Ο Νιγηριανός Πρίγκηψ

Ο Νιγηριανός Πρίγκηψ

Αγα­πη­τέ κύ­ριε,

Θα διε­ρω­τά­στε ίσως για­τί, πα­ρά την αφρι­κα­νι­κή κα­τα­γω­γή που προ­δί­δει το ονο­μα­τε­πώ­νυ­μό μου, η ηλε­κτρο­νι­κή αυ­τή επι­στο­λή εί­ναι γραμ­μέ­νη στα έστω φτω­χά ελ­λη­νι­κά που κα­τά­φε­ρα να αφο­μοιώ­σω κα­τά την πο­λυ­ε­τή μου συ­να­να­στρο­φή με επι­φα­νή σας ομο­ε­θνή, για την οποία θα γί­νει λό­γος εν ευ­θέ­τω χρό­νω. Προς το πα­ρόν, θα μου επι­τρέ­ψε­τε μια μι­κρή ανα­σκό­πη­ση που θα σας δώ­σει, ελ­πί­ζω, μια κά­ποια ιδέα για το πραγ­μα­τι­κό επί­δι­κο της επι­κοι­νω­νί­ας αυ­τής, στην οποία βρή­κα το θάρ­ρος να προ­βώ όχι δί­χως ισχυ­ρούς εν­δοια­σμούς, που κάμ­φθη­καν μό­νο χά­ρη στην αδή­ρι­τη υπεν­θύ­μι­ση ότι ο δια­τι­θέ­με­νος χρό­νος ώστε να κα­τα­λή­ξω σε μια λύ­ση του αγω­νιώ­δους προ­βλή­μα­τος για το οποίο πρό­κει­ται να σας ενη­με­ρώ­σω εν συ­νε­χεία, ολο­έ­να πε­ριο­ρι­ζό­ταν κι ότι μια άμε­ση και ορι­στι­κή επι­λο­γή, οσο­δή­πο­τε ρι­ψο­κίν­δυ­νη, ήταν, πά­ντως, επι­βε­βλη­μέ­νη.

Θα έχε­τε υπ’ όψιν ασφα­λώς, δε­δο­μέ­νου ότι το επαγ­γελ­μα­τι­κό σας προ­φίλ προ­δί­δει πνεύ­μα ευ­ρυ­μα­θές και ανή­συ­χο, ότι προ δε­κα­ε­τί­ας ξέ­σπα­σε επα­νά­στα­ση στο κρά­τος της δυ­τι­κής Αφρι­κής Πο­νου­κε­λέ, με απο­τέ­λε­σμα την ανα­τρο­πή του αυ­το­κρά­το­ρος Τα­λού XXIII, φω­τι­σμέ­νου γό­νου της πα­λαιάς και πε­ρί­λα­μπρης δυ­να­στεί­ας των Τα­λού, την ιστο­ρία της οποί­ας δεν πε­ρι­μέ­νε­τε βέ­βαια εμέ­να για να την μά­θε­τε.

Από όλη αυ­τήν την ανα­στά­τω­ση, που έδω­σε τό­σο άδο­ξο τέ­λος σε μια 28ε­τία χρη­στής δια­κυ­βέρ­νη­σης, ο αυ­το­κρά­τωρ Τα­λού διέ­φυ­γε αλώ­βη­τος, παίρ­νο­ντας μα­ζί του μό­νο τρεις από τις δε­κα­ο­κτώ εν ζωή συ­ζύ­γους του, κα­θώς και την ήδη έφη­βη κό­ρη την οποία του εί­χε χα­ρί­σει η από πολ­λών ετών νε­κρή δε­κά­τη ενά­τη, και στην οποία, λό­γω των εξαι­ρε­τι­κών έως τρα­γι­κών συμ­βά­ντων του πρω­ί­μου βί­ου της, έτρε­φε μιαν αδυ­να­μία που άγ­γι­ζε τα όρια της μο­νο­μα­νί­ας, απο­τε­λώ­ντας ίσως το μο­να­δι­κό απτό τεκ­μή­ριο της κα­λά κρυμ­μέ­νης τρυ­φε­ρό­τη­τας που μό­λις δια­κρι­νό­ταν πί­σω από το ανέκ­φρα­στο προ­σω­πείο της αυ­στη­ρής μα δί­και­ης εξου­σί­ας.

Η κό­ρη αυ­τή, στην οποία ο αυ­το­κρά­τωρ εί­χε χα­ρί­σει το γαλ­λι­κό όνο­μα Ανίκ, υιο­θέ­τη­σε από την ηλι­κία των εν­νέα ετών, λί­γο δη­λα­δή αφό­του το πέν­θος ήρ­θε να σκιά­σει την έως τό­τε ανέ­με­λη νε­α­ρή ζωή της, το υπο­κο­ρι­στι­κό της πο­λυα­γα­πη­μέ­νης της μη­τέ­ρας, που πρό­δι­δε την ελ­λη­νι­κή και δη πε­λο­πον­νη­σια­κή της κα­τα­γω­γή. Έτσι, ο αυ­το­κρά­τωρ Τα­λού την απο­κα­λού­σε συ­νή­θως με το δι­πλό όνο­μα Ανίκ-Σία. Επί­σης, εν εί­δει φό­ρου τι­μής στην αεί­μνη­στη μη­τέ­ρα της, κα­τα­πιά­στη­κε από πο­λύ μι­κρή με την εκ­μά­θη­ση των ελ­λη­νι­κών, που στα δε­κα­πέ­ντε της πλέ­ον – όταν δη­λα­δή ανα­γκά­στη­κε ν’ ακο­λου­θή­σει τον πα­τέ­ρα της στο Λον­δί­νο – τα μι­λού­σε πια σαν μη­τρι­κή της, στην κυ­ριο­λε­ξία, γλώσ­σα.

Μα­ζί, όμως, με τις τέσ­σε­ρις ψυ­χές που επέ­λε­ξε να τον συ­νο­δεύ­σουν –εγκα­τα­λεί­πο­ντας τα υπό­λοι­πα επτά παι­διά του και τις λι­γό­τε­ρο ευ­νο­ού­με­νες συ­ζύ­γους στη δο­λο­φο­νι­κή μα­νία των επα­να­στα­τών– ο Τα­λού εί­χε και κά­ποια άλ­λα έμ­ψυ­χα όντα να τον συ­ντρο­φεύ­ουν: εν­νοώ, βε­βαί­ως, τα δώ­δε­κα ηλε­κτρο­φό­ρα χέ­λια τα οποία δια­τη­ρού­σε σ’ ένα μι­κρό ενυ­δρείο και προς τα οποία επι­δεί­κνυε μια προ­σή­λω­ση που θα φαι­νό­ταν ανε­ξή­γη­τη στον εξω­τε­ρι­κό πα­ρα­τη­ρη­τή.

Λί­γο με­τά την εγκα­τά­στα­ση της αυ­το­κρα­το­ρι­κής οι­κο­γέ­νειας στο Χάμ­στεντ, δέ­χτη­κα την πρώ­τη κρού­ση από τον Τα­λού ν’ ανα­λά­βω την εκ­προ­σώ­πη­σή του σε τυ­χόν δι­κα­στι­κές πε­ρι­πέ­τειες στις οποί­ες θα τον έσυ­ρε το νέο επα­να­στα­τι­κό κα­θε­στώς, πα­ρά την αί­τη­σή του για άσυ­λο στη φι­λό­ξε­νη χώ­ρα όπου εί­χε απο­φα­σί­σει να τε­λειώ­σει τις ημέ­ρες του. Η επι­λο­γή της τα­πει­νό­τη­τάς μου δεν ήταν διό­λου ανε­ξή­γη­τη, κα­θό­τι, αν και Βρε­τα­νός υπή­κο­ος, εί­μαι δεύ­τε­ρης γε­νε­άς με­τα­νά­στης εκ Πο­νου­κε­λέ και ο πα­τέ­ρας μου μα­κρι­νός εξά­δελ­φος του Τα­λού, που εγκα­τέ­λει­ψε τη χώ­ρα όχι εξαι­τί­ας κά­ποιας δια­φω­νί­ας του με την κυ­βέρ­νη­σή της, αλ­λά προ­κει­μέ­νου να δρα­στη­ριο­ποι­η­θεί επι­κερ­δώς στον το­μέα της νυ­χτε­ρι­νής ψυ­χα­γω­γί­ας, χά­ρη στον οποίο κα­τόρ­θω­σα να ολο­κλη­ρώ­σω τις λα­μπρές νο­μι­κές σπου­δές που απο­τέ­λε­σαν και την αι­τία για να βρε­θώ σε επα­φή με τον έκ­πτω­το ηγε­μό­να και την οι­κο­γέ­νειά του, επα­φή που επου­δε­νί μπο­ρού­σα να προ­βλέ­ψω πό­σο βα­θιά και ρι­ζι­κά θα άλ­λα­ζε τη ζωή μου.

Από τις πρώ­τες κιό­λας ημέ­ρες με­τά την επα­νά­στα­ση, όταν ακό­μη, μη έχο­ντας έλ­θει σε κα­μία επι­κοι­νω­νία με τον κυ­νη­γη­μέ­νο αυ­το­κρά­το­ρα, απλώς ενη­με­ρω­νό­μουν από τις εφη­με­ρί­δες και το δια­δί­κτυο για όσα αφο­ρού­σαν την πα­τρί­δα των γο­νιών μου, πα­ρα­τή­ρη­σα ότι γι­νό­ταν πο­λύς λό­γος για ένα πε­ρί­φη­μο δια­μά­ντι που ο Τα­λού φε­ρό­ταν να έχει υφαρ­πά­ξει και που η επα­να­στα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση το διεκ­δι­κού­σε ως εθνι­κό θη­σαυ­ρό. Επρό­κει­το για τον «Νι­γη­ρια­νό Πρί­γκη­πα», κό­σμη­μα σε σχή­μα αβγού, που θε­ω­ρεί­το από τα πέ­ντε με­γα­λύ­τε­ρα του κό­σμου και χρω­στού­σε την ονο­μα­σία του στο γε­γο­νός ότι, αν το πα­ρα­τη­ρού­σε κα­νείς προ­σε­κτι­κά, διέ­κρι­νε ένα σχή­μα που πα­ρέ­πε­μπε σε κα­θι­σμέ­νη οκλα­δόν αν­θρώ­πι­νη μορ­φή, κο­ντό­χο­ντρη, με φο­ρε­σιά χρώ­μα­τος βε­ρα­μάν και ομό­χρω­μο κυ­λιν­δρι­κό κα­πέ­λο. Η μάλ­λον ει­ρω­νι­κή αυ­τή συ­σχέ­τι­ση προ­κα­λού­σε συ­χνές τρι­βές με το γει­το­νι­κό κρά­τος, και μία από τις κύ­ριες δε­σμεύ­σεις του επα­να­στα­τι­κού κα­θε­στώ­τος ήταν η με­το­νο­μα­σία του δια­μα­ντιού, μό­λις εκεί­νο απο­κα­θί­στα­το στο Εθνι­κό Μου­σείο του Πο­νου­κε­λέ.

Ωστό­σο, κα­μία σχε­τι­κή ανα­φο­ρά δεν έγι­νε σ’ εμέ­να από τον ίδιο τον Τα­λού και τα άτο­μα που τον πε­ρι­στοί­χι­ζαν, ανά­με­σα στα οποία δεν άρ­γη­σα να ξε­χω­ρί­σω, με εν­δια­φέ­ρον που ομο­λο­γώ ότι ξε­περ­νού­σε τη φι­λι­κή προ­διά­θε­ση, την τρι­σχα­ρι­τω­μέ­νη θυ­γα­τέ­ρα του που, εκεί­νο τον και­ρό, στο άν­θος της νε­ό­τη­τας και της καλ­λο­νής της, προ­σπα­θού­σε ν’ αντι­σταθ­μί­σει τον πό­νο από τις δια­δο­χι­κές απώ­λειες που εί­χαν ση­μα­δέ­ψει τη ζωή της, με την ανα­κά­λυ­ψη της ίσως πρό­σκαι­ρης μα έντο­νης χα­ράς που υπο­σχό­ταν το νέο της πε­ρι­βάλ­λον.

Εν μέ­ρει από ει­λι­κρι­νές εν­δια­φέ­ρον για τη δεύ­τε­ρη γλώσ­σα της,και εν μέ­ρει ως πρό­σχη­μα για να περ­νώ κά­ποιες αθώ­ες μα οπωσ­δή­πο­τε ανέ­με­λες ώρες μα­ζί της, την πα­ρα­κά­λε­σα να με δι­δά­ξει ελ­λη­νι­κά, πράγ­μα το οποίο εκεί­νη έκα­νε με ιδιαί­τε­ρη ευ­χα­ρί­στη­ση,και χά­ρη στο οποίο εί­μαι σε θέ­ση τώ­ρα να σας κοι­νο­ποιώ έστω και αυ­τές εδώ τις τό­σο κα­κο­γραμ­μέ­νες ση­μειώ­σεις. Η αλή­θεια εί­ναι ότι σύ­ντο­μα τα μα­θή­μα­τα ήρ­θαν να συ­μπλη­ρω­θούν από τις πρώ­τες νύ­ξεις ενός ει­δυλ­λί­ου, που η Σία –όπως προ­τι­μού­σε να ονο­μά­ζε­ται– έπαιρ­νε κά­θε προ­φύ­λα­ξη ώστε να μην αντι­λη­φθεί ο αυ­στη­ρός Τα­λού και δώ­σει ορι­στι­κό τέ­λος σ’ αυ­τό που μή­τε καν εί­χε ακό­μη αρ­χί­σει.

Όλο εκεί­νο το διά­στη­μα, οι φή­μες γύ­ρω από τον Νι­γη­ρια­νό Πρί­γκη­πα έδι­ναν κι έπαιρ­ναν, και η οι­κο­γέ­νεια εί­χε δε­χτεί την επί­σκε­ψη ενός στρυφ­νού αστυ­νό­μου της Σκό­τλαντ Γιαρντ, του επι­θε­ω­ρη­τή Κουίν­λαν, ο οποί­ος ερεύ­νη­σε εν­δε­λε­χώς το χώ­ρο δί­χως να εντο­πί­σει το ανε­κτί­μη­το κό­σμη­μα. Οι ει­κα­σί­ες που γυ­ρό­φερ­να στο νου μου κα­τά τις σπά­νιες ώρες της σχό­λης μου, ήταν κα­τά βά­ση δύο: εί­τε ο Τα­λού εί­χε κα­τα­φέ­ρει να σπά­σει το δια­μά­ντι σε πολ­λά μι­κρό­τε­ρα, κα­θι­στώ­ντας το αγνώ­ρι­στο και διευ­κο­λύ­νο­ντας έτσι την πώ­λη­σή του, εί­τε αυ­τό βρι­σκό­ταν το­πο­θε­τη­μέ­νο σε κά­ποιο ση­μείο τό­σο οφθαλ­μο­φα­νές, ώστε γι­νό­ταν αό­ρα­το σε βλέμ­μα­τα μα­θη­μέ­να στην ανα­ζή­τη­ση από­κε­ντρων κι ερη­μι­κών κρυ­ψώ­νων, που αδυ­να­τού­σαν ν’ ανα­γνω­ρί­σουν κά­τι που σχε­δόν άστρα­φτε εμπρός τους, όπως κι ο έρω­τάς μου με τη Σία πα­ρέ­με­νε επτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό σε κοι­νή θέα.

Σ’ αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, εί­κα­ζα, μια πι­θα­νή εκ­δο­χή ήταν ότι το δια­μά­ντι κει­τό­ταν στο βυ­θό του ενυ­δρεί­ου με τα δώ­δε­κα χέ­λια, ανά­με­σα στα δί­χως αξία βό­τσα­λα που κα­τά τα άλ­λα τον κο­σμού­σαν, πε­ρι­βάλ­λο­ντας ένα μι­κρο­σκο­πι­κό ομοί­ω­μα πύρ­γου με ακα­νό­νι­στες πο­λε­μί­στρες και σά­μπως ξε­χει­λω­μέ­να τοι­χώ­μα­τα, σχε­δόν σε σχή­μα ακέ­φα­λης πυ­ρα­μί­δας. Εκεί μέ­σα, υπέ­θε­τα, βρι­σκό­ταν έγκλει­στος ο Νι­γη­ρια­νός Πρί­γκηψ, μα δεν μπο­ρού­σα να το απο­δεί­ξω, μή­τε επι­θυ­μού­σα να βά­λω σε υπο­ψί­ες τον επι­θε­ω­ρη­τή, προ­δί­δο­ντας την εύ­νοια του αυ­το­κρά­το­ρα και, προ­πα­ντός, της λα­τρευ­τής του κό­ρης.

Πά­ντως, μία από τις ελά­χι­στες στιγ­μές χα­λά­ρω­σης που απο­λάμ­βα­νε ο ηγε­μό­νας με­τά τον τό­σο ανα­πά­ντε­χο ξε­ρι­ζω­μό του και την εγκα­τά­στα­σή του σ’ έναν τό­πο που του ήταν ξέ­νος και που πο­τέ δεν έδει­χνε ότι εί­χε κα­τορ­θώ­σει να τον νιώ­θει σαν δι­κό του, ήταν η με­σημ­βρι­νή ιε­ρο­τε­λε­στία, η ώρα δη­λα­δή κα­τά την οποία πα­ρα­κο­λου­θού­σε την πα­ρέ­λα­ση των δώ­δε­κα εκ­παι­δευ­μέ­νων χε­λιών στο ενυ­δρείο του, κα­θέ­να από τα οποία έκα­νε μια συ­γκε­κρι­μέ­νη, εξα­το­μι­κευ­μέ­νη κί­νη­ση, και κα­τό­πιν όλα μα­ζί σχη­μά­τι­ζαν κύ­κλο, για να δια­σκορ­πι­στούν και πά­λι, άτα­κτα. Η στιγ­μή εκεί­νη φαι­νό­ταν να εί­ναι η μο­να­δι­κή δια­σκέ­δα­ση του Τα­λού, αν και κά­τι που μου έκα­νε πά­ντα εντύ­πω­ση τις λί­γες φο­ρές που πα­ρα­βρέ­θη­κα στο θέ­α­μα, ήταν ότι η Σία, πά­ντα, μό­λις σή­μαι­νε 12, απο­συ­ρό­ταν στο δω­μά­τιό της, αφή­νο­ντας να εν­νοη­θεί ότι δεν ενέ­κρι­νε τις παι­διά­στι­κες ενα­σχο­λή­σεις του πα­τέ­ρα της. Υπο­πτευό­με­νος ότι η σιω­πη­ρή αυ­τή απο­δο­κι­μα­σία έκρυ­βε μάλ­λον κά­ποια άλ­λου εί­δους τραύ­μα­τα στη σχέ­ση της με τον Τα­λού, δεν θέ­λη­σα πο­τέ να της ανοί­ξω σχε­τι­κή συ­ζή­τη­ση, πε­ριο­ρι­ζό­με­νος στο να θαυ­μά­ζω το επί­τευγ­μα που ο άλ­λο­τε αυ­το­κρά­τωρ απέ­δι­δε πε­ρή­φα­να στον εαυ­τό του και στις εκ­παι­δευ­τι­κές του ικα­νό­τη­τες.

Η κα­τά­στα­ση αυ­τή συ­νε­χι­ζό­ταν, αδια­τά­ρα­κτη, μέ­χρι εκεί­νο το αλη­σμό­νη­το πρω­ι­νό που το τη­λέ­φω­νο χτύ­πη­σε απρό­σμε­να νω­ρίς κι άκου­σα την ξε­ψυ­χι­σμέ­νη φω­νή τού Τα­λού να με κα­λεί επει­γό­ντως στο σπί­τι του, με ύφος που έδει­χνε ότι δεν υπήρ­χε μή­τε δευ­τε­ρό­λε­πτο για χά­σι­μο. Πράγ­μα­τι, έτρε­ξα κο­ντά του δί­χως να χά­σω λε­πτό, και τον βρή­κα κλι­νή­ρη κι ετοι­μο­θά­να­το: εί­χε υπο­στεί το ύστα­το, το πλέ­ον μοι­ραίο από τα εμ­φράγ­μα­τα που εί­χαν τό­σο δυ­σχε­ρά­νει τη ζωή του τα τε­λευ­ταία χρό­νια, αλ­λά δεν εί­χαν επι­τρέ­ψει ν’ αλ­λά­ξουν τις νω­θρές και τρυ­φη­λές συ­νή­θειές του. Η Σία ακό­μη κοι­μό­ταν, και κα­νείς από την οι­κο­γέ­νεια δεν έβρι­σκε το θάρ­ρος να την ξυ­πνή­σει. Γνω­ρί­ζο­ντας ότι το τέ­λος επερ­χό­ταν με ρα­γδαίο βη­μα­τι­σμό, αλ­λά και εξαι­ρε­τι­κά απρό­θυ­μος να μι­λή­σει τό­σο ευ­θέ­ως μέ­σα σ’ ένα δω­μά­τιο που υπο­πτευό­ταν ότι ήταν γε­μά­το με τους αθέ­α­τους κο­ριούς του επι­θε­ω­ρη­τή Κουίν­λαν, ο Τα­λού απο­φά­σι­σε να μου απο­κα­λύ­ψει το μυ­στι­κό του, με τον κρυ­πτι­κό τρό­πο που του εί­χε φα­νεί προ­τι­μό­τε­ρος. Έτσι, υψώ­νο­ντας με πο­λύ κό­πο το χέ­ρι του προς το κο­μο­δί­νο, μου έδει­ξε έναν μάλ­λον ισχνό τό­μο ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης –δί­χως άλ­λο ιδιο­κτη­σία, κά­πο­τε, της εκλι­πού­σας συ­ζύ­γου– και ψέλ­λι­σε, με τα σπα­στά του αγ­γλι­κά, μό­νο δύο λέ­ξεις: Σε­λί­δα 39, πριν ξε­ψυ­χή­σει.

Πε­ριερ­γα­ζό­με­νος το βι­βλίο, ανα­ζή­τη­σα τη σε­λί­δα στην οποία με εί­χε πα­ρα­πέμ­ψει ο νε­κρός πλέ­ον αυ­το­κρά­τωρ και βρή­κα, πά­νω πά­νω, υπο­γραμ­μι­σμέ­νη, την ακό­λου­θη αρά­δα:

Ένα το χε­λι­δό­νι κι η άνοι­ξη ακρι­βή

Ενώ προ­σπα­θού­σα να λύ­σω το αί­νιγ­μα που μου εί­χε θέ­σει πε­θαί­νο­ντας ο Τα­λού, η κό­ρη του ξύ­πνη­σε επι­τέ­λους στην πο­λύ σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τη συλ­λυ­πή­θη­κα μέ­σα από τα βά­θη της καρ­διάς μου, δί­χως ωστό­σο ν’ απο­τολ­μή­σω έναν ενα­γκα­λι­σμό μπρο­στά σε όλη την οι­κο­γέ­νεια. Όμως, ενώ τα πράγ­μα­τα εξε­λίσ­σο­νταν όπως συμ­βαί­νει συ­νή­θως σε τέ­τοιες τρα­γι­κές –κι όμως τό­σο κοι­νές σε όλους μας– συν­θή­κες, αμέ­σως μό­λις από το ρο­λόι του σα­λο­νιού ήχη­σε ο πρώ­τος από τους δώ­δε­κα χτύ­πους που ανήγ­γελ­λαν τη με­σημ­βρία, η Σία εγκα­τέ­λει­ψε τα πά­ντα κι έσπευ­σε να κλει­στεί στο υπνο­δω­μά­τιό της.

Συν­δυά­ζο­ντας το ανε­ξή­γη­το αυ­τό γε­γο­νός με την αγα­πη­μέ­νη με­σημ­βρι­νή συ­νή­θεια του Τα­λού την οποία για πρώ­τη φο­ρά δεν θα ήταν σε θέ­ση να απο­λαύ­σει, όρ­μη­σα στο σα­λό­νι τη στιγ­μή ακρι­βώς που σή­μαι­νε κι ο τε­λευ­ταί­ος από τους χτύ­πους, σύν­θη­μα για να στοι­χη­θούν τα δώ­δε­κα χέ­λια –συ­ντο­νι­σμέ­να προ­φα­νώς χά­ρη στους παλ­μούς που προ­κα­λού­σε στο ενυ­δρείο η αναγ­γε­λία της ώρας– και να προ­βούν ξα­νά στο κα­θη­με­ρι­νό τους νού­με­ρο, μα­κα­ρί­ως ξέ­να κι αδιά­φο­ρα προς τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που εκτυ­λισ­σό­ταν γύ­ρω τους.

Πα­ρα­τη­ρώ­ντας προ­σε­κτι­κά τις κι­νή­σεις των χε­λιών, αντι­λή­φθη­κα ότι, ενώ το πρώ­το επι­δό­θη­κε σε πι­ρου­έ­τες πο­λύ κο­ντά στην επι­φά­νεια του νε­ρού, το δεύ­τε­ρο διέ­γρα­ψε σπει­ροει­δή κί­νη­ση προς τα κά­τω, το τρί­το κι­νή­θη­κε ακό­μη χα­μη­λό­τε­ρα, και πά­ει λέ­γο­ντας, μέ­χρι που, λί­γο πριν από το τέ­λος, το ένα­το στη σει­ρά κα­τέ­βη­κε ώς κά­τω, στον πύρ­γο του βυ­θού, και χάι­δε­ψε τις πο­λε­μί­στρες του, για ν’ ακο­λου­θή­σει το δέ­κα­το, που χτύ­πη­σε απα­λά ένα από τα πα­ρά­θυ­ρα του πύρ­γου, και η όλη πα­ρά­στα­ση να κα­τα­λή­ξει στα δύο τε­λευ­ταία χέ­λια που χό­ρε­ψαν ένα σύ­ντο­μο βαλς πά­νω στην άμ­μο. Κα­τό­πιν, όπως κά­θε μέ­ρα, όλα μα­ζί τα χέ­λια σχη­μά­τι­σαν τον κα­θιε­ρω­μέ­νο κύ­κλο και ξα­να­σκόρ­πι­σαν, τό­σο ασύ­ντα­κτα και αυ­θαί­ρε­τα, ώστε θα έλε­γε κα­νείς ότι πο­τέ τους δεν υπήρ­ξαν ικα­νά για το άψο­γα ορ­γα­νω­μέ­νο θέ­α­μα που μό­λις πριν από ελά­χι­στες στιγ­μές εί­χα αντι­κρί­σει.

Δεν μου πή­ρε πά­νω από δέ­κα λε­πτά για να ξε­κλει­δώ­σω το γρί­φο που συ­νέ­δεε το υπο­γραμ­μι­σμέ­νο χω­ρίο του ελ­λη­νι­κού ποι­ή­μα­τος με τη σκη­νή που μό­λις εί­χα πα­ρα­κο­λου­θή­σει και την αλ­λο­πρό­σαλ­λη συ­μπε­ρι­φο­ρά της Σί­ας. Έτσι, όταν εκεί­νη βγή­κε από το δω­μά­τιό της, με τα μά­τια κοκ­κι­νι­σμέ­να από τα δά­κρυα αλ­λά και μια ορα­τή αγω­νία στο βλέμ­μα για κά­τι που μπο­ρού­σα πια, μό­νος εγώ, να μα­ντέ­ψω, την άδρα­ξα από τον καρ­πό και, δί­χως άλ­λη εξή­γη­ση, πρό­φε­ρα αρ­γά τις λέ­ξεις, προσ­δί­δο­ντάς τους τον το­νι­σμό και χω­ρι­σμό που επέ­βαλ­λε η απο­κά­λυ­ψη του μυ­στη­ρί­ου:

Ένα­το χέ­λι δο­νεί κι η Ανίκ-Σία κρύ­βει

Στο άκου­σμα αυ­τής της αι­νιγ­μα­τι­κής για κά­θε άλ­λον τυ­χόν ακρο­α­τή πρό­τα­σης, η αγα­πη­μέ­νη μου ρί­γη­σε, αντι­λαμ­βα­νό­με­νη ότι δεν ωφε­λού­σε να μου κρύ­βει πια αυ­τό που ο ίδιος ο πα­τέ­ρας της εί­χε θε­λή­σει να μου απο­κα­λύ­ψει, έστω μ’ αυ­τόν τον ανορ­θό­δο­ξο τρό­πο.

Φαί­νε­ται ότι ο Τα­λού εί­χε βρει αγο­ρα­στή για τον Νι­γη­ρια­νό Πρί­γκη­πα και ότι εί­χε πλη­ρω­θεί το αντί­τι­μο σε με­τρη­τά, τα οποία φύ­λασ­σε χω­ρι­σμέ­να σε δε­σμί­δες μέ­σα σε κρυ­ψώ­να που βρι­σκό­ταν κά­τω από το ενυ­δρείο.

Όταν, κα­τά την κα­θη­με­ρι­νή ιε­ρο­τε­λε­στία, το επί­μα­χο χέ­λι θώ­πευε τον πύρ­γο που βρι­σκό­ταν στο βυ­θό του ενυ­δρεί­ου, προ­κα­λού­σε δό­νη­ση που απε­λευ­θέ­ρω­νε μια δε­σμί­δα με­τρη­τά, η οποία, χά­ρη σε ένα πο­λύ­πλο­κο σύ­στη­μα σω­λή­νων, έπε­φτε από μιαν αθέ­α­τη πόρ­τα που βρι­σκό­ταν σε τοί­χο του δω­μα­τί­ου της Σί­ας και προ­σγειω­νό­ταν πά­νω στο γρα­φείο της, για να την κα­τα­χω­νιά­σει στη συ­νέ­χεια η κα­λή μου μες σε κά­ποιο συρ­τά­ρι. Κά­θε μή­να, η Σία επι­σκε­πτό­ταν την τρά­πε­ζα και κα­τέ­θε­τε τις τριά­ντα δε­σμί­δες σε λο­γα­ρια­σμό που εί­χε ανοί­ξει με το ελ­λη­νι­κό επώ­νυ­μο της μη­τέ­ρας της. Έτσι, δεν εί­χε προ­κλη­θεί κα­μία υπο­ψία για την προ­έ­λευ­ση του πο­σού, όπως θα συ­νέ­βαι­νε αν το κα­τέ­θε­τε μια κι έξω. Κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο, δια­σφα­λι­ζό­ταν η απο­κλει­στι­κή ιδιο­κτη­σία του πο­σού από την Σία, δί­χως να ενη­με­ρω­θούν οι μη­τριές της, τις οποί­ες ο Τα­λού εί­χε απο­φα­σί­σει να εγκα­τα­λεί­ψει στην τύ­χη τους.

Ευά­λω­τη πλέ­ον, αφού γνώ­ρι­ζα το μυ­στι­κό της, αλ­λά και τό­σο ερω­τευ­μέ­νη μα­ζί μου ώστε δεν έτρε­φε κα­μία αμ­φι­βο­λία για την αγνό­τη­τα των προ­θέ­σε­ών μου, η Σία δέ­χτη­κε αμέ­σως να με πα­ντρευ­τεί.

Οι πρώ­τοι μή­νες του γά­μου μας πέ­ρα­σαν σαν μέ­σα σε όνει­ρο. Αφού έδιω­ξε τις τρεις χή­ρες του Τα­λού από το σπί­τι, η Σία αφιέ­ρω­σε ολό­κλη­ρη την ύπαρ­ξή της σε μέ­να. Όλα αυ­τά, φευ!, έφτα­σαν σ’ ένα τρα­γι­κό κι ορι­στι­κό τέ­λος την απο­φρά­δα εκεί­νη μέ­ρα όταν, κα­τά τη διάρ­κεια ενός τα­ξι­διού μας στη γαλ­λι­κή Ρι­βιέ­ρα, η Σία με άφη­σε να κοι­μά­μαι στο ξε­νο­δο­χείο μας στο Σεν Ζα­νέ και πή­ρε το νέο της σπορ αυ­το­κί­νη­το για μια μι­κρή εξόρ­μη­ση στη Νις –ή Νί­καια, όπως την λέ­τε στη γλώσ­σα σας– από την οποία δεν έμελ­λε να επι­στρέ­ψει πο­τέ, κα­θώς τα φρέ­να του αδο­κί­μα­στου οχή­μα­τος την πρό­δω­σαν. Συ­ντε­τριμ­μέ­νος και αμή­χα­νος, επέ­στρε­ψα στο Λον­δί­νο για να γλεί­ψω τις πλη­γές μου, με μό­νη την ανά­μνη­ση της φευ­γα­λέ­ας μα αλη­θούς ευ­τυ­χί­ας που εί­χα ζή­σει, σαν φυ­λα­χτό, σαν δώ­ρο.

Πα­ρέ­με­νε στην τρά­πε­ζα ο κοι­νός πλέ­ον λο­γα­ρια­σμός μας με το πλή­ρες πο­σό από την πώ­λη­ση του Νι­γη­ρια­νού Πρί­γκη­πα. Δεν άρ­γη­σα, όμως, να αι­σθαν­θώ ξα­νά την ανά­σα του τό­σο δυ­σά­ρε­στου επι­θε­ω­ρη­τή Κουίν­λαν στο σβέρ­κο μου: ο αγο­ρα­στής του δια­μα­ντιού –κά­ποιος υπερ­φί­α­λος Αμε­ρι­κα­νός επι­χει­ρη­μα­τί­ας– εί­χε εντο­πι­στεί και εκτε­λε­στεί στο Σι­κά­γο από πρά­κτο­ρες της επα­να­στα­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης του Πο­νου­κε­λέ. Σή­με­ρα, ο Νι­γη­ρια­νός Πρί­γκηψ κο­σμεί πράγ­μα­τι, με­το­νο­μα­σμέ­νος σε «Έκ­πτω­το Πρί­γκι­πα», το το­πι­κό Μου­σείο, όπως εί­χε εξαρ­χής αναγ­γελ­θεί. Το μό­νο που εκ­κρε­μεί εί­ναι η εύ­ρε­ση των χρη­μά­των με τα οποία εί­χε πλη­ρω­θεί ο Τα­λού, και ο εντο­πι­σμός του λο­γα­ρια­σμού εί­ναι θέ­μα ελά­χι­στου χρό­νου.

Έρ­χο­μαι λοι­πόν, επι­τέ­λους, αγα­πη­τέ κύ­ριε, στο λό­γο που μου υπα­γό­ρευ­σε αυ­τήν την ίσως αιφ­νι­δια­στι­κή, εν­δε­χο­μέ­νως κου­ρα­στι­κή, μα όχι, ελ­πί­ζω, και άγο­νη εντέ­λει επι­κοι­νω­νία.

Ανα­ζη­τώ­ντας στο δια­δί­κτυο το παρ­θε­νι­κό επώ­νυ­μο της μη­τέ­ρας τής άμοι­ρης Σί­ας ανα­κά­λυ­ψα τον δι­κό σας λο­γα­ρια­σμό, και εί­χα κά­θε λό­γο να υπο­θέ­σω ότι, πα­ρά τη συ­νή­θη στη χώ­ρα σας κα­τά­λη­ξη -όπου­λος, η σπα­νιό­τη­τα του πρώ­του συν­θε­τι­κού υπαι­νισ­σό­ταν την ισχυ­ρή πι­θα­νό­τη­τα μα­κρι­νής έστω συγ­γέ­νειας, που θα εν­θάρ­ρυ­νε την ελ­πί­δα μιας κά­πως δί­και­ης κα­τα­κλεί­δας σε ένα δρά­μα το οποίο κα­τά τα λοι­πά δεν έχει δυ­στυ­χώς μέ­χρι στιγ­μής εμπνεύ­σει τί­πο­τε άλ­λο από αι­σθή­μα­τα θλί­ψης, απώ­λειας και απο­ρί­ας.

Εί­μαι, λοι­πόν, δια­τε­θει­μέ­νος να με­τα­φέ­ρω στον τρα­πε­ζι­κό λο­γα­ρια­σμό σας το πο­σό που τώ­ρα απει­λεί­ται με άμε­ση κα­τά­σχε­ση, εφό­σον βε­βαί­ως κι εσείς το θε­λή­σε­τε.

Το μό­νο που πε­ρι­μέ­νω και ζη­τώ τα­πει­νά από εσάς εί­ναι η έντι­μη και ει­λι­κρι­νής συ­νερ­γα­σία σας, ού­τως ώστε να κα­τα­λή­ξου­με σε μιαν αμοι­βαί­ως επι­κερ­δή συμ­φω­νία. Εί­μαι πρό­θυ­μος να σας πα­ρα­χω­ρή­σω το 40% του συ­νο­λι­κού πο­σού, κρα­τώ­ντας μό­λις 50% για τον εαυ­τό μου και 10% για τυ­χόν απρό­βλε­πτα έξο­δα που θα προ­κύ­ψουν. Δε­δο­μέ­νου ότι το πο­σό αγ­γί­ζει τα 16 εκα­τομ­μύ­ρια λί­ρες (19.000.000 ευ­ρώ), κα­θώς και του ότι η ίδια η ύπαρ­ξη του πο­σού δεν θα σας γι­νό­ταν πο­τέ γνω­στή αν έλει­παν οι συ­στη­μα­τι­κές προ­σπά­θειες της τα­πει­νό­τη­τάς μου, θε­ω­ρώ ότι ο δια­κα­νο­νι­σμός αυ­τός εί­ναι αρ­κού­ντως δί­καιος.

Αν δεν έχε­τε αντίρ­ρη­ση, θα χρεια­στώ τα πλή­ρη στοι­χεία ισχύ­ο­ντος λο­γα­ρια­σμού στο όνο­μά σας προ­κει­μέ­νου να κα­τα­τε­θεί εκεί το πο­σό. Σε με­τα­γε­νέ­στε­ρο στά­διο, και δε­δο­μέ­νου ότι η κάρ­τα ανά­λη­ψης με­τρη­τών που μοι­ρα­ζό­μα­σταν με τη φτω­χή Σία απαν­θρα­κώ­θη­κε μα­ζί της και δεν εί­ναι η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή για να κι­νη­θούν υπο­ψί­ες, θα ήθε­λα να μου τα­χυ­δρο­μή­σε­τε το ει­σι­τή­ριο με­τ’ επι­στρο­φής χά­ρη στο οποίο θα επι­σκε­φθώ επι­τέ­λους την ωραία σας χώ­ρα –επι­θυ­μία που τρέ­φω από τό­τε που έμα­θα τη γλώσ­σα σας, και που αναμ­φί­βο­λα θα εί­χα εκ­πλη­ρώ­σει στο πλευ­ρό της Σί­ας αν η μοί­ρα δεν εί­χε άλ­λα σχέ­δια–, προ­κει­μέ­νου να συ­να­ντη­θού­με και να ορι­στι­κο­ποι­ή­σου­με τις όποιες εκ­κρε­μείς λε­πτο­μέ­ρειες.

Σας ευ­χα­ρι­στώ εκ των προ­τέ­ρων για την πρό­θυ­μη και ανέ­φε­λη, κα­θώς θα ήθε­λα να προει­κά­σω, συ­νερ­γα­σία σας.

Οι ευ­λο­γί­ες του Θε­ού μα­ζί σας,

Τέ­μερ­σον Αχ­μπούλ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: