Αλέξιος Μάινας, Το ξυράφι του Όκαμ, Μικρή Άρκτος 2014
_________
Η κοφτερή μεταφορά ή οι κρόταφοι της μούσας
Χρονοδιάγραμμα
Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ ούτε τους πρόσεχα, ακούοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο.
Ίσως γι’ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα.[1]
Με ένα ξυράφι μπορεί να κόψει κανείς, να ξυρίσει, να τρίψει, να λειάνει. Μπορεί να πληγώσει, να χαράξει. Μπορεί να σημειώσει ή να γράψει τελικά. Ένα τέτοιο σημείο, ένα τέτοιο σημάδι, είναι αυτό που λέμε χρόνος. Αυτή η κόψη είναι ο χρόνος. Το μέλλον μας όλο ή το παρελθόν κουλουριάζεται εκεί. Στην ακμή εκείνη που το έκοψε. Στην τύψη, στο ξυράφι, στη γραφή. Το νόημα ενίοτε ακολουθεί. Προστίθεται, όπως και η ποίηση. Σαν ερωτηματικό, ερωτηματική.
Σαν επίδεσμοι σε μία πληγή δεν είναι οι στίχοι, όπως και τα δευτερόλεπτα; Ένα ακατανόητο σημάδι χαραγμένο στην πέτρα, λαξευμένο στο ξύλο ή στο λευκό χαρτί. Καθυστερεί, χαζεύει, αργεί, αλλά έρχεται. Έρχεται πάντα εκ των υστέρων το ποίημα.
Όντως, αναρίθμητα είναι τα πουλιά και τα δέντρα. Όντως, αυτή η αυγή − του πρώτου σημαδιού, του πρώτου γράμματος − είναι
ο χρόνος όλος.
Για το βιβλίο του Αλέξη Μάινα Το ξυράφι του Όκαμ[2] θα μιλήσω κοιτώντας περισσότερο προς τα δέντρα, τα φύλλα και τα κλαδιά των λέξεών του, ενός ευρύχωρου κι ερχόμενου ουρανού, προς τον ήχο ενός κοινού μας, ίσως, μέλλοντος που μας ενώνει και μας ωθεί προς την γραφή. Δηλαδή προς το άγνωστο.
Δεν θα εφαρμόσω επάνω τους καμία σκέψη, μόνο λίγη ομιλία. Τη σχέση αυτών των δύο κόσμων θα την αφήσω επίτηδες σκοτεινή. Το σούρουπο, βεβαίως, είναι ο χρόνος του δεσμού τους, εάν όχι της πτήσης τους, όπως έλεγε και εκείνος ο γερμανός για την κουκουβάγια της Αθηνάς που μιλούσε, που πετούσε μόνο την Νύχτα.[3]
Ναι, στην Νύχτα κι εγώ ομιλώ. Αυτήν προσφωνώ και εκπλήσσομαι. Οι πλούσιοι κρόταφοι άλλωστε των ποιητών άνθιζαν πάντα στην απουσία. Όχι στην εξαφάνιση, ούτε στην εκκλησία.
(13:06) Αιωνιότη
Παιδιά
σαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες παιδιών.[4]
Το Ξυράφι του Όκαμ είναι, πιστεύω, μία πραγματεία πάνω στον χρόνο γραμμένη σαν ποίημα. Μία πραγματεία με δομή σπειροειδή, κυκλική, εφαρμοσμένη πάνω σε ένα οποιοδήποτε εικοσιτετράωρο. Ίσως για αυτό συχνοί, ακριβείς, πυκνοί χρονικοί προσδιορισμοί – και εσπεριδοειδή − συνοδεύουν από κοντά τις λέξεις του. Προηγούνται των λέξεων ή τις ακολουθούν. Το Ξυράφι του Όκαμ είναι μία Οδύσσεια του χρόνου. Ή μάλλον ένα εικοσιτετράωρό της. Το ημερολόγιο ενός προφορικού Οδυσσέα. Εξίσου οργισμένου όπως ο ομηρικός πρόγονός του. Εξίσου αποπροσανατολισμένου, όπως ο πιο πρόσφατος εκείνος, ημίτρελος Ιρλανδός, με την ασυγκράτητη λεκτική του νεότητα.
Μπράιγ για τα μάτια σου (22:26)
Αφού κάθισε ανάμεσά μας ο πόλεμος
βγάλε τη λύρα
εγώ θα κάνω τον Αχιλλέα
εσύ κάνε τα τείχη.[5]
(12:17) Εσπεράντο των μονόκλινων
Ο χώρος είναι εξίσου γριφώδης με το χρόνο
αλλά πιο επίπεδος ή λιγότερος ελαστικός.
Επίσης: στο σκοτάδι μοιάζει να καμπυλώνεται λίγο
προς τις άκρες και να στενεύει
εκεί που καλάμι ή γόνατο συναντάνε πρόωρα
τη γωνία των μέχρι τούδε ακίνητων επίπλων.[6]
Ο κόσμος και η γραφή, ένα μονοπάτι αδιάβατο, σκέφτομαι. Ένα μεγάλο αδιέξοδο. Αδιέξοδο ερωτικό, λογικό, φιλοσοφικό ή ποιητικό. Η ποίηση δεν μας βοηθάει να λύσουμε, ούτε να κρύψουμε τίποτα. Άλλωστε ο κόσμος και το τίποτα δεν κρύβεται, ούτε γράφεται. Ούτε σταματάει, όμως, να μην γράφεται.
Σαν τον κορμό ενός δύσκολου δέντρου, που τον στολίζει με κλαδιά, φύλλα, άνθη και κρυφές διαδρομές. Η ποίηση κάνει απλώς τον θάνατο προφορικότερο.
(07:12) Η πάλη της αντάρας με το σύθαμπο
Γράφω δεν θα πει δημιουργώ
θα πει διαχειρίζομαι, επισημαίνω.
(Νεωτερισμοί και ανατροπές είναι έργα του αναγνώστη.)
Γράφω σημαίνει ξαναγράφω, ομολογώ τι διάβασα.
Χαρτογραφώ ένα μονοπάτι.
Μια αφέγγαρη τοπογραφία με βουνό και φρύγανα
ένα δίκτυο από σκάλες που βυθίζονται
σε σχισμές του λευκού χώματος και υπόγειες κοιλότητες –
άγραφες πλάκες
έτοιμες να αποκαλυφθούν
στην ψευδαίσθηση της δυνατότητας ελέγχου.[7]
Τι μέγα μυστήριο η τέχνη, τι βίωμα, τι θρόισμα, τι όνομα μοναδικό μέσα σε αυτόν τον γενικευμένο μηδενισμό, τον όλεθρο, τον κυνισμό της εποχής και της εικόνας της. Σαν το νερό η ομορφιά θα μας ξεκάνει, θα μας ξεγράψει. Ορμητικός σαν αστραπή ο ποιητής απ’ το κενό θα κατεβεί και θα προφέρει τον μόνο Νόμο που υποπτεύθηκε ποτέ, το μόνο θήραμα: τον πόνο του.
(Κριτική της κριτικής δύναμης, 22: 28)
Ο πακτωλός είναι ποτάμι;
Ναι
έχεις
δίκιο
η
ομορφιά
είναι
ένα
κακό
επιχείρημα
που
δεν
επιδέχεται
ανασκευή.[8]
Μπορεί να κυματίζουν οι ώρες όπως οι σημαίες, αλλά αυτό δεν έκανε ποτέ πιο γοητευτική την φιλοσοφία της φυγής, της περιστροφής, της υπεκφυγής και της έλξης της μέλισσας προς το άνθος, προς τον ύπερο αυτού του κόσμου, που ώριμος και αδαής περιμένει να διατυπωθεί με την ταχύτητα και την στιλπνότητα εκείνη που πρέπει στην περιβόητη απουσία του.
(10:33) Ο Χαίλντερλιν και η ουσία της ποιητικής απόλαυσης
Δεν υπάρχει ποίηση
υπάρχει μονάχα ποιητική πρόσληψη κειμένων.
Ποιητική πρόσληψη είναι ένα είδος
ακουστικής προκατάληψης.
Είναι μια κατάφαση της μεταφυσικής
μπροστά στα βαρετά κουφάρια των σημαινόντων.[9]
Ο πιο γρήγορος δρόμος στην τέχνη − όπως και σε κάθε πτήση άλλωστε − δεν είναι η ευθεία. Είναι το ακαταπόνητο πλεκτό του ονείρου της. Είναι η αινιγματική σιωπή που το περιπλέκει. Δηλαδή οι εκτροπές, οι διακοπές, η παιδική της απελπισία ή η ατελείωτη ομιλία μες στο βαθύ σκοτάδι της τρέλας. Ο ποιητής υπονοεί κυρίως την πτώση.
(10:40) Αν δεν είναι λίπος, τι είναι;
Δεν υπάρχει τέχνη
υπάρχουν μόνο καλλιτέχνες.
Τους αναγνωρίζεις απ’ τον τρόπο
που περιφρονούν
τις πλαστικές καρέκλες μπαλκονιού.[10]
Η τέχνη δεν είναι χαρούμενη, δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη. Εμφανίζεται κάποτε ως περίεργη. Όμως σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε διασκεδαστική. Είναι σπαραγμός και κραυγή. Αλλά κραυγή άηχη, αδιατύπωτη, ηττημένη, βραχνή. Προσπαθεί να ανοίξει τον δρόμο της – έναν δρόμο − στο φλύαρο, στο αναίσθητο ηλιοβασίλεμα αυτού του κόσμου.
Λοιπόν, σουρουπώνει: καημένοι δημοσιογράφοι της πραγματικότητας!
(Για το χθες) Θλίψις δευτέρα φύσις
[…] Η Ελλιάννα είχε σταθεί στο τζάμι χτες και νύχτωνε.
Φαινόταν η κουρτίνα της παραδομένης ρέμβης της.
Ατένιζε το χώμα λες κι ήταν όλα πια εκεί.
«Ο Θεός δημιούργησε απλώς τις επιφάνειες».
Και προς εμένα: «Κοιτάς σαν να παρερμηνεύεις».
Έξω η έκσταση, αριστερά ένα κάτι. Πιο κει το πρόπερσι.
Τούτα τα βότσαλα ήταν πέτρες.
Άλλο ηλιοβασίλεμα άλλο χρωματική συντέλεια. […][11]
Η Νύχτα είναι η πιο προφανής μεταφορά που έχω για την γλώσσα. Λάμπει και πέφτει ολομόναχη, κατεβαίνει σαν παραληρηματική νιφάδα χιονιού, από του ουρανού την σιωπή προς το μέτωπο ενός αφηρημένου τρελού, ενός μοναχικού οδοιπόρου − ενός παράταιρου παιδιού ή του ανύπαρκτου, παράτολμου σπασμού, που εν συντομία θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως άνθη τον Μάρτιο.
(Πριν την ανατολή)
Αν μόνο το ψέμα
είναι ευτυχία
τότε ας είναι αλήθεια
μόνο ό,τι μας κάνει ελεύθερους.[12]
Η τέχνη δεν έχει καμία σχέση με τον πολιτισμό ή με τον προορισμό του. Δεν έχει σχέση με την καλλιέργεια ή την γνώση. Δεν είναι το χωραφάκι κανενός. Όπως το χώμα το βουβό με τον καρπό: ελλείψει κάθε ενδιάμεσου συνδετικού δέντρου, φλοιού ή κορμού, σταματά, εσωστρέφεται και οπισθοδρομεί. Ανάμεσα στο θεσπέσιο και λευκό δέρμα των γυναικών και την αφή του μυστηρίου της απουσίας τους στο χώρο, η ζωγραφική ανθεί δηλαδή ως τοπίο. Και η ποίηση − εάν με καταλαβαίνετε − ως δοχείο. Γίνεται το χώμα για κάθε κακό, για κάθε καρπό. Και όλων των καρπών το αβάσταχτο, το ακροτελεύτιο χρώμα.
(18:24) Μολύβι για έναν
Βιώνω θα πει
πολυμερίζω τις σημασίες των πραγμάτων
ή τα κάνω μεταφορές άλλων.
Μια ουλή στο φρύδι, η σκουριά του βραδινού νερού
το πέρασμα ενός σκύλου μπροστά από μια σκάλα
μπορούν για την μνήμη να συμβολίσουν το ένα το άλλο
ή να αποτελέσουν ιδεογράμματα ολόκληρων ιστοριών.
Έτσι εξατομικεύεται η οντολογία των πραγμάτων
και το νόημα των λέξεων.
Ο αναγνώστης ενός απλού καλημέρα σου
προσθέτει απ’ τους τσακωμούς μέχρι το διαζύγιο
ή το χαμόγελο απ’ την απώλεια της αγαπημένης γιαγιάς του
που τον ξύπνησε και τον φίλησε μ’ αυτά τα λόγια.
Ίσως νιώθουμε μερικοί και κουτσουρεμένοι
γιατί είμαστε σύμβολα και μετωνυμίες κι εμείς οι ίδιοι
αλλά είναι δύσκολο να πούμε τι συμβολίζουμε.
(Είμαστε ασκήσεις της φθοράς.)[13]
Το βιβλίο του Αλέξη δεν είναι μία κοφτερή προστακτική, είναι μία λοξή, μία λαμπρή προτροπή προς το αδύναμο, προς τον άνθρωπο. Και το απάνθρωπο. Μία εικοσιτετράωρη, μία ολοήμερη ποιητική.
(Αϋπνία 03:46)
Έλα να δούμε από δω το πέλαγος
Τα μάτια
που βλέπουν μέσα μου τον κόσμο
σταματούν.
Εσύ
μια άλλη ύπαρξη
κάνε με να μη φοβάμαι.[14]
- Τάσος Λειβαδίτης, Εγχειρίδιο ευθανασίας, Κέδρος 1979
- Αλέξιος Μάινας, Το ξυράφι του Όκαμ, Μικρή Άρκτος 2014
- Επίτηδες αποσιωπώ παραπομπές και ονόματα, μιμούμενος την τεχνική του βιβλίου. Για τους εκπαιδευμένους είναι προφανή, για τους αμύητους αχρείαστα. Συνεχείς παραπομπές, εμφανείς ή ασθενέστερες, σε ένα ευρύ φάσμα ενός πεδίου από την φιλοσοφία μέχρι τα μαθηματικά, είναι ο ζωτικός χώρος των ποιημάτων του Ξυραφιού. Τα αποσιωπώ εδώ όλα αυτά, διότι ήθελα κυρίως να μιλήσω − και να μιλήσω μαζί με το βιβλίο, δίπλα σε αυτό. Τα αφήνω λοιπόν ρητά κι εμφανή στην ευχέρεια και στη χαρά του αναγνώστη. Να αναπαύονται, να αναπνέουν – ας αναπνέουν – μες στην χλωρίδα και την πανίδα των λέξεων και των ποιημάτων της κόψης του.
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 34
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 56
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 31
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 12
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 57
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 22
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 23
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 24
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 9
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 40
- Το ξυράφι του Όκαμ ό.π. σελ. 71