Mise au pas

Queneauφανής φωτοκαταιγίδα
Queneauφανής φωτοκαταιγίδα


Η Λέα ξέρει και κλίνει
του λείπω τα πρόσωπα,
κρυφή συνυπογράφουσα
και πανταχού παρούσα.
Αχ! η Λέα, κυρ Γιακίδη!





Την παρότρυνση σε μορφή γλυκιάς εντολής να περιοριστεί τόσο στα λόγια όσο και στις κινήσεις την πήρε προσωπικά, κι ας ήξερε ότι ίσχυε για όλους, δε θα με περιορίσουν εμένα, τι είν’ αυτά, εγώ θα είμαι φλυαρός όσο θέλω (χειμώνα-καλοκαίρι να γράφει σεντόνια), ευκίνητος όσο μπορώ (πάνω-κάτω-δεξιά, πέρα-δώθε-αριστερά, τζάμπα το σμίλεψε αυτό το σώμα;), άσε που έχω ξεμάθει να υπολογίζω μέχρι πού με παίρνει κι αν με παίρνει (η παρένθεση εδώ για συγκάλυψη πιθανών απαρατήρητων –τι τα θες, άνθρωπος κι αυτός– εξαιρέσεων), άρα λοιπόν αρνήθηκε, τούτων δοθέντων, ν’ αλλάξει το παραμικρό στις αλανιάρικες συνήθειές του, τις οποίες έκανε νόμο, αρχή, απαράβατο ηθικό πλαίσιο.

Οι γύρω του (το έξω πλαίσιο, το περικύκλωμα) αρχικά τον ενθάρρυναν, δώσε μάγκα, σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραίος γιατί μου μοιάζεις, κι εγώ κι εμείς θα κάνω ό,τι θέλουμε όπως έκαναν κιόλας πάντα, δε μας δεν τους πιάνει κανείς, εδώ και δεκαετίες έχουν γίνει αυτό που είναι χωρίς κανενός τη βοήθεια, τους κανόνες ξέρεις πού τους γράφουμε όπως και τα τσου και τα συμμαζέψου, αυτά έλεγαν, μέχρι που έπεσε η πρώτη. Η πρώτη διόρθωση. Η πρώτη διόρθωση πέτυχε έναν περαστικό άκακο –μπορεί και να ’ταν γυναίκα– που δε γνώριζε, αλλά είχε παραβεί αυτό, αυτό που πια γνωρίζουν όλοι. Ο περιορισμός, λέει, δεν έκανε διακρίσεις, η αλήθεια είναι όμως ότι επιλέχθηκαν πρώτα αθώοι, αδύναμοι, να το λέμε αυτό, εκτός αν το σκεπτικό ήταν να δυναμώνουν μέσα από τις «contraintes», τη γαλλική λέξη που μας επέβαλαν όλες οι Συνθήκες σε συνέχεια της πρώτης και τραγελαφικότερης, εκείνης του Παρισιού.

Αθώος αυτός δεν ήταν, ανήκε στο τεσσαρακοστό κύμα των ατίθασων που δεν και ούτε καν. Με την καμία. Μετά από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις περί ορισμού των πάντων (τι εστί εστίαση, τι πά’ να πει μεταφορά, τι άσκοπο κατεβατό και τι βόλτα με σκύλο) τον περικύκλωσαν οι γύρω του. Το περικύκλωμα. Για σκέψου το λίγο, το λίγο. Κάτι μέτρα εδώ, μια περικοπούλα εκεί, τι θ’ αλλάξει; Είναι θέμα σεβασμού κιόλας, προς το ξέρω ’γώ τι. Προς τους ύστερα. Δες το, όμως, κι αλλιώς: αυτά τα όρια δε σου ακούγονται σαν όμορφη καινούργια αρχή; Σαν ξεκίνημα; Κάν’ τα δικά σου. Είναι και βολικά, στην ουσία τα βάζεις μόνος σου. Όλοι τα βάζουμε μόνοι. Ορίζεις, κι απ’ τη ρίζα ωριμάζεις. Παπαριές. Αυτός εκεί, ξέχειλος. Σε κάθε κοντρέντ κόντρα. Μια δε θέλω, μια δε θέλω καθόλου. Δεν κουνιέμαι λέει, να μετατοπίσω εγώ τη γραμμή του μη επιτρεπτού, από πού κι ως πού, που μια ζωή άκουγα για ευέλικτους ανέμελους που ξεφράζουν αμπέλια; Έχω και δουλειά, δίνε του. Ναι, αλλά, που λες, η δουλειά μειώνει – το περικύκλωμα έκανε ένα βήμα, σύσσωμο, απειλητικό. Τελειώνει το χαρτί. Μαζικές ελλείψεις. Όσο για το μελάνι, άγνωστο. Κι όσο γι’ αυτό που σ’ ενδιαφέρει, ακόμα πιο αβέβαιο. Ποιος διαβάζει σήμερα, και τι; Το πολύ πολύ καμιά σήμανση, της κακιάς ώρας – θυμάσαι τις καρέκλες που έγραφαν εναλλάξ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΕ ΤΟ ΚΑΘΙΣΜΑ; Την πλάγια γραμμή του κύκλου, πράσινη αντί για κόκκινη. Μαργαριτάρια ακόμα και στα χρώματα. Εκτός αν διορθώνουν έτσι πια.

Παραδώσου, λοιπόν. Την επιμέλεια των γραπτών μας μας την πήραν οι Συνθήκες, οριστικά, δεν έχεις παρά να κάνεις τους όρους τους φύλλο πορείας, μπες στον αυτόματο, δε θέλει κόπο, και μιας και δε μιλάμε περί οδικού χάρτη, που καταντάει περιττός, τέρμα ο δρόμος και άυλα όλα, ανακύκλωσέ τον, κάνε τον παζλ ή πόστερ, να ταξιδεύεις. Ξέρω, τώρα σκέφτεσαι εκδικητικό γράψιμο, να ληστέψεις κάνα χαρτοπωλείο και να τα τυπώσεις όλα, μικρογραφημένα, ούτε στίξη ούτε τίποτα, μπορεί και ούτε ε, ίσα ίσα να διακρίνει το μάτι, όλο αυτό για αρχείο γιατί σκέφτεσαι το μετά, τι θα γίνουμε χωρίς τα γραπτά σου τα πλαδαρά. Η αλήθεια είναι πως ναι, παίζει να μας λείπουν. Όπως μας λείπει και το κάθισμα. Όμως βλέπεις –ο κλοιός έσφιξε κι άλλο, με άλλο βήμα–, πού να χωρέσει καρέκλα; (Το ξανασκέφτηκε: μήπως διαμαρτύρονταν οι ίδιες οι καρέκλες;) Άντε, γρήγορα, τρεις τελίτσες και τα κούρεψες ωραία: δυο δέκατα έκτα δεκαεξασέλιδου άδετα, να διευκολύνεις τον λογιστή-γραφίστα, μαζί με τα κενά, μην τα υποτιμάς, λένε πολλά.

Το περικύκλωμα, σ’ αυτό το στάδιο, τον είχε στριμώξει για τα καλά. Περιορισμένος στο λόγο, στις κινήσεις, στη συμπεριφορά. Σήκωσε το βλέμμα. Ένα ντρόουν διέσχιζε αργά και ατσούμπαλα τον ουρανό προς τα δεξιά, σαν δείκτης ποντικιού. Το πλέον νόμιμο, απεριόριστο μουρμουρητό. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Και έγινε το θαύμα. Αποφασίστηκε μέσα του ότι καλώς, ας το λένε περιορισμό, κι ας με εκλάβουν ως υπάκουο στα κανόνια, εγώ τη Συνθήκη θα την καταδεχθώ, τώρα, γιατί το κούρασαν και κουράστηκα, γιατί όπως έλεγε ο άλλος «κάπου ώπα», παρά τα θέλω μου, το βολικά άβολο και την περηφάνια, περά από τις υποδείξεις των κηφήνων, τις αφόρητες αείφορες κλαγγές των αϊτονύχηδων και τις γλυκές παροτρύνσεις των ταχυδρομικών πιτσούνιων, σαν να γνώριζα από πάντα –μη σου πω ότι το όρισα– ότι κάπου, κάποτε, δεν μπορεί να μη βάλει κανείς ένα –

Σώπασαν τα πλήκτρα. Το ντρόουν σημάδεψε την πάνω γωνία.

Τερμάτισαν όλα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: