Οφείλουμε χάριτες πολλές στην ακάματη ευαισθησία του Αργύρη Χιόνη (1943-2011), μεταξύ άλλων και γιατί δεν άφησε να περάσουν στη λήθη τα έργα και οι ημέρες του Έλληνα ζωγράφου Κυριάκου ή Δομήνικου (Ντομινίκ) Παναγιωτόπουλου (Μουρνιές Χανίων 1864-Παρίσι 1932). Στα οξυδερκή και εμπεριστατωμένα εργοβιογραφικά κείμενα που ο Χιόνης αφιέρωσε στον μεγάλο εικαστικό μεταξύ 1980 και 2007,[1] διαγράφονται ανάγλυφα τα διαδοχικά στάδια (περίοδοι σιωπής που ακολουθούνται από εξάρσεις δημιουργικής τρέλας και έντονης παραγωγικότητας) της καλλιτεχνικής του ανέλιξης: από την ακαδημαϊκή τέχνη κατά τη διάρκεια των σπουδών στη Γερμανία ώς την παραστατική μεταφυσική ζωγραφική κατά την ισπανική περίοδο του Τολέδο υπό τη βαριά σκιά του Ελ Γκρέκο, και από τους εμμονικούς πειραματισμούς της παρισινής περιόδου με τη σειρά των αλλεπάλληλων πορτρέτων του δοκιμαζόμενου δίκαιου των Γραφών[2]
ώς την τέλεια, άκρα αφαίρεση. Το 1932, ο ιδιοφυής ζωγράφος διέγραψε μονοκοντυλιά αιώνες ιστορικής εξέλιξης, ξεπερνώντας, με μια τεράστια και σπάνια στην ιστορία της παγκόσμιας ζωγραφικής αλματώδη κυβίστηση, κάθε πρωτοπορία της εποχής του και δη τους κυβισμούς: όχι μόνο τον ορθόδοξο του Ζορζ Μπρακ (1882-1963) και της παρέας των ζογκλέρ της παριζιάνικης διανόησης, αλλά και αυτόν της Ρωσικής Πρωτοπορίας, γιατί σε τελική ανάλυση τι άλλο είναι ο σουπρεματισμός του Καζίμιρ Μαλέβιτς (1879-1935) παρά μια σαφέστερη μορφή κυβισμού; Όπως και να ’χει, μπροστά στη «Λευκή τελεία σε λευκό φόντο» (1932) του Παναγιωτόπουλου το γεωμετρικό λεξιλόγιο των κυβιστών, οι κολοβωμένοι κύλινδροι και οι στραβοχυμένοι κύβοι τους, τα απόλυτα σημεία τους και οι στοιχειώδεις μορφές τους, όσο αντιρεαλιστικά ζωγραφισμένες, φαντάζουν ασκήσεις αδέξιων νηπίων, το κατάφωτο σκοτάδι του «Μαύρου τετραγώνου» (1914) του Μαλέβιτς δοκιμή καταθλιπτικού εφήβου, η δε αληθής αναπαράσταση του απείρου [δηλαδή το «Λευκό τετράγωνο σε λευκό φόντο» (1918) του ίδιου] μπανάλ ρομαντικό τοπίο αλά… Μπομπ Ρος.
Η ελάχιστη λευκή τελεία που αποτόλμησε να γράψει ο Παναγιωτόπουλος με το λεπτό του πινέλο ακριβώς στο κέντρο του κατάλευκου ασταρωμένου του καμβά, πριν απ’ την εθελουσία και αυτοκαταστροφική σιωπή που επέβαλε στον εαυτό του, δεν σηματοδοτούσε στην ιδιοσυγκρασιακή καλλιτεχνική του φιλοσοφία το τέλος μόνο του ορατού κόσμου, αλλά και της ίδιας της ζωγραφικής, όπως ορθά σημειώνει ο Χιόνης. Είναι αλήθεια ότι χύθηκε πολύ μελάνι στα τεχνοκριτικά περιοδικά της εποχής. Οι πιο κοντόφθαλμοι είδαν ότι με την απλή αυτή κίνησή του ο Παναγιωτόπουλος θεοποιούσε μετά-μεταϊμπρεσιονιστικά την ελάχιστη μονάδα της τεχνικής των «πουαντιγιστών», οι πιο υπεροπτικοί μια απλή εικονογράφηση του Άλεφ, εκείνου δηλαδή του σημείου στο χώρο το οποίο περιέχει όλα τ’ άλλα σημεία, ενώ κάποιοι απόφοιτοι του περίφημου ΙNALCO («Institut National des Langues et Civilisations Orientales»), συνυπολογίζοντας την ανατολική καταγωγή του ζωγράφου, απέδιδαν –ευφάνταστα, είν’ αλήθεια– την έμπνευση του Παναγιωτόπουλου σε κρυφία προσχώρησή του στην περσική αίρεση των αλφαβητιστών και δη των σημειοστικτιστών,[3] των επονομαζόμενων νοκτατζή εκ της αραβικής λέξεως «νοκτά», που σημαίνει στιγμή, σημείο και… τελεία. Τίποτα, ωστόσο, δε συνοψίζει καλύτερα τις κριτικές αποτιμήσεις απ’ ό,τι η διατύπωση του ανυπόγραφου άρθρου στην καλλιτεχνική σελίδα της εφημερίδας L’Intransigeant
(«Ο Αδιάλλακτος»), με ημερομηνία 24 Απριλίου 1932: «Το έργο του Ντομινίκ Παναγκιωτόπουλος αποτελεί έναν εικοτολογικό στοχασμό γύρω από τον μάταιο κόσμο των αισθήσεων, τον καταδικασμένο στην αέναη επανάληψη, το δε στερνό του δημιούργημα απεικονίζει τη στιγμή του θανάτου της ίδιας της τέχνης».[4]
Όλα τα παραπάνω είναι λίγο-πολύ γνωστά. Είναι επίσης γνωστό ότι τίποτα στην τέχνη, όπως και στη ζωή, δεν έχει τέλος. Νεότερες, συντονισμένες έρευνες τεχνοκριτικών, ιστορικών της τέχνης και φιλολόγων έφεραν στο φως μια περίεργη, σχεδόν απίστευτη, ιστορία. Συνοψίζω τα βασικά σημεία της:
Το 1922, ο Πάμπλο Πικάσο (1881-1973) δηλώνει ότι ζωγράφισε ένα πορτρέτο του Έλληνα εικαστικού κατά την τελευταία τους συνάντηση[5] στο σπίτι της μαντάμ Σελέστ Αλμπαρέ.[6] Δύο από τους Πεσόα του περίφημου πορτογαλικού μπαούλου γράφουν ότι είδαν το πορτρέτο σε μια έκθεση και το εκθειάζουν ως το απόλυτο αριστούργημα του μεγάλου Ισπανού. Ο Γιώργος Σεφέρης, που ισχυρίζεται ότι το αντίκρισε δίπλα σ’ ένα χοντρό βιβλίο στο χρώμα της ελληνικής σημαίας στη βιτρίνα ενός φτωχικού παρισινού βιβλιοπωλείου της οδού Οντεόν ή Ντυπουιτρέν (δεν είναι σίγουρος), μια βραδιά με κάτι φίλους και τον Εδμόνδο Τεστ (γι’ αυτό είναι σίγουρος), συμφωνεί για την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική του αξία. Οι Θεόδωρος Στεφανίδης και Γιώργος Κατσίμπαλης (οι φίλοι) που τον συνόδευαν στον βραδινό περίπατο, δε θυμούνται απολύτως τίποτε![7] Οι φήμες κινητοποίησαν τον περίφημο εκδότη βιβλίων τέχνης και τεχνοκριτικό Στρατή Θρασυβούλου Ελευθεριάδη (1897-1983), γνωστό στους καλλιτεχνικούς κύκλους ως Teriade (Τεριάντ), ο οποίος, παρέα με άλλους παρισινούς κριτικούς, αναζητούν το πορτρέτο. Οι προσπάθειές τους βρίσκουν τοίχο. Το Πουλί του Μπενίν, όπως αποκαλούσε ο Απολινέρ τον Πικάσο, δηλώνει σε όλους τους τόνους, σε κάθε προσωπική όχληση και απερίφραστα σε συνέντευξή του στις εφημερίδες, ότι το πορτρέτο έχει κλαπεί!
Τίποτ’ άλλο δεν είναι γνωστό, γιατί ο κόσμος, προφανώς, είχε κι άλλα πράγματα στο κεφάλι του. Οι Πικάσο και Μπρακ, αφού είχαν αναστατώσει την εποχή τους, έβγαλαν την ουρά τους απ’ έξω, απομακρύνθηκαν o ένας απ’ τον άλλον και οι δυο τους απ’ τους «κυβιστάδες»,[8]
και απολάμβαναν την προσωπική επιτυχία τους, ο Μαξ Ζακόμπ αποσύρθηκε οίκαδε, κι ενώ ο Προυστ ψυχορραγούσε στο φέλλινο κελί του και οι αναρχικοί (αφού ούτε ο Τσάπλιν με τον Μπερξόν ούτε ο Ντ’ Ανούντσιο με τον πρίγκιπα του Μονακό προσχώρησαν στις γραμμές τους) ήταν απασχολημένοι με το να δικάζουν τον Μπαρές και να κλείνουν τον Σιμενόν σε γυάλινο κλουβί με την υποχρέωση να γράψει σε τρεις μέρες ένα μυθιστόρημα, ο Ρομπέρ Ντεσνός παραδινόταν αύτανδρος
στον αυτοματισμό (παρίστανε, λένε οι κακές γλώσσες, ότι κοιμόταν στις πνευματιστικές συγκεντρώσεις και τις δοκιμασίες αυτόματης γραφής), ο Κοκτό ιερουργούσε στο καμπαρέ Le Boeuf sur le Toit, ο Χέμινγκουεϊ τα έπινε με τη Γερτρούδη Στάιν, ο Σουτίν σε δημιουργική έξαρση (και να μια περίπτωση ανάλογη με τον Παναγιωτόπουλο) επικεντρωνόταν στη συστηματική καταστροφή των έργων του (συμπεριλαμβανομένων των πλαστών που έφεραν την υπογραφή του) καθώς τριγύριζε υπνωτισμένος στα σφαγεία αναζητώντας μοντέλα για το «μεγάλο έργο», κι ο Μαν Ρέι ήταν πιο πολύ απασχολημένος με τη μονίμως ξεβράκωτη Κικί του Μονπαρνάς παρά με τη φωτογραφική του μηχανή, εξού και έφτασε στο κρεβάτι του Μαρσέλ κατόπιν εορτής… μία μέρα μετά το θάνατό του. Πάνω-κάτω αυτό ήταν το πνευματικό κλίμα της εποχής.[9] Ποιος ν’ ασχοληθεί;
Όλα ξεχάστηκαν για χρόνια, μέχρι που, το 1952, ο Σαλβαδόρ Νταλί (1904-1989) αναγγέλλει ότι ξαναβρήκε το χαμένο πορτρέτο του Παναγιωτόπουλου, προκαλώντας πανικό σε συλλέκτες, ειδικούς και εμπόρους τέχνης. Ο Πικάσο πληροφορείται την ανακάλυψη και αναγνωρίζει επισήμως το πορτρέτο ως πρωτότυπο έργο του. Προς έκπληξη όλων, ο γνωστός για τα φιλελληνικά του αισθήματα Ισπανός ζωγράφος το αφιερώνει στους αγαπημένους του Έλληνες «που συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται», και το πορτρέτο ταξιδεύει, άγνωστο με ποιο τρόπο, στην Ελλάδα. Ωστόσο, θεωρείται σχεδόν βέβαιη η εμπλοκή της παρέας των Γιώργου Γουναρόπουλου (1889-1997) και Άγγελου Κατακουζηνού (1904-1982),[10]
και καθοριστική η παρέμβαση του «Πάπα της Τέχνης» με το αλάνθαστο ένστικτο, Τεριάντ, γιατί το πορτρέτο φυλάχθηκε σε αποθήκες μαζί με τα έργα του Θεόφιλου και ήρθε πάλι στο φως μόλις το 1965, όταν και ιδρύθηκε πανηγυρικώς το Μουσείο Θεόφιλου στη Μυτιλήνη.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ο Έλληνας Μαλέβιτς αποχωρίστηκε τον Έλληνα Ανρί Ρουσό! Το πορτρέτο μεταφέρθηκε κάποια στιγμή στην Αθήνα και προστέθηκε στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης με αριθμό καταλόγου 1357 και τον τίτλο «Πάμπλο Πικάσο: Ο καλλιτέχνης με το γαρύφαλλο / πορτρέτο του Κυριάκου (Ντομινίκ) Παναγ(κ)ιωτόπουλου».
Το πορτρέτο του Παναγιωτόπουλου δεν είδε ποτέ το φως του ήλιου, σε αντίθεση με τα έργα του ίδιου·[11] παρέμεινε στα υπόγεια αποθετήρια της Πινακοθήκης και δεν εντάχθηκε ποτέ στη μόνιμη συλλογή Δυτικοευρωπαϊκής Τέχνης,[12] ακόμα και μετά το πλήρες άνοιγμα της ειδικής πτέρυγας. Στη μοναδική σωζόμενη περιγραφή του καταλόγου διαβάζουμε:
«[…] σε μια αυστηρώς οριοθετημένη –χωρίς προοπτική– χωρική δομή (εντός ενός πλαισίου που παραμένει αμφίσημα ανοικτό πάνω από το κεφάλι του ζωγράφου), ακαθόριστα σχήματα έντονων αποχρώσεων του μπλε (που θυμίζουν την παλέτα της ομόχρωμης περιόδου) σ’ έναν μεθυστικό συνδυασμό κυρτών γραμμών (που παραβιάζουν τους νόμους της ανατομίας) συνθέτουν το κυβιστικό παζλ ενός θρυμματισμένου προσώπου (προφανώς του Ντομινίκ), την ίδια στιγμή που με το δεξί του χέρι πλησιάζει στο πρόσωπό του ένα λουλούδι (προφανώς το γαρύφαλλο του τίτλου)»…[13]
Για κακή μας τύχη, η ιστορία έχει και συνέχεια:
Το 1986, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες (1899-1986), λίγες μέρες πριν από την αποφράδα εκείνη ημέρα του Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, ολοκληρώνει στη Γενεύη, υπαγορεύοντας (πώς αλλιώς;) στη Μαρία Κοδάμα το τελευταίο του δοκίμιο («El omega de Pablo»). Ο μεγάλος Αργεντινός, αντλώντας απ’ τα βάθη της ασύγκριτης μνήμης του την εποχή που μαζί με τον Γάλλο γραφολόγο/ψυχαναλυτή και φίλο των νεανικών του χρόνων Πιερ Μενάρ[14] είχαν γνωρίσει όσο λίγοι το καλλιτεχνικό Παρίσι στα σαλόνια της βαρόνης ντε Μπακούρ και τα αξέχαστα εκείνα Vendredis στο αρχοντικό της κόμισσας Ντε Μπανιορέτζο, αποφαίνεται ότι:
1. O Πικάσο και όλοι οι Πεσόα είπαν ψέματα, γιατί κανείς δεν ζωγράφισε το 1922 ένα πορτρέτο του Παναγιωτόπουλου.
2. Εν πάση περιπτώσει, κανενός Παναγιωτόπουλου δεν μπορούσε να ζωγραφιστεί το πορτρέτο εν έτει 1922, για τον απλούστατο λόγο ότι ο Παναγιωτόπουλος δεν ήταν παρά μυθοπλαστικός χαρακτήρας, ψευδώνυμο προσωπείο ή συγγραφική περσόνα[15]
που είχε επινοηθεί από τον Ιρλανδό ποιητή και πεζογράφο Stephen Silversnow (1943-2011), στις αρχές της δεκαετίας του 1980.[16]
3. Ο Πικάσο, στην πραγματικότητα, ζωγράφισε το πορτρέτο το 1952 και το χρονολόγησε το 1922.
4. Ο Νταλί έκλεψε το πορτρέτο και το αντέγραψε (άψογα). Αμέσως μετά, κατέστρεψε το πρωτότυπο
5. Προφανώς ο Πικάσο το 1952 μιμήθηκε τέλεια το ύφος του πρώτου Πικάσο, και το αντίγραφο του Νταλί ήταν πανομοιότυπο με το πρωτότυπο. Τόσο ο Πικάσο όσο και ο Νταλί χρησιμοποίησαν καμβά και χρώματα φτιαγμένα το 1922.
Επομένως, το έργο που βρίσκεται σήμερα στα υπόγεια της Εθνικής Πινακοθήκης στην Αθήνα, θα έλεγε μια σημειωτική προσέγγιση, δεν είναι παρά μια εσκεμμένη πλαστογράφηση μιας εσκεμμένης παραχάραξης διά χειρός του ίδιου του δημιουργού μιας ιστορικής παραχάραξης. Ωστόσο, στην ιστορία της τέχνης δεν υπάρχουν οριστικές βεβαιότητες, και καλό είναι να κρατάμε μικρό καλάθι. Όμως, και για ακόμα μεγαλύτερη κακή μας τύχη, η ιστορία μας έχει κι άλλη συνέχεια:
Τον Ιανουάριο του 2022, ανακαλύπτεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη ένα άγνωστο συνεργατικό κείμενο των Αντώνη Ιωάννου και Πάτροκλου Γιατρά,[17] οι οποίοι, αντλώντας πληροφορίες από ξεχασμένα επιστημονικά συγγράμματα, έρευνες και αρχειακές αναδιφήσεις του Ζορζ Περέκ (1936-1982), αποφαίνονται ότι:
1. Ο Παναγιωτόπουλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μόνο που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιουσέπ Τόρες Καμπαλάνς[18](1886-;). Ο Μαξ Άουμπ (1903-1972) είναι αυτός που σύστησε (πονηρά) τον Καμπαλάνς στον Μπρακ ως Παναγιωτόπουλο, και ο Μπρακ τον ζωγράφισε με αυτό το όνομα (καλόπιστα), αλλά μιμούμενος το ύφος του Πικάσο (κακόπιστα).
2. Όπως είναι γνωστό, τα ίχνη του Καμπαλάνς, αυτής της ιδιοφυΐας τής ισπανικής πρωτοπορίας, συνοδοιπόρου των Μπρακ και Πικάσο και πραγματικού εμπνευστή του κυβισμού, χάθηκαν κάπου στις ζούγκλες του νοτιανατολικού Μεξικού, και μια φωτιά κατέστρεψε όλα τα πιστοποιητικά ταυτότητας των έργων του στο Σαν Κριστόμπαλ ντε λας Κάσας της Τσιάπας (θυμίζω ότι τα πιστοποιητικά γέννησης του Καμπαλάνς στη Χιρόνα είχαν καεί κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου).
3. Ο Νταλί ανακάλυψε το πορτρέτο το 1952 και το αντέγραψε. Αργότερα κατέστρεψε το πρωτότυπο. Μία εβδομάδα αργότερα, ο Πικάσο έκανε ένα αντίγραφο του αντιγράφου τού Νταλί, κι ύστερα το αντίγραφο του Νταλί καταστράφηκε. Ο πίνακας που έφτασε μετά από περιπέτειες στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης είναι ένα πλαστό ζωγραφισμένο από τον Πικάσο, που απομιμείται ένα πλαστό ζωγραφισμένο από τον Νταλί, που απομιμείται ένα πλαστό ζωγραφισμένο από τον Μπρακ.
4. Ο ίδιος ο Περέκ έμαθε τα πάντα απ’ αυτόν που είχε ανακαλύψει τα ημερολόγια του Χίτλερ.
Είναι καιρός, νομίζω, να δώσουμε ένα τέλος σ’ αυτό το κείμενο που παραμένει ένα πολύπλοκο δίχτυ με κακοφτιαγμένους κόμπους και πού και πού άγαρμπα δεσίματα, αν και διακρίνεται μια υπόγεια συνέχεια στα γεγονότα και μια κρυφή αλυσίδα ανταποκρίσεων. Πιθανότατα μια εμπεριστατωμένη αναλυτική ανάγνωση δεν θα αργούσε να καταδηλώσει ότι πολλές από τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας είναι πλαστές. Τι απομένει, λοιπόν; «Μια ιστορία χωρίς τέλος. Μια παλιά αμαξοστοιχία χωρίς μηχανές. Ένας ατέρμων κοχλίας», όπως θα έλεγε ο Γιάννης Πάνου; «Η απόλαυση και το ρίγος της προσποίησης», όπως θα έλεγε ο Περέκ; Αν και προσωπικώς μου αρκεί, επειδή πολλοί ήδη έσμιξαν τα φρύδια, θ’ απαντήσω: «Όχι μόνο, βέβαια!»· κατ’ αρχάς, γιατί «πολλές από τις λεπτομέρειες» δε σημαίνει «όλες οι λεπτομέρειες», κι έπειτα, σε τελική ανάλυση, όποιος θέλει πραγματολογική ακρίβεια και τεκμηρίωση της παραμικρής αναφοράς, και φοβάται την τυχαιότητα και τη διαίσθηση ή τους συνειρμούς και τις όποιες μεταπαραμορφώσεις (λόγω κεκτημένης ταχύτητος) της αφήγησης, δεν έχει παρά να σηκωθεί από τον καναπέ του και να κατεβάσει από τη βιβλιοθήκη για να διαβάσει τα ίδια τα κείμενα ή να επισκεφθεί τα ίδια τα μουσεία. Όποιος δε αμφιβάλλει για τον Παναγιωτόπουλο, ε, ας πιάσει στα χέρια του μια οποιαδήποτε Ιστορία της Ζωγραφικής ή, έστω, μια Εγκυκλοπαίδεια, όπως έλεγε ο Δομήνικος για το χάρτη του Τολέδο. Εκεί δεν θα τον βρει στην οικεία, πραγματική του θέση;
Ωστόσο, κι αν ακόμη παραδεχτούμε ότι η ιστορία μας είναι πλαστή (σε κάποιο βαθμό), τι συμβαίνει με το ίδιο το πορτρέτο; Εδώ μας θέλω: είναι κι αυτό πλαστό ή όχι; Και τι σημαίνει πλαστό, όταν η αλήθεια και το ψέμα ορίζονται με αμοιβαία κυκλικότητα; Το πλαστό προϋποθέτει ένα πρωτότυπο με το οποίο μπορεί να παραβληθεί, τα δε εσωτερικά η εξωτερικά κριτήρια (περιεχόμενο, υλικό υπόβαθρο, μαρτυρίες κ.λπ.) εξακρίβωσης της πλαστότητας ενός αντιγράφου συμπίπτουν με τα κριτήρια εξακρίβωσης της αυθεντικότητας ενός πρωτοτύπου. Κατά συνέπεια, κανένα πρωτότυπο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασφαλές κριτήριο των παραποιήσεών του, παρά μόνο αν θεωρηθεί δεδομένο (άκριτα) ότι το πρωτότυπο είναι πράγματι πρωτότυπο. Ίσως, τελικά, το πορτρέτο του Παναγιωτόπουλου που φιλοτέχνησε ο Πικάσο να είναι το «Ελντοράντο» των μεγάλων παραχαρακτών όπως ο μέγιστος όλων Σιμωνίδης ή των μεγάλων φιλοσόφων και αισθητικών της τέχνης όπως ο Γκούντμαν, ο Ντάντο ή ο Έκο: δηλαδή, ένα τέλειο κίβδηλο που θα ανθίσταται για πάντα σε κάθε δεδομένο κριτήριο, ακριβώς γιατί δεν έχουμε στη διάθεσή μας καμία εξωτερική απόδειξη (ίσως ακόμα και της ύπαρξής του) και όλες οι εσωτερικές ενδείξεις είναι άκρως προβληματικές και συζητήσιμες. Τα πραγματικά πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα σ’ αυτή την πολύπλοκη ιστορία που μοιάζει φανταστική, και θα μπορούσε να φωτίσουν την κουκουνάρα της άγνοιάς μας, είναι πλέον νεκρά (πραγματικά). Αν η ιστορία είναι αληθινή, το μοναδικό διαθέσιμο αντικείμενο είναι το ίδιο το έργο τέχνης που περιμένει ακόμα υπομονετικά σε ανήλιαγα υπόγεια τη σειρά του για τα εκθετήρια της μόνιμης συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης, αλλά και τις συντονισμένες προσπάθειες των πραγματογνωμόνων της ομάδας του καθηγητή ιστορίας της τέχνης Μάνου Στεφανίδη, του εικαστικού Δημήτρη Καλοκύρη και του φιλόλογου Νάσου Βαγενά που έχουν κληθεί να λύσουν το γρίφο.
Βλ. Αργύρης Χιόνης, «Τότε που ο Δομήνικος Παναγιωτόπουλος αποφάσισε να ζωγραφίσει τον Θεό» και «Μια άλλη άποψη για το πώς αντέδρασε ο Δομήνικος μετά τη συνάντησή του με τον ζητιάνο» (Ιστορίες μια παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα, Αιγόκερως, 1981, σσ: 23-25 και 26-27), καθώς και: «Κυριάκος Παναγιωτόπουλος» (Περί Αγγέλων και Δαιμόνων, Γαβριηλίδης 2007, σσ: 17-49).
Ο Παναγιωτόπουλος φιλοτέχνησε με παροιμιώδη εμμονή («όχι ξύνοντας τις πληγιασμένες σάρκες του αλλά τα έλκη της ψυχής του», γράφει ο Χιόνης) για τρία ολόκληρα χρόνια δεκάδες πορτρέτα του Ιώβ και ξεψύχησε σε άσυλο μονολογώντας: «και επιμένω πως υπάρχει μονάχα ένας Θεός, ο Ιώβ, ο πάσχων άνθρωπος». Για τον οικουμενικό μύθο του Ιώβ που στοιχειώνει την ανθρώπινη μοίρα στους αιώνες των αιώνων, βλ. την εξαιρετικά εμπεριστατωμένη μελέτη του Pierre Assouline, Οι Βίοι του Ιώβ, μτφρ Σπ. Γιανναράς, εκδ. Πόλις, για την παρουσία του μύθου και στη ζωγραφική, απ’ όπου περιέργως απουσιάζει και η παραμικρή αναφορά στην ιώβειο υπομονή του Παναγιωτόπουλου. Ούτε ο συνήθως σχολαστικός Σταύρος Ζουμπουλάκης θυμάται τον Παναγιωτόπουλο όταν σχολιάζει, μετά τα «διαλεχτά αποσπάσματα» του Ιωάννη Γρυπάρη και τον Κόντογλου που μετέφραζε «Ιώβ» για να αντλεί δύναμη, την πρώτη (1931) ολοκληρωμένη μετάφραση στη δημοτική (σε αναπαιστικούς τρίμετρους παροξύτονους δεκασύλλαβους στίχους) του Κώστα Φριλίγγου (1882-1950): βλ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Οι μεταφράσεις του Ιώβ στην Ελλάδα», Δελτίο Βιβλικών Μελετών, τχ. 31Α (Ιούνιος 2016), σσ.: 15-32.
Για τη θρυλική αίρεση που πρέσβευε ότι τα πάντα δημιουργήθηκαν εκ του σημείου στίξεως του τεθειμένου εν αρχή της φράσεως «Μπι-ισμ-ιλλάχ» (εν ονόματι του Θεού) και ότι τα πάντα αποτελούν σημεία στίξεως στοιχείων του αλφαβήτου, βλ. τον τόμο του Μεγάλου Λογοθέτου στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων Βλαδίμηρου Μιρμίλογλου, Οι Δερβίσαι, Εκάτη, χχ., σ. 281, καθώς και τη θρυλική μελέτη ενός άλλου Παναγιωτόπουλου: Γιάννης Πάνου, Η ιστορία των μεταμορφώσεων, Καστανιώτης, 1998 (σ. 261).
Την επομένη δηλαδή της κηδείας του Παναγιωτόπουλου, στην οποία παρευρέθησαν μόνο ο Τεριάντ και η σπιτονοικοκυρά του ζωγράφου. Το σχετικό άρθρο της εφημερίδας ανακάλυψε ο Χιόνης στο αρχείο του Στρατή Θρασύβουλου Ελευθεριάδη.
Δεν είναι πολλά γνωστά για τη σχέση Πικάσο-Παναγιωτόπουλου. Σίγουρα δεν συνεχίστηκε μετά το καλοκαίρι του 1922, όταν η είδηση της Μικρασιατικής Καταστροφής προκάλεσε τη μεγάλη καλλιτεχνική κρίση του Παναγιωτόπουλου η οποία και οδήγησε στη σταδιακή του κατάπτωση. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η σχέση τους ήταν ήδη κλονισμένη εξαιτίας της αλαζονικής ταύτισης του Παναγιωτόπουλου με το πνεύμα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που, ως γνωστόν, ο Πικάσο αποκαλούσε… «Πατέρα». Για τον Παναγιωτόπουλο ως μετενσάρκωση του Θεοτοκόπουλου, βλ και: Αγγέλα Καστρινάκη, «Θεοί και δαίμονες στην ορθολογική δεκαετία του 1930», στον τόμο των πρακτικών του Επιστημονικού Συμποσίου Μυστικισμός και τέχνη. Από τον θεοσοφισμό του 1900 στη “νέα εποχή”. Εξάρσεις και επιβιώσεις, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας - Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα, 2000. (Ό,τι και να έχει συμβεί, η Καταστροφή της Σμύρνης πρέπει να θεωρηθεί ένα terminus ante quem για τη δημιουργία του πορτρέτου.)
Ο αναγνώστης που αναγνώρισε στο όνομα της σπιτονοικοκυράς του Παναγιωτόπουλου τη Σελέστ Αλμπαρέ (1891-1984), οικονόμο και μοναδική έμπιστη του Μαρσέλ Προυστ (1871-1922) κατά τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του, δεν κάνει λάθος. Πρόκειται, ωστόσο, όπως λέει ο Χιόνης, που διερεύνησε επί μακρόν το ζήτημα, για «συμπτωματική διαβολική συνωνυμία». Καμία οικογενειακή σχέση δεν συνδέει τα δύο πρόσωπα. Εξάλλου, η προυστική Σελέστ αρνήθηκε πεισματικά να μιλήσει για τον συγγραφέα και την κοινή τους ζωή μέχρι και την ηλικία των 82 ετών όταν τα είπε όλα σε μια εβδομηντάωρη ηχογράφηση στον Ζορζ Μπελμόν (βλ. Σελέστ Αλμπαρέ, Ο κύριος Προυστ, μτφρ. Αριστέα Παρίση, Ολκός, 1994), ενώ η Σελέστ του Παναγιωτόπουλου άνοιξε το στόμα της αμέσως στον Τεριάντ!
Μάλλον πρόκειται για την ίδια βραδιά που η παρέα του Σεφέρη «είδε σε μια βιτρίνα τον ογκώδη γαλάζιο τόμο της πρώτης έκδοσης του Οδυσσέα και το πορτρέτο του James Joyce με τα χοντρά γυαλιά του πλαισιωμένο από ελληνικές σημαίες. “Θα πολέμησε στο μακεδονικό μέτωπο”, είπε ο ένας από τους δύο. («Γιώργος Σεφέρης, «Για τους ταξιδιώτες του “Sea Adventure”», Δοκιμές, Γ’, Ίκαρος, σ. 323).
Ο όρος, του Μπρακ! Παρ’ όλα αυτά, για να μην είμαστε άδικοι με τους «κυβιστές» και την προσφορά τους, πρέπει να θυμόμαστε πάντα την καθοριστική τους συμβολή στο πολεμικό καμουφλάζ κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου. Όπως έγραψε ο Ζαν Πολάν στο Μπρακ, το αφεντικό, «οι μοναδικοί πίνακες τους οποίους η κοινή γνώμη κατηγορούσε πεισματικά ότι δεν έμοιαζαν με τίποτα, έτυχε να είναι, τη στιγμή του κινδύνου, οι μόνοι που μπορούσε να μοιάζουν με τα πάντα». Βλ. αναλυτικά: «Η τέχνη του πλαστού» στο: Νταν Φρανκ, Οι μποέμ, μτφρ. Ρένα Χατχουτ, Ψυχογιός 2000, σσ. 332-335.
Για την πνευματική κατάσταση της εποχής βλ. αυτ. Νταν Φρανκ, Οι μποέμ, μτφρ. Ρένα Χατχουτ, Ψυχογιός 2000
Για το ρόλο της θαυμαστής παρέας στην αναγνώριση του Θεόφιλου και τη διάσωση των έργων του, καθώς και τη σημαντική προσφορά της ευγενικής φυσιογνωμίας του νευρολόγου με τη μεγάλη πολιτιστική δράση Άγγελου Κατακουζηνού, βλ. τις σχετικές παρατηρήσεις της Σοφίας Ε. Πελοποννησίου-Βασιλάκου στον τόμο: Άγγελος Κατακουζηνός Στρατής Ελευθεριάδης-Τeriade. Μια φιλία ζωής. Η δημιουργία του μουσείου Θεόφιλου, Ίδρυμα Αγγέλου και Λητώς Κατακουζηνού, Αθήνα 2020.
Όπως σημειώνει ο Χιόνης, ο Τεριάντ, τη δεκαετία του ’60, δώρισε τα τρία έργα του Παναγιωτόπουλου που είχε στην κατοχή του («Καταιγίδα στον Μυστρά», «Πορτρέτο του μοναχού και ποιητή Jacinto Manuel de la Cruz» και «Λευκή τελεία σε λευκό φόντο» ) στην Εθνική Πινακοθήκη.
Και ευτυχώς, αν κρίνουμε από την τύχη που είχε το «Γυναικείο κεφάλι» (της μούσας του, Ντόρας Μάαρ), το οποίο φιλοτέχνησε ο ζωγράφος το 1939 και δώρισε στον ελληνικό λαό «για την αντίστασή του στην Κατοχή». Όπως είναι γνωστό, ο πίνακας κλάπηκε από την Εθνική Πινακοθήκη, ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου του 2012 [μαζί με τον «Μύλο» (1905) της πρώτης περιόδου του Ολλανδού Πιετ Μοντριάν και ένα σχέδιο θρησκευτικής απεικόνισης των αρχών του δέκατου έβδομου αιώνα που αποδίδεται στον Ιταλό Τζουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο)] κατά την επονομαζόμενη «Ληστεία του Αιώνα» και βρέθηκε σε μια ρεματιά της Κερατέας, τον Ιούνιο του 2021. Ακολούθησε η τραγελαφική συνέντευξη Τύπου για την εξιχνίαση της κλοπής από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, όταν και το «Γυναικείο κεφάλι» γλίστρησε από το σημείο όπου το είχαν στερεώσει κι έπεσε κάτω… Γαργαλιστικές λεπτομέρειες αυτής της περίεργης υπόθεσης (και μάλιστα, πριν από την επίσημη εξιχνίασή της) μπορεί ο φιλέρευνος αναγνώστης να βρει στο: Άντυ Βρόσγος, Χρήσιμοι ηλίθιοι, εκδ. Κύφαντα 2019.
Από την περιγραφή και μόνο δημιουργείται η εντύπωση ότι το πορτρέτο του Παναγιωτόπουλου («L’artiste à la fleur») μοιάζει ως προς τις βασικές του εικαστικές γραμμές με το γνωστό σκίτσο του Νίκου Μπελογιάννη («L’homme à la fleur») που ζωγράφισε ο Πικάσο συγκλονισμένος από την εκτέλεση του Έλληνα αγωνιστή τον Μάρτιο του 1952, αν και τα χρώματά του θυμίζουν μάλλον τον πίνακα του Νταλί «L’homme et la fleur» (1972), χωρίς ν’ αποκλείεται, από τους τεχνοκριτικούς, η επίδραση του μπλε φόντου στο «Jeune homme à la fleur» (1891) του Γκογκέν. Για τον σκιτσαρισμένο, ακριβώς την ίδια χρονιά, πασίγνωστο «Άνθρωπο με το γαρύφαλλο» του Πικάσο και την περίπλοκη επίσης ιστορία του, βλ. την εμπεριστατωμένη μελέτη του Νίκου Δαββέτα Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη. Μια ιστορία του ψυχρού πολέμου (νέα αναθεωρημένη έκδοση), Πατάκης 2022.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Πιερ Μενάρ, συγγραφεύς του Δον Κιχώτη», Άπαντα τα Πεζά Ι, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις Πατάκη, σσ. 153-165.
Δεν ήταν λίγοι όσοι επιτέθηκαν στον κουρασμένο Αργεντινό με τα άτονα μάτια. Από τον συνήθη ήρεμο Ουμπέρτο Έκο που περιέργως αυτή τη φορά δεν έβρισκε κανένα τυπικό σφάλμα λογικής ούτε υπερερμηνείες και επέμενε να θυμίζει την παλιά προτροπή ενός αγαπημένου του Γερμανού μυστικιστή («ό,τι δεν μπορούμε να θεωρητικοποιήσουμε πρέπει να το αφηγηθούμε») μέχρι τους εριστικούς ουλιπιανούς που επισήμαναν ότι το υποτιθέμενο πρόβλημα δεν αποτελούσε παρά μία παραλλαγή της «θεωρίας των πρωθύστερων μιμητών ή λογοκλόπων» στην οποία όμνυαν καθημερινώς οι ίδιοι και την οποία σε τελική ανάλυση είχε εισαγάγει ο ίδιος ο Αργεντινός. Ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστήριζαν ότι, αν υπάρχουν συγγραφείς που δημιουργούν τους προγόνους τους, γιατί να μην μπορεί να ισχύει το ίδιο με τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες ή τα ζωγραφικά μοντέλα; Ο δε πρόεδρος του OuPeinPo (Οuvroir de Peinture Potentielle, Εργαστήριο Δυνητικής Ζωγραφικής) αφού χαρακτήρισε τον Παναγιωτόπουλο «Ντόριαν Γκρέι της νέας εποχής», συνέχισε, όλο νόημα, ότι καλά θα έκανε ο συγγραφέας του «”Δρόμου προς τον Αλ Μουτάσιμ” να το βουλώνει για σχετικά θέματα».
Η σχέση του Παναγιωτόπουλου με τον Σιλβερσνοου είναι απολύτως συγκρίσιμη, για παράδειγμα, με τη σχέση του Andrea Karavis με τον καναδό ποιητή David Solway (βλ. AnAndreasKaravisCompanion, Vehicule Press, Moντρεάλ 2000). Όπως έχει δείξει ο ελληνιστής Σερ Ρίτσαρντ Μπλάκμορ (1920-1992) στη σχετική μελέτη του για τα ελληνικής (και δη κρητικής) καταγωγής προσωπεία πολλών αγγλοσαξόνων ποιητών [«Οὖτις asDēmiourgós: HidingunderaGreekpseudonym», StudiesinComparativeLiterature, τόμ. 32 (1992), σσ. 186-234], το μακρινό πρότυπό τους ανάγεται σε μια ιδέα του πρόωρα χαμένου Αργεντινού ουλτραϊστή Esteban Argentea Nieve (1900-1925) που κανονικοποίησε αργότερα το περίφημο δίδυμο Χόρχε Λουίς Μπόρχες-Αδόλφο Μπιόι Κασάρες: Αφηγήσεις του Μπούστος Ντομέκ, μτφρ. Τάσος Δενέγρης, Ύψιλον,1983.
Η ενδελεχής και συστηματική φιλολογική σκαπάνη εντόπισε πριν από χρόνια στο παλίμψηστο «Αρχείο» του Αντώνη Ιωάννου για το οποίο ακόμα ερίζουν το ΕΛΙΑ και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη (η τελευταία θέλει να φυλαχθεί στο πρώτο, το τελευταίο θέλει την αποθήκευση στη δεύτερη). μιαν αποσπασματικώς σωζόμενη βιογραφική διατριβή με τον τίτλο «Π.Γ.: Curriculum Mortis», η οποία έρχεται να ταράξει, κυριολεκτικά, τα λιμνάζοντα νερά της βαλτωμένης φιλολογίας μας, παρέχοντας νέες πληροφορίες για την ταραγμένη δεκαετία του 1970, αλλά και τη ζωή και, κυρίως, το θάνατο του αυτοδίδακτου χειρώνακτα (τυπογράφου στο επάγγελμα) και αγνοημένου μεταφραστή Πάτροκλου Γιατρά, το ανολοκλήρωτο έργο του οποίου θα μπορούσε ν’ αλλάξει την πορεία της ελληνικής ποίησης. Ο Ιωάννου, συμπληρώνοντας τα κενά που μας άφησε η πρωτοποριακή όσο και σεμνή και ολιγόλογη φιλολογική μελέτη του Νάσου Βαγενά [(«Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας», Η συντεχνία, Κέδρος 1976, 21980, τώρα βλ. και την τρίτη έκδοση (Στιγμή 1987)], προβαίνει σε αποκαλύψεις για τον μαγικό μικρόκοσμο του Γιατρά «με τους αγγέλους και τους δαίμονες που τον συντρόφευαν στα μακριά, μοναχικά βράδια του», προχωρά σε μια ενδιαφέρουσα συγκριτική μελέτη της κοινής γενεαλογίας ποιημάτων των Γιατρά-Σινόπουλου, δύο ομόλογων συγγενικών ποιητικών φωνών που δημιούργησαν αγνοώντας ο ένας τον άλλον, ακόμα και αν τα σπίτια τους, στον Περισσό, απείχαν μόλις δύο τετράγωνα μεταξύ τους, και κυρίως αποδεικνύει ότι η πηγή της πληροφορίας για το θάνατο του Γιατρά, την οποία ο Νάσος Βαγενάς αποδίδει ανώνυμα «σε έναν φίλο του», είναι ο ίδιος ο Αντώνης Ιωάννου. Πρόκειται, φυσικά, για μιαν άλλη, εξίσου περίπλοκη ιστορία, το κουβάρι της οποίας προτίθεμαι να ξετυλίξω εν καιρώ, καθώς δεν είναι της παρούσης.
Για τη βιογραφία του Καμπαλάνς, βλ. Max Aub, Jusep Torres Campalans, Tezontle, Mεξικό 1958, αλλά και τις αντιρρήσεις του Sebastian Faber: «The Truth behind "Jusep Torres Campalans"», Hispania (American Association of Teachers of Spanish and Portuguese), τόμ. 87, τχ. 2 (Mάιος, 2004), σσ. 237-246.