εν­δια­φέ­ρον μας για τη νέα ποί­η­ση του 21ου αιώ­να και τη θε­ω­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας και προ­σεγ­γί­σα­με ένα θέ­μα με πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους ώστε να δεί­ξου­με στην πρά­ξη την ερ­μη­νευ­τι­κή ποι­κι­λία και πο­λυ­πλο­κό­τη­τα. Ο Γιώρ­γος ασχο­λή­θη­κε με το έρ­γο κα­θε­αυ­τό, εγώ με το έρ­γο ως πο­λι­τι­στι­κό φαι­νό­με­νο. Ελ­πί­ζου­με πως οι ανα­γνώ­στες μας εί­χαν πολ­λές ευ­και­ρί­ες να πά­ρουν τη δι­κή τους θέ­ση, και μά­λι­στα με τρό­πο όχι εντυ­πω­σιο­λο­γι­κό και αυ­θαί­ρε­το αλ­λά με­λε­τη­μέ­νο και με­θο­δι­κό. Πι­στεύ­ου­με και οι δύο σε μια συ­στη­μα­τι­κή κρι­τι­κή σκέ­ψη που καλ­λιερ­γεί­ται και καλ­λιερ­γεί.

Β.Λ.


Ολό­κλη­ρος ο διά­λο­γος:

https://​www.​har​tism​ag.​gr/​harti...
https://​www.​har​tism​ag.​gr/​harti...
https://​www.​har​tism​ag.​gr/​harti...
https://​www.​har​tism​ag.​gr/​harti...

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: