Φιμπονάτσι

Μετάφραση: Μιχάλης Μουλάκης
Ο Φιμπονάτσι
Ο Φιμπονάτσι

0


1

Μυ­θο­πλα­σία.

1

Συγ­γρα­φείς.

2

Πει­ρα­μα­τι­κή λο­γο­τε­χνία.

3

Ποιο το νό­η­μα;

5

Η αφη­γη­μα­τι­κή τέ­χνη έχει πε­θά­νει.

8

Το γνω­ρί­ζω αυ­τό αλ­λά δεν με ενο­χλεί κα­θό­λου.

13

Με συ­ναρ­πά­ζουν οι ποι­κί­λες δυ­να­τό­τη­τες που ανα­κα­λύ­πτει κα­νείς σε πά­ρα πολ­λές αφη­γη­μα­τι­κές τε­χνι­κές.

21

Οι γραμ­μι­κές και οι μι­μη­τι­κές αφη­γη­μα­τι­κές μέ­θο­δοι δεν μου εί­ναι ού­τε απα­ραί­τη­τες ού­τε ελ­κυ­στι­κές, εγώ χαί­ρο­μαι να μα­θαί­νω εναλ­λα­κτι­κές με­θό­δους γρα­φής.

34

Το να εφαρ­μό­ζει όμως κα­νείς τέ­τοιες εναλ­λα­κτι­κές τε­χνι­κές, στον όποιο βαθ­μό επι­τυ­χί­ας, εί­ναι άλ­λη ιστο­ρία, στην οποία ορι­σμέ­νοι συγ­γρα­φείς αφιε­ρώ­νουν το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ημέ­ρας τους κα­τά τρό­πο που θα μπο­ρού­σα­με να απο­κα­λέ­σου­με εμ­μο­νι­κό.

55

Ένας από αυ­τούς ίσως και αυ­τήν εδώ τη στιγ­μή να επε­ξερ­γά­ζε­ται την ιδέα του να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την Ακο­λου­θία Φι­μπο­νά­τσι ως δο­μι­κή βά­ση για να γρά­ψει ένα αφή­γη­μα, αλ­λά συ­νο­φρυω­μέ­νος μέ­σα στην ανώ­φε­λη αυ­το­συ­γκέ­ντρω­σή του κο­ντο­στέ­κε­ται και πί­νει έναν κα­φέ που έχει ήδη κρυώ­σει στο φλι­τζά­νι, ενώ το στι­λό του πλα­νά­ται πά­νω από τη λευ­κή σε­λί­δα.

89

Ένα χτύ­πη­μα στην πόρ­τα του τον απο­σπά από την ερ­γα­σία του, κι εκεί­νος βα­ρά­ει το στι­λό του στο τρα­πέ­ζι και ση­κώ­νε­ται να δια­σχί­σει το δω­μά­τιό του για να δει ποιος εί­ναι δυ­να­τόν να τον επι­σκέ­πτε­ται τέ­τοια ώρα, και δια­πι­στώ­νει ότι πρό­κει­ται για δύο ιδιαί­τε­ρα εύ­σω­μους τύ­πους με στρα­τιω­τι­κές στο­λές που του λέ­νε: «Η στρα­τιω­τι­κή θη­τεία εί­ναι υπο­χρε­ω­τι­κή, θα έρ­θεις μα­ζί μας,» και με­μιάς τον αρ­πά­ζουν, τον σέρ­νουν προς ένα όχη­μα που τους πε­ρί­με­νε στο δρό­μο, και μέ­σα τον δέ­νουν, ώστε αυ­τός να μην έχει ού­τε την πα­ρα­μι­κρή ελ­πί­δα δια­φυ­γής.

144

Το όχη­μα μέ­σα στο οποίο έχει βρε­θεί ξαφ­νι­κά ως απρό­θυ­μος επι­βά­της εί­ναι ένα τζιπ που τον πη­γαί­νει στον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό όπου βρί­σκε­ται ένα τρέ­νο, και ο συγ­γρα­φέ­ας με το που βλέ­πει τον συ­νω­στι­σμό που υπάρ­χει στην πλατ­φόρ­μα και πό­σο πολ­λοί άν­δρες στέ­κο­νται εκεί με την ίδια απο­ρία και σύγ­χυ­ση στο βλέμ­μα τους, συ­νει­δη­το­ποιεί πως πρέ­πει να λαμ­βά­νει χώ­ρα κά­ποια πο­λύ σο­βα­ρή πο­λε­μι­κή σύ­γκρου­ση που ο ίδιος δεν εί­χε αντι­λη­φθεί κα­θό­λου, κι όταν τον σπρώ­χνουν μέ­σα στο τρέ­νο μα­ζί με όλους τους άλ­λους νε­ο­σύλ­λε­κτους, για κα­λή του τύ­χη βρί­σκει μία άδεια θέ­ση ανά­με­σα στους όρ­θιους επι­βά­τες που στρι­μώ­χνο­νται και δια­μαρ­τύ­ρο­νται και ακου­μπά το πρό­σω­πό του στο πα­ρά­θυ­ρο κα­θώς το τρέ­νο απο­χω­ρεί από τον σταθ­μό και βλέ­πει τους απα­γω­γείς του να ξα­να­μπαί­νουν στο τζιπ τους, και με έναν ανα­στε­ναγ­μό εύ­χε­ται να μην τους εί­χε ανοί­ξει την πόρ­τα του, αλ­λά πά­ει αυ­τό τώ­ρα, δεν φτιά­χνε­ται, έχει κα­τα­τα­γεί.

233

Το τα­ξί­δι εί­ναι μα­κρύ και περ­νούν μέ­σα από πολ­λά τού­νελ και δια­σχί­ζουν αμέ­τρη­τες γέ­φυ­ρες και εί­ναι σα­φές ότι ο προ­ο­ρι­σμός τους εί­ναι κά­ποιος ξέ­νος τό­πος κι ότι η εκ­παί­δευ­σή τους θα γί­νει κα­θο­δόν για­τί ένας αξιω­μα­τι­κός πα­ρα­με­ρί­ζει τους στρι­μωγ­μέ­νους επι­βά­τες και τους δεί­χνει πώς να μά­χο­νται σε μία συ­μπλο­κή σώ­μα-με-σώ­μα, πώς να ορ­μούν και να έρ­πουν στην επί­θε­ση, πώς να σκύ­βουν και να κυ­λιού­νται στην άμυ­να, πό­τε να πα­ρι­στά­νουν τους νε­κρούς και πό­τε να υπο­χω­ρούν, πώς να απο­φεύ­γουν την αιχ­μα­λω­σία, πού βρί­σκο­νται τα πιο ευαί­σθη­τα ση­μεία στο σώ­μα, πώς η ψυ­χι­κή αντο­χή εί­ναι πιο ση­μα­ντι­κή από τη σω­μα­τι­κή δύ­να­μη, και με­τά από αυ­τή τη διά­λε­ξη ακο­λου­θούν και άλ­λες, από άλ­λους αξιω­μα­τι­κούς, μέ­χρι το ση­μείο όπου όλοι οι στρα­τεύ­σι­μοι έχουν πλέ­ον μια στοι­χειώ­δη κα­τάρ­τι­ση στην τέ­χνη του πο­λέ­μου, αν και οι συν­θή­κες συγ­χρω­τι­σμού μέ­σα στο βα­γό­νι κα­θι­στούν τις πε­ρισ­σό­τε­ρες από αυ­τές τις επι­δεί­ξεις ανε­παρ­κείς, και ο συγ­γρα­φέ­ας δεν αρ­γεί να κα­τα­λά­βει από τη γε­νι­κό­τε­ρη στά­ση των αξιω­μα­τι­κών ότι οι νε­ο­σύλ­λε­κτοι εί­ναι ανα­λώ­σι­μοι, ότι δεν έχει ση­μα­σία πό­σοι από αυ­τούς θα σκο­τω­θούν αρ­κεί να επι­τευ­χθούν οι στρα­τη­γι­κοί στό­χοι, όποιοι κι αν εί­ναι αυ­τοί, και μό­λις το τρέ­νο στα­μα­τά επι­τέ­λους σε έναν πά­ρα πο­λύ από­μα­κρο σταθ­μό και αυ­τός απο­βι­βά­ζε­ται μα­ζί με τους άλ­λους, δεν ξαφ­νιά­ζε­ται όταν δεν του δί­νουν κα­μία στρα­τιω­τι­κή στο­λή, απλώς κά­ποιος του φο­ρά­ει ένα χι­λιο­χτυ­πη­μέ­νο κρά­νος στο κε­φά­λι και του δί­νει ένα πο­λύ πα­ρά­ξε­νο όπλο στο χέ­ρι που δεν μοιά­ζει κα­θό­λου με του­φέ­κι

377

Το όπλο έχει έναν ανα­δι­πλού­με­νο μη­χα­νι­σμό και εί­ναι βα­ρύ και δύ­σκο­λο να το κρα­τή­σει μπρο­στά του όπως τον προ­στά­ζουν, και ανα­ρω­τιέ­ται εάν πρό­κει­ται για κά­ποιου εί­δου πο­λιορ­κη­τι­κό κριό, αλ­λά όχι, έχει δύο ρά­βδους η άκρη των οποί­ων εί­ναι στρογ­γυ­λή, δη­λα­δή εντε­λώς ακα­τάλ­λη­λη για να δια­τρυ­πή­σει το οποιο­δή­πο­τε αντι­κεί­με­νο, κά­ποια άλ­λη πρέ­πει να εί­ναι η λει­τουρ­γία της, και όσο προ­σπα­θεί να επε­ξερ­γα­στεί αυ­τές τις σκέ­ψεις ένας αξιω­μα­τι­κός εμ­φα­νί­ζε­ται μέ­σα από το πλή­θος των αν­δρών και τους λέ­ει: «Εί­στε μέ­λη μιας μο­νά­δας πυ­ρο­βο­λι­κού τώ­ρα και ξε­κι­νά­με για το μέ­τω­πο», και ο συγ­γρα­φέ­ας σα­στί­ζει και με μια φω­νή που ελ­πί­ζει να μην ακού­γε­ται πο­λύ τρε­μά­με­νη απα­ντά: «Σί­γου­ρα ετού­τη εδώ εί­ναι με­ραρ­χία πε­ζι­κού επει­δή εγώ κά­πο­τε έγρα­ψα ένα πο­λε­μι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα και φρό­ντι­σα να κά­νω την έρευ­νά μου με πολ­λή προ­σο­χή και έτσι γνω­ρί­ζω πως οι πε­ζοί στρα­τιώ­τες που περ­πα­τούν με όπλα στο χέ­ρι εί­ναι πε­ζι­κά­ριοι», και χα­μο­γε­λά δει­λά δει­λά, με τη γεύ­ση του κα­φέ να πλα­νά­ται ακό­μη στο στό­μα του πα­ρά τις πολ­λές ώρες που έχουν πε­ρά­σει από τό­τε που έφυ­γε από το σπί­τι του, αλ­λά ο αξιω­μα­τι­κός δεν τον βρί­σκει ιδιαί­τε­ρα χα­ρι­τω­μέ­νο, πι­θα­νόν επει­δή δεν έχει χρό­νο για χα­σο­μέ­ρι με τους νέ­ο­πες και του λέ­ει, γρυ­λί­ζο­ντας: «Ο τρό­πος με τον οποίο πο­λε­μού­με έχει αλ­λά­ξει ,και αν το πας έτσι, στρα­τιώ­τη, θα σου αλ­λά­ξω κι εγώ τον τρό­πο που μι­λάς με τη γρο­θιά μου, οπό­τε τις διά­φο­ρες ιδέ­ες σου να τις κά­νεις γαρ­γά­ρα και πά­ρ’ το από­φα­ση ότι εί­σαι μέ­λος μο­νά­δας πυ­ρο­βο­λι­κού, και αυ­τός ακρι­βώς εί­ναι και ο λό­γος που αυ­τή τη στιγ­μή κρα­τάς στα χέ­ρια σου αυ­τόν τον πε­λώ­ριο κα­ρυο­θραύ­στη που πο­λύ κα­λά θα κά­νεις να μά­θεις να τον χει­ρί­ζε­σαι θες δε θες, ώστε να ξέ­ρεις να τον χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις όταν ο εχθρός μάς επι­τε­θεί», και ο συγ­γρα­φέ­ας πιά­νει τις λα­βές του όπλου του και ναι, εί­ναι πράγ­μα­τι κα­ρυο­θραύ­στης, και μά­λι­στα πα­νί­σχυ­ρος, και τώ­ρα, κα­θώς το πλή­θος τρι­γύ­ρω του αρ­χί­ζει ν’ αραιώ­νει, βλέ­πει για πρώ­τη φο­ρά τον εχθρό και ότι όλοι οι στρα­τιώ­τες του εί­ναι κα­λυμ­μέ­νοι με τε­ρά­στια κα­ρυ­δό­τσου­φλα, τα με­γα­λύ­τε­ρα στον κό­σμο, κά­ποιοι φο­ρούν μι­κρό­τε­ρα κα­ρυ­δό­τσου­φλα ως πα­νο­πλί­ες και άλ­λα, με­γα­λύ­τε­ρα, μοιά­ζουν με γι­γά­ντια κου­τιά για χά­πια, με χώ­ρο για δύο και τρεις αν­θρώ­πους μέ­σα τους, και ο συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­λα­βαί­νει ότι πράγ­μα­τι ανή­κει σε μο­νά­δα πυ­ρο­βο­λι­κού και όχι πε­ζι­κού, διό­τι πρέ­πει με τον κα­ρυο­θραύ­στη να προ­ξε­νή­σει θραύ­ση στον εχθρό, αν μπο­ρεί.

377

Στην άλ­λη με­ριά της κοι­λά­δας, όλα τα σπί­τια του χω­ριού επά­νω στο βου­νό εί­χαν χρυ­σά πα­ρά­θυ­ρα το πρωί, και ο Φά­μπου­λο ήθε­λε να πά­ει εκεί και να κοι­τά­ξει από απέ­να­ντι το δι­κό του χω­ριό, να δει αν τα πα­ρά­θυ­ρα του σπι­τιού του ήταν χρυ­σά το από­γευ­μα, διό­τι υπέ­θε­τε πως το χρυ­σα­φέ­νιο χρώ­μα των πα­ρα­θύ­ρων οφει­λό­ταν στην αντα­νά­κλα­ση του πρω­ι­νού ήλιου, αλ­λά θα ήταν ζό­ρι­κο το τα­ξί­δι, να κα­τέ­βει την πλα­γιά του δι­κού του βου­νού, να δια­σχί­σει την απέ­ρα­ντη κοι­λά­δα και με­τά να ανέ­βει την πλα­γιά του απέ­να­ντι βου­νού, σί­γου­ρα θα έπαιρ­νε μια ολό­κλη­ρη μέ­ρα και, αν τε­λι­κά έκα­νε την από­πει­ρα, ίσως να έφτα­νε στο άλ­λο το χω­ριό με­τά τη δύ­ση του ηλί­ου, που ση­μαί­νει ότι θα ήταν πλέ­ον αρ­γά για να δια­πι­στώ­σει εάν οι πυ­κνές ακτί­νες έκα­ναν τα τζά­μια των πα­ρα­θύ­ρων του να λά­μπουν τό­σο όμορ­φα, άρα σί­γου­ρα έπρε­πε να κα­τα­στρώ­σει το σχέ­διό του πο­λύ προ­σε­κτι­κά και έτσι θα χρεια­ζό­ταν χάρ­τες και έναν χά­ρα­κα για να με­τρή­σεις τις απο­στά­σεις σε αυ­τούς τους χάρ­τες και, επι­πλέ­ον, θα έπρε­πε να υπο­λο­γί­σει την τα­χύ­τη­τα του βή­μα­τός του και πό­σο θα μπο­ρού­σε να το επι­τα­χύ­νει, αλ­λά για να το κα­τα­φέ­ρει αυ­τό θα έπρε­πε να συ­νυ­πο­λο­γί­σει κά­πως και τη γε­νι­κό­τε­ρη μορ­φο­λο­γία του εδά­φους που σκο­πεύ­ει να δια­σχί­σει, διό­τι η κοι­λά­δα ήταν ως επί το πλεί­στον επί­πε­δη, ωστό­σο υπήρ­χαν ορι­σμέ­νες βρα­χώ­δεις εκτά­σεις, όπως και ένα μι­κρό δά­σος που θα χρεια­ζό­ταν να δια­βεί και κά­τι μι­κρά πο­τά­μια που μάλ­λον δεν θα μπο­ρού­σε να τα πε­ρά­σει με την άνε­ση ενός πε­πει­ρα­μέ­νου πε­ζο­πό­ρου, κα­θώς, πα­ρό­τι ο Φά­μπου­λο σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν ήταν αγύ­μνα­στος, δεν ήταν και εξοι­κειω­μέ­νος με τις εν­δε­χό­με­νες αντι­ξο­ό­τη­τες μιας ορει­νής πε­ζο­πο­ρί­ας, ενώ, όπως έχου­με ήδη επι­ση­μά­νει, η κοι­λά­δα ήταν όντως πο­λύ με­γά­λη και, συν τοις άλ­λοις, το να λεί­ψει μία ολό­κλη­ρη μέ­ρα από τη δου­λειά του μπο­ρού­σε να επι­φέ­ρει διά­φο­ρες επι­πλο­κές αφού εί­χε ανα­πτύ­ξει πο­λύ κα­λές σχέ­σεις με τον ερ­γο­δό­τη του και ήταν πλέ­ον φη­μι­σμέ­νος για την αξιο­πι­στία του, και έτσι ήξε­ρε πως ένα απρό­σμε­νο αί­τη­μα να απου­σιά­σει ολη­με­ρίς από την ερ­γα­σία του θα ξάφ­νια­ζε το αφε­ντι­κό του και τό­τε ο Φά­μπου­λο θα ένιω­θε με­γά­λη ντρο­πή για­τί ο λό­γος που ήθε­λε να απου­σιά­σει ήταν ιδιόρ­ρυθ­μος και σα­θρός, και εάν πά­λι έλε­γε ψέ­μα­τα επι­νο­ώ­ντας κά­ποια σο­βα­ρό­τε­ρη δι­καιο­λο­γία και με­τά τον τσά­κω­ναν, η φή­μη του θα κα­τα­στρε­φό­ταν, κι αυ­τό δεν ήταν πρό­θυ­μος να το δια­κιν­δυ­νεύ­σει.

233

Το αφε­ντι­κό του, όμως, έδει­ξε πο­λύ με­γά­λη κα­τα­νό­η­ση για τη λα­χτά­ρα του Φά­μπου­λο να δια­σχί­σει την κοι­λά­δα και να κοι­τά­ξει πί­σω του από απέ­να­ντι την ώρα της δύ­σης του ηλί­ου, ομο­λο­γώ­ντας πως πα­λαιό­τε­ρα εί­χε νιώ­σει και ίδιος αυ­τήν ακρι­βώς την επι­θυ­μία μα δεν έκα­νε πο­τέ τί­πο­τα γι’ αυ­τό και τώ­ρα πια ήταν πο­λύ με­γά­λος να κά­νει τέ­τοιο τα­ξί­δι, αλ­λά έδω­σε την ευ­χή του στον Φά­μπου­λο και εί­πε μά­λι­στα πως θα τον πλή­ρω­νε κα­νο­νι­κά για την ημέ­ρα που θα έλει­πε, και η αντα­πό­κρι­ση αυ­τή ήταν τε­ρά­στια, απροσ­δό­κη­τη ανα­κού­φι­ση για τον Φά­μπου­λο ο οποί­ος άρ­χι­σε να ετοι­μά­ζε­ται αμέ­σως, και με πο­λύ εύ­θυ­μη διά­θε­ση έβα­λε στο μι­κρό του σα­κί­διο λί­γα τρό­φι­μα και ένα μπου­κά­λι νε­ρό, έξ­τρα κορ­δό­νια για τα πα­πού­τσια του, έναν σου­γιά και τους χάρ­τες που εί­χε με­λε­τή­σει και έπει­τα φρό­ντι­σε να βά­λει το ξυ­πνη­τή­ρι του να χτυ­πή­σει πριν τα χα­ρά­μα­τα, κι όταν ξύ­πνη­σε ήταν ακό­μα νύ­χτα έξω, αλ­λά αυ­τός ντύ­θη­κε στα γρή­γο­ρα, πή­ρε το σα­κί­διο στον ώμο και ευ­θύς αμέ­σως, έχο­ντας κλει­δώ­σει την εξώ­πορ­τα χω­ρίς να κοι­τά­ξει πί­σω του ενώ κα­τευ­θυ­νό­ταν προς την άκρη της πλα­γιάς την οποία και κα­τη­φό­ρι­σε με άλ­μα­τα και δρα­σκε­λιές, διό­τι, σύμ­φω­να με τους υπο­λο­γι­σμούς του, δεν εί­χε χρό­νο για χά­σι­μο αν ήθε­λε να βρί­σκε­ται στα σί­γου­ρα στο άλ­λο χω­ριό μέ­χρι την ώρα που θα έδυε ο ήλιος και, πα­ρό­τι πή­γε να σκο­ντά­ψει πολ­λές φο­ρές, δια­πί­στω­σε με με­γά­λη χα­ρά ότι η κλί­ση της πλα­γιάς όλο και ελά­φραι­νε όσο την κα­τέ­βαι­νε.

144

Σύ­ντο­μα βρι­σκό­ταν στους πρό­πο­δες της πλα­γιάς, και τώ­ρα μπο­ρού­σε να βά­λει μπρος για πε­ζο­πο­ρία σε επί­πε­δο έδα­φος αν και ένιω­θε τους αστρα­γά­λους του λί­γο πρη­σμέ­νους για­τί τους εί­χε στρα­μπου­λή­ξει ελα­φρώς κα­τά τη διάρ­κεια της κα­τά­βα­σής του, αλ­λά υπέ­θε­σε ότι με το περ­πά­τη­μα θα του περ­νού­σε, ότι επρό­κει­το για τραυ­μα­τι­σμό που μπο­ρεί κα­νείς να τον αγνο­ή­σει, ανύ­παρ­κτο τραυ­μα­τι­σμό δη­λα­δή, και εί­χε δί­κιο για­τί γρή­γο­ρα, μό­λις με­τά από ένα μί­λι, εί­χε βρει έναν βο­λι­κό ρυθ­μό στο βή­μα του, και το περ­πά­τη­μα του ήταν ευ­χά­ρι­στο και οι παλ­μοί της καρ­διάς του αυ­ξο­μειώ­νο­νταν μό­νο σπο­ρα­δι­κά, όταν ας πού­με εί­χε να πη­δή­ξει πά­νω από κά­ποιο ρυά­κι, ή να ζυ­γί­σει προ­σε­κτι­κά το μο­νο­πά­τι του πά­νω από κα­κο­τρά­χα­λα, βρα­χώ­δη ση­μεία, ή πε­ρι­δια­βεί την άκρη ενός αβυσ­σα­λέ­ου κρα­τή­ρα, και εί­χε κα­τα­χα­ρεί με την πρό­ο­δο που εί­χε ση­μειώ­σει, και άρ­χι­σε να πι­στεύ­ει ακρά­δα­ντα ότι θα έφτα­νε στον προ­ο­ρι­σμό του πριν από το ηλιο­βα­σί­λε­μα.

89

Οι ώρες της ημέ­ρας ξε­γλι­στρού­σαν αλ­λά εκεί­νος προ­χω­ρού­σε ακά­θε­κτος, πί­νο­ντας το νε­ρό του ενώ περ­πα­τού­σε για να γλι­τώ­σει χρό­νο και φυ­λώ­ντας το φα­γη­τό του για τη στιγ­μή που θα κα­θό­ταν στην κο­ρυ­φή της απέ­να­ντι πλα­γιάς και θα κοι­τού­σε πέ­ρα προς το δι­κό του το χω­ριό, δια­σχί­ζο­ντας το δά­σος πιο εύ­κο­λα απ’ ό,τι πε­ρί­με­νε και, προ­τού το κα­τα­λά­βει, τώ­ρα ήδη βρι­σκό­ταν στο στά­διο της αναρ­ρί­χη­σης του βου­νού στην άλ­λη άκρη της κοι­λά­δας, και ο ήλιος έπε­φτε γρή­γο­ρα αλ­λά εκεί­νος ανέ­βαι­νε γρη­γο­ρό­τε­ρα, και η καρ­διά του αγαλ­λί­α­σε όταν έφτα­σε στην κο­ρυ­φή.

55

Απέ­με­ναν λί­γα λε­πτά μέ­χρι τη δύ­ση του ηλί­ου, οπό­τε εκεί­νος βρή­κε ένα βρά­χο όπου και κά­θι­σε, τέ­ντω­σε τα πό­δια του, θαύ­μα­σε το απέ­ρα­ντο το­πίο που εί­χε δια­σχί­σει, και έπει­τα κοί­τα­ξε πο­λύ επί­μο­να τα πα­ρά­θυ­ρα του σπι­τιού του, τα οποία όμως πα­ρέ­με­ναν γκρί­ζα και αδιά­φο­ρα, και σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν κα­τα­δέ­χο­νταν να λάμ­ψουν με χρυ­σα­φέ­νιο φως.

34

Κα­νέ­να επί­σης από τα άλ­λα πα­ρά­θυ­ρα του χω­ριού του δεν έλα­μπε, η οφθαλ­μα­πά­τη ήταν σκέ­τη απο­τυ­χία, κι αυ­τός γύ­ρι­σε να δει τα σπί­τια του χω­ριού από πί­σω του, όπου και αντί­κρι­σε την απροσ­δό­κη­τη εξή­γη­ση.

21

Ο λό­γος που τα πα­ρά­θυ­ρα έλα­μπαν δεν εί­χε σχέ­ση με το ηλιο­βα­σί­λε­μα, και κα­μία πα­ρο­μοί­ω­ση δεν ταί­ρια­ζε εκεί ως ηθι­κό δί­δαγ­μα.

13

Υπήρ­χαν παν­τζού­ρια στα πα­ρά­θυ­ρα, που ανέ­βαι­ναν κα­θη­με­ρι­νά, λί­γο με­τά την ανα­το­λή του ήλιου.

8

Τε­λι­κά, δεν υπήρ­χε απο­λύ­τως κα­μία οφθαλ­μα­πά­τη εκεί πέ­ρα.

5

Τα τζά­μια ήταν από γυα­λί.

3

Και τα παν­τζού­ρια;

2

Από μέ­ταλ­λο.

1

Ατό­φιο.

1

Χρυ­σά­φι.

0


Ο συγγραφέας
Ο συγγραφέας
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: