Στους γιους μου Μιχάλη και Άγγελο
που κατέχουν πια όλο το χρυσάφι του Γκάτσου
Στους γιους μου Μιχάλη και Άγγελο
που κατέχουν πια όλο το χρυσάφι του Γκάτσου
Πιθανώς ο τίτλος της εργασίας αυτής να φαίνεται κάπως παράδοξος, έπειτα από το πλήθος των μελετών και της μακρόχρονης φιλολογικής έρευνας που έχει προηγηθεί για τον Νίκο Γκάτσο. Συμβαίνει, ενίοτε, σε δημιουργούς με ιδιαίτερη πορεία, που προχώρησαν χωρίς να «ενορχηστρώνουν» με οποιονδήποτε τρόπο τη μελλοντική τους δόξα —ούτε εκδοτικά, ούτε αρχειακά—, να παραμένουν προς ανακάλυψη σημαντικά στοιχεία της διαδρομής τους. Τέτοιος δημιουργός ήταν ο Νίκος Γκάτσος.[1]
Ας ξεκινήσομε τις αναφορές μας από το μακρινό 1929 και τα νεανικά χρόνια του Γκάτσου.
Ο φοιτητής της Φιλοσοφικής Αθηνών
Στο Απολυτήριο του Α΄ εν Τριπόλει Γυμνασίου «ο μαθητής Γκάτσος Γ. Νικόλ[αος] εξ Ασέας», κατά τη 19η Σεπτεμβρίου 1929, «εκρίθη άξιος απολύσεως και της εις το Πανεπιστήμιον φοιτήσεως, τυχών του γενικού βαθμού: καλώς (5 και οκτώ/δέκατα )». Αναλυτικώς οι βαθμοί του 18χρονου αποφοίτου ήταν:
Θρησκευτικά: 5
Αρ[χαία] Ελληνικά: 6
Ν[έα] Ελληνικά: 8
Λατινικά: 5
Μαθηματικά: 5
Γαλλικά: 6
Ιστορία: 5
Φιλοσοφικά: 6
Φυσική: 5
Κοσμογραφία: 7
Συμβαίνει σε ιδιαίτερα οξυδερκείς ανθρώπους, στα εφηβικά τους χρόνια, να δείχνουν αδιαφορία για τις σχολικές επιδόσεις τους. Είναι φανερό από τον προηγούμενο βαθμολογικό κατάλογο ότι για τον δεκαοκτάχρονο Γκάτσο, τα μαθήματα της τελευταίας —τουλάχιστον— τάξης, ήταν μια συμβατική ασχολία. Όπως φάνηκε αργότερα, ο ίδιος είχε ήδη προχωρήσει, πολύ πέραν του σχολικού ορίζοντα.[2]
Ο απόφοιτος του Γυμνασίου Τριπόλεως είχε γοητευθεί από την τέχνη του Λόγου. Το επόμενο διάστημα, θα προσπαθήσει να γνωρίσει τις πηγές, την ιστορία, τα πρόσωπα και τα έργα που ανήκουν στα γράμματα και στη φιλολογία, επιλέγοντας να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Στο «Βιβλιάριον Σπουδών» του καταγράφονται τα κάτωθι:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΠΡΥΤΑΝΕΙΑ
ΤΟΥ ΑΘΗΝΗΣΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΔΗΛΟΙ ΟΤΙ
Ο Κύριος Νικόλαος Γεωρ. Γκάτσος εξ Ασέας, δοκιμασθείς κατά τον Νόμον ενεγράφη εις το Γενικόν Μητρώον των Φοιτητών του Πανεπιστημίου υπ’ αριθ. [;] και κατετάχθη εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν ως πρωτοετής φοιτητής δια το Πανεπιστημιακόν έτος 1930-1931 υπ’ αριθ. ειδικού Μητρώου 623. Επίσημον τούτου μαρτύριον έστωσαν τα γράμματα τάδε, φέροντα την σφραγίδα του Πανεπιστημίου και τας υπογραφάς του Πρυτάνεως και του Γραμματέως.
[υπογραφές]
Εν Αθήναις 31 / 10 / 1930
Στο ίδιο αυτό ντοκουμέντο δίδεται μια εικόνα των καθηγητών και των παραδόσεων που παρακολούθησε το πρώτο έτος:
Νίκος Βέης: Βυζαντινή Φιλολογία — Νεοελληνική Φιλολογία — Φιλολογία Αγώνος.
Ιωάννης Καλιτσουνάκης: Πλάτωνος, Χαρμίδης — Αισχύλου, Πέρσαι.
Σωκράτης Κουγέας: Ρωμαϊκή Ιστορία.
Θεόφιλος Βορρέας: Ψυχολογία — Ηθική.
Εμμανουήλ Πεζόπουλος: Μενάνδρου, Επιτρέποντες — Κριτική και Ερμηνευτική — Μετρική.
Αδαμάντιος Αδαμαντίου: Βυζαντινός Πολιτισμός — Βυζαντινή Τέχνη.
Ερρίκος Σκάσσης: Ερμηνεία σατιρών Ορατίου.
Νίκος Βέης: Παλαιογραφία — Ιδιαίτερον Φροντιστήριον.
Ιωάννης Καλιτσουνάκης: Θέματα.
Θεόφιλος Βορρέας: Διατριβαί — Ψυχολ. Εργαστήριον
Εμμανουήλ Πεζόπουλος: Αττικοί Ρήτορες — Θέματα […] [3]
Αυτά στους χώρους των αιθουσών. Έξω από τούτες, η νιότη, η χαρά της ζωής, οι ζωηρές συζητήσεις, συνυπήρχαν με τη δίψα για μάθηση, το πνεύμα και το ύφος της εποχής. Ο σπουδαίος Κρητικός φιλόλογος Μενέλαος Παρλαμάς —τον οποίο εκτιμούσαν πρόσωπα όπως: ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και ο Γ.Π. Σαββίδης, ενώ από τους μαθητές του που διέπρεψαν ήταν ο Μ.Ζ. Κοπιδάκης και ο Νίκος Γιανναδάκης— έχει δώσει μια θαυμάσια εικόνα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, κατά το έτος 1931. Στη γλαφυρή περιγραφή του, εμφανίζονται μεγάλες μορφές των Γραμμάτων μας, στην ανέμελη φοιτητική τους νεότητα — μεταξύ αυτών, ξεκινώντας το δεύτερο έτος και ο Νίκος Γκάτσος, ως νεαρός τζέντλεμαν, περιστοιχισμένος από λαλίστατες παρουσίες του ωραίου φύλου. Δεσπόζει στο κείμενο η μορφή του θρυλικού Ιωάννη Συκουτρή, τότε μόλις 29 ετών, να μαγνητίζει, και πριν ακόμη ανέβει στο καθηγητικό βήμα, τον φοιτητόκοσμο:
Κατά τον Νοέμβριο του 1931 οι πρωτοετείς φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών είχαν πια γνωρίσει όλους τους τακτικούς καθηγητές τους και είχαν εγκλιματισθεί στην ανήσυχη ατμόσφαιρα που «περιέρεεν» τον πανεπιστημιακό χώρο. Ανάμεσά τους κι εγώ —επαρχιώτης που είχε τελειώσει το Γυμνάσιο απόμερης πολίχνης, της Νεαπόλεως Λασιθίου— προσπαθούσα να πιάσω τον τόνο της πνευματικής ανησυχίας της Σχολής, που ήταν ιδιαίτερα υψηλός. Οι ιδέες τότε κυκλοφορούσαν ελεύθερα με το όνομά τους. Το πρόσφατο Ιδιώνυμον δεν είχε αρχίσει ακόμη να «λειτουργεί». Η Ασφάλεια και οι εγκάθετοι θα εμφανισθούν μετά το Κίνημα του 1935. Εν τω μεταξύ μπορούσες να δεις και ν’ ακούσεις τους κήρυκες των νέων ιδεών — πολιτικών, φιλοσοφικών, λογοτεχνικών. Σε μια γωνιά ο τριτοετής αρχηγός της «Αριστερής Παράταξης» Νίκος Χατζιδάκης (ο αργότερα ιδρυτής της ομώνυμης Σχολής) κατηχούσε τους πρωτοετείς Σταμάτη Καρατζά και Βαγγέλη Μώρο, που είχαν έλθει από την Εύβοια διψασμένοι, λόγω Αλιβερίου, για Επανάσταση. Πιο πέρα ο κομψός και ωραίος Νίκος Γκάτσος κρατώντας στην φούχτα του μια μακριά πίπα ήκουεν κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι τις φλυαρίες των φοιτητριών που τον περιτριγύριζαν, ενώ κοντά στην έδρα ο Βασίλης Λαούρδας, ο Αντώνης Μωραΐτης, ο Αλέξης Διαμαντόπουλος, ο Δημήτριος Καπετανάκης και η Ηρώ η Κορμπέτη συζητούσαν θέματα της Γερμανικής φιλοσοφίας. Στα πίσω θρανία μια άλλη ευάριθμη ομάδα με επικεφαλής τον περιώνυμο Παρακεντέ, ηκροάτο τα κηρύγματά του «εναντίον της κυβερνώσης ολιγαρχίας» (έτσι ονόμαζαν τότε οι Λαϊκοί την Κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου...)
Εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου η ιστορική «μεγάλη αίθουσα» ήταν, θα έλεγα, ξεχειλισμένη. Εκτός από τους πρωτοετείς την είχαν κατακλύσει και φοιτητές άλλων ετών. Επρόκειτο να κάμει το πρώτο του μάθημα της χρονιάς εκείνης ο υφηγητής Ιωάννης Συκουτρής. Τον ήξερα μονάχα εξ ακοής και περίπου σαν ένα παράδοξο υποκείμενο. Οι αριστεροί τον εχαρακτήριζαν «ραφιναρισμένη αντίδραση», οι δημοτικιστές «μεικτό», οι Βενιζελικοί μεγαλοφυΐα και οι Λαϊκοί επιεικώς σαν ... Συκουτρίδιον. Τι να καταλάβεις απ’ όλα τούτα; Το μόνο που διαισθανόμουν ήταν ότι σ’ εκείνο το βραδινό μάθημα επρόκειτο να μου αποκαλυφθεί κάτι πολύ σπουδαίο. Το υποδήλωνεν άλλωστε το πλήθος και η ποικιλία του ακροατηρίου και κάτι σαν προσδοκία που επλανάτο στα πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία εξεχώριζε ένας καλοντυμένος και όμορφος φοιτητής με καλοσιδερωμένη καπαρτίνα, που λεγόταν Νάσος Δετζώρτζης.
Ξαφνικά το παρά την έδρα πλήθος εσχίσθη, κάθε θόρυβος έπαυσε και ένας βραχύσωμος, λεπτός και διοπτροφόρος νεαρούλης ανέβηκεν ελαφρός ελαφρός τα σκαλοπάτια του καθηγητικού βήματος, επί του οποίου και εστάθη οιονεί παλλόμενος. Ήταν ο 29ετής τότε Ιωάννης Συκουτρής.
Μόλις εκόπασαν τα ασυνήθως ραγδαία χειροκροτήματα της υποδοχής, που εστίζοντο και από αρκετά ποδοκροτήματα, ο Συκουτρής ήρχισε την διδασκαλία του. Η πρώτη μου «αντίδραση» στον ήχο και στην ροή της φωνής του ήταν να ψιθυρίσω το του Ομήρου:
τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή
Ύστερα άρχισα να προσέχω. Ανέλυε την Αντιγόνη του Σοφοκλέους. Πολλές φορές από τότε και εδιάβασα και εδίδαξα την τραγωδία αυτή σε χρόνο άνετο, αλλά ποτέ δεν την έζησα τόσο έντονα, όσο σ’ εκείνο το μάθημα της μίας ώρας. […][4]
Εδώ έχει θέση μία ακόμη, άγνωστη επίσης, εγκάρδια μαρτυρία του «καλοντυμένου» και «όμορφου φοιτητή» με την «καλοσιδερωμένη καπαρτίνα», που λεγόταν Νάσος Δετζώρτζης, η οποία συμπληρώνει την εικόνα του νεαρού Γκάτσου στα πανεπιστημιακά του χρόνια :
Για τον Γκάτσο τέλος, τον αγαπημένο φίλο των φοιτητικών μας χρόνων, τί άλλο να πω παρά ότι ζούσε με την Ποίηση, ζούσε την Ποίηση, έσταζε Ποίηση. Θυμάμαι τούς περιπάτους μας. Τις «περαντσάδες» μας νύχτα κάτω από κλειστά παράθυρα, — του υποτονθόρυζα γελαστά, για να τον πειράξω, τους στίχους μιας ναπολιτάνικης καντσονέτας που θυμόμουν από τη Διάπλαση, όπως τους είχε μεταφράσει ο Ξενόπουλος: «Κλειστό παράθυρο, σκληρή παρθένα, / για σας τί δάκρυα που ’χω χυμένα!» — μου αντιψιθύριζε, εις πείσμα του παραθύρου, ρομαντικά μεταρσιωμένος, δυο φράσεις από ένα διήγημα του Θράσου Καστανάκη: «Δούλος σας, κοντεσίνα Φελιτσιτά. Μια γυναίκα πάρα πολύ σας έμοιαζε... ». Θυμάμαι μια μελαγχολική επιστροφή μας χαράματα με το τραίνο των ΣΠΑΠ ύστερα από μια οδυνηρή ερωτική μου απογοήτευση, και το αισιόδοξο γράμμα που μου είχε στείλει τρεις μέρες πριν, με σχεδιασμένο από τον ίδιον στην αριστερή απάνω γωνία του επιστολόχαρτου ένα καπνίζον τραινάκι... Τί να του πρωτοθυμηθώ; Η παρουσία του, ο αέρας του, το βαρύ βλέμμα του, το αποκαρδιωμένο πολλές φορές χαμόγελό του, ωράϊζαν το «Προαύλιο» και την όλη πανεπιστημιακή μας ζωή.[5]
Σε μία ακόμη —επίσης άγνωστη— συνέντευξη του Νάσου Δετζώρτζη, γίνεται κι άλλη αναφορά στη φιλία του με τον Γκάτσο, ενώ αποκαλύπτεται και γιατί επελέγη, το 1931, η Νέα Εστία, για να δημοσιευθεί το πρώτο ποίημα του δημιουργού της Αμοργού (ο Δετζώρτζης ήδη εργαζόταν κοντά στον Ξενόπουλο στη Γραμματεία Συντάξεως του περιοδικού):
— Στη συνέντευξή σας στο Εντευκτήριο
— επανέρχομαι πάλι σ’ αυτήν— λέτε κάπου ότι, στα φοιτητικά σας χρόνια, κάνατε πολύ παρέα με τον Γκάτσο. Μήπως μπορείτε να μου εξηγήσετε τώρα, όχι βέβαια φιλολογικά, δεν εννοώ αυτό, αλλά, πώς να το πω: ψυχολογικά ; αυτό το «ημιτελές» που παρουσιάζει ο τίτλος του βιβλίου με τα τραγούδια του [=Νίκος Γκάτσος, Φύσα αεράκι φύσα με / μη χαμηλώνεις ίσαμε, «Ίκαρος», Αθήνα 1992], αυτό το μετέωρο «ίσαμε» χωρίς τη συνέχεια του;
— Κι εγώ το αναρωτήθηκα. Μπορεί να είναι μια χαριτωμένη ανεμελιά. Μπορεί να προέρχεται από μια μυχιαίτερη επιδίωξη, – το ασυμπλήρωτο έχει πάντα μια γοητεία... Γιατί βέβαια είναι πράγματι κατ’ επίφασιν μετέωρο, αφού στο «Γεια σου χαρά σου Βενετία» της σελίδας 185 βρίσκει κανείς δ ύ ο φραστικές συμπληρώσεις του...
— Έτσι όμως όπως είναι στον τίτλο, παρέχει, θα ’λεγε κανείς, μιαν έστω απατηλή ελευθερία, δίχως να δεσμεύει μ’ ένα τέλος περιοριστικό...
— Μπορεί να ’θελε αυτό. Εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω περισσότερο. Έχω όμως ένα προσφιλέστατο δικό του προηγούμενο, που ίσως κάτι δείχνει, εμένα δε, προσωπικά, μου ανακαλεί μιαν ανάμνηση που πολύ με συγκινεί...
Ήμουν ήδη στη Νέα Εστία, ή σχεδόν, το Δεκέμβριο του 1931, όταν ο Γκάτσος μου έδωσε, και δημοσιεύθηκε, το πρώτο του ποίημα [με τίτλο: «Της μοναξιάς»]. Πρώτο του απ’ ό,τι εγώ τουλάχιστον ξέρω, — βιβλιογράφος δεν είμαι. Είναι στο τελευταίο τεύχος του έτους, και στη σελίδα 1255...
— Θυμάστε και τον αριθμό; !
— Ναι. Γιατί στην ίδια σελίδα τα ονόματά μας εμφανίζονται μαζί. Τελείωνε στη μέση αυτής της σελίδας ένα διήγημά μου, κι έβαλα από κάτω, «βούλωμα», όπως τα ’λεγε αυτά ο Ξενόπουλος, το ποίημά του. Αλλά δεν πρόκειται τώρα γι’ αυτό το ποίημα. Πρόκειται για το δεύτερο ποίημά του στη Νέα Εστία, που μπήκε στα 1932. Είχε τον τίτλο Πήρες... με αποσιωπητικά όμως εδώ, είχε έξι δίστιχα, και το τελευταίο, το θυμάμαι απέξω, τέλειωνε χωρίς να τελειώνει, με την αρχή μιας φράσης που έμενε ασυμπλήρωτη πάλι με αποσιωπητικά:
Πήρες του φεγγαριού το φως,
του Γεναριού τα χιόνια. Κι ως...
Καταθέτω με πολλή συγκίνηση αυτό το αλλοτινό και πραγματικά ανολοκλήρωτο «ημιτελές», χωρίς να μπορώ, εγώ, να καταλήξω σε ερμηνείες. […][6]
Εδώ, έπειτα από την συγκινητική μαρτυρία του Δετζώρτζη, χρειάζεται να κάνω μια παρέκβαση για το θέμα του τίτλου που επέλεξε ο Γκάτσος στον τόμο της Ανθολόγησης στίχων του για τραγούδια. Ούτε «χαριτωμένη ανεμελιά», ούτε επιδίωξη του «ασυμπλήρωτου», του «αποσπασματικού», όπως εικάζει ο Δετζώρτζης, ήταν. Άλλωστε, παρατηρεί και ο ίδιος, ότι το τραγούδι «Γεια σου χαρά σου Βενετιά» που περιέχει τους στίχους αυτούς, συνεχίζει την ομοιοκατάληκτη πορεία του, δεν είναι ανολοκλήρωτη κάθε τετράστιχη στροφή:
Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεβασιά.
[…]
Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω στην Κρήτη μια κορφή
πόχω μανούλα κι αδερφή. [7]
Έχω διαβάσει και έχω ακούσει κι άλλες φορές την απορία πολλών, για την εκλογή αυτού του τίτλου από τον ποιητή. Λόγου χάρη, στην εφ. Ελευθεροτυπία, 11 Νοεμβρίου 1992, σ. 30, ο Ευγένιος Αρανίτσης, σε κριτική του για την τότε πρόσφατη έκδοση, καταθέτει σχετικώς με τον τίτλο Φύσα αεράκι φύσα με / μη χαμηλώνεις ίσαμε:
Μαθαίνω από πηγές όχι εντελώς αναρμόδιες, ότι ο Γκάτσος θεωρούσε αυτή τη ρίμα σαν την καλύτερη που έγραψε ποτέ. Το γιατί δεν το ξέρω.
Εντούτοις, η λύση του απροσπέλαστου ως σήμερα αινίγματος που θέτει αυτός τίτλος, είναι εξαιρετικά απλή. Μόνο που απαιτείται η καλή γνώση των μυστικών του στίχου και της ομοιοκαταληξίας.
Στην περίπτωση λοιπόν αυτή, του τόμου των τραγουδιών του, ο Γκάτσος: νομίζω ότι ήθελε να προβάλλει την ιδιότητά του ως τεχνίτης στη συγκρότηση λέξεων που προορίζονται να τραγουδηθούν.
Συνήθως, στις ρίμες των στίχων, βλέπομε και ακούμε λέξεις όμοιες γραμματικά: ρήμα να ομοιοκαταληκτεί με ρήμα (λ.χ. παίρνω/φέρνω, κάνω/φτάνω), ή ουσιαστικό με ουσιαστικό (λ.χ. φύλλο/μήλο, χρόνια/χιόνια) κλπ. Η γλωσσική αυτή συμβατικότητα (συνήθης στους μέτριους στιχουργούς), δεν δημιουργεί καμία έκπληξη, κανέναν «ηλεκτροφόρο» ακουστικόν ορίζοντα. Γι’ αυτό ο Γκάτσος επέλεξε την πραγματικά σπανιότατη —και για το ίδιο το ιδιοφυές στιχουργικό του έργο— συνάντηση, γραμματικά διαφορετικών λέξεων:
...φύσα (ρήμα —και μάλιστα δυο φορές στον ίδιο στίχο!— στην προστακτική) με (προσωπική αντωνυμία α΄ προσώπου – ο άτονος «αδύνατος» τύπος σε αιτιατική), για να ομοιοκαταληκτήσουν με τη λέξη: … ίσαμε (επίρρημα, χρονικό, τοπικό — που και αυτό αποτελείται από το επίρρημα ίσα και την πρόθεση με!).
Ένας μεγάλος ποιητής και μεγάλος φιλόλογος όπως ήταν ο Γκάτσος (όλο το έργο είναι θεμελιωμένο και σε αυτή την ιδιότητά του), γνώριζε απολύτως τη μοναδικότητα της ομοιοκαταληξίας των στίχων αυτών, και ήξερε ακριβώς τι «δείχνουν» από τη δημιουργική παρουσία του στην τέχνη του Τραγουδιού, γι’ αυτό τιτλοφόρησε έτσι το βιβλίο που ετοίμαζε, λίγο πριν την αναχώρησή του από τη ζωή.
Ας επιστρέψομε όμως στην πορεία του φοιτητή Γκάτσου και στα χρόνια των πρώτων λογοτεχνικών του βημάτων. Λίγους μήνες πριν να δημοσιεύσει στη Νέα Εστία το πρώτο του ποίημα, είχε παρουσιάσει ένα διήγημα με τίτλο «Ένας ασήμαντος άνθρωπος» στο περ. Ορίζοντες — μάλλον δεν είναι χωρίς σημασία ότι στους συνεργάτες του περιοδικού ήταν συμφοιτητές του Γκάτσου, όπως ο μετέπειτα σπουδαίος φιλόλογος, Βασίλειος Λαούρδας (τον «συναντήσαμε» ήδη μέσω του Παρλαμά).[8] Έπειτα από το ποίημα «Της μοναξιάς», κάπως θα πυκνώσουν οι δημοσιεύσεις του μέσα στο 1932:
«Πήρες» (ποίημα), περ. Νέα Εστία, τόμ. 11, τχ. 121, 1 Ιανουαρίου 1932, σ. 39.
«Οκτάστιχα» (ποίημα), περ. Νέα Εστία, τόμ.11 , τχ. 126, 15 Μαρτίου 1932, σ. 312.
«Ρωμαντισμός» (ποίημα), περ. Νέα Εστία, τόμ. 12, τχ. 134, 1 Ιουλίου 1932, σ. 761.
«Ερημικός διάλογος» (ποίημα), περ. Νέα Εστία, τόμ. 12, τχ. 139, 1 Οκτωβρίου 1932, σ. 1022.
«Μια νέα συλλογή» (κριτική για έργο της Μυρτιώτισσας), περ. Ρυθμός, τχ. 1, Δεκέμβριος 1932, σ. 109.
«Κωστή Μπαστιά, Στεριές και θάλασσες» (κριτική), περ. Μακεδονικές Ημέρες, τχ. 10-11, Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933, σ. 373-374. [9]
Η επιλογή του περ. Νέα Εστία σχετίζεται, όπως είδαμε, με την παρουσία του Νάσου Δετζώρτζη, αλλά και η επιλογή του πειραϊκού περιοδικού Ρυθμός, όπως και προηγουμένως του περ. Ορίζοντες, σχετίζεται πιθανώς με τον Β. Λαούρδα. Για ποιο λόγο έδωσε το κριτικό του κείμενο για τον Μπαστιά στις Μακεδονικές ημέρες, δεν γνωρίζω.
Στο βραχύβιο περιοδικό Μελέτη-Κριτική
(«όργανο του “Ακαδημαϊκού Ομίλου”, αναγνωρισμένου Σωματείου των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής», παρουσιάζεται έναντι του εσωτερικού τίτλου – σε αυτό τον «Ακαδημαϊκό Όμιλο» ανήκει και ο Γκάτσος, όπως θα δούμε), χρόνος Α΄, τεύχος 4, Μάιος 1932, σ. 27, εντοπίζω το αθησαύριστο δημοσίευμα:
Έκδοση περιοδικού. — Αγγέλλεται για τα μέσα του ερχόμενου Σεπτέμβρη η έκδοση μηνιαίου περιοδικού στον Πειραιά με τον τίτλο Ρυθμός και με την διεύθυνση των κ. κ. Σ. Σπανίδη και Β. Λαούρδα. Το καινούργιο περιοδικό θα είναι όργανο των νέων και θα συνεργάζονται σε αυτό μεταξύ των άλλων και οι κ. κ. Τ. Άγρας, Ι. Συκουτρής, Μ. Δ. Στασινόπουλος, Κλ. Παράσχος, Μ. Αλεξίου, Ρ. Μπούμη, [Χρ.] Λεβάντας, Σ. Μαυροειδή, Α. Μαγγανάρης, Κ. Παπαδάκης, Ν. Δετζώρτζης, Ν. Γκάτσος, Γ. Κοτζιούλας κλπ.
Να προσθέσω εδώ, την επίσης αθησαύριστη αναγγελία στο πρώτο τεύχος του περ. Ρυθμός (Σεπτέμβριος 1932, σ. 2):
Π Ρ Ο Σ Ε Χ Η Δ Η Μ Ο Σ Ι Ε Υ Μ Α Τ Α
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ: […] Ν. Γκάτσου […]
Διήγημα του Γκάτσου δεν θα δημοσιευθεί στο περιοδικό, μόνον ένα ποίημα με τίτλο «Το χιόνι» (Απρίλιος 1933, σ. 203). Αυτή θα είναι η δεύτερη και τελευταία συνεργασία του με τον Ρυθμό, έπειτα από την προαναφερθείσα κριτική του (για τα Δώρα της αγάπης, της Μυρτιώτισσας).
Αλλά στο ιδιόμορφο φοιτητικό περιοδικό Μελέτη-Κριτική εντόπισα και μια άλλη σημαντική αναφορά στον Γκάτσο, επίσης άγνωστη ως σήμερα. Στο τεύχος 7, Μάρτιος 1933, υπάρχει μια καταγραφή για τον Νίκο Γκάτσο ως ομιλητή. Στην τελευταία σελίδα του περιοδικού, κάτω από τον τίτλο: «Κίνηση [του Ακαδημαϊκού] Ομίλου», δημοσιεύονται τα ακόλουθα «νέα»:
— Στις 9 του Φλεβάρη έγιναν 2 εσωτερικές ομιλίες μεταξύ των μελών. Ομιλητής ήταν ο κ. Ν. Γκάτσος με θέμα «Το πέρασμά μας της Α[γγέλας] Καστανάκη» και ο κ. Παύλος Ιωακειμίδης με θέμα «Σχετικά με τη ζωή της Μ. Πολυδούρη».
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν, καθώς δείχνουν και τον κύκλο των προσώπων που συναναστρεφόταν εκείνο το χρονικό διάστημα ο Γκάτσος, και οι ακόλουθες άγνωστες αναφορές, στο ίδιο κείμενο, με τις παρουσίες του Μ. Σπιέρου [= Νικόλα Κάλας ή Νικήτα Ράντου], των Βυζαντινολόγων Κων. Άμαντου και Δ. Ι. Πάλλα, καθώς και του Ιωάννη Συκουτρή:
—Στις 5 του ίδιου μήνα διοργανώθηκε διάλεξη με ομιλητή τον κ. Σπιέρο και θέμα «Η απολύτρωση του αισθήματος στην ποίηση».
— Την καθαρή Δευτέρα έγινε εκδρομή στη Νταού-Πεντέλη. Μίλησαν σχετικά ο κ. Άμαντος και ο κ. Πάλλας επιμελητής Βυζαντινού Μουσείου.
— Στις 19 του Μάρτη άρχισε ο όμιλός μας συζήτηση με τον κ. Συκουτρή για τη «Σύγχρονη αντιπολεμική λογοτεχνία».
Βάσει του άγνωστου αυτού ντοκουμέντου, στις αρχές του 1933 ο τριτοετής σπουδαστής Ν. Γκάτσος —που δεν γνωρίζομε αν παρακολουθεί τότε μαθήματα— είναι βέβαιο ότι μετέχει στις δραστηριότητες του «Ακαδημαϊκού Ομίλου» των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επιλογή του να είναι ομιλητής στους συμφοιτητές του και πιθανώς σε κάποιους καθηγητές, με θέμα το μυθιστόρημα της Αγγέλας Καστανάκη, Το πέρασμά μας. Ένα βιβλίο που τυπώθηκε το 1932 (στις εκδ. Αρ. Μαυρίδη) και προσέχθηκε από την κριτική (εντόπισα τρεις αποτιμήσεις των: Βασ. Τατάκη, Τ. Άγρα, Π. Χάρη).[10] Η ομιλία του Γκάτσου δεν δημοσιεύθηκε, εξ όσων γνωρίζω.
Η Αγγέλα Βαλιάδου Καστανάκη, σύζυγος ως το 1933 του Θράσου Καστανάκη, μας οδηγεί στη σχέση εκτίμησης του φέρελπι λογοτέχνη προς τον εκπαιδευτικό και πεζογράφο που διέμενε εκείνα τα χρόνια στο Παρίσι (ας θυμηθούμε συνάμα την πρώτη συνέντευξη του Δετζώρτζη, με την αναφορά από τον Γκάτσο φράσης έργου του Καστανάκη).[11] Μεταγράφω από το περ. Η λέξη (τχ. 117, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1993, σ. 536) τα χειρόγραφα δύο γραμμάτων του Γκάτσου προς τον Θρ. Καστανάκη.[12] Επισημαίνω ότι το βιβλίο που ζητά ο εικοσάχρονος φοιτητής, είναι η μοναδική ποιητική συλλογή του Καστανάκη (Οι ερημιές του Ηλιόχαρου, Κωνσταντινούπολη, 1921). Γλωσσικά, στα λεγόμενα του νεαρού επιστολογράφου, ξεφεύγουν κάποιοι μαλλιαρισμοί (Φλεβάρης, εχτίμηση, λιγόκαιρη, τότες):
Αθήνα, (Σπετσών 73), 12 του Φλεβάρη 1931
Φίλε κύριε,
Σας γράφω σήμερα, για να Σας παρακαλέσω να μου στείλετε —αν σας είναι δυνατό βέβαια— ένα αντίτυπο από τις ΕΡΗΜΙΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΧΑΡΟΥ, που το θέλω για συμπλήρωση να πούμε του όλου έργου Σας, στη βιβλιοθήκη μου.
Ακόμα θα σας παρακαλούσα, αν δεν κάνω υπερβολική κατάχρηση της καλωσύνης Σας, να μου γράψετε μερικά πράματα από την ιδιαίτερη ζωή σας: Πότε και πού γεννηθήκατε, πότε φύγατε για το Παρίσι, τις σπουδές Σας, κ.τ.λ. Φυσικά, θα με ρωτήσετε σαν τι μου χρειάζονται όλα αυτά, αλλά ένας θαυμαστής Σας, θέλει πάντοτε να τα ξαίρει. Κι ύστερα, μπορεί εγώ να τα θέλω και για κάτι άλλο, ένα είδος μελέτης π.χ... Ας είναι! Την ξαίρω τη μετριοφροσύνη Σας, και για τούτο δε γράφω περισσότερα.
Ευχαριστώντας Σας θερμά, μένω με φιλία και βαθειάν εχτίμηση.
Δικός σας.
Νικ. Γκάτσος
Αθήνα, (Σπετσών 73), 7 τ’ Αλωνάρη 1931
Φίλε κύριε,
Μόλις σήμερα ξαναγύρισα ύστερα από λιγόκαιρη απουσία στην Αθήνα, και βρήκα το υποχρεωτικότατο γράμμα Σας με το βιβλίο.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Η χαρά μου μεγαλύτερη που πρόκειται να κατεβήτε τον Αύγουστο στην Ελλάδα. Εμείς οι νέοι —και τόσο νέοι— χρειαζόμαστε εκλεχτούς οδηγητές στα πρώτα μας φιλολογικά βήματα... Κι’ ελπίζω να μη λείπω από δω τότες, που θα μου δοθεί η ξεχωριστή τιμή να Σας γνωρίσω από κοντά.
Δικός Σας πάντα, με φιλία κι εχτίμηση.
Νικ. Γκάτσος
Η γνωριμία του Γκάτσου με τον Ελύτη, τον Οκτώβριο του 1936,[13] ήταν το κλείσιμο μιας περιόδου της ζωής του και το ξεκίνημα μιας άλλης, στην οποία, έπειτα από επίμοχθες προσπάθειες χρόνων, θα κατορθώσει να πραγματώσει τον βαθύτερο εαυτό του.
Ο κύκλος του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα, ήταν εκείνοι οι άνθρωποι και δημιουργοί που ικανοποιούσαν τις αναζητήσεις του, γι’ αυτό και θα παραμείνουν ολοζωής επιστήθιοι φίλοι και συνοδοιπόροι του. Ο Γκάτσος είχε παρακολουθήσει με προσοχή την ως τότε πορεία του περιοδικού. Το συμπεραίνω από μια φράση του Ελύτη, σε συζήτησή μας περί Γκάτσου, το 1983, που για μάλλον ευνόητους λόγους δεν αποτύπωσε στην περιγραφή της γνωριμίας τους στα Ανοιχτά Χαρτιά: «με κατάπληξη εκείνη τη μέρα [του 1936] τον άκουσα να μου λέει 2-3 από τα πρώτα ποιήματά μου στα Νέα Γράμματα».
Κάνω εδώ μιαν άλλη παρένθεση για να προσθέσω κάτι άγνωστο. Είχα ρωτήσει τον Ελύτη για την απουσία του Γκάτσου από τη γνωστή «εμβληματική» φωτογραφία της Γενιάς του 30, στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά (9 Μαρτίου 1963), και αν κατά τύχην έγινε η φωτογράφηση της συνάντησης. Ο Ελύτης μού ανέφερε:
Με είχε προετοιμάσει ο Θεοτοκάς στο τηλέφωνο, ότι θα κρατούσαμε μια φωτογραφική ανάμνηση της ημέρας εκείνης. Ο ίδιος μου είπε αργότερα, ότι είχαν προσκληθεί και ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Εγγονόπουλος και ο Γκάτσος. Για δικούς τους λόγους, δεν ήρθαν.
Πίσω από τον φακό της ομαδικής φωτογραφίας (δύο λήψεις – εκατοντάδες φορές δημοσιευμένες ως σήμερα), μου ανέφερε ο Ελύτης, ότι ήταν ο Άγγελος Κατακουζηνός (επιφανής γιατρός και στενός φίλος αρκετών παρισταμένων). Μετανιώνω πάντα που δεν τον ρώτησα: αν η πρωτοβουλία της συγκέντρωσης ήταν μόνον του Θεοτοκά, και γιατί δεν προσκλήθηκαν, συνάμα, ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος.[14]
Ας επιστρέψομε στην πρώτη περίοδο του Γκάτσου στα Νέα Γράμματα. Όπου φαίνεται ότι έγινε αμέσως αποδεκτός απ’ όλους. Εν είδει αποχαιρετισμού στις παλαιές «αγάπες» του, θα δημοσιεύσει στο πρώτο τεύχος του περιοδικού του επομένου έτους (χρ. Γ΄, Ιανουάριος 1937, σ. 60-64), στην στήλη «Τα βιβλία», το κριτικό κείμενο: «Θράσου Καστανάκη, Ο ομογενής Βλαδίμηρος». Πρόκειται για μια «μισοευνοϊκή» αποτίμηση αυτής της συλλογής διηγημάτων, που είχε εκδοθεί το 1936. Συνάμα, μαζί με τον Αντρέα Καραντώνη και τον Γ. Κ. Κατσίμπαλη, αλλ’ αφανώς ως όνομα, ο Γκάτσος συνέβαλλε από τότε στην εκδοτική φροντίδα του περιοδικού. Στις 9 Φεβρουαρίου 1937, ο Καραντώνης έγραφε στον Σεφέρη, σχετικώς με το κείμενό του «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο», που θα δημοσιευόταν στα Νέα Γράμματα (χ. Γ΄, τχ 2, Φεβρουάριος 1937, σ. 143-149):
Πίστεψέ με ότι δε φταίω εγώ για την κακή ερμηνεία του χρησμοδοτικού σου σημειώματος. Αν το διάβαζα μονάχα εγώ, θα έλεγα πως έκαμα λάθος. Αλλά το μελετήσαμε επισταμένως με τον [τυπογράφο] Πολιτάρχη και με τον Γκάτσο, και έγινε ό,τι έγινε. Τώρα, το στοιχειοθετούν με στοιχεία των 10, για να μπει τελευταίο καθώς θέλεις.[15]
Ο Γκάτσος, παρακολουθεί, σιωπά, και προετοιμάζεται. Θα του χρειαστούν επτά με οκτώ χρόνια «πειραματισμών» και αναζητήσεων, από το 1935, όταν θα διαβάσει το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, την Υψικάμινο του Εμπειρίκου, και τα πρώτα ποιήματα των Προσανατολισμών του Ελύτη (ας προσθέσομε και το μεταγενέστερο, του 1938: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, του Εγγονόπουλου), για να προχωρήσει σ’ ένα πεδίο απολύτως προσωπικής έκφρασης. Θα φτάσει στο έτος 1942, για να συγκροτήσει ένα ποιητικό υλικό που, επιτέλους, ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του.
«Χρυσὸν γὰρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι καὶ εὑρίσκουσιν ὀλίγον» («Όσοι γυρεύουν χρυσάφι, σκάβουν πολλή γη, και βρίσκουν λίγο» — για να θυμηθούμε τον μεγάλο Εφέσιο). Ο Γκάτσος, έχοντας στην κατοχή του όλη την ποίηση που προηγήθηκε της Γενιάς του ’30 και —βιωμένη, συνάμα— τη Δημοτική Παράδοση, αναζητούσε πια στην ίδια «φρεσκοσκαμμένη» περιοχή του ποιητικού κύκλου των Νέων Γραμμάτων το χρυσάφι του. Και, όπως αποδείχθηκε το 1943, προς τις ίδιες κατευθύνσεις: στην ελληνική φύση, με τις προβολές και τις μεταμορφώσεις της, στην ελληνική «μικτή» γλώσσα, μέσα από τη διαχρονική της πορεία, στη βασανιστική διαδρομή της μακραίωνης ιστορίας του τόπου μας, στα θεματικά και τεχνικά επιτεύγματα της μοντέρνας ποίησης (από το «ανακόλουθο» έλλογο ώς το πέρασμα στο άλογο στοιχείο, και από τον ελεύθερο στίχο στην πεζόμορφη συγκρότηση). Σε αυτά που είχαν ήδη, με αξιοθαύμαστο τρόπο, επιτύχει οι προαναφερόμενοι ποιητές (μα και χάρις στα γαλλικά, αγγλικά, και ισπανικά που γνώριζε, ανεκάλυπτε και άλλες νέες, πολύτιμες περιοχές λόγου, σύγχρονων ξένων ποιητών). Εντούτοις, ο Γκάτσος διέφερε από τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, και τον Εγγονόπουλο, σε κάτι θεμελιακό: είχε ζήσει στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε χωριό. Οι εικόνες, οι ανθρώπινοι τύποι, τα βιώματα, τα ακούσματά του, είχαν την αυθεντικότητα της άμεσης παρουσίας του στην αγροτική Ελλάδα, δεν τα γνώριζε μέσω βιβλίων ή διηγήσεων. Για τον Ελύτη, λ.χ. ο στίχος της Αμοργού:
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων [16]
συνιστά: «Εικόνα τρίτου βαθμού» (δηλαδή του πιο προχωρημένου ποιητικού τρόπου)! Για τον Γκάτσο, ωστόσο, ήταν μια συνήθης εικόνα στα χωράφια της Ασέας, με τις μέλισσες στις καθημερινές τους «εξορμήσεις», να κάνουν και μια χορταστική βόλτα στα πάντα υγρά —και φορτωμένα με χυμούς της γης— ρουθούνια των αγελάδων.
Ο Γκάτσος θα φτάσει ως το 1942, για να καταφέρει να λυτρωθεί από τις πολύχρονες κοπιώδεις αναζητήσεις του, δημιουργώντας την Αμοργό, αλλά και να «αιχμαλωτισθεί» σε αυτό το ιδιοφυές επίτευγμα. Οι ποιητικές δοκιμές των επόμενων χρόνων, «παίζουν» —αλλά δίχως την λαμπερή αρμονία της Αμοργού— την ίδια μουσική. Αδυνατεί να πάει πιο πέρα. Όσα σχεδιάσματά του δημοσιεύθηκαν στο τομίδιο Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο και στο Ημερολόγιο της «Διαμέτρου», 1999,[17] δείχνουν το αδιέξοδο των υποδεέστερων επαναλήψεων. Θα του χρειαζόταν 10 ή 20 χρόνια για να υπερβεί την ποιητική περιοχή που ανακάλυψε ο ίδιος. Ωστόσο δεν είχε πια τη δυνατότητα να αφιερώσει τόσο χρόνο και τόσο μόχθο για να πάει πιο «μπροστά» στην ποίηση. Και η κριτική του οξυδέρκεια και η εντιμότητά του, τον εμπόδιζαν από το να αρχίσει να… αντιγράφει τον εαυτό του, σε κακέκτυπα. Αλλά σε αυτό το αδιέξοδο, και μέσα από τους περίπλοκους κριτικούς, ψυχολογικούς, και βιοποριστικούς δρόμους της πορείας του, ο Γκάτσος —με τα κατακτημένα στοιχεία της ποιητικής τέχνης—θα βρει απρόσμενα μια πλατιά λεωφόρο, η οποία θα τον οδηγήσει να δώσει ένα νέο, μαγευτικό ορίζοντα στον νεοελληνικό πολιτισμό: με τους ποιητικούς στίχους που έγραψε για να γίνουν τραγούδια.
Στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν
Μέσα στη γερμανική Κατοχή, για ανεξιχνίαστους λόγους —καθώς η ιδιοφυής ποίησή του, ήταν ακόμη «κρυμμένη» για την ελληνική γλώσσα—, αρχίζει να μεσουρανεί στην Αθήνα το άστρο του Federico Garcia Lorca. Ο άνθρωπος που έγινε η σημαντικότερη «φωνή» του σύγχρονου Ισπανικού πολιτισμού, πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε πληρώσει το βαρύτερο τίμημα όσων βγαίνουν από το «σπήλαιο» στο φως, και επιχειρούν να φέρουν στους δεσμώτες του σκοτεινού άντρου της ψυχής αυτό το φως.
Μαύρα είναι τ’ άλογά τους
Και τα πέταλά τους μαύρα.
Πάνω στους μανδύες φέγγουν
Μελανιού ή κεριού σημάδια.
Έχουν —και γι’ αυτό δεν κλαίνε—
Τα κρανία μολυβένια.
Με ψυχή από λουστρίνι
Έρχονται απ’ τον πέρα δρόμο… [18]
Ο Λόρκα, που «ζωγράφισε» απαράμιλλα το θαύμα της ζωής και τα σκοτάδια της πατρίδας του (ιδίως στα θεατρικά του έργα), αναχωρώντας από τη Μαδρίτη, στις 13 Ιουλίου 1936, για τη γενέτειρά του, δε γνώριζε ότι πήγαινε πια προς τη μοίρα του, «το θάνατό του φορτωμένος». Εκατομμύρια συμπατριώτες του —κι όχι μόνον η «Guardia Civil»— κουβαλούσαν τότε στους ώμους «κεφάλια από μολύβι», κι οι Φαλαγγίτες της Γρανάδας είχαν ήδη ετοιμάσει τα σύνεργα της θυσίας του, για τη 19η Αυγούστου 1936.
Ο ποιητής που αυτή τη στιγμή μ’ ενδιαφέρει περισσότερο είναι ο Ισπανός Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που τον θεωρώ σαν τον σημαντικότερο λυρικό της σύγχρονης Ευρώπης.
Αυτό ανέφερε ο Ελύτης σε συνέντευξή του το 1942.[19] Στην ίδια κατεύθυνση και ο Γκάτσος, που το επόμενο διάστημα, θα τυπώσει σε 308 αντίτυπα την Αμοργό (εκδ. «Αετός», Αύγουστος 1943) κι έπειτα θα αφιερωθεί στη μετάφραση του Bodas de Sangre («το έργο το αγαπούσα παράφορα»,[20] θα πει σε συνομιλία του δεκαετίες αργότερα) έχοντας —δώρο του καπετάνιου-ποιητή Δ.Ι. Αντωνίου— φερμένη από την Αργεντινή, την έκδοση Losada: Federico García Lorca, Obras Completas, Mπουένος Άιρες 1938.[21] Όπως αφηγείται ο Μάνος Χατζιδάκις, που λίγα χρόνια αργότερα θα χαρίσει ιδιοφυείς μελωδίες στο έργο αυτό:
Ο Νίκος Γκάτσος μες στα χρόνια της κατοχής άρχισε τη μετάφραση του Ματωμένου Γάμου κι όλοι οι φίλοι του ζούσαμε καθημερινά τις δυσκολίες του, τις αμφιβολίες του, για τον κάθε στίχο, την κάθε λέξη χωριστά, μα και τις υπέροχες στιγμές που τελειωμένοι στίχοι ερχόντουσαν στ’ αυτιά μας — ήχοι μαγικοί πρωτοφανέρωτοι, πανάκριβα διαμάντια στην καρδιά μας, στολίδια ανεπανάληπτα στο Λόγο τον Ελληνικό, χωρίς να υποψιαζόμαστε κείνα τα χρόνια, πως η δουλειά του φίλου μας θα ξεπερνούσε τα όρια μιας δυνατής στιγμής και θα ’φτιαχνε τη μικρή της ιστορία.
Το 1945, κυκλοφορούσε σε βιβλίο η εργασία αυτή, χωρίς να πάψουμε ούτε στιγμή να τη μιλάμε και να τη λέμε σαν προσευχή, κι όλοι μαζί, στο γραφικό τότε πατάρι του Λουμίδη, με τον Ελύτη, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Βαλαωρίτη κι άλλους φίλους συντροφιά, να ζούμε σελίδα με σελίδα ένα έργο κι έναν ποιητή.
Εγώ ο νεότερος, είκοσι χρόνων τότε, ζούσα, ρουφούσα θα ’λεγα, τις στιγμές των φίλων μου, με την ίδια ανάγκη που ’χα να πιω νερό, να κοιμηθώ και να υπάρξω — ενώ προσπαθούσα να τους μεταδώσω τους ήχους, που ’χαν στο μεταξύ γεννηθεί μέσα μου, πότε διηγώντας τους και πότε σιγοτραγουδώντας. […] [22]
Μια άλλη μορφή, που ακόμη δεν είχε συναντηθεί με τα πρόσωπα αυτά, ήταν κι εκείνος στραμμένος στο έργο του μεγάλου Ισπανού ποιητή. Ο Κάρολος Κουν, ο άνθρωπος που άλλαξε την πορεία του σύγχρονου θεάτρου στον τόπο μας, αναζητούσε κι αυτός τον Λόρκα — ανάμεσα στους σπουδαίους συγγραφείς της εποχής που θα υποδεχόταν στη σκηνή του μόλις δημιουργημένου «Θεάτρου Τέχνης».
Από τη μαρτυρία του Γιώργου Σεβαστίκογλου που θα παραθέσω, είναι φανερό, ότι ο Κουν δεν γνώριζε ακόμη ότι υπάρχει ένας άνθρωπος στην Αθήνα που κατέχει αντίτυπο με το έργο του Λόρκα στα ισπανικά, αλλά και —το σημαντικότερο— ότι το μεταφράζει. Γι’ αυτό αναθέτει σε δικούς του ανθρώπους την προετοιμασία του έργου για παράσταση, από το «μοναδικό» αντίτυπο που υπήρχε στην Αθήνα:
Την ίδια περίπου χρονιά, στα χρόνια της κατοχής, της πείνας και του τυφλού τρόμου, γύρω στο ’42, έμαθε ο Κουν πως στη γαλλική πρεσβεία υπήρχε ένα μοναδικό αντίτυπο ενός θεατρικού έργου του Λόρκα. Κατάφερε και μας το δάνεισαν για δυο μέρες. Ο [Μάριος] Πλωρίτης κι ο [Ανδρέας] Νομικός αναλάβανε να το αντιγράψουνε κι εγώ παράλληλα να το μεταφράζω. Μια βδομάδα η όλη δουλειά και το βαφτίσαμε Ματωμένα στέφανα. Ο κατοπινά Ματωμένος γάμος.[23]
Η μετάφραση του Γκάτσου, θα εκδοθεί από τον «Ίκαρο», τον Μάρτιο του 1945, με τίτλο Ματωμένος γάμος. Ενώ η συντροφιά των νέων τότε: Αντώνη Βουσβούνη, Ανδρέα Καμπά, Αλέξανδρου Ξύδη και Αλέξη Σολομού, που ξεκινά την έκδοση ενός καινούργιου περιοδικού, φέρνει στο φως, ακριβώς το ίδιο διάστημα, τη μετάφραση του Γιώργου Σεβαστίκογλου, με τίτλο Ματωμένα στέφανα: περ. Τετράδιο, τχ. 1, άνοιξη (Μάρτιος) 1945, σ. 28-65. Να εκληφθεί ως σύμπτωση —ή μήπως όχι;— η ταυτόχρονη κυκλοφορία των ελληνικών αποδόσεων;[24]
Παραθέτω μια άγνωστη ως σήμερα κριτική συνεξέταση των δύο αυτών μεταφράσεων, από τον ιστορικό του θεάτρου και μετέπειτα ιδρυτή του «Θεατρικού Μουσείου» Αθηνών, Γιάννη Σιδέρη, δημοσιευμένη στο περ. Αυλαία, χρ. Α΄, τχ. 2, Νοέμβριος 1945, σ. 58-59 (ως τμήμα αποτιμήσεων και άλλων έργων, υπό τον γενικό τίτλο «Κριτική του Θεάτρου: Δύο παραστάσεις κι ένα βιβλίο») :
«ΕΝΑ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ». Δυο ειδών διανοούμενοι ενδιαφερθήκανε για το ΛΟΡΚΑ στον τόπο μας• νεωτεριστές του λυρισμού (συρρεαλιστές) και όσοι δε βρίσκουν αρκετούς πια για το θέατρο τον Ίψεν π. χ. και τους διαδόχους του. Έτσι βγήκε σε δύο μεταφράσεις το ίδιο δράμα του: Ματωμένα στέφανα του κ. Γ. Σεβαστίκογλου, εισαγωγή Οδ. Ελύτη, «Τετράδιο» και Ο ματωμένος γάμος, «εισαγωγή και μετάφραση Νίκου Γκάτσου. Ίκαρος». Ο πρόλογος του πρώτου και ο δεύτερος αντιπροσωπεύουν το ένα είδος και ο Σεβ[αστίκογλου] το άλλο. Το Λόρκα τον παραδέχονται ως έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ευρώπης• μπορεί, για όσους έχουνε μπροστά τους όλο το Έργο του• το μεταφρασμένο δε θα δικαιολογούσε το χαραχτηρισμό• πάντως πρόκειται για σημαντικότατο πρωτοπόρο, που η εξυψωμένη του η τάση θα πραγματοποιείται μέσα στο σύνολο της δουλειάς του. Ο διάλογός του είναι ο πιο σύντομος, καθόλου επιδειχτικός, αστόλιστος, αυτάρκης όμως και απολύτως ουσιαστικός• πιο λιτός και από της αρχαίας τραγωδίας• καινοτομεί και με το να μεταχειρίζεται μη νατουραλιστικά πρόσωπα (παρουσιάζει δηλ. τη Σελήνη και το Θάνατο) και το πετυχαίνει λογοτεχνικά, αν όχι θεατρικά και λογοτεχνικά μαζί, όπως επιβάλλεται να γίνεται. Αμφίβολο είναι, αν η τρίτη πράξη με τα φανταστικά της αυτά τα πρόσωπα θα μπορούσε να δώσει εύκολα χαρά καλλιτεχνική στην παράταση, αν και ο Λόρκα θα τα πέτυχε κι αυτά στην παράσταση, γιατί, αλλιώς, τυπώνοντας το δράμα σε βιβλίο, δε θα το ’βαζε, αν και το κοινό μας ως ένα σημείο δε θα δυσκολευτεί να πεισθεί. Ως φεγγάρι κλπ. έχει δει πολλά κοριτσόπουλα στην Επιθεώρηση• εκεί όμως τούτο γίνεται χωρίς αξιώσεις και, προ παντός, εκεί, είνε στη θέση του, ακριβώς γιατί δεν έχει αξιώσεις• τα θεατρινίστικα τα κόλπα φαίνεται πως ο Λόρκα τα ξέρει μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, κι αυτό είνε το κακό, γιατί το τρίτο μέρος είνε κόλπο περισσότερο με τα φεγγάρια• δεν προχωρεί το έργο, μόνο κλείνεται η βραδιά και η εξανθρωπισμένη Σελήνη και ο θάνατος αυτά εξυπηρετούν, πιο πολύ, παρά τη θεατρική πράξη και την ολοκληρωμένη τελείωση του έργου, χωρίς δηλαδή τα δέντρα κλπ. να προσφέρονται και απαραίτητα στην ουσία είνε τερτίπια για τη συμπλήρωση του δράματος.
Όσο για τη μετάφραση θα είχα να παρατηρήσω ότι ο Σεβ[αστίκογλου] έχει επιτυχία στο να ξαναπλάθει το διάλογό του πιο θερμό, πιο θεατρικό• ενώ ο Γκ[άτσος] τον αναλύει, τον κάνει κάπως πλαδαρό, γαλλικό, αλλά και περισσότερο ξεκάθαρο στις λεπτομέρειες της φράσης. Τα στιχουργημένα μέρη του ο πρώτος τα έχει λιγότερα ρυθμικά και αρκετά σκοτισμένα στις έννοιες, ο δεύτερος τ’ αναδείχνει με τη στιχουργική του εμπειρία, δεν τους αφαιρεί τίποτε από τη σαφήνεια, που βέβαια έχουν στο κείμενο. Γνήσιος θεατρικός άνθρωπος ο Λόρκα, θα ήταν αδύνατο να έχει ασάφειες, γιατί το μόνο πεδίο που η ασάφεια δεν έχει θέση είνε το θέατρο. Ο Σεβ[αστίκογλου], αν και δε μεταφράζει από το ισπανικό πρωτότυπο παρά από το γαλλικό, διαισθάνεται καλύτερα, προφανώς το ύφος, φαντάζομαι, του συγγραφέα στα πεζά, ο Γκ[άτσος] ξεχωρίζει για τα ποιητικότερα μέρη. Το πιο επιθυμητό κείμενο στα ελληνικά, θα ήτανε μια καλύτερη επεξεργασία του διαλόγου από το Σεβ[αστίκογλου] και να μπαίνανε στο ίδιο χειρόγραφο τα στιχουργημένα από το Γκ[άτσο]. Για μια καλή παράσταση, θα χρειαζόντουσαν πραγματικά σοβαροί ηθοποιοί, και μάλιστα στις δύο πρώτες πράξεις, λιτοί, ήρεμοι, ειλικρινείς, χωρίς κανένα εξωτερικό τέχνασμα στο παίξιμό τους — θα έχουν καλήν ευκαιρία γι’ αυτό στην τρίτη πράξη, που αυτή θα γινότανε η αιτία να μην είναι το άξιο αυτό έργο για επιτυχίαν απόλυτη.
Από την άποψη της συμβολής που θα είχε το δράμα τούτο στο να γίνει αντικείμενο σπουδής από τους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς —τους πολύ νέους φυσικά, οι άλλοι έχουν αράξει στη ρουτίνα του βουλεβάρτου — θα είχαμε πολλά να κερδίσουμε από τον απέραντο διάλογό του, τον αντινατουραλιστικό, το σοβαρό, το σεμνότατο, τον καθόλου κατεργάρικο. Και από αυτές τις αρετές έχει απέραντην ανάγκη, δυστυχώς, η νέα ελληνική δραματογραφία.
Η άμεση επιβολή της μετάφρασης του Γκάτσου, προφανώς καθόρισε και την επιλογή του Καρόλου Κουν, που, σίγουρα, θα απέκτησε το βιβλίο, το 1945, κι ευτυχώς δεν ασπάστηκε τις παράδοξες εκτιμήσεις… ανάμιξης των κειμένων, που προτείνει ο Σιδέρης. Η μετάφραση του Γκάτσου είναι ένα αριστούργημα βιωματικού λόγου (το αγροτικό τοπίο και το ήθος του ισπανικού έργου έχουν απόλυτες αναλογίες με το ελληνικό, και οι γλωσσικές δυνατότητες του μεταφραστή ήταν σπάνιας αυθεντικότητας, έτσι που το κείμενο, είναι σαν να πρωτοδημιουργήθηκε στη δική μας γλώσσα). Η απόδοση του Σεβαστίκογλου αποτελεί μιαν ανεπαρκή, για τις απαιτήσεις του έργου, προσπάθεια, που δικαίως δεν είχε θεατρική πορεία.
Με την παράσταση του 1948 —συντελεστές (εκτός από τον Κουν και τον Γκάτσο), και ο Μάνος Χατζιδάκις (μουσική), ο Γιάννης Τσαρούχης (σκηνικά-κοστούμια), η Έλλη Λαμπέτη, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος κ.ά.— ο Ματωμένος Γάμος, πήρε αμέσως μυθικές διαστάσεις. Το έργο αυτό ήταν τα εισόδια του Γκάτσου στο «Θέατρο Τέχνης». Ο Κουν με το μοναδικό αισθητήριό του, εκτιμώντας τις πολύπτυχες δυνατότητες του ποιητή της Αμοργού, θα βασίζει έκτοτε τις επιλογές του και στις συνομιλίες τους, ενώ, τα επόμενα χρόνια, θα του αναθέσει τις μεταφράσεις και άλλων έργων.
Από τον πολύτιμο —και αναξιοποίητο από τους μελετητές του Γκάτσου—τόμο: Κάρολος Κουν, επιστημονική επιμέλεια: Δηώ Καγγελάρη, ΜΙΕΤ 2010, αθέατα ως σήμερα, παρέμεναν πολύ σημαντικά στοιχεία.
Ας δούμε πρώτα τα έργα που μετέφρασε ο ποιητής της Αμοργού για το «Θέατρο Τέχνης» του Κ. Κουν:
1. Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ματωμένος Γάμος. Πρεμιέρα: 8 Απριλίου 1948.
2. Τεννεσή Ουίλιαμς, Μίλα μου σαν τη βροχή — Χαιρετισμούς από την Μπέρτα — Προς κατεδάφισην — Εικοσιεφτά βαγόνια βαμβάκι — Μην κλαις μωρό του Ρούνυ. Πρεμιέρα: 16 Νοεμβρίου 1955.
3. Τεννεσή Ουίλιαμς, Η Λαίδη με το οικόσημο. Πρεμιέρα: 8 Ιανουαρίου 1957.
4. Γκράχαμ Γκρην, Λίβινγκ Ρουμ. Πρεμιέρα: 2 Μαΐου 1957.
5. Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα. Πρεμιέρα: 3 Μαρτίου 1959.
6. Τεννεσή Ουίλιαμς, Το μεγάλο αντίο. Πρεμιέρα: 8 Απριλίου 1959.
7. Ζαν Ζενέ, Υψηλή εποπτεία. Πρεμιέρα: 15 Μαΐου 1959.
8. Άρτσιμπαλντ Μακ Λης, Ιώβ. Πρεμιέρα: 1 Δεκεμβρίου 1959.[25]
Και οι συνεργασίες τους στο Ραδιόφωνο:
Με σκηνοθεσία Καρόλου Κουν: Νικολάι Γκόγκολ, Ο επιθεωρητής. Ραδιοφωνική προσαρμογή: Νίκου Γκάτσου. Μετάδοση: 8 Νοεμβρίου 1954.
Με σκηνοθεσία Κ. Κουν: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ματωμένος Γάμος. Μετάφραση: Νίκου Γκάτσου. Ραδιοφωνική προσαρμογή: Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μετάδοση: 13 Ιουλίου 1955.[26]
Στον τόμο αυτόν, συνάμα, απαρατήρητο ως σήμερα, είναι και κάτι άλλο, ιδιαίτερα σημαντικό: ο Γκάτσος — ξανά, έπειτα από το 1933, που είδαμε— ομιλητής. Είναι βέβαια γνωστή εδώ και χρόνια, και πολυσυζητημένη, η ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για το Ρεμπέτικο, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε μόνον αυτή στο «Θέατρο Τέχνης». Ο φωτεινός νους του Κουν συγκέντρωνε γύρω του πολλές λαμπερές προσωπικότητες:
ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ
Ιανουάριος - Απρίλιος 1949. Θέατρο Αλίκης.
10 Ιανουαρίου: Αιμίλιος Χουρμούζιος, «Η επικαιρότης του Ίψεν».
17 Ιανουαρίου: Γιάννης Σιδέρης, «Η νέα σκηνή».
31 Ιανουαρίου: Μάνος Χατζιδάκις, «Ερμηνεία και θέση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού (ρεμπέτικο)». Α΄ Χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια από ομάδα λαϊκών οργάνων (μπουζούκια). Τραγούδι από την Σωτηρία Μπέλλου και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Β΄ «Το Α΄ τετράδιο» («διασκευή πέντε ρεμπέτικων τραγουδιών από τον Μ. Χατζιδάκι), με τον Μάνο Χατζιδάκι στο πιάνο και τον I. Χρονόπουλο στο βιολοντσέλο.
14 Φεβρουαρίου: Κώστας Μούσουρης, «Αμερική: το θέατρο, οι άνθρωποι, η ζωή της».
28 Φεβρουαρίου: Prof. Sewell, «The Elizabethan theatre and Shakespeare’s theatre».
14 Μαρτίου: Νίκος Γκάτσος, «Το ποιητικό θέατρο».
28 Μαρτίου: Roger Milliex, «Quelques aspects du nihilisme contemporain (Sartre, Camus etc.)».
11 Απριλίου: Αιμίλιος Χουρμούζιος, «Το αγγλικό θέατρο».
18 Απριλίου: Γιάννης Στεφανέλλης, «Σκηνογραφικά θέματα».[27]
Η άγνωστη αυτή διάλεξη του Γκάτσου, πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 14 Μαρτίου 1949, δύο μέρες έπειτα από την πρεμιέρα —Σάββατο 12 Μαρτίου 1949— του έργου τού Τενεσί Ουίλιαμς, Λεωφορείον ο πόθος (A Streetcar Named Desire) στο «Θέατρο Τέχνης».
Αν και πολλοί νομίζουν ότι το έργο αυτό παραστάθηκε σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, η αλήθεια είναι ότι μεταφραστές του ήταν: ο Μίνως Βολανάκης και ο Γεράσιμος Σταύρου.[28] Εντούτοις από τον ίδιο τον Γκάτσο μαθαίνομε —θα το δούμε και στο τρίτο μέρος αυτής της εργασίας— ότι:
Έγραψα για πρώτη φορά το «Χάρτινο το φεγγαράκι» στα 1949, όταν ο Κουν μου έδωσε να διορθώσω τη μετάφραση του «Λεωφορείον ο πόθος».
Ποια ήταν η συμβολή του Γκάτσου στην απόδοση του τελικού κειμένου που παραστάθηκε το 1949, μάλλον δεν θα πληροφορηθούμε ποτέ. Εντούτοις, στο έργο αυτό θα ξεκινήσει την πορεία του το «ιδρυτικό» και μαγευτικότερο τραγούδι της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Σταματώ ξανά, αναλογιζόμενος αυτούς τους ανθρώπους. Σε ποιο τόπο ζούσαν. Φέρνω στη σκέψη εικόνες των παραστάσεων, των γεγονότων που δημιουργούσε η ιδιοφυής ακτινοβολία του Καρόλου Κουν. Πηγαίνω σε οποιαδήποτε εφημερίδα εκείνων των χρόνων: πλημμυρίδα ειδήσεων αχαλίνωτου παροξυσμού μέσα στο αδερφοκτόνο μακελειό. Ακαταπόνητη δράση του παραλογισμού — «πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα».[29] Ο Ν. Ζαχαριάδης και η παρέα του, μάχονται ακόμη να παραδώσουν την πατρίδα τους στα «άμωμα» χέρια του Στάλιν (ενώ στο μπλοκάκι της Γιάλτας είχαν μοιραστεί τα «οικόπεδα» των Βαλκανίων), οι συνεργάτες των Γερμανών επί Κατοχής, ατιμώρητοι και με περιουσίες από το αίμα και τα αργύρια της προδοσίας, εν μέσω του άγριου αντικομουνισμού της εποχής, να βρίσκουν «καλές θέσεις» στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία. Κάποιοι να περιμένουν «γραμμή» από το περιβάλλον του Άνακτος. Άλλοι να προσδοκούν τη «σωτηρία» από την αγγλική πολιτική! Άλλοι να προσβλέπουν στον νεοφερμένο αμερικανικό παράγοντα! Και μέσα σε αυτή τη ζοφερή, την εφιαλτική ατμόσφαιρα, κάποιοι —ανάμεσα σε αυτούς ο κύκλος του Κουν— να δημιουργούν το θαύμα, να αγωνιούν για το «αθάνατο» μέρος της ανθρώπινης υπόστασης —
μα τι γένους είναι λοιπόν ο τόπος αυτός που κηδεύεται; [30]
«Αυτός ο τόπος προχωρεί με τις εξαιρέσεις του», ισχυριζόταν ο Γκάτσος. [31]
Κατά ένα παράδοξο τρόπο το τραγούδι του έργου, το «Χάρτινο το φεγγαράκι», αποτυπώνει ανάγλυφα, σ’ εκείνη τη σκοτεινή εποχή για την Ελλάδα, έναν φωτεινό ουρανό — από την πλευρά της αλήθειας, της ανθρώπινης ευαισθησίας, της πίστης στη ζωή. Κι όχι μόνον. Έχει και τούτη την πτυχή: στην παράσταση του 1949, η Μελίνα Μερκούρη, ως Μπλανς Ντυμπουά —μια σπαρακτική ύπαρξη—, στον σπαραγμένο ελληνικό τόπο, ερμήνευε στη μελωδία του Μάνου Χατζιδάκι, μισό τραγούδι — ένα σπάραγμα!
Οι αμερικανικοί στίχοι έφτασαν στον Γκάτσο σαν ένα μακρινό φως. Για να επιβεβαιώσουν την πανάρχαια πεποίθηση της μεταμορφώσεως του ξένου στοιχείου, σε αυθεντικά ελληνικό από τους —λίγους— αληθινούς δημιουργούς του δικού μας πολιτισμού:
Say, it’s only a paper moon
Sailing over a cardboard sea
But it wouldn't be make-believe
If you believed in me.
Yes, it's only a canvas sky
Hanging over a muslin tree
But it wouldn't be make-believe
If you believed in me.
Without your love
It's a honky-tonk parade
Without your love
It's a melody played in a penny arcade.[32]
Αυτοί οι στίχοι έγιναν μια ελπίδα στον ορίζοντα. Ο Γκάτσος τους αναδιατάσσει απαράμιλλα, δίδει την πνοή των ελληνικών του, και δημιουργεί ένα αριστούργημα. Κι όπως ο τόπος αυτός χρειάστηκε χρόνια για να ξαναβρεί τον «δρόμο» του, και αυτό το «μισό» αρχικό δημιούργημα, για να γίνει ολόκληρο τραγούδι θα απαιτηθούν εννέα χρόνια. Κι από τον ποιητή και από τον μουσικό! Ο ένας θα γράψει τους εισαγωγικούς στίχους «Θα φέρει η θάλασσα πουλιά / κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι…», κι ο συνθέτης μια νέα μελωδία για το ξεκίνημα και τους νέους στίχους που θα ταιριάσει αξιοθαύμαστα στο παλαιό μελωδικό μοτίβο.
Σε τηλεοπτικό στούντιο του Λονδίνου, τον Δεκέμβριο του 1971, γίνεται μια μοναδική συνάντηση: ο Μάνος Χατζιδάκις (στο πιάνο), ο Γιώργος Ζαμπέτας (στο μπουζούκι), και η Βίκυ Μοσχολιού (στο τραγούδι), παρουσιαστής της εκπομπής αυτής ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος. Τότε ο Χατζιδάκις αποκαλύπτει για το «Χάρτινο το φεγγαράκι», λίγο πριν το ερμηνεύσει η Μοσχολιού:
Αυτό το είχα γράψει το ’48 [=1949] για το «Θέατρο Τέχνης». Όταν ανέβασε ο Κουν το Λεωφορείον ο πόθος του Τεννεσή Ουίλιαμς. Ήταν το μοτίβο του έργου. Στίχοι του Γκάτσου. Μετά όταν σμίξαμε με τη Μούσχουρη, το είπε στο δίσκο και κάναμε την εισαγωγή. Η εισαγωγή δεν υπήρχε στο «Θέατρο Τέχνης». Ήταν μόνο το «Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά». Μετά, για να γίνει ένα ολόκληρο τραγούδι, κάναμε το πρώτο μέρος. Λοιπόν, είναι ένα τραγούδι πράγματι που γράφτηκε μέσα σε επτά [= εννιά] χρόνια.[33]
Δεκαετίες αργότερα, ο Κουν θα γράψει ένα σημαντικό κείμενο για τον Γκάτσο, στο οποίο παρουσιάζει τις ουσιαστικές πλευρές της φιλίας και της πολύχρονης συνεργασίας τους. [34]
Οι δημιουργικοί σπόροι του προφορικού λογού
Για τον Νίκο Γκάτσο και τη βαρύτητά του στα θεατρικά και λογοτεχνικά πράγματα πρωτάκουσα να γίνεται λόγος στην περίοδο της Κατοχής. Νομίζω πως η μεγάλη φήμη του ξεκίνησε με τη μετάφραση που είχε κάνει του Ματωμένου γάμου, η Αμοργός
ήρθε αργότερα. Όλοι κατανοούσαν πως ήταν εξαίρετη η μετάφραση του Ματωμένου γάμου
(κι έμενα, άλλωστε, μ' είχε ενθουσιάσει), συμφωνούσαμε μάλιστα στις συζητήσεις μας πως έπρεπε να ανεβάσουμε το έργο αυτό, αλλά τον ίδιο τον Γκάτσο δεν τον είχα γνωρίσει ακόμη. Αν μας είχε ενθουσιάσει η μετάφραση του Ματωμένου γάμου
είναι γιατί, πολύ άμεση και πολύ ποιητική καθώς ήταν, άφηνε ν’ ακουστεί ένας λόγος καθαρής ποίησης που δεν έμοιαζε με μετάφραση, τόσο αυτούσια δημιουργημένος φαινόταν. Όταν πρωτογνωριστήκαμε, βλεπόμασταν αραιά και που, αλλά όσο περνούσε ο καιρός οι συναντήσεις μας γίνονταν όλο και πιο συχνές. Δεν ήταν μόνο η βαρύτητα και οι πολλές του γνώσεις, το κοφτερό του το μυαλό και η γοητεία που εξέπεμπε, ο λόγος που γι’ αυτόν είχε γίνει πυκνή η συναναστροφή μας, αλλά γιατί είχαμε επιπλέον να συζητήσουμε το ρεπερτόριο του «Θεάτρου Τέχνης». Ο Γκάτσος ήταν ένας απ’ τους βασικούς μου συμβούλους και για κάθε ευαίσθητο πρόβλημα ζητούσα πάντα τη γνώμη του. Τόσο συνήθεια είχε γίνει να συζητούμε το κάθε τι, που δεν ανέβαζα έργο αν δεν εξέταζα μαζί του τις προεκτάσεις που είχε και το κατά πόσο θα ήταν χρήσιμο ν’ ανεβεί. Συναντιόμασταν σχεδόν κάθε βράδυ σε διάφορα στέκια —μιλάμε για μιαν εποχή αρκετά μετά την Κατοχή—, που το βασικότερο ήταν τα καλοκαίρια στην οδό Φωκίωνος Νέγρη. Υπήρχε κι ένα άλλο κέντρο, στην οδό Πατησίων, ένα μικρό μαγαζάκι —ζαχαροπλαστείο, αν δεν κάνω λάθος— που τώρα έχει εξαφανιστεί. Συναντιόμασταν ακόμη στο σπίτι μου που ερχόταν κάποτε-κάποτε τα βράδια και μέναμε ως αργά κουβεντιάζοντας μαζί με δυο-τρείς άλλους ανθρώπους. Σπίτι μου ή στα διάφορα στέκια, μόνοι μας ή με συντροφιά μια ομάδα λογοτεχνών, θυμάμαι πόσο ωραία ήταν η περίοδος αυτή έτσι καθώς συζητούσαμε τα διάφορα προβλήματα, κάτι που δεν μπορεί να το ζήσει κανείς σήμερα —αυτές τις συζητήσεις στο ύπαιθρο εννοώ—, δεν ξέρω αν για άλλους ισχύει, εγώ δεν το βλέπω πια. Υπήρχε ακόμη — πολύ αργότερα — το «Πικαντίλλυ», όπου πήγαινα και τον έβρισκα όταν τον είχα ανάγκη κι όπου σύχναζε κάθε μεσημέρι. Πιο εποικοδομητική όμως απ’ όλες θυμάμαι την περίοδο των παλιών καιρών που συναντιόμασταν τα βράδια. Έπειτα σιγά-σιγά χαθήκαμε κι έμεινα με την ανάμνηση του Νίκου και με τη βαρύτητά του στη σκέψη μου. Αυτή η βαρύτητα που ξεκαθάρισε πολλά πράγματα μέσα μου, προπάντων σ’ ό,τι άφορα στο θέατρο και στη λογοτεχνία και μ’ έκανε να τα βλέπω με άλλο πρίσμα. Δεν είχε μόνο αισθητήριο, άλλα και γνώσεις και γνώμες ξεκάθαρα σχηματισμένες για το τί είναι καλό θέατρο, απόψεις που έχουν πολύ επιδράσει πάνω μου.
Νομίζω πως με τον Γκάτσο έγινε το εξής: η Αμοργός ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε τον περιόρισε να τολμήσει να δημοσιεύσει κάτι άλλο. Συζητούσαμε από τότε το γεγονός μήπως η μεγάλη επιτυχία της Αμοργού στάθηκε η αιτία που δεν παρουσίασε κανένα άλλο πρωτότυπο ποιητικό έργο. Γιατί δεν μπορεί παρά να υπήρχαν στίχοι που του έρχονταν και μετά στο μυαλό. Αλλά ο Γκάτσος είναι ένας «περφεκσιονίστ». Ήθελε πάντα αυτό που κάνει να είναι τέλειο. Και, καθώς δεν θα δημοσίευε παρά μόνο ό,τι αισθανόταν πως προχωρούσε ακόμη πιο πέρα, η Αμοργός του γινόταν εμπόδιο. Προσπαθούμε να μαντέψουμε πράγματα στην απουσία του. Γιατί πάντα είχαμε την υποψία πως κάτι έχει μέσα στα συρτάρια του και πάντα περιμέναμε να δούμε τί άλλο ετοιμάζει μετά την Αμοργό — που δεν το ξέρουμε, βέβαια, ακόμη. Αλλά εγώ προσωπικά πάντα είχα την αίσθηση πως κάτι ετοίμαζε. Έτσι κρυφός όπως είναι σε ό,τι κάνει, αλλά παράλληλα και με ένα τόσο δημιουργικό μυαλό, υποπτεύεσαι πάντα πως κάτι θα έχει έτοιμο. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ν’ αρκείται να σκέφτεται τα πράγματα κι οι ίδιες οι σκέψεις του, αν και τόσες πολλές, να μην τον υποχρεώνουν να τις γράψει. Καταλαβαίνω πολύ καλά το γεγονός ότι, παρ’ όλες τις γνώσεις του, δεν έγραψε ποτέ θεωρητικά κείμενα. Τον ενδιέφερε μόνο ό,τι ήταν δημιουργικό σε σχέση με την ποίηση. Δε νομίζω πώς θα ενδιαφερόταν ποτέ να γράψει μια μελέτη. Άλλωστε το μυαλό του δεν θα τον βοηθούσε σε κάτι ανάλογο, γιατί είναι ένα μυαλό που θέλει να καταναλώνεται σε ομιλίες και όχι σε μελέτες, σε σκέψεις, που να μην τις διατυπώνει όμως γραπτά. Ήθελε να διατυπώνεται με τον τρόπο αυτό μόνο ό,τι είναι ποίηση. Του άρεσε περισσότερο αυτά που πιστεύει να τα λέει έτσι σκόρπια. Αντίθετα μάλιστα απ’ ό,τι νομίζουμε, σήμερα καταλαβαίνω πως τα προφορικά πράγματα δεν χάνονται, μένουνε. Σε μένα η σφραγίδα του Νίκου Γκάτσου έχει μείνει ανεξίτηλη όλα αυτά τα χρόνια. Προσπαθώ πάντα να κρατηθώ μέσα στις γραμμές του, μέσα σ’ αυτά που πρέσβευε και που δε νομίζω πως θα μου έμεναν τόσο πολύ αν διατυπώνονταν γραπτά. Τώρα καταλαβαίνω πόσο πονηρά ήταν τα τερτίπια του, με το να θέλει να κρατήσει σε κουβέντες τις σκέψεις του και μέσα από κουβέντες να διοχετεύονται. Άλλωστε και στους αρχαίους, όπως με τον Σωκράτη και τόσους άλλους φιλόσοφους και διανοούμενους, η μετάδοση των σκέψεων γινόταν με τον προφορικό λόγο. Έτσι και οι δικές μας παρέες είχαν έναν χαρακτήρα συμποσίου — συναθροίσεις μερικών ανθρώπων που μαζεύονταν για να συζητήσουν.
Είμαι ευτυχής που πέρασα από αυτό το στάδιο γιατί, αδιάφορο αν δεν γράφτηκαν, έμειναν οι σπόροι αυτών των συζητήσεων και με πλούτισαν. Διεισδύουν μέσα σου κατά έναν περίεργο τρόπο οι προφορικές κουβέντες και δημιουργούν ένα κλίμα, που συχνά ο γραπτός λόγος δεν μπορεί να το δημιουργήσει, όσο κι αν από τον τελευταίο μένουν, αναμφισβήτητα, λαμπερά σημάδια, ορόσημα. Δεν αποκλείεται βέβαια το να μην γράφει κανείς να οφείλεται σε τεμπελιά, αλλά είμαι σίγουρος πως η τεμπελιά δεν βρίσκεται στο μυαλό. Αντίθετα το μυαλό θέλει κάτι ζεστό και ζωντανό για να μπορέσει να διοχετεύσει και να διοχετευτεί. Την τεμπελιά τη δημιουργεί το χέρι και η έλλειψη ζωντανού προσώπου. Το καταλαβαίνω αυτό γιατί, αν και πολλοί με προτρέπουν να γράψω αυτά που λέω κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας στις πρόβες, εγώ δυσκολεύομαι. Ελάχιστα πράγματα μπορώ να γράψω όταν συγκεντρωθώ γι’ αυτή τη δουλειά, θέλω να υπάρχουν μπροστά μου τ’ αντικείμενα που σ’ αυτά θα διοχετευτούν όσα έχω να πω, αυτά μ’ ερεθίζουνε. Όταν δεν υπάρχει αυτό το πάρε-δώσε, όταν δεν υπάρχουν αυτά τα αντικείμενα, το χέρι μου δύσκολα καταγράφει πράγματα. Αλλά κι έτσι τίποτε δεν χάνεται. Από την παρέα και τις συζητήσεις μου με τον Νίκο Γκάτσο δεν μου έχει μείνει μόνο ένα γενικό κλίμα —αν κι αυτό βαραίνει περισσότερο—, αλλά και συγκεκριμένες ακόμη σκέψεις, όταν για παράδειγμα έλεγε ότι «σ’ ένα έργο τα πρόσωπα πρέπει να κινούνται από τα νήματα της μοίρας, του τραγικού, κι όχι να έχουν μια δικιά τους βούληση». Η συμβολή του Νίκου Γκάτσου πάνω μου υπήρξε αποφασιστική, γι’ αυτό δεν ήταν πρόσκαιρη, αλλά κράτησε, και σήμερα ακόμη υπάρχει ο Γκάτσος μέσα μου.
Παρέθεσα αυτό το κείμενο μιας κορυφαίας μορφής του θεάτρου, που επισημαίνει καίρια στοιχεία της επιβλητικής προσωπικότητας του Γκάτσου, καθώς η βαθιά εκτίμηση των ομοτέχνων του από τη Γενιά του ’30, είναι πολύ γνωστή κι ως ένα βαθμό ευεξήγητη. Ανοίγοντας μιαν άλλη παρένθεση, σε αυτό το σημείο, θα προσθέσω δύο άγνωστες, επίσης, μαρτυρίες: της εμπιστοσύνης και της εκτίμησης που δημιουργούσε ο Γκάτσος και σε νεώτερους.
Η πρώτη είναι του Τάκη Σινόπουλου. Σε συνομιλία του με την Νατάσα Χατζιδάκη, στο αφιέρωμα σε αυτόν, του περ. Σήμα, τχ. 17, Μάιος- Ιούνιος 1977, αναφέρει τον Γκάτσο ως το πρόσωπο που τον έπεισε για την αξία και τη χρησιμότητα κυκλοφορίας του πρώτου βιβλίου του:
Το βιβλίο [Μεταίχμιο] βγαίνει αργότερα, το 1951. Θα μου πεις, γιατί άργησα να το βγάλω. Θα σου πω. Φοβόμουν να μην πέσω στην λούμπα, να μην πέσω στην κατάσταση των 200-300 ανθρώπων που βγάζουν βιβλία κάθε χρόνο. Φιλοδοξία μου ήταν να βγάλω ένα καλό βιβλίο. Και γι’ αυτό το λόγο, δούλευα σαν σκυλί κάθε βράδυ ακόμη και στα βουνά, να φτιάξω ποιήματα της προκοπής, να έχουν κατά κάποιο τρόπο μια κοινή συγκατάθεση. Θυμάμαι πως ο Νίκος Γκάτσος τρόφιμος του «Λουμίδη» στα 1950-51 —του έτρεφα μια συμπάθεια λόγω μοραΐτικης καταγωγής— μου λέει: Τι κάνεις, δεν θα βγάλεις βιβλίο; Και του λέω, Νίκο άκουσε να δεις, αν πρόκειται να βγάλω ένα βιβλίο που να χαθεί μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, να μου λείπει. Όχι, όχι να το βγάλεις, μου λέει. Θα βγάλεις καλό βιβλίο. Του λέω, κοίταξε εσύ είσαι πιο ψημένος. Θα πιάσει τόπο; «Ορκίζομαι, με τα δυο μου χέρια. Βγάλ’ το και μην φοβάσαι». Και πραγματικά η κουβέντα του Γκάτσου με έπεισε. Έκανα μια αυστηρή επιλογή και πρέπει να σου πω πως για μένα επιλογή είναι, να σκίζεις, όχι να φυλάς τα χειρόγραφα σου για τους καθηγητές των πανεπιστημίων αργότερα, ας πούμε. Και να μαζεύεις μπαούλα με αρχεία […].
Η δεύτερη αναφορά είναι από την σπουδαία γλύπτρια Ναταλία Μελά. Σε συνέντευξή της στον Σ.Β. Σκοπελίτη (εφ. Τα Νέα, 14 Αυγούστου 2002, σ. 23), εξομολογείται:
Ήμουν κοριτσάκι, θυμάμαι που διάβασα για πρώτη φορά Σεφέρη με τον [Ανδρέα] Καμπά και τον [Νάνο] Βαλαωρίτη. Και ενώ δεν καταλάβαινα — φαντάσου δεν καταλάβαινα Σεφέρη, τόσο στενοκέφαλη ήμουν, αλλά σιγά-σιγά μπήκα στο κλίμα. Γνώρισα τον Εμπειρίκο και γίναμε φίλοι, όπως και με τον Ελύτη. Εδώ θέλω να πω την ώριμη γνώμη μου, μεγαλύτερος από όλους ήταν ο Γκάτσος. Υπήρξε μεγάλη μορφή και δεν είναι μονάχα η Αμοργός, είναι τα τραγούδια του και η στάση του η καταπληκτική απέναντι σε όλους και σε όλα.
Θα κλείσω αυτό το τμήμα, με ένα κείμενο του Γκάτσου, επίσης αθησαύριστο στις μελέτες για το έργο του που έχω υπ’ όψιν μου. Γραμμένο για τον εορτασμό των εικοσιπέντε χρόνων του «Θεάτρου Τέχνης», και ενταγμένο στον τόμο: Κάρολος Κουν 25 χρόνια θέατρο, επιμέλεια: Μάριος Πλωρίτης, Αθήνα 1959 — «δίδυμο», κατά ένα τρόπο, με κείμενο που έγραψε ο Ελύτης, για τον ίδιο λόγο, στον ίδιο τόμο.[35]
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΚΙ Η ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΙΣ
Καθώς περνάν τα χρόνια, κι οι εποχές μας ξεγελάνε κάθε φορά με τα άνθη και τα χιόνια της απιστίας τους, η παράξενη μορφή του Καρόλου Κουν, περιφρονώντας την τέφρα του καιρού, αποκτά ολοένα και περισσότερο την έκταση και τη σημασία ενός συμβόλου. Ο άνθρωπος αυτός, ο παντοτινά ξένος ανάμεσά μας, που με τη βαθειά του εκλεκτική συγγένεια κατόρθωσε να συλλάβει την εσωτερική αγωνία του σύγχρονου κόσμου, πριν αυτή γίνει καθολική συνείδηση, και που δεν δίστασε, σε ανύποπτους ακόμα καιρούς, να κλονίσει τις πατροπαράδοτες πεποιθήσεις μας για την αξία του μέτρου και του ρυθμού —- δικαιώνεται σήμερα σαν πρωτοπόρος και ανανεωτής του Ελληνικού θεάτρου.
Πρωτοπόρος, γιατί μόνος αυτός στην περιοχή του είχε την τόλμη να ασεβήσει σε δύο μεγάλα είδωλα του κοινού, την ωραιολογία και την ωραιοπάθεια, και ανανεωτής, γιατί στο βάθρο που άφησαν κενό οι φανατικές αυτές εχθρές του Διονύσου έστησε, ζυμωμένη με το αίμα του, την ανησυχία μιας άλλης αλήθειας, πιο φλογερής, πιο δύσκολης, και τελικά πιο ανθρώπινης. Χωρίς τον Κουν, το Ελληνικό θέατρο θα συνέχιζε φυσιολογικά την πορεία του προς την άνοδο και θα πραγματοποιούσε μερικές απ’ τις πιο λαμπρές ως τώρα επιτεύξεις του, αλλά δεν θα είχε ποτέ γνωρίσει τον ακατέργαστο θησαυρό μιας αντίληψης που ενσωματώνεται σιγά-σιγά στη θεατρική μας παράδοση και αποτελεί τη μόνη υπολογίσιμη κληρονομιά για το μέλλον.
Ωστόσο, ο κόσμος που ανάστησε μπροστά μας ο Κουν, αν και δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε οριστικό σχήμα, φαίνεται πως θα μείνει για πάντα μια εικόνα ζωής του δημιουργού του, μια καθαρά προσωπική του μυθολογία. Αναζητώντας τις ρίζες του σε ένα σκοτεινό κι ανεξερεύνητο δρυμό, με μόνα του τεχνικά εφόδια κάποιες υποδείξεις του Στανισλάβσκι και του Μάγερχολντ, ο Κουν πήρε στα χέρια του έργα και χαρακτήρες πασίγνωστους, και με το πολυδουλεμένο αυτό υλικό έπλασε μια αυθαίρετη κοινωνία ανθρώπων, που, με εξαρθρωμένες κινήσεις, με άναρθρες φράσεις και κωμικούς πολλές φορές μορφασμούς, κατόρθωνε να μας φέρνει πάντοτε σε βαθύτερη επικοινωνία με τους συγγραφείς και σε αμεσότερη επαφή με την ευαισθησία της εποχής μας.
Αλλά μια τέτοια κοινωνία ανθρώπων, παρ’ όλη τη γνησιότητα της πρωτόγονης λάμψης της, δεν ήταν εύκολο να πολιτογραφηθεί σαν νόμιμο καθεστώς στην επικράτεια του θεατρικού μας χώρου. Όσο κι αν η επιρροή της στα προκεχωρημένα φυλάκια της καλλιτεχνικής μας ζωής υπήρξε θετικά και αρνητικά αποφασιστική, όσο κι αν το παράδειγμά της αποτελεί αναντικατάστατη μαθητεία και δίδαγμα, φαίνεται πως η μοίρα της είναι να ζει παντοτινά στην παρανομία, να μη γνωρίσει ποτέ τις δάφνες της ακαδημαϊκής αμεριμνησίας. Ο πανικός κι η αγωνία δεν είναι δώρο ή κατάρα του καθενός, κι ο Κουν που, με τη βαθειά του καλλιτεχνική καλλιέργεια, την τέλεια τεχνική του κατάρτιση, και την έμφυτη ικανότητά του να ζωντανεύει ανθρώπους πάνω στη σκηνή, θα μπορούσε να συνθηκολογήσει άνετα και να εκμεταλλευτεί όσο κανένας άλλος τη στιλπνή επιφάνεια, προτίμησε την επώδυνη σκοτεινιά του βυθού, την άσκοπη αναζήτηση ενός χαμένου μαργαριταριού μέσα στη λάσπη.
Το σίγουρο ένστικτό του τον οδήγησε από την αρχή στον δυσκολότερο δρόμο της τέχνης και της ζωής, κι από απλό διακοσμητή των παθών και των συγκινήσεων, τον μεταμόρφωσε τελικά σε ένα ματωμένο κομμάτι του εαυτού του, σε μια ζωντανή μαρτυρία της καλλιτεχνικής αλήθειας του καιρού του και όλων των καιρών.
Έτσι, κάθε βράδυ, την ώρα που σβήνουν τα φώτα στην αίθουσα κι η φανταστική αυλαία του Κουν γίνεται ο καθρέφτης κάποιας άλλης ζωής — ένας παράξενος κόσμος αρχίζει να ξυπνάει και να αναδεύεται στη σκηνή. Μπορεί να αλλάζουν κάθε φορά τα εξωτερικά του γνωρίσματα, μπορεί τα έργα, οι αιώνες, οι εποχές, να χρωματίζουν με διαφορετική σημασία τα συναισθήματα και τις πράξεις του, αλλά η βασική του σύνθεση μένει πάντα η ίδια.
Πίσω από τους πιο ουδέτερους ρόλους, πίσω από τους πιο ασήμαντους ηθοποιούς, παραφυλάνε ανάλλαχτοι οι πρωταγωνιστές του παράδοξου αυτού κόσμου, περιμένοντας, με ένα νόημα του δημιουργού τους, να βγουν από τη σιωπηλή τους αφάνεια και να ξαναρχίσουν την περιπέτεια της ζωής, στυγνοί, αμετανόητοι και παράλογοι. Ο Μπόρκμαν με την πεισματική μεγαλομανία του, ο Όσβαλντ με την ανέκφραστη δυστυχία του, ο Βάνιας με την απέραντη μοναξιά του, η πονεμένη Άλμα κι η Έμιλυ Γουέμπ, η μικρούλα Έντβιγκ κι η Μπλανς Ντυμπουά, ο Έντυ Καρμπόνε κι ο Γκαρσέν, η Κυρία Άλβινγκ κι η τραγική Μάνα του Φεδερίκο —- όλοι αυτοί, από χιλιάδες πατρίδες και με χιλιάδες ονόματα, μένουν εκεί κι αγωνίζονται, στα σύνορα της ζωής και του θανάτου, παντοτινοί παρηγορητές και παντοτινοί εφιάλτες για όλους μας. Τον απελπισμένο αυτόν αγώνα τους, την πάλη να συμφιλιωθούν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ο δαίμονας κι ο άγγελος, το περιστέρι κι η λεοπάρδαλις, η τρυφερότητα και το πάθος - κανείς δεν τον έκαμε υπόθεση της ζωής του όπως ο Κουν, και κανείς από τη γενιά του δεν μπόρεσε, όπως αυτός, να τον ζωντανέψει σε όλο το μεγαλείο και τη φρίκη του.
Για όσους θέλουν να βλέπουν και να δέχονται, η προσφορά του Κουν στο Ελληνικό θέατρο δεν είναι προσφορά ενός σπουδαίου ή μέτριου ερμηνευτή, αλλά μοναδική καταβολή ενός καλλιτέχνη, που έρχεται ολόισια από τη μεγάλη γενιά των δημιουργών.
Μια αθέατη συνέντευξη του ποιητή
Αποτελεί σταθερή επισήμανση στις μελέτες και στις αναφορές για τον Νίκο Γκάτσο, ότι ο δημιουργός αυτός, ουδέποτε έδωσε συνέντευξη, κρατώντας τις απόψεις του για τον στενό κύκλο των φίλων και των συνομιλητών του. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δημοσιεύματα στα οποία έχουν κατατεθεί κάποιες από τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Ας δούμε λοιπόν τα κείμενα αυτά.
Η παρουσία του Γκάτσου στο «Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας», τη δεκαετία του 1950-1960, υπήρξε γόνιμη, εντατική, και πολύπτυχη: ομιλητής στους ραδιοθαλάμους (με ευρεία θεματική), μεταφραστής (σημαντικών θεατρικών έργων), φιλολογικός επιμελητής έργων (σε «ραδιοφωνικές προσαρμογές»).[36]
Στη διάρκεια των χρόνων αυτών, ο Γκάτσος έλαβε μέρος σε δύο ραδιοφωνικές συναντήσεις, με γενικό τίτλο «Ομιλούν οι ειδικοί», τα κείμενα των οποίων έχουν ήδη από το 1961 απομαγνητοφωνηθεί.
Η πρώτη συνομιλία, με τίτλο «Η νέα ποίησις», μεταδόθηκε στις 12 Ιουλίου 1960. Συζητητές ήταν οι: Νίκος Γκάτσος, Ανδρέας Καραντώνης, Τάκης Σινόπουλος, Γιωργής Κότσιρας.[37] Ας δούμε τα σημεία με τις παρεμβάσεις του Γκάτσου.
[Αναφέρει ο Γ. Κότσιρας] … υπάρχει ένα άλλο είδος λογικής, δηλαδή η λογική του υποσυνειδήτου, που για πρώτη φορά εισέρχεται με τον υπερρεαλισμό στην ποίηση.
Να μου επιτρέψετε, κ. Κότσιρα, λέγει παρεμβαίνων ο κ. Γκάτσος, να πω ότι η νεωτέρα ποίησις δεν είναι μόνον ο υπερρεαλισμός, αλλά ένα σωρό ρεύματα που αρχίζουν από τον προηγούμενο αιώνα. Ο υπερρεαλισμός είναι μια μικρή λεπτομέρεια μέσα στην γαλλική ποίησι. Η νέα ποίησις είναι μια ολόκληρη Ιστορία, δεν είναι έτσι;
Λέμε, όμως, επειδή μιλήσαμε πριν για λογική, ότι αυτός που δημιούργησε μιαν sui generis λογική, αυτός ιδιαίτερα ήταν ο υπερρεαλισμός, απαντά ο κ. Κότσιρας.
Συνεχίζων ο κ. Γκάτσος λέγει: Κατά την δική μου γνώμη, δεν είναι αυτό το αίτιο που έχει κάνει το κοινό να αποκοπή από την ποίησι. Αυτό ίσως είναι η πρόοδος η σημερινή, που έχει σχέσι με την εξέλιξι την κοινωνική και την τεχνική και την σύγχρονη τεχνολογία, θα πρέπει, λοιπόν, να βρούμε εκεί τα αίτια εμείς οι ποιηταί και να προσπαθήσωμε να αποκαταστήσουμε πάλι την επαφή. Δεν θέλομε αυτή η πανάρχαια τέχνη να χάση την επαφή της με τον πολύ κόσμο. […]
Κατά τον κ. Γκάτσον το πρόβλημα είναι το εξής:
Σήμερα η ποίησις βρίσκεται σ’ ένα αδιέξοδο σε σχέσι με την επαφή της με το πλατύτερο κοινό. Λοιπόν, αυτό το αδιέξοδο πώς πρέπει να το αντιμετωπίσουν οι ποιηταί; Διότι ποιήματα γράφονται και ποιηταί πολλοί άξιοι λόγου υπάρχουν, όχι βέβαια μόνο στην Ελλάδα, αλλά σ’ όλον τον κόσμο, όμως κατά την γνώμη μου, η νεώτερη ποίησις βρίσκεται πολύ μακριά από το κοινό. Και μήπως το λάθος είναι των ποιητών;
Αν αυτό είναι σωστό —απαντά ο κ. Σινόπουλος—, νομίζω ότι το λάθος δεν είναι των ποιητών. Οι γνήσιοι ποιηταί πάντα εκφράζουν μια γνήσια ποίησι του καιρού τους. Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήση τους ποιητάς, διότι μιλούν αυτή τη γλώσσα και όχι την άλλη, που θα απευθυνόταν κυριότερα στο κοινό. Νομίζω, ότι εκείνοι που θα έπρεπε να ενεργήσουν και να δράσουν και να εργασθούν πάνω στο θέμα αυτό, είναι άνθρωποι που είναι έξω από τους ποιητάς, δηλαδή άνθρωποι που θα έπρεπε να φέρουν σε επαφή το κοινό με τους ποιητάς. Και οι άνθρωποι αυτοί είναι πρώτα η πολιτεία, δεύτερον η παιδεία, τρίτον οι κριτικοί που μιλούν για ποίησι, και χίλιοι άλλοι παράγοντες».
Μα το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, δεν είναι μόνο ελληνικό, παρατηρεί ο κ. Γκάτσος.
Φυσικά, απαντά ο κ. Σινόπουλος. Η μηχανοκρατική αντίληψις της ζωής και η έλλειψις μύθου της εποχής μας και σε ωρισμένας παλαιοτέρας εποχάς, δεν είναι φαινόμενο ελληνικό, είναι παγκόσμιο».[…]
Διερωτώμαι, συνεχίζει ο κ. Γκάτσος, το έξης: Μήπως οι ποιηταί όλου του κόσμου, δεν μπόρεσαν να προσαρμοσθούν εις την ραγδαία εξέλιξι της εποχής και η ποίησις βασίζεται εις τα δεδομένα τριών τουλάχιστον χιλιάδων ετών — μήπως χρειαζόμαστε καινούργια σύμβολα, καινούργιους μύθους; […]
Κατά τον κ. Σινόπουλο η σύγχρονος ποίησις εκφράζει την αγωνία του ποιητού που είναι πνευματικός άνθρωπος, την αγωνία του μπροστά εις τον μηχανοκρατικό πολιτισμό και εις τον μηχανοκίνητο τρόπο ζωής που ζούμε σήμερα. «Την διαμαρτυρία του, δηλαδή;» ερωτά ο κ. Γκάτσος. «Την αγωνία του και την διαμαρτυρία του», απαντά ο κ. Σινόπουλος. […]
Νομίζω, λέγει ο κ. Γκάτσος, ότι οι ποιηταί πρέπει να είναι ήρωες και οδηγοί μιας κοινωνίας. Το δυσάρεστο σημείο είναι ότι σήμερα είμαι απαισιόδοξος, γιατί πιστεύω πως οι ποιηταί παίζουν λίγο διακοσμητικό ρόλο. Μα οι ρόλοι των ποιητών, σ’ όλες τις εποχές, ήταν πάντοτε ρόλοι πρωτοπόρων και ρόλοι ηρώων και οδηγών του λαού. […]
Η δεύτερη συνομιλία, με τίτλο: «Τι είναι ο υπερρεαλισμός», μεταδόθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1960.[38] Συζήτησαν οι: Νίκος Γκάτσος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Ανδρέας Καραντώνης, με πρόσωπο από το Ε.Ι.Ρ. που δεν κατονομάζεται. Αποσπώ κι από αυτή τη συνομιλία τις απαντήσεις του Γκάτσου:
Ε.Ι.Ρ.: Έχετε λοιπόν τη γνώμη ότι ο συρρεαλισμός αποτελεί ή δημιουργεί ένα νέο είδος λογικής; Ποια η δική σας γνώμη κύριε Γκάτσο;
Γκάτσος: Έχω τη γνώμη ότι μας δημιουργεί την λογική της πραγματικής ποιήσεως, διότι βέβαια ο υπερρεαλισμός δεν έκανε τίποτ’ άλλο, για όλη την ιστορία της λογοτεχνίας, παρά μόνο να συνειδητοποιήσει και να εκθέσει, κυρίως με τα θεωρητικά έργα του Μπρετόν, όλο το ιστορικό της ποιήσεως. Πού, με άλλα λόγια, βρίσκεται ακριβώς η αληθινή ποίηση; Όχι στην απλή ιστορία και στον απλό μύθο. Γιατί, βέβαια, όταν διαβάζομε σήμερα μεγάλους ποιητές, είτε Όμηρο, είτε Αισχύλο, είτε Δάντη, την μεγάλη και πραγματική δηλαδή ποίηση, δεν περιοριζόμαστε φυσικά στον απλό μύθο, γιατί κάτι τέτοιο μπορούν να μας το προσφέρουν πολλά έργα. Πού, λοιπόν, βρίσκεται ακριβώς η ποίηση; Ο υπερρεαλισμός Ισχυρίστηκε ότι βρίσκεται στα στοιχεία τα έξω της λογικής. Αν αυτή η «εξωλογική» λογική είναι επίσης μια λογική, τότε είναι μια λογική την οποία δεν γνωρίζουμε. […]
Εμπειρίκος: Ζητώ να μου συγχωρεθεί η παρέμβασις. Θα ήθελα όμως να αναφέρω ότι η παρατήρησις που έκανε προ ολίγου ο κ. Γκάτσος, ότι κατά τον υπερρεαλισμό η αληθινή ποίησις υπάρχει στα εκτός λογικής στοιχεία, η παρατήρησις αυτή είναι ορθότατη. […] Κατ’ αρχήν λοιπόν ο υπερρεαλισμός είναι μια συνέχεια του κινήματος του Νταντά. Η κίνησις Νταντά ήταν μια ανταρσία, βεβαίως χρήσιμη όπως όλες οι ανταρσίες, διότι προσέφερε το δυναμικόν, άνευ του οποίου δεν γίνεται καμιά επανάστασις. Και ιδού! που άρχισεν αμυδρώς να υποβόσκει μέσα στο χάος του ντανταϊσμού το βαθύτατα λυρικόν μήνυμα του Ανδρέα Μπρετόν.
Γκάτσος: Από τα όσα ακούστηκαν μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η πηγαία και θεμελιώδης κίνηση του υπερρεαλισμού στράφηκε, γενικά, κατά κάθε μορφής κομφορμισμού, υποταγής δηλαδή σε κανόνες και δόγματα που δεν επέτρεπαν στον άνθρωπο να ερευνήσει τις ίδιες τις δυνατότητές του, τόσο στο χώρο της καλλιτεχνικής έκφρασης όσο και στο χώρο της ίδιας του της καθημερινής ζωής.
Πέρασαν δεκαετίες, ο Γκάτσος, συμπλήρωνε πια το έργο του, όταν ο δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης, αφιερώνοντας ένα κείμενο βαθιάς εκτίμησης για τον ποιητή, με τίτλο «Νίκος Γκάτσος: μια θεόθεν παρηγορία» (εφ. Τα Νέα, 21 Σεπτεμβρίου 1987, σ. 20-21), ενσωμάτωσε σε αυτό και ιδιαίτερα σημαντικά σημεία της συνομιλίας τους. Έτσι διασώθηκαν οι απόψεις του Γκάτσου:
Για την Αμοργό:
Η Αμοργός πέρα από το να ’ναι καλό, μέτριο ή κακό ποίημα, πέρα από το αν κουβαλάει ένα θρύλο, για μένα αντιπροσωπεύει ένα ποιητικό ιδεώδες. Είδα ότι εκείνα τα χρόνια η ποίηση όπως γραφόταν δεν ήταν το δικό μου ιδεώδες. Αυτή ήταν η βασική αιτία που με έκανε να μη δημοσιεύσω κάτι μετά. Από κει και πέρα μπορούν να δοθούν και άλλες εξηγήσεις. Ενδεχομένως ότι δεν είχα φιλοδοξίες, ότι δεν υπήρχε άλλο ταλέντο και ακόμα ότι δεν είχα κανένα αίσθημα μειονεκτικότητας, αναγκαίο καμιά φορά στους ποιητές.
Για τη μετάφραση του Ματωμένου Γάμου του Λόρκα, ανέφερε:
Το έργο το αγαπούσα παράφορα, το διάλεξα εγώ. Τα άλλα ήταν παραγγελίες και το ’κανα για βιοποριστικούς λόγους.
Για τη γνωριμία του με τον Ελύτη:
[…] στα 1936 στο καφενείο του Μαρντέσα. Μας σύστησαν: ο κ. Αλεπουδέλης, ο κ. Γκάτσος. Χαίρω πολύ. Κάποτε μείναμε οι δυο μας και ανακαλύψαμε γρήγορα ότι είμαστε ομοιοπαθείς ως προς το πάθος μας για τον υπερρεαλισμό. Ενδιαφερόμουνα για τον κινηματογράφο εκείνα τα χρόνια και κρατούσα υπό μάλης κινηματογραφικά περιοδικά. Είχα την πρόσκαιρη μανία να θέλω να γίνω σκηνοθέτης, μανία που χάθηκε στις μυλόπετρες των κατοπινών χρόνων.
Για τη φιλία του με τον Ελύτη:
Είμαστε δάκτυλο και δαχτυλίδι.
Για την πορεία του στη ζωή, και την ενασχόλησή του με το τραγούδι:
Ήμουν ένας άνθρωπος ανίκανος να προγραμματίσει και να οργανώσει το μέλλον του. Ένα φεγγάρι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, ένα άλλο φεγγάρι ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Δεν με ενδιέφερε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Από τότε όπως και σήμερα ζω την ημέρα. Στο βάθος υποπτεύομαι ότι είμαι αναρχικός. Αν θα μπορούσα να πω κάτι σοβαρά για μένα θα ’λεγα ότι είμαι βαθύτατα δημοκρατικός. Εν τούτοις η πολιτική δεν μου πάει σαν παιχνίδι. Στη ζωή μου δεν είχα ούτε έχω χρήματα. Δεν επεδίωξα κάτι τέτοιο ποτέ. Ασχολήθηκα με το τραγούδι τελείως συμπτωματικά και από το τραγούδι και τα ελάχιστα ποσοστά του ζω. Έγραψα για πρώτη φορά το «Χάρτινο το φεγγαράκι» στα 1949, όταν ο Κουν μου έδωσε να διορθώσω τη μετάφραση του Λεωφορείον ο πόθος. Θυμάμαι μια μέρα [του 1958] στο «Μπραζίλιαν», ο Μάνος [Χατζιδάκις] μου έφερε 300 δρχ. Τι είναι αυτά, του λέω; Τα ποσοστά σου από το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Μου φάνηκε απλό και πολύ ωραίο. Είχε τραγουδήσει η Μούσχουρη που από τότε μέχρι σήμερα είναι αδιάπτωτα φίλη μου. Μπορώ να πω ότι μου άρεσε που πήρα ποσοστά και καθώς τρώγοντας έρχεται η όρεξη, ασχολήθηκα πιο συστηματικά με το τραγούδι. Το τραγούδι είναι δύσκολο. Άλλωστε και ο Σαίξπηρ έγραψε τραγούδια. Αλλά όλα τα άλλα, οι εταιρείες, οι απαιτήσεις, οι τραγουδιστές, τα συμβόλαια είναι πράγματα που δεν σ’ αφήνουν να γράψεις όπως θες. Νομίζω ότι έγραψα μερικούς καλούς στίχους στο Νυν και Αεί, στους Δροσουλίτες, στην Αθανασία και στα Παράλογα.
Ωστόσο υπάρχει και μία συνέντευξη του Γκάτσου, που παρέμενε ως σήμερα, «πεισματικά» αθέατη, δηλαδή: απολύτως άγνωστη, ενώ έχει δημοσιευθεί δύο φορές!
Με τον γενικό τίτλο «Λόγος για την Ποίηση», ο Μήτσος Κασόλας, παρουσίαζε, από τις 24 Απριλίου 1977, σειρά συνεντεύξεων στην εφημερίδα Αυγή, ανάμεσα σε αυτές δημοσιεύθηκε και του Νίκου Γκάτσου. Η μοναδική αυτή συνέντευξη, όπως τόσα άλλα στοιχεία για τον μεγάλο δημιουργό, μυστηριωδώς «ξέφυγε» από όλους τους μελετητές του.
Το παράδοξο είναι ότι ο Μήτσος Κασόλας, ξαναδημοσίευσε αυτό το κείμενο, πάλι στην εφ. Αυγή (στις 31 Μαΐου 1992 – δεκαεννέα ημέρες μετά την αποδημία του ποιητή), με ουσιώδη πρόλογό του, επισημαίνοντας την εγκάρδια ανταπόκριση του Γκάτσου να απαντήσει στα ερωτήματά του:
«Δεν συνηθίζω» —μου είπε τότε εκεί στου «Φλόκα», που σύχναζε— «να δίνω συνεντεύξεις. Αλλά, για σας, θα κάνω εξαίρεση, γιατί μου άρεσε η ελληνικότητα και η ζωντάνια του βιβλίου σας Η άλλη Αμερική.
Αλλά και τότε η συνομιλία αυτή του 1977, πέρασε απαρατήρητη. Τρίτη φορά λοιπόν για την… κρυφή ως σήμερα, μα συναρπαστική συνέντευξη του Νίκου Γκάτσου. Ας την διαβάσομε:
— Γιατί γράφουν τόσοι πολλοί Έλληνες ποίηση;
— Το γεγονός ότι οι Έλληνες από τα πανάρχαια χρόνια, έχουν μια τάση προς τον λυρικό λόγο (γι’ αυτό, άλλωστε, έχουν και την πλουσιότερη παράδοση δημοτικού τραγουδιού σε σχέση με άλλους λαούς) δεν δικαιολογεί εντελώς την πληθώρα των ποιητικών συλλογών που κυκλοφορούν κάθε χρόνο. Υπάρχουν ασφαλώς κι άλλοι συντελεστές, περισσότερο κοινωνικοί παρά ψυχολογικοί, που πρέπει να τους διερευνήσουμε προσεκτικά πριν να καταλήξουμε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα.
— Τι ρόλο παίζει στη ζωή μας η ποίηση;
— Ο ρόλος που παίζει η ποίηση στην παγκόσμια σύγχρονη ζωή, φοβάμαι πως είναι ασήμαντος. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες παραδοσιακές τέχνες. Το θέατρο, η μουσική, η ζωγραφική περνάνε σήμερα τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία τους και οδηγούνται σε αδιέξοδα. Ο πολύς κόσμος, κρίνοντας από τα φαινόμενα, ούτε καν το υποπτεύεται, οι ίδιοι όμως οι δημιουργοί, όταν δεν παρασύρονται από φιλοδοξίες ή συμφέροντα, το ξέρουν πολύ καλά και η ανησυχία τους, τους ωθεί σε άσκοπους πειραματισμούς και περιττές ευρηματικότητες που επιταχύνουν την πτώση. Ο καίριος και απλός λόγος —βασικό γνώρισμα της αληθινής ποίησης— έχει μείνει μια φευγαλέα ανάμνηση.
— Γιατί ένα μεγάλο μέρος του κοινού, που διαβάζει, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τη σημερινή ποίηση;
— Το κοινό, παρότι σήμερα διαβάζει ή ασχολείται περισσότερο από άλλοτε με την ποίηση, δεν επικοινωνεί πραγματικά μαζί της. Απλώς, πληροφορείται. Και τούτο γιατί η σύγχρονη ποίηση έχει απομακρυνθεί από τη λαϊκή, δηλαδή την οικουμενική της βάση, και στην καλύτερη περίπτωση έχει γίνει ένα βολικό καταφύγιο για μικροαστικές ευαισθησίες και συγκινήσεις.
— Ποιες είναι οι αιτίες, που λειτουργούν ανασχετικά στην αύξηση της κυκλοφορίας του ποιητικού βιβλίου;
— Δεν μου φαίνεται να υπάρχει κρίση στην κυκλοφορία του ποιητικού βιβλίου. Τον καιρό που ήμουν φοιτητής, οι καθιερωμένοι τότε ποιητές —ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης κι άλλοι —, σπάνια έβλεπαν να τυπώνεται δεύτερη έκδοση από κάθε βιβλίο τους. Ο Σεφέρης τύπωνε τα πρώτα του έργα σε τριακόσια το πολύ σε πεντακόσια αντίτυπα. Σήμερα, ο Ελύτης ή ο Ρίτσος, πουλάνε χιλιάδες αντίτυπα από κάθε έργο τους, φαινόμενο που δεν το συναντάμε συχνά ούτε στις λεγόμενες προηγμένες χώρες. Στην Αμερική οι γνωστότεροι σημερινοί ποιητές δύσκολα ξεπερνάνε τα πέντε χιλιάδες αντίτυπα για κάθε βιβλίο τους και στην Αγγλία φτάνουν δεν φτάνουν τις δύο χιλιάδες. Όσο για τη Γαλλία καλύτερα να μην το σκεφτόμαστε.
— Τι θα μπορούσαν να κάνουν οι ίδιοι οι ποιητές για μια μεγαλύτερη επαφή και κατανόηση της ποίησης από το κοινό;
— Οι ποιητές κάνουν εκείνο που μπορούν και τίποτα παραπάνω. Πάντως, η αυτάρκεια και η θεματογραφία είναι κατά τη γνώμη μου δύο παραπλανητικές πυξίδες για τον σωστό προσανατολισμό της ποίησης.
— Τι ευθύνες καταλογίζετε στην πολιτεία, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενδεχόμενα και στους ίδιους τους ποιητές;
— Η πολιτεία, δηλαδή η εξουσία, που επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αντιμετωπίζει εχθρικά την ποίηση, και δίκαια ή άδικα, συνειδητά ή ασυνείδητα, φανερά ή συγκαλυμμένα, προσπαθεί να την εξουδετερώσει. Για τον απλούστατο λόγο ότι η εξουσία είναι το όργανο του συμβιβασμού των αντιθέσεων σε μια κοινωνία, ενώ η ποίηση, όταν είναι αληθινή, έχει την τάση να αναζητεί το απόλυτο και να οραματίζεται συνεχώς το μέλλον. Από την πολιτεία, οποιαδήποτε πολιτεία, οι άξιοι ποιητές δεν έχουν να περιμένουν παρά τον ύπουλο και αργό ευνουχισμό τους. Βραβεία, διακρίσεις, χορηγίες, κι άλλα τέτοια τεχνάσματα, είναι το πρώτο βήμα προς αυτόν το σκοπό.
— Πώς κρίνετε την ποίηση των νέων δημιουργών;
— Δύσκολα θα μπορούσα να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, γιατί δεν ξέρω τα έργα όλων των νέων ποιητών. Από όσα ξέρω, έχω την εντύπωση πως υπάρχουν μερικά αξιόλογα ταλέντα με γνήσια αλλά παραπαίουσα προς το παρόν φωνή. Αν η φωνή αυτή βρει το σωστό μέτρο της και ολοκληρωθεί, τότε μια νέα ποιητική γενεά θα δικαιώσει, μια ακόμα φορά στην ελληνική γλώσσα τη συνέχεια της μεγάλης προγονικής κληρονομιάς.
Δεν χρειάζεται να προσθέσω πολλά στα λεγόμενα του ποιητή της Αμοργού. Αυτή η αθέατη συνέντευξή του, νομίζω ότι αποκαλύπτει, με την αλήθεια και την αυστηρότητά της, ακέραιη την ιδιοσυγκρασία του Γκάτσου. Είναι χαρακτηριστική η γνώμη του για τους ποιητές και τη σημασία της ποίησης στη δεκαετία του 1970 («βολικό καταφύγιο για μικροαστικές ευαισθησίες και συγκινήσεις»), ή για τη γλωσσική πραγμάτωση της ποίησης που πρέπει να επιδιώκουν οι νέοι δημιουργοί, έτσι που να δικαιώσουν «στην ελληνική γλώσσα τη συνέχεια της μεγάλης προγονικής κληρονομιάς».
Δημιουργοί όπως ο Νίκος Γκάτσος, που προχώρησαν και συγκρότησαν το έργο τους μέσα στο μυστήριο της ζωής και του λόγου, μέσα στη χαρά, στο παιχνίδισμα, και στην έκπληξη που φέρνει το φως κάθε νέας ημέρας, μέσα στη διαρκή έγνοια για την πορεία του τόπου τους, μας προσφέρουν παρηγοριά κι εγκαρδίωση σε τούτα τα δύσκολα χρόνια. Και τον ορίζοντα πως, αν και «αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ», το θαύμα εξακολουθεί να υπάρχει παντού, και δεν χρειάζεται παρά η γνώση της πορείας των ανθρώπων, η αγάπη στην πατρίδα (στη γλώσσα, και στον πολιτισμό της), καθαρός νους, καθαρή καρδιά, για να το συναντάμε — ολοζωής.