Μια αξιοπρόσεκτη λυρική φωνή

Χρι­στιά­να Νι­κο­κά­βου­ρα, Θα υπάρ­χω, Με­λά­νι 2021

Μια αξιοπρόσεκτη λυρική φωνή


Η Χρι­στιά­να Νι­κο­κά­βου­ρα (γενν. 1943) έχει δια­νύ­σει μια προ­σω­πι­κή, δια­κρι­τι­κή δια­δρο­μή στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση. Όσοι πα­ρα­κο­λου­θού­με τη δη­μιουρ­γι­κή της πο­ρεία γνω­ρί­ζου­με ότι εί­ναι μια αξιο­πρό­σε­κτη φω­νή, που θα άξι­ζε μια ευ­ρύ­τε­ρη προ­σο­χή. Ο ποι­η­τι­κός της λό­γος μοιά­ζει να αγ­γί­ζει τις ρί­ζες ενός αρ­χέ­γο­νου λυ­ρι­σμού, να κα­τα­γρά­φει επει­σό­δια μιας πλού­σιας εσω­τε­ρι­κής ζω­ής, που δι­υ­λί­ζο­νται μέ­σα από μια στέ­ρεα παι­δεία και γνώ­ση της ιστο­ρί­ας της λο­γο­τε­χνί­ας: άλ­λω­στε η Νι­κο­βά­κου­ρα έχει μια ση­μα­ντι­κή θε­ω­ρη­τι­κή σκευή με σπου­δές λο­γο­τε­χνί­ας σε ση­μα­ντι­κά αμε­ρι­κά­νι­κα πα­νε­πι­στή­μια, όπως το Χάρ­βαρντ, ενώ έχει συγ­γρά­ψει και θε­ω­ρη­τι­κά έρ­γα, όπως η με­λέ­τη Ελύ­της και Γιουνγκ, Ένας διά­λο­γος (2000).
Η τε­λευ­ταία της ποι­η­τι­κή κα­τά­θε­ση με τον τί­τλο Θα υπάρ­χω εί­ναι μια εκτε­νής σύν­θε­ση στην οποία η ποι­η­τι­κή φω­νή πα­σχί­ζει να ορί­σει τη θέ­ση της μέ­σα σε έναν κό­σμο γε­μά­το αντι­θέ­σεις και συ­γκρού­σεις. Πρό­κει­ται για την κα­τα­γρα­φή μιας υπαρ­ξια­κής πο­ρεί­ας μέ­σα στην οποία δια­κρί­νε­ται μια πί­στη στη βα­θύ­τε­ρη αρ­μο­νία του πα­ντός, στον μυ­στι­κό πυ­ρή­να της ζω­ής που μπο­ρεί να απο­κα­λυ­φθεί μο­νά­χα από εκεί­νους που με μό­χθο, με υπο­μο­νή τον ανα­ζη­τούν.
Κα­τα­γρά­φω κά­ποιους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς στί­χους αυ­τής της ιδιαί­τε­ρης θε­μα­τι­κής και των τρό­πων που επι­λέ­γει η ποι­ή­τρια:

Θα υπάρ­χω στον σε­λα­γι­σμό… στον πυ­ρε­τό που ρέ­ει…

στην ερε­βώ­δη διά­χυ­ση… στον ρου που πα­ρα­παί­ει…

στη ρέμ­βη που εκ­στα­σιά­ζε­ται… στη μνή­μη που κο­χλά­ζει…

στο αγλάι­σμα που αν­θο­φο­ρεί και σθε­να­ρά ωρι­μά­ζει

τον πό­θο μιας ευό­δω­σης… μιας προ­σμο­νής που οδεύ­ει

προς τη φο­ρά που ηχεί τυ­φλά… τη δύ­να­μη που αρ­δεύ­ει

του κό­πους τους ακά­μα­τους… τους μό­χθους τους με­γά­λους…

θα υπάρ­χω στους παυ­σί­λυ­πους κε­λαϊ­δι­σμούς του κάλ­λους…

Πα­ρα­τη­ρεί κα­νείς τη δυ­να­μι­κή ει­κο­νο­ποι­ία, την ει­λι­κρί­νεια του βιώ­μα­τος, τη διαρ­κή ροή του λό­γου, που πα­ρα­σύ­ρει αρ­μο­νι­κά προς έναν κό­σμο γε­μά­το χυ­μούς, αρώ­μα­τα και μυ­στι­κές εκ­στά­σεις. Η πα­ρου­σία των απο­σιω­πη­τι­κών εί­ναι μια στα­θε­ρή επι­λο­γή της ποι­ή­τριας, που πραγ­μα­το­ποιεί­ται και σε άλ­λες συν­θέ­σεις της. Και ενώ στην αρ­χή η επα­νά­λη­ψη αυ­τού του ση­μεί­ου στί­ξης ξε­νί­ζει, στη συ­νέ­χεια η βε­βαιό­τη­τα της ποι­ή­τριας ως προς την ανα­γκαιό­τη­τα της χρή­σης του κά­νει τον ανα­γνώ­στη να αντι­λη­φθεί τη βα­θύ­τε­ρη λει­τουρ­γία του: τε­λεί­ες η μία δί­πλα στην άλ­λη σαν στα­γό­νες δια­γρά­φουν μια πο­ρεία, μια ροή, που δεν έχου­με πε­ρι­θώ­ρια να αφή­σου­με στη μέ­ση. Θα πε­ρά­σου­με από πολ­λά μο­νο­πά­τια και πολ­λές τρι­κυ­μί­ες: «φουρ­του­νια­σμέ­νες θά­λασ­σες… αλα­φια­σμέ­νοι αι­θέ­ρες / κα­θρέ­φτες με­τε­ω­ρι­σμών… οι αστρα­πο­βό­λες μέ­ρες / πέ­φτουν πυ­ρό­εσ­σες στα νε­ρά… στί­φη από λα­μπη­δό­νες… / αδέ­σπο­τα μουρ­μου­ρη­τά… / ακούω ει­κό­νες».
Στο τέ­λος όμως θα στα­θού­με μπρο­στά στο από­λυ­το φως της συ­νεί­δη­σης: «σύ­ριγ­μα από άγριο χλόι­σμα… θρόι­σμα αθα­να­σί­ας… / ο αι­θε­ρο­βά­μων άνε­μος… ο ενά­λιος αστε­ρί­ας… / ο πάν­λευ­κος του νου μου ειρ­μός… το πό­ντιο ανέ­μι­σμά μου…»
Μια ποί­η­ση και μια γλώσ­σα βγαλ­μέ­νη από τον αρ­χαίο λυ­ρι­σμό, από τον ρο­μα­ντι­σμό, από τον συμ­βο­λι­σμό, από τον ει­κο­νι­σμό, βγαλ­μέ­νη και μπο­λια­σμέ­νη από ετε­ρό­κλι­τα στοι­χεία, που μπο­ρεί να ανή­κει σε όλα τα ρεύ­μα­τα και σε κα­νέ­να από αυ­τά. Για­τί το φως της ανα­ζή­τη­σης υπάρ­χει πα­ντού.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: