Θανάσης Χειμωνάς, Ο κύριος τέλειος, Πατάκης 2021
__________
Ο ταλαντούχος κύριος Γουραλές
Ο Θανάσης Χειμωνάς, από το 1997 που εμφανίστηκε με δυο διηγήματα στην εφημερίδα Τα Νέα, έχει μια σταθερή παρουσία στα γράμματα, με μυθιστορήματα και σποραδικά με διηγήματα σε συλλογικούς τόμους. Και μια συνέπεια καλλιτεχνική όχι μόνο ως προς το είδος που καλλιεργεί, το μυθιστόρημα δηλαδή, αλλά και στα εκφραστικά του μέσα, καθώς και στα θέματα που τον απασχολούν.
Ο τίτλος που διάλεξα για να παρουσιάσω το τελευταίο του μυθιστόρημα, Ο κύριος τέλειος είναι ειρωνικός, όπως ειρωνικό είναι και το βλέμμα του ετετεροδιηγητικού αφηγητή, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου εστιάζει εσωτερικά στον κεντρικό του «ήρωα/αντιήρωα», Φώτη Γουραλέ. Φαίνεται
να είναι διφωνικός, διατηρώντας μια πλασματική απόσταση, ωστόσο, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος που εναλλάσσεται με τον ευθύ, ο οποίος αποτυπώνει το ιδιόλεκτο του κεντρικού και των υπολοίπων ηρώων/δευτεραγωνιστών του, μάς μεταφέρει τις σκέψεις, την κοσμοαντίληψη, τις μικρότητες και τα πάθη του μεσήλικα ήρωα και του περιγύρου του στα χρόνια της κρίσης στην Αθήνα.
Ο Γουραλές δεν είναι διόλου ταλαντούχος. Αποτελεί ένα σχετικά τυπικό δείγμα σαραντάρη που ρευστοποιεί και εκποιεί την προίκα που του άφησε η γενιά των γονιών του. Ως μοναχογιός του συνταξιούχου οδοντίατρου, Γρηγόρη Γουραλέ, απολαμβάνει την άνεση της πληρωμένης αεργίας. Δηλώνει επιχειρηματίας, ήτοι ιδιοκτήτης καντίνας, την οποία έχει αναθέσει σε συνεργάτη του, λαμβάνοντας το 50% των κερδών χωρίς καμία συμμετοχή στη λειτουργία της «επιχείρησης». Δεν έχει σπουδάσει, δεν έχει στόχους κοινωνική ανέλιξης, δεν έχει κάνει οικογένεια. Ακόμα και η ερωτική του ζωή είναι στην ουσία περιστασιακές σχέσεις με γυναίκες που γνωρίζει από το διαδίκτυο. Φαίνεται πως έχει πέραση, ως όμορφος και νέος ακόμα, αλλά ο ίδιος επιλέγει τη ζωή σε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα που χωράει μόνο έναν. Η σταθερή του «ερωτική σύντροφος» είναι μια Ρουμάνα – όπως του συστήνεται- σεξεργάτρια, η Ροξάνα, με την οποία διατηρεί μια ιδιότυπη σεξουαλική, αλλά και διαπροσωπική σχέση, ελεγχόμενη ωστόσο, χωρίς πάθος.
Ο πατέρας του που πάσχει από αλτσχάιμερ είναι ο μοναδικός αποδέκτης της φροντίδας, της τρυφερότητας και της αγάπης του για έναν άλλο άνθρωπο. Ακόμα και ο φίλος του, Πάνος, ανάλογης ηλικίας και προσόντων (ένας σταθερά άνεργος λογιστής που διαθέτει παλιό κινητό, το οποίο γράφει μόνο γκρίκλις) είναι μια σχέση ζωής που τον βολεύει και δεν του προκαλεί υπαρξιακές αναρωτήσεις και ανταγωνισμό.
Η εισβολή του έρωτα είναι αυτή που του ανατρέπει την αυτοεικόνα και την αυτοεκτίμησή του. Θα πρέπει να ερωτευτεί τη Ματίνα, μια υπάλληλο ναυτιλιακής εταιρίας, μια γυναίκα συνηθισμένη κατά τα άλλα που η ομορφιά της τον ερεθίζει και τον καθηλώνει, για να αρχίσει να νιώθει ανεπαρκής. Η αναζήτησή της και, συνακόλουθα η ανακάλυψη του «ερωτικού αντιπάλου του», του Αδριανού Σωφρονίου, θα τον κάνει να αισθανθεί loser. Γιατί ο τέλειος κύριος Σωφρονίου είναι αυτός που τα έχει όλα και κυρίως έχει στη ζωή του τη γυναίκα που ποθεί ο αφανής Γουραλές. Αυτοδημιούργητος, πρώην αθλητής, καλλιτέχνης, φιλάνθρωπος, επιτυχημένος επιχειρηματίας, προβεβλημένος από τον Τύπο και κυρίως ο σύντροφος της «γυναίκας της ζωής του». Η αμφίθυμη Ματίνα που τον προσεγγίζει και τον απωθεί, γίνεται ο μοναδικός στόχος του Φώτη Γουραλέ. Αλλά για την επίτευξη του στόχου, θα πρέπει να μάθει, να γνωρίσει και να υπερκεράσει τον κύριο τέλειο.
Ο Φώτης Γουραλές ήταν, πριν γνωρίσει την Ματίνα και κατά συνέπεια τον Σωφρονίου, πράγματι ταλαντούχος στο να επιβιώνει χωρίς κόπο, να ζει μια ζωή χωρίς εξάρσεις και αγωνίες. Είναι αμοράλ σε γενικές γραμμές: δημιουργεί σεξουαλική σχέση με τη γυναίκα του συνεργάτη του στην καντίνα, εκμεταλλεύεται ως εργοδότης τους υπαλλήλους που απασχολεί κατά καιρούς και προτιμά να πληρώνει ως εραστής για να μην έχει καμία συναισθηματική εμπλοκή. Είναι απολιτίκ σε μια εποχή που μαστίζεται από την ανέχεια και την αγωνία για επιβίωση. Αλλά αγαπά και φροντίζει τον πατέρα-πρώην φροντιστή του (με την πληρωμένη – φυσικά- φροντίδα μιας αλλοδαπής οικιακής βοηθού) και γίνεται παράτολμος για τον έρωτα της Ματίνας. Είναι ένας συνηθισμένος τύπος. Ενδεχομένως ένας συμπαθητικός τύπος με τις ρωγμές και τις αδυναμίες του. Ωστόσο, ο ογκόλιθος Σωφρονίου, ο άντρας που είναι τόσο τέλειος που καταντά σχεδόν έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, ο απάνθρωπα τέλειος κύριος Σωφρονίου, μοιάζει να συντρίβει αυτόν τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο. Και σίγουρα τον νικά στο μόνο ίσως πεδίο που θα μπορούσε να κερδίσει, τον έρωτα.
Το περικείμενο του μυθιστορήματος συνθέτουν η Αθήνα της κρίσης, τα σόσιαλ μίντια, ο γρήγορος έρωτας, τα ΜΜΕ με τα κουτσομπολιά των σελέμπριτις και μη, τα μπαρ και τα κουτούκια. Πριν γνωρίσει τον κύριο Τέλειο, ο Γουραλές ένιωθε ότι μπορεί να υπάρξει στο παρόν με σχετική ασφάλεια και σταθερότητα. Μια σειρά από ατυχίες: η καταστροφή της επιχείρησης, η επιδείνωση της υγείας του πατέρα του και η ανάγκη να τον μετακινήσει από το δημόσιο νοσοκομείο διότι παρήλθε ο χρόνος της ασφαλιστικής κάλυψης και φυσικά ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση, ακόμα και η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας της Ρουμάνας Ροξάνας, ανατρέπουν το πλασματικό περικείμενο του ήρωα. Σωτήρας του θα γίνει ο εχθρός του. Μετά από μια τυχαία συνάντηση με τον Σωφρονίου που καταλήγει σε γνωριμία, ο κύριος Τέλειος είναι αυτός που του προσφέρει ουσιαστική βοήθεια, χωρίς ανταλλάγματα, με απόλυτη φυσικότητα, μετατρέποντας στα μάτια του ακόμα και την καλοσύνη ενός ξένου σε μια πράξη σχεδόν απάνθρωπη για τα μέτρα της εποχής και τα δικά του.
Όσο πιο αρραγής είναι ο χαρακτήρας του Σωφρονίου τόσο καταβυθίζεται στα μάτια του αναγνώστη, βαθμιαία, ο Γουραλές. Το θετικό πρότυπο ενός ανθρώπου που χωρίς την βοήθεια της οικογένειας πέτυχε με ό,τι ασχολήθηκε, που η κάθε ήττα και απώλεια ήταν μια ευκαιρία για αναγέννηση και δημιουργία, που κατάφερε να συνδυάσει την επιχειρηματικότητα με την κοινωνική ευθύνη είναι στην ουσία η αντεστραμμένη εικόνα του Φώτη.
Το final twist της ιστορίας, εφόσον δεν υπήρξε καμία προοικονομία κατά το χτίσιμο του ήρωα και της πλοκής, θέτει σε ηθική, κοινωνική και υπαρξιακή διάσταση τα ζητήματα του καλού και του κακού. Το φαινομενικά καλό, ο πολυτάλαντος κύριος Σωφρονίου είναι και ουσιαστικά. Αλλά οι λοιπές ταυτότητες: η Μαρίνα, η Ροξάνα, ο Φώτης είναι ρευστές και καλειδοσκοπικές. Φλερτάρουν με το κακό, το ηθικά μεμπτό και φαίνεται να μπορούν, άδηλα, ξαφνικά, να βρουν υπαρξιακή θαλπωρή μέσα του.
Συνοψίζοντας, αναγνωστικά με κέντρισε και διάβασα το τελευταίο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά ως μια ειρωνική και σε αρκετές περιπτώσεις χιουμοριστική αποτύπωση της κοινωνικής και ιστορικής αστικής πραγματικότητας του 21ου αιώνα. Παίρνοντας ο συγγραφέας παραδειγματικά δύο περιπτώσεις κοινωνικής επιτυχίας (Σωφρονίου) και αποτυχίας (Γουραλές), επιτονίζοντας ως τα άκρα την φαινομενικότητα του άριστου και του ηττημένου αντίστοιχα και ανατρέποντας στο τέλος στα στερεότυπα περί καλού και κακού, θεωρώ ότι έκλεισε πανηγυρικά και εκκωφαντικά το μότο του βιβλίου «Μην φοβάστε την τελειότητα. Δεν θα την φτάσετε ποτέ» του Νταλί. Η τελειότητα είναι αδύνατη λόγω της θνητότητας, επομένως ούτε και διαρκής. Η ατέλεια μπορεί παραπλανητικά να σφετεριστεί την επιτυχία και την ευτυχία, μέσα από υπόγειες διαδρομές.
Και το ανατρεπτικό τέλος, η αναγνωστική έκπληξη είναι τελικά δικαιωμένη. Ο ήρωας φτάνει στη συγγραφική του τελειότητα επιλέγοντας μια ακραία λύση που θα του εξασφαλίσει με κάθε μέσο το ποθούμενο. Σε μια εποχή που η άκοπη και εύκολη επιτυχία είναι το ζητούμενο, στα πλαίσια αυτού του κοινωνικού αυτοματισμού είναι ικανός να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να κερδίσει το κορίτσι. Όσα διαθέτει ο Σωφρονίου δεν μπορεί να τα αποκτήσει, γιατί χρειάζονται χρόνο, σπουδές, ταλέντο, εξυπνάδα, διαρκή μόχθο και αφοσίωση. Ο έρωτας, που εξιδανικεύεται στα μάτια του Αδριανού μέσα από την απώλεια της γυναίκας του και δεν μπορεί να είναι εφικτός στο μέλλον, παρά μόνο σαν μια αναπλήρωση του κενού από διαφορετικές γυναίκες, η μοναδική ίσως ατέλεια του κυρίου Τέλειου, μπορεί να γίνει η μεγάλη επιτυχία του Γουραλέ, το μικροαστικό όνειρο της απόκτησης της γυναίκας-έπαθλο που γίνεται σύζυγος και μητέρα. Το τίμημα για να την αποκτήσει είναι αδιάφορο.
Η τελική επιλογή περιγράφεται, αλλά δεν επεξηγείται ούτε αναλύεται. Γιατί το κακό είναι σκοτεινό και κυρίως ρηχό.