Αν η λογοτεχνία δεν είναι παιχνίδι, την έχουμε όλοι πολύ άσχημα.
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας
O Georges Perec (1936-1982) είναι ήδη καθιερωμένος συγγραφέας και δραστήριο μέλος του OuLiPo, όταν δέχεται από τον Paul Virilio, διευθυντή της νεότευκτης σειράς L’Espace critique στις εκδόσεις Galilée, την παραγγελία ενός κειμένου γι’ αυτή τη σειρά (1973).[1] Έτσι προέκυψε την επόμενη χρονιά (1974) το Espèces d’espaces (Είδη χώρων) που έχει μεταφραστεί αριστοτεχνικά στη γλώσσα μας από τον Αχιλλέα Κυριακίδη ως Χορείες χώρων, διατηρώντας και στα καθ’ ημάς τη γλωσσική παρήχηση του τίτλου.[2]
Λίγες παρακειμενικές ενδείξεις, πριν διαβεί ο αναγνώστης το κατώφλι για να μπει στο κυρίως κείμενο, τον προϊδεάζουν κάπως για το τι θα συναντήσει περαιτέρω: για παράδειγμα, ο (κενός) μη-χάρτης του ωκεανού από Το κυνήγι του Σναρκ του Λιούις Κάρολ· το δισέλιδο εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα περί κενού και χώρου ή, μάλλον, περί μη-χώρου, ενός και ενιαίου, αλλά άπειρων μικρών χώρων, το οποίο καταλήγει στη διαπίστωση: «Οι χώροι πολλαπλασιάστηκαν, κερματίστηκαν και διαφοροποιήθηκαν. Σήμερα, υπάρχουν χώροι κάθε είδους και μεγέθους, για κάθε λειτουργία και χρήση. Ζωή είναι το να περνάς από τον έναν χώρο στον άλλον, προσπαθώντας (όσο μπορείς), να μη σκοντάφτεις»· το παιδικό τραγουδάκι που, μεταξύ άλλων ποιητοπαιγνίων, ανθολογεί ο Paul Éluard το 1942 και αρχίζει ως εξής :
Στο Παρίσι είναι ένας δρόμος·
στο δρόμο είναι ένα σπίτι·
στο σπίτι είναι μια σκάλα·
στη σκάλα είναι μια κάμαρα·
στην κάμαρα είναι ένα τραπέζι·
πάνω στο τραπέζι, ένα σεμέν·
πάνω στο σεμέν, ένα κλουβί·
μέσα στο κλουβί είναι μια φωλιά·
μέσα στη φωλιά είναι ένα αβγό·
μέσα στο αβγό, ένα πουλί. κ.λπ.[3]
To Χορείες χώρων διακρίνεται για τον μινιμαλισμό και την υποκειμενικότητά του. Ο Περέκ δεν αναφέρεται σε γενικές κι εξεζητημένες θεωρήσεις περί χώρου· περιορίζεται σε απλές περιγραφές και παρατηρήσεις που θα μπορούσε ο καθένας να κάνει (αν το είχε σκεφτεί, βεβαίως, διότι το άπαν εδώ είναι η έννοια της εύρεσης, της inventio, και αυτό αποτελεί την κύρια αρετή του βιβλίου). Ταυτόχρονα, το Χορείες χώρων συγκροτεί κι ένα σαφώς αυτοβιογραφικό κείμενο: μιλώντας ουσιαστικά για τη σημασία που είχαν για τον ίδιο οι διάφοροι χώροι και τόποι με τους οποίους συνδέθηκε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο Περέκ παρέχει στον αναγνώστη του λαβές για να διατρέξει τη βιογραφία του από την Απελευθέρωση κι εξής, τα παιδικά του χρόνια, τις διάφορες μετακινήσεις και μετακομίσεις του. Με το ύφος μιας παιδικής απλότητας, κεφάτης αφέλειας και αναντίρρητης αυθεντικότητας, κυκλώνει για μία ακόμα φορά τη διάτρητη μνήμη του, επιχειρώντας να νοηματοδοτήσει τα σκόρπια θραύσματα και ξέφτια που ανασύρει και να γεω-εντοπίσει τον εαυτό του σε βιωμένο χωρο-χρονικό πλαίσιο.
Το αποτέλεσμα είναι ένα άτακτο κείμενο (με την έννοια του μη-ταξινομήσιμου, μη-κατηγοριοποιήσιμου) που ταλαντεύεται ανάμεσα στο είδος του πρωτότυπου δοκιμίου και του πεζού ποιήματος (poème en prose), παραμένοντας ταυτόχρονα, στον πυρήνα του, μια λοξή, έμμεση αυτοβιογραφία, βασισμένη σε αυτοδεσμευτικούς κανόνες, (contraintes), έτσι όπως την έστηνε ο Περέκ διαδοχικά, με διάφορες αφορμές, αφήνοντάς την ημιτελή, για να δοκιμάσει αλλιώς, αλλού να σκηνοθετήσει, να χωρο-γραφήσει καλύτερα την τρύπια ιστορία του.
Αυτό, λοιπόν, το περίεργο «ημερολόγιο ενός χωροχρήστη» οδηγεί τον αναγνώστη από τον ρεμβασμό στο ποίημα, από έναν λεκτικό ίλιγγο σε μιαν άπιαστη ουτοπία, από την ευφορία του ευφυολογήματος σε κάποιες αυταπόδεικτες αλήθειες και πεζές διαπιστώσεις. Τα (δώδεκα) «κεφάλαια» εγκιβωτίζονται το ένα εντός του άλλου κι εμφανίζονται ακολουθώντας τη λογική της ρώσικης κούκλας (μπάμπουσκα ή ματριόσκα): μέσα στη μεγάλη ανακαλύπτεις μια μικρότερη, και από αυτήν ξεπηδά μια άλλη, και από τούτη μια τρίτη, τέταρτη, πέμπτη κ.ο.κ., εωσότου φτάσεις στο πρώτο μικροσκοπικό κουκλάκι, έχοντας διατρέξει όλη την κλίμακα των μεγεθών και των εκπλήξεων. Ξεκινώντας από τη σελίδα, στην οποία γράφει το κείμενο του βιβλίου του («Γράφω: ενοικώ το χαρτί μου, το επενδύω, το διατρέχω. Δημιουργώ κενά, διαστήματα /…/ γράφω στο περιθώριο, αλλάζω παράγραφο, παραπέμπω σε υποσημείωση /…/ Έτσι αρχίζει ο χώρος: μόνο με λέξεις, με σημεία χαραγμένα στη λευκή σελίδα»), ο Περέκ επιθεωρεί όλους τους χώρους όπου εγγράφονται και κερματίζονται οι ζωές μας: από το κρεβάτι («Στο κρεβάτι περνάμε πάνω από το ένα τρίτο της ζωής μας /…/ Το κρεβάτι είναι ο κατ’ εξοχήν ατομικός χώρος, ο στοιχειώδης χώρος του σώματος, η κλινο-μονάδα, ο χώρος τον οποίο δικαιούται να κρατήσει ακόμα και ο πιο καταχρεωμένος άνθρωπος του κόσμου: οι δικαστικοί κλητήρες δεν μπορούν να κατάσχουν το κρεβάτι σας») στην κρεβατοκάμαρα («Θυμάμαι πολύ καθαρά όλα τα μέρη στα οποία κοιμήθηκα, εκτός απ’ όταν ήμουν πολύ μικρός, ώς το τέλος του πολέμου, οπότε οι αναμνήσεις μου χάνονται μέσα στη μονότονη γκριζάδα του κοιτώνα ενός οικοτροφείου /…/ Ο χώρος μιας κρεβατοκάμαρας λειτουργεί μέσα μου δίκην προυστικής μαντλέν /…/ Ανέλαβα, εδώ και κάμποσα χρόνια, να καταγράψω, όσο πιο εξαντλητικά και με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, όλους τους Τόπους όπου κοιμήθηκα»). Από το υπνοδωμάτιο, η μετάβαση γίνεται στο διαμέρισμα και από εκεί, στην πολυκατοικία («Φαντάζομαι μια παρισινή πολυκατοικία που της έχει αφαιρεθεί η πρόσοψη, έτσι ώστε όλα τα δωμάτια που είναι στην πρόσοψη, απ’ το υπόγειο ώς τις σοφίτες, ν’ αποκαλύπτονται αμέσως και συγχρόνως» – πρόκειται για το μείζον μυθιστόρημα Ζωή οδηγίες χρήσεως που προετοιμάζεται ήδη και θα κυκλοφορήσει λίγο αργότερα, το 1978). Από την πολυκατοικία περνάμε στον δρόμο («Η παράλληλη παράταξη δύο σειρών ευθυγραμμισμένων πολυκατοικιών καθορίζει αυτό που αποκαλούμε δρόμο»). Εδώ σφηνώνεται κι ένα κείμενο, «Οι τόποι» (Σημειώσεις για ένα έργο εν προόδω): «Το 1969, διάλεξα 12 τόπους στο Παρίσι (δρόμους, πλατείες, σταυροδρόμια, μια στοά), είτε γιατί έζησα σ’ αυτούς είτε γιατί με συνέδεαν μ’ αυτούς ιδιαίτερες αναμνήσεις. Έχω αυτοδεσμευτεί να περιγράφω, κάθε μήνα, δύο απ’ τους δώδεκα τόπους. Η μία απ’ αυτές τις περιγραφές γίνεται επί τόπου και στοχεύει να είναι όσο το δυνατόν πιο ουδέτερη. /…/ Η άλλη περιγραφή γίνεται εκτός του συγκεκριμένου τόπου: προσπαθώ να περιγράψω τον τόπο από μνήμης και να ανακαλέσω ό,τι θυμάμαι απ’ αυτόν /…/ Όταν τελειώσουν αυτές οι περιγραφές, τις βάζω σ’ ένα φάκελο που τον σφραγίζω με βουλοκέρι /…/ Αυτό το εγχείρημα λοιπόν (που η αρχή του δεν απέχει πολύ από αυτήν που διέπει τις ωρολογιακές βόμβες) θα διαρκέσει δώδεκα χρόνια: ωσότου δηλαδή όλοι οι τόποι περιγραφούν δύο φορές επί δώδεκα /…/ Έτσι, το 1981 (αν δεν προκύψει άλλο εμπόδιο στο μεταξύ…) θα έχω στην κατοχή μου τα 288 κείμενα που θα μου αποδώσει αυτή η εμπειρία. Και τότε θα μάθω αν άξιζε τον κόπο: αυτό που περιμένω, πράγματι, δεν είναι τίποτ’ άλλο από την ένδειξη μιας τριπλής γήρανσης: των ίδιων των τόπων, των αναμνήσεών μου και της γραφής μου».
Ο δρόμος εντάσσεται στη γειτονιά («Είναι το τμήμα της πόλης μέσα στο οποίο μετακινείσαι με τα πόδια ή, για να το πούμε εν είδει αυτονόητης κοινοτοπίας, το τμήμα της πόλης στο οποίο δεν χρειάζεται να πας, αφού είσαι ήδη εκεί. Εννοείται. /…/ Ελάχιστα χρησιμοποιώ τη γειτονιά μου. Μόνο σε σύμπτωση οφείλεται το γεγονός ότι μερικοί φίλοι μου μένουν στην ίδια γειτονιά μ’ εμένα. Σε σχέση με το σπίτι μου, τα κύρια κέντρα του ενδιαφέροντός μου είναι μάλλον έκκεντρα. Κι εγώ δεν έχω τίποτα εναντίον του να κινούμαι – κάθε άλλο. Γιατί να μην ευνοήσουμε τη διασπορά; Αντί να ζούμε σε έναν μόνο τόπο και να επιζητούμε απεγνωσμένα να συγκεντρώσουμε εκεί όλες τις δραστηριότητές μας, γιατί να μην μπορούμε να έχουμε, διάσπαρτα στο Παρίσι, πέντ’-έξι δωμάτια; Θα κοιμόμουν στην Ντανφέρ, θα έγραφα στην Πλας Βολτέρ, θ’ άκουγα μουσική στην Πλας Κλισί, θα έκανα έρωτα στην Ποτέρν-ντε-Πεπλιέ, θα έτρωγα στην οδό Τομπ-Ισουάρ, θα διάβαζα στην περιοχή του Πάρκου Μονσό, κ.λπ. Γιατί δηλαδή αυτό είναι πιο χαζό απ’ το να βάζεις όλα τα επιπλάδικα στο Φομπούρ Σεντ-Αντουάν, όλα τα υαλοπωλεία στην οδό Παραντί, όλους τους ράφτες στην οδό Σαντιέ, όλους τους εβραίους στην οδό Ροζιέ, όλους τους φοιτητές στο Καρτιέ Λατέν, όλους τους εκδότες στο Σεν-Σιλπίς, όλους τους γιατρούς στη Χάρλι Στριτ, όλους τους μαύρους στο Χάρλεμ;»
Η γειτονιά και οι γειτονιές απλώνονται στην πόλη: «Ο άνεμος φυσά απ’ τη θάλασσα – αυτό σημαίνει ότι οι κακοσμίες των πόλεων ωθούνται στη μεν Ευρώπη προς τα ανατολικά, στη δε Αμερική προς τα δυτικά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι αριστοκρατικές γειτονιές βρίσκονται δυτικά στο Παρίσι (16ο Διαμέρισμα, Νεϊγί, Σεν-Κλου κ.ά.) ή στο Λονδίνο (Ουέστ Εντ), και ανατολικά στη Νέα Υόρκη (Ιστ Σάιντ). /…/ Μια πόλη: πέτρα, τσιμέντο, άσφαλτος. Άγνωστοι· μνημεία, ιδρύματα. Μεγαλουπόλεις. Πόλεις πλοκαμοειδείς. Αρτηρίες. Πλήθη. Μυρμηγκοφωλιές; Τι είναι η καρδιά μιας πόλης; /…/ Γιατί λέμε ότι αυτή η πόλη είναι όμορφη, ενώ η άλλη είναι άσχημη; /…/ Πώς γνωρίζουμε μια πόλη; Πώς γνωρίζουμε την πόλη μας; /…/ Μ’ αρέσει η πόλη μου, αλλά μου είναι αδύνατον να πω τι είναι αυτό ακριβώς που μ’ αρέσει. /…/ Μ’ αρέσουν κάποια φώτα, κάποιες γέφυρες, κάποια cafés. Μ’ αρέσει να περνώ από ένα μέρος που έχω να το δω πολύ καιρό».
Η εξοχή («Δεν έχω να πω πολλά για την εξοχή – η εξοχή δεν υπάρχει· είναι ψευδαίσθηση. Για τους περισσότερους, η εξοχή είναι ένας χώρος αναψυχής που : α) περιβάλλει τη δευτερεύουσα κατοικία τους, β) τον διασχίζει ο αυτοκινητόδρομος τον οποίο παίρνουν κάθε Παρασκευή βράδυ για να πάνε στο εξοχικό τους, και γ) το απομεσήμερο της Κυριακής, αν αντέχουν τα κότσια τους, θα διατρέξουν κάποια μέτρα του πριν επιστρέψουν στην πόλη, όπου, για όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, θα κηρύσσουν την ανάγκη επιστροφής στη φύση /…/ Η εξοχή είναι μια ξένη χώρα. Δε θα ΄πρεπε να είναι έτσι, αλλά έτσι είναι· θα μπορούσε να μην είναι έτσι, αλλά έτσι είναι και έτσι θα είναι από δω και πέρα· είναι πολύ αργά πια για ν’ αλλάξει οτιδήποτε. /…/ Ζούμε κάπου: σε μια χώρα, σε μια πόλη αυτής της χώρας, σε μια γειτονιά αυτής της πόλης, σ’ ένα δρόμο αυτής της γειτονιάς, σε μια πολυκατοικία αυτού του δρόμου, σ’ ένα διαμέρισμα αυτής της πολυκατοικίας. Θα ΄πρεπε από πιο νωρίς να ΄χουμε αποκτήσει τη συνήθεια ν’ αλλάζουμε τόπο – ελεύθερα και χωρίς να μας κοστίζει. Δεν το κάναμε, όμως: μείναμε εκεί όπου ήμαστε· και τα πράγματα έμειναν όπως ήταν. Δεν αναρωτηθήκαμε γιατί ήταν εκεί και όχι αλλού, γιατί ήταν έτσι και όχι αλλιώς. Μετά, φυσικά, ήταν αργά: είχαμε συνηθίσει. Αρχίσαμε σιγά σιγά να πιστεύουμε ότι ήμαστε μια χαρά εκεί όπου ήμαστε. Στο κάτω κάτω, ούτε απέναντι ήταν καλύτερα».
Η χώρα. «Οι χώρες χωρίζονται μεταξύ τους με σύνορα. Το πέρασμα των συνόρων με συγκινούσε ανέκαθεν: μια ξύλινη μπάρα αρκεί για ν’ αλλάξει τα πάντα, ακόμα και το τοπίο: ο ίδιος αέρας είναι, η ίδια γη, αλλά ο δρόμος δεν είναι πια ακριβώς ίδιος, ο τρόπος γραφής των πινακίδων της τροχαίας είναι διαφορετικός, τα αρτοπωλεία δε μοιάζουν εντελώς σ’ αυτό που προ ολίγου αποκαλούσαμε αρτοπωλείο, τα ψωμιά δεν έχουν πια το ίδιο σχήμα, δεν είναι πια τα ίδια κουτιά από τσιγάρα που σέρνονται στο δρόμο».
Ευρώπη: «Μία από τις πέντε ηπείρους».
Αρχαίος κόσμος: «Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρική».
Νέος κόσμος: «Μάγκες, μας ανακάλυψαν!» (ένας Ινδιάνος, βλέποντας να πλησιάζει ο Χριστόφορος Κολόμβος).
Ο κόσμος. «Ο κόσμος είναι μεγάλος. Αεροπλάνα τον οργώνουν συνεχώς προς όλες τις κατευθύνσεις. /…/ Τι μπορούμε να μάθουμε για τον κόσμο; Από τη γέννηση ώς το θάνατό μας, τι ποσότητα χώρου μπορεί να ελπίζει το βλέμμα μας ότι θα σαρώσει; Πόσα τετραγωνικά εκατοστά του πλανήτη Γη θα ΄χουν αγγίξει οι σόλες μας; /…/ Πέρα απ’ τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, τους αυτοκινητόδρομους, τις αστραφτερές πίστες των αεροδρομίων και τις στενές λωρίδες γης που μια νυχτερινή υπερταχεία φωτίζει φευγαλέα /…/ μπορεί και να μείνουν τρία παιδιά που τρέχουν σε μια ολόφωτη δημοσιά, ένα σπιτάκι στην έξοδο της Αβινιόν με μια ξύλινη πορτούλα που ήταν κάποτε βαμμένη πράσινη, τέσσερις ξεκαρδισμένοι χοντροί στο πεζοδρόμιο ενός café της Νάπολης, η δροσιά μιας υπαίθριας στοάς στο σουκ του Σφαξ. /…/ Και μαζί τους, άμεση, απροσμάχητη και απτή, η αίσθηση του συγκεκριμένου του κόσμου: κάτι φωτεινό, κάτι πιο κοντινό μας· ο κόσμος όχι πια σαν μια ατέλειωτη διαδρομή, όχι πια σαν μια ατέρμονη οδοιπορία, όχι σαν πρόσχημα μιας απεγνωσμένης συσσώρευσης, ούτε σαν ψευδαίσθηση κατάκτησης, αλλά σαν επανεύρεση ενός νοήματος, αντίληψη μιας γήινης γραφής, μιας γεω-γραφής, μιας γεωγραφίας που ξεχάσαμε ότι την έχουμε συγγράψει εμείς».
Ο χώρος. «Ο χώρος δίνει την εντύπωση ότι είναι ή πιο εξημερωμένος ή πιο ακίνδυνος από το χρόνο: οι περισσότεροι άνθρωποι φορούν ρολόι, αλλά ελάχιστοι κρατούν πυξίδα. Έχουμε συνεχώς την ανάγκη να ξέρουμε τι ώρα είναι, αλλά ποτέ δεν αναρωτιόμαστε πού είμαστε. Νομίζουμε ότι το ξέρουμε: είμαστε σπίτι μας, είμαστε στο γραφείο μας. είμαστε στο μετρό, είμαστε στο δρόμο. /…/ Παλιά, μαθητής, έγραφα έτσι τη διεύθυνσή μου: Ζορζ Περέκ, οδός Ασομψιόν 18, Κλιμακοστάσιο Α, 3ος όροφος, Δεξιά πόρτα, 16ο Διαμέρισμα – Παρίσι, Νομός Σεν, Γαλλία, Ευρώπη, Κόσμος, Σύμπαν. /…/ Θα ΄θελα να υπάρχουν τόποι ακλόνητοι, ακίνητοι, απαραβίαστοι, ανέγγιχτοι. /…/ Η πατρίδα μου, το λίκνο της οικογένειάς μου, το σπίτι όπου γεννήθηκα, το δέντρο που παρακολούθησα να μεγαλώνει (το φύτεψε ο πατέρας μου τη μέρα που γεννήθηκα) /…/ Δεν υπάρχουν τέτοιοι τόποι· κι ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν, ο χώρος γίνεται ζήτημα, παύει να είναι αυταπόδεικτος και οικείος. Ο χώρος είναι μια αμφιβολία: πρέπει συνεχώς να τον μαρκάρω, να τον ονοματίζω· δεν είναι ποτέ δικός μου, πρέπει να τον κατακτώ συνεχώς. Οι χώροι μου είναι εύθραυστοι: ο χρόνος θα τους φθείρει, θα τους δηώσει· τίποτα δεν θα μοιάζει πια με αυτό που ήταν, οι αναμνήσεις μου θα με προδώσουν, η λήθη θα εμποτίσει τη μνήμη μου, θα κοιτάζω – χωρίς ν’ αναγνωρίζω τίποτα – κάποιες κιτρινισμένες φωτογραφίες με τσακισμένες άκρες. /…/ Ο χώρος λιώνει σαν άμμος που κυλά ανάμεσα στα δάχτυλα. Τον παίρνει ο χρόνος και μου αφήνει κάτι άμορφα ράκη:
Γράφω. Προσπαθώ σχολαστικά να συγκρατήσω κάτι, να διασώσω κάτι· ν’ αποσπάσω συγκεκριμένα ψιχία απ’ το κενό καθώς σχηματίζεται· ν’ αφήσω κάπου ένα αυλάκι, ένα ίχνος, ένα σημάδι, κάποια στίγματα».
Το κείμενο, στο τέλος του, με το τέχνασμα του ουροβόρου όφεως, επανέρχεται στην αρχή του: στη λευκή σελίδα με τα πρόχειρα σκαριφήματα που πλάγιασε στο κρεβάτι, παρέμεινε στην κάμαρα, στο διαμέρισμα, στην πολυκατοικία, βγήκε στο δρόμο, στη γειτονιά, στην πόλη, φτερούγισε για λίγο στην εξοχή, απλώθηκε στη χώρα, στον κόσμο, στο απέραντο διάστημα, κι επέστρεψε αυλακωμένη, μαυρισμένη με σημαδάκια-λέξεις, γραμμένη. Θαρρείς και ολόκληρο το σύμπαν είναι τελικά ένας αντεστραμμένος κώνος που στηρίζεται σε μια κουκκίδα, τη γραμμένη λέξη στη σελίδα. Βασισμένο σε μια διπλή δυναμική, τόσο αυστηρά περιγραφική όσο και γλαφυρά αφηγηματική, το Χορείες χώρων διασταυρώνει ένα είδος εθνογραφίας της καθημερινότητας με μια αυτοβιογραφική ενασχόληση. Η δύναμη και η γοητεία του απορρέει από τον παιγνιώδη (σοφά ωστόσο υπολογισμένο και δοσομετρημένο) τρόπο με τον οποίο θίγονται στοιχειώδεις έννοιες· επίσης, από τη μαεστρία και τη μεθοδικότητα στον χειρισμό της σωρευτικής απαρίθμησης, των καταλόγων, δομικών στοιχείων της ποιητικής του Περέκ ήδη από την πρώτη συγγραφική του εμφάνιση με Τα πράγματα. Ανάλαφρα επίμονος, με φανταιζίστικες πινελιές, τούτος ο λογοτεχνικός χωρομέτρης επιχειρεί δολίως να γυμνάσει, να τονώσει το βλέμμα μας όταν κοιτάζει τριγύρω – και το κάνει δίχως ίχνος διδακτισμού, υποδεικνύοντας τρόπους μιας εναλλακτικής, προσεκτικής, συνεχώς ασκούμενης όρασης. «Regarde de tous tes yeux, regarde» («Άνοιξε καλά τα μάτια σου και κοίτα, κοίτα»): τη φράση αυτή, αλιευμένη από τον Μιχαήλ Στρογκόφ του Ιουλίου Βερν, την αγαπά ιδιαίτερα ο Περέκ και την τιμά τόσο ώστε την κρεμά στο κατώφλι του μείζονος έργου του Ζωή οδηγίες χρήσεως, εν είδει προμετωπίδας. Το Χορείες χώρων είναι, μεταξύ άλλων, κι ένας οδηγός του βλέμματος, υποβάλλει τρόπους, τεχνικές το΄θ να βλέπεις και όχι να προσπερνάς αφηρημένα ό,τι αντικρίζεις. Στην ενότητα περί διαμερίσματος, για παράδειγμα, εντάσσεται τεχνηέντως το ζήτημα των τοίχων: «Κρεμώ έναν πίνακα στον τοίχο. Ύστερα ξεχνώ ότι υπάρχει τοίχος. /…/ Ο τοίχος δεν είναι πια αυτό που οροθετεί και ορίζει το χώρο στον οποίο ζω, αυτό που τον χωρίζει από τους χώρους στους οποίους ζουν οι άλλοι, αλλά αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται ο πίνακας. Εγώ, όμως, ξεχνώ και τον πίνακα, δεν τον βλέπω πια, δεν ξέρω πια πώς να τον βλέπω. Έβαλα τον πίνακα στον τοίχο για να ξεχάσω ότι υπάρχει τοίχος, αλλά ξεχνώντας τον τοίχο, ξεχνώ και τον πίνακα. Υπάρχουν πίνακες επειδή υπάρχουν τοίχοι. Πρέπει να μπορούμε να ξεχνάμε ότι υπάρχουν τοίχοι, και δεν έχει βρεθεί τίποτα καλύτερο από τους πίνακες. Οι πίνακες σβήνουν τους τοίχους. Όμως οι τοίχοι σκοτώνουν τους πίνακες. Συμπέρασμα: πρέπει ν’ αλλάζουμε συνεχώς είτε τοίχο είτε πίνακα, να προσθέτουμε συνεχώς πίνακες στους τοίχους, ή να πηγαίνουμε συνεχώς τον ίδιο πίνακα από τοίχο σε τοίχο».
Στην ενότητα για τον δρόμο, παραθέτει μάλιστα Πρακτικές ασκήσεις: «Σημείωσε ό,τι βλέπεις· ό,τι αξιοσημείωτο συμβαίνει. Ξέρεις να διακρίνεις τα αξιοσημείωτα; Υπάρχει κάτι που σου κάνει εντύπωση; Τίποτα δεν σου κάνει εντύπωση. Δεν ξέρεις να βλέπεις. Κάν’ το ακόμα πιο αργά, σχεδόν χαζά. Υποχρεώσου να καταγράψεις ό,τι δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, ό,τι είναι προφανέστερο, ό,τι είναι πιο κοινότοπο και ανούσιο. Ο δρόμος: προσπάθησε να περιγράψεις το δρόμο· πώς είναι, σε τι χρησιμεύει· τους περαστικούς· τα αυτοκίνητα (τι είδους αυτοκίνητα;)· τις πολυκατοικίες: σημείωσε ότι είναι μάλλον άνετες, μάλλον πολυτελείς· ξεχώρισε τις κατοικίες απ’ τα γραφεία. Τα καταστήματα. Τι πωλείται στα καταστήματα; Δεν υπάρχουν καταστήματα τροφίμων. Α, ναι: υπάρχει ένα αρτοπωλείο! Αναρωτήσου από πού ψωνίζουν οι άνθρωποι της γειτονιάς. Τα cafés. Πόσα cafés υπάρχουν; Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Γιατί διάλεξες αυτό το συγκεκριμένο; Γιατί έχεις ξανάρθει, γιατί το βλέπει ο ήλιος, γιατί πουλά και τσιγάρα» – ακολουθούν ποικίλες παρόμοιες υποδείξεις.
Προς το τέλος του βιβλίου, οι σκέψεις γύρω από το «μη κατοικήσιμο» συνδηλώνουν τα βιώματα του ορφανού παιδιού, του εξόριστου ή ανέστιου, σφραγισμένου ανεξίτηλα από τις ιδιοτροπίες της Ιστορίας. Πάλι κατηγοριοποιώντας, απαριθμώντας, κατά την προσφιλή του συνήθεια, με πικρό χιούμορ, τούτη τη φορά, ο Περέκ επισημαίνει τους δυστοπικούς χώρους:
«Το μη κατοικήσιμο: θάλασσες-βόθροι, ακτές με συρματοπλέγματα, μαζικοί τάφοι /…/
Το μη κατοικήσιμο: το στενεμένο, το πνιχτό, το μίζερο, το μαζεμένο, το μικρό, το ίσα ίσα
Το μη κατοικήσιμο: το περίφρακτο, το απαγορευμένο, το εγκλωβισμένο, το αμπαρωμένο, οι φράχτες με γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια, τα «ματάκια», οι θωρακισμένες πόρτες
Το μη κατοικήσιμο: σκουπιδότοποι, παραγκουπόλεις
Το εχθρικό, το γκρίζο, το άσχημο, το ανώνυμο, οι διάδρομοι του μετρό, δημόσια λουτρά, αποθήκες, πάρκινγκ, κέντρα διαλογής /…/
Παρατίθεται επίσης διοικητικό έγγραφο (Άουσβιτς, Νοέμβριος 1943) περί καλλωπισμού και διακόσμησης των κρεματορίων Ι και ΙΙ του χώρου:
«Ο χώρος προ των κρεματορίων Ι και ΙΙ θα επενδυθεί με πράσινο που θα επέχει και θέση φυσικού ορίου του στρατοπέδου. Παρακαλείσθε να μας διαθέσετε τα κατωτέρω φυτά, τα οποία θα πρέπει να αναζητηθούν στα δασικά μας αποθέματα: 200 φυλλοφόρα δέντρα, ύψους 3 έως 5 μέτρων· 100 βλαστούς φυλλοφόρων δέντρων, ύψους 1,5 έως 4 μέτρων· και, τέλος, απ’ τα φυτώριά μας, 1000 δενδρύλλια επικαλύψεως, ύψους 1 έως 2,5 μέτρων».
Αφόρητη ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς πως η μητέρα του, Cyrla (Cécile), με το κύμα μαζικών συλλήψεων τον Ιανουάριο του 1943, μεταφέρεται στο Άουσβιτς και έκτοτε δεν υπάρχει κανένα ίχνος της. Ήταν άραγε ζωντανή όταν διαβιβάζεται η παραπάνω αίτηση προς τον γεωπονικό υπεύθυνο του στρατοπέδου και μπόρεσε, πρόλαβε να δει να πρασινίζει εύτακτα ο χώρος, αυτός ο μη-τόπος, με τόσα φυλλοφόρα δέντρα και δενδρύλλια;
Ο Περέκ, δεξιοτέχνης στα περάσματα από το ελάχιστο στο μέγιστο, από το απλό, εφήμερο και καθημερινό στο σύνθετο και δαιδαλώδες, από το χιουμοριστικό στο τραγικά συγκινητικό, από το ατομικό στο συλλογικό, ανήκει, όπως οι περισσότεροι ουλιπογράφοι, στους συγγραφείς που κατασκευάζουν τον λαβύρινθο από τον οποίο σκοπεύουν να βγουν. Πνεύμα οργανωτικό, επίμονο, πανούργο, προκλητικό στις επιλογές και τις αναζητήσεις του, επιδόθηκε απόλυτα στο ατέρμονο παιχνίδι της λογοτεχνίας, υπακούοντας σε κανόνες, εφαρμόζοντας κανόνες, αλλά και παρακάμπτοντάς τους ευφυώς ή εφευρίσκοντας τεχνικές, λύσεις και στρατηγικά τεχνάσματα, αυτοσχεδιάζοντας τις κινήσεις και τα άλματά του μετά λόγου γνώσεως έτσι ώστε κάθε βιβλίο του να φαντάζει διαφορετικό, ενώ ταυτόχρονα είναι αποσπασμένο από ένα γνωστό και συγκεκριμένο απόθεμα.
Το Χορείες χώρων αποτελεί, λοιπόν, έναν κρίκο από την αλυσίδα των περεκιανών εκπλήξεων: μέσα του εντοπίζεις στοιχεία που οδηγούν σε προηγούμενα, αφομοιωμένα, κείμενα και, ταυτόχρονα, διακρίνεις ψήγματα των όσων προετοιμάζονται: μια ευφάνταστη χωροταξία εν πλήρει κινήσει.