0 |
|
1 |
Μυθοπλασία. |
1 |
Συγγραφείς. |
2 |
Πειραματική λογοτεχνία. |
3 |
Ποιο το νόημα; |
5 |
Η αφηγηματική τέχνη έχει πεθάνει. |
8 |
Το γνωρίζω αυτό αλλά δεν με ενοχλεί καθόλου. |
13 |
Με συναρπάζουν οι ποικίλες δυνατότητες που ανακαλύπτει κανείς σε πάρα πολλές αφηγηματικές τεχνικές. |
21 |
Οι γραμμικές και οι μιμητικές αφηγηματικές μέθοδοι δεν μου είναι ούτε απαραίτητες ούτε ελκυστικές, εγώ χαίρομαι να μαθαίνω εναλλακτικές μεθόδους γραφής. |
34 |
Το να εφαρμόζει όμως κανείς τέτοιες εναλλακτικές τεχνικές, στον όποιο βαθμό επιτυχίας, είναι άλλη ιστορία, στην οποία ορισμένοι συγγραφείς αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους κατά τρόπο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε εμμονικό. |
55 |
Ένας από αυτούς ίσως και αυτήν εδώ τη στιγμή να επεξεργάζεται την ιδέα του να χρησιμοποιήσει την Ακολουθία Φιμπονάτσι ως δομική βάση για να γράψει ένα αφήγημα, αλλά συνοφρυωμένος μέσα στην ανώφελη αυτοσυγκέντρωσή του κοντοστέκεται και πίνει έναν καφέ που έχει ήδη κρυώσει στο φλιτζάνι, ενώ το στιλό του πλανάται πάνω από τη λευκή σελίδα. |
89 |
Ένα χτύπημα στην πόρτα του τον αποσπά από την εργασία του, κι εκείνος βαράει το στιλό του στο τραπέζι και σηκώνεται να διασχίσει το δωμάτιό του για να δει ποιος είναι δυνατόν να τον επισκέπτεται τέτοια ώρα, και διαπιστώνει ότι πρόκειται για δύο ιδιαίτερα εύσωμους τύπους με στρατιωτικές στολές που του λένε: «Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική, θα έρθεις μαζί μας,» και μεμιάς τον αρπάζουν, τον σέρνουν προς ένα όχημα που τους περίμενε στο δρόμο, και μέσα τον δένουν, ώστε αυτός να μην έχει ούτε την παραμικρή ελπίδα διαφυγής. |
144 |
Το όχημα μέσα στο οποίο έχει βρεθεί ξαφνικά ως απρόθυμος επιβάτης είναι ένα τζιπ που τον πηγαίνει στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου βρίσκεται ένα τρένο, και ο συγγραφέας με το που βλέπει τον συνωστισμό που υπάρχει στην πλατφόρμα και πόσο πολλοί άνδρες στέκονται εκεί με την ίδια απορία και σύγχυση στο βλέμμα τους, συνειδητοποιεί πως πρέπει να λαμβάνει χώρα κάποια πολύ σοβαρή πολεμική σύγκρουση που ο ίδιος δεν είχε αντιληφθεί καθόλου, κι όταν τον σπρώχνουν μέσα στο τρένο μαζί με όλους τους άλλους νεοσύλλεκτους, για καλή του τύχη βρίσκει μία άδεια θέση ανάμεσα στους όρθιους επιβάτες που στριμώχνονται και διαμαρτύρονται και ακουμπά το πρόσωπό του στο παράθυρο καθώς το τρένο αποχωρεί από τον σταθμό και βλέπει τους απαγωγείς του να ξαναμπαίνουν στο τζιπ τους, και με έναν αναστεναγμό εύχεται να μην τους είχε ανοίξει την πόρτα του, αλλά πάει αυτό τώρα, δεν φτιάχνεται, έχει καταταγεί. |
233 |
Το ταξίδι είναι μακρύ και περνούν μέσα από πολλά τούνελ και διασχίζουν αμέτρητες γέφυρες και είναι σαφές ότι ο προορισμός τους είναι κάποιος ξένος τόπος κι ότι η εκπαίδευσή τους θα γίνει καθοδόν γιατί ένας αξιωματικός παραμερίζει τους στριμωγμένους επιβάτες και τους δείχνει πώς να μάχονται σε μία συμπλοκή σώμα-με-σώμα, πώς να ορμούν και να έρπουν στην επίθεση, πώς να σκύβουν και να κυλιούνται στην άμυνα, πότε να παριστάνουν τους νεκρούς και πότε να υποχωρούν, πώς να αποφεύγουν την αιχμαλωσία, πού βρίσκονται τα πιο ευαίσθητα σημεία στο σώμα, πώς η ψυχική αντοχή είναι πιο σημαντική από τη σωματική δύναμη, και μετά από αυτή τη διάλεξη ακολουθούν και άλλες, από άλλους αξιωματικούς, μέχρι το σημείο όπου όλοι οι στρατεύσιμοι έχουν πλέον μια στοιχειώδη κατάρτιση στην τέχνη του πολέμου, αν και οι συνθήκες συγχρωτισμού μέσα στο βαγόνι καθιστούν τις περισσότερες από αυτές τις επιδείξεις ανεπαρκείς, και ο συγγραφέας δεν αργεί να καταλάβει από τη γενικότερη στάση των αξιωματικών ότι οι νεοσύλλεκτοι είναι αναλώσιμοι, ότι δεν έχει σημασία πόσοι από αυτούς θα σκοτωθούν αρκεί να επιτευχθούν οι στρατηγικοί στόχοι, όποιοι κι αν είναι αυτοί, και μόλις το τρένο σταματά επιτέλους σε έναν πάρα πολύ απόμακρο σταθμό και αυτός αποβιβάζεται μαζί με τους άλλους, δεν ξαφνιάζεται όταν δεν του δίνουν καμία στρατιωτική στολή, απλώς κάποιος του φοράει ένα χιλιοχτυπημένο κράνος στο κεφάλι και του δίνει ένα πολύ παράξενο όπλο στο χέρι που δεν μοιάζει καθόλου με τουφέκι |
377 |
Το όπλο έχει έναν αναδιπλούμενο μηχανισμό και είναι βαρύ και δύσκολο να το κρατήσει μπροστά του όπως τον προστάζουν, και αναρωτιέται εάν πρόκειται για κάποιου είδου πολιορκητικό κριό, αλλά όχι, έχει δύο ράβδους η άκρη των οποίων είναι στρογγυλή, δηλαδή εντελώς ακατάλληλη για να διατρυπήσει το οποιοδήποτε αντικείμενο, κάποια άλλη πρέπει να είναι η λειτουργία της, και όσο προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτές τις σκέψεις ένας αξιωματικός εμφανίζεται μέσα από το πλήθος των ανδρών και τους λέει: «Είστε μέλη μιας μονάδας πυροβολικού τώρα και ξεκινάμε για το μέτωπο», και ο συγγραφέας σαστίζει και με μια φωνή που ελπίζει να μην ακούγεται πολύ τρεμάμενη απαντά: «Σίγουρα ετούτη εδώ είναι μεραρχία πεζικού επειδή εγώ κάποτε έγραψα ένα πολεμικό μυθιστόρημα και φρόντισα να κάνω την έρευνά μου με πολλή προσοχή και έτσι γνωρίζω πως οι πεζοί στρατιώτες που περπατούν με όπλα στο χέρι είναι πεζικάριοι», και χαμογελά δειλά δειλά, με τη γεύση του καφέ να πλανάται ακόμη στο στόμα του παρά τις πολλές ώρες που έχουν περάσει από τότε που έφυγε από το σπίτι του, αλλά ο αξιωματικός δεν τον βρίσκει ιδιαίτερα χαριτωμένο, πιθανόν επειδή δεν έχει χρόνο για χασομέρι με τους νέοπες και του λέει, γρυλίζοντας: «Ο τρόπος με τον οποίο πολεμούμε έχει αλλάξει ,και αν το πας έτσι, στρατιώτη, θα σου αλλάξω κι εγώ τον τρόπο που μιλάς με τη γροθιά μου, οπότε τις διάφορες ιδέες σου να τις κάνεις γαργάρα και πάρ’ το απόφαση ότι είσαι μέλος μονάδας πυροβολικού, και αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που αυτή τη στιγμή κρατάς στα χέρια σου αυτόν τον πελώριο καρυοθραύστη που πολύ καλά θα κάνεις να μάθεις να τον χειρίζεσαι θες δε θες, ώστε να ξέρεις να τον χρησιμοποιήσεις όταν ο εχθρός μάς επιτεθεί», και ο συγγραφέας πιάνει τις λαβές του όπλου του και ναι, είναι πράγματι καρυοθραύστης, και μάλιστα πανίσχυρος, και τώρα, καθώς το πλήθος τριγύρω του αρχίζει ν’ αραιώνει, βλέπει για πρώτη φορά τον εχθρό και ότι όλοι οι στρατιώτες του είναι καλυμμένοι με τεράστια καρυδότσουφλα, τα μεγαλύτερα στον κόσμο, κάποιοι φορούν μικρότερα καρυδότσουφλα ως πανοπλίες και άλλα, μεγαλύτερα, μοιάζουν με γιγάντια κουτιά για χάπια, με χώρο για δύο και τρεις ανθρώπους μέσα τους, και ο συγγραφέας καταλαβαίνει ότι πράγματι ανήκει σε μονάδα πυροβολικού και όχι πεζικού, διότι πρέπει με τον καρυοθραύστη να προξενήσει θραύση στον εχθρό, αν μπορεί. |
377 |
Στην άλλη μεριά της κοιλάδας, όλα τα σπίτια του χωριού επάνω στο βουνό είχαν χρυσά παράθυρα το πρωί, και ο Φάμπουλο ήθελε να πάει εκεί και να κοιτάξει από απέναντι το δικό του χωριό, να δει αν τα παράθυρα του σπιτιού του ήταν χρυσά το απόγευμα, διότι υπέθετε πως το χρυσαφένιο χρώμα των παραθύρων οφειλόταν στην αντανάκλαση του πρωινού ήλιου, αλλά θα ήταν ζόρικο το ταξίδι, να κατέβει την πλαγιά του δικού του βουνού, να διασχίσει την απέραντη κοιλάδα και μετά να ανέβει την πλαγιά του απέναντι βουνού, σίγουρα θα έπαιρνε μια ολόκληρη μέρα και, αν τελικά έκανε την απόπειρα, ίσως να έφτανε στο άλλο το χωριό μετά τη δύση του ηλίου, που σημαίνει ότι θα ήταν πλέον αργά για να διαπιστώσει εάν οι πυκνές ακτίνες έκαναν τα τζάμια των παραθύρων του να λάμπουν τόσο όμορφα, άρα σίγουρα έπρεπε να καταστρώσει το σχέδιό του πολύ προσεκτικά και έτσι θα χρειαζόταν χάρτες και έναν χάρακα για να μετρήσεις τις αποστάσεις σε αυτούς τους χάρτες και, επιπλέον, θα έπρεπε να υπολογίσει την ταχύτητα του βήματός του και πόσο θα μπορούσε να το επιταχύνει, αλλά για να το καταφέρει αυτό θα έπρεπε να συνυπολογίσει κάπως και τη γενικότερη μορφολογία του εδάφους που σκοπεύει να διασχίσει, διότι η κοιλάδα ήταν ως επί το πλείστον επίπεδη, ωστόσο υπήρχαν ορισμένες βραχώδεις εκτάσεις, όπως και ένα μικρό δάσος που θα χρειαζόταν να διαβεί και κάτι μικρά ποτάμια που μάλλον δεν θα μπορούσε να τα περάσει με την άνεση ενός πεπειραμένου πεζοπόρου, καθώς, παρότι ο Φάμπουλο σε καμία περίπτωση δεν ήταν αγύμναστος, δεν ήταν και εξοικειωμένος με τις ενδεχόμενες αντιξοότητες μιας ορεινής πεζοπορίας, ενώ, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η κοιλάδα ήταν όντως πολύ μεγάλη και, συν τοις άλλοις, το να λείψει μία ολόκληρη μέρα από τη δουλειά του μπορούσε να επιφέρει διάφορες επιπλοκές αφού είχε αναπτύξει πολύ καλές σχέσεις με τον εργοδότη του και ήταν πλέον φημισμένος για την αξιοπιστία του, και έτσι ήξερε πως ένα απρόσμενο αίτημα να απουσιάσει ολημερίς από την εργασία του θα ξάφνιαζε το αφεντικό του και τότε ο Φάμπουλο θα ένιωθε μεγάλη ντροπή γιατί ο λόγος που ήθελε να απουσιάσει ήταν ιδιόρρυθμος και σαθρός, και εάν πάλι έλεγε ψέματα επινοώντας κάποια σοβαρότερη δικαιολογία και μετά τον τσάκωναν, η φήμη του θα καταστρεφόταν, κι αυτό δεν ήταν πρόθυμος να το διακινδυνεύσει. |
233 |
Το αφεντικό του, όμως, έδειξε πολύ μεγάλη κατανόηση για τη λαχτάρα του Φάμπουλο να διασχίσει την κοιλάδα και να κοιτάξει πίσω του από απέναντι την ώρα της δύσης του ηλίου, ομολογώντας πως παλαιότερα είχε νιώσει και ίδιος αυτήν ακριβώς την επιθυμία μα δεν έκανε ποτέ τίποτα γι’ αυτό και τώρα πια ήταν πολύ μεγάλος να κάνει τέτοιο ταξίδι, αλλά έδωσε την ευχή του στον Φάμπουλο και είπε μάλιστα πως θα τον πλήρωνε κανονικά για την ημέρα που θα έλειπε, και η ανταπόκριση αυτή ήταν τεράστια, απροσδόκητη ανακούφιση για τον Φάμπουλο ο οποίος άρχισε να ετοιμάζεται αμέσως, και με πολύ εύθυμη διάθεση έβαλε στο μικρό του σακίδιο λίγα τρόφιμα και ένα μπουκάλι νερό, έξτρα κορδόνια για τα παπούτσια του, έναν σουγιά και τους χάρτες που είχε μελετήσει και έπειτα φρόντισε να βάλει το ξυπνητήρι του να χτυπήσει πριν τα χαράματα, κι όταν ξύπνησε ήταν ακόμα νύχτα έξω, αλλά αυτός ντύθηκε στα γρήγορα, πήρε το σακίδιο στον ώμο και ευθύς αμέσως, έχοντας κλειδώσει την εξώπορτα χωρίς να κοιτάξει πίσω του ενώ κατευθυνόταν προς την άκρη της πλαγιάς την οποία και κατηφόρισε με άλματα και δρασκελιές, διότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, δεν είχε χρόνο για χάσιμο αν ήθελε να βρίσκεται στα σίγουρα στο άλλο χωριό μέχρι την ώρα που θα έδυε ο ήλιος και, παρότι πήγε να σκοντάψει πολλές φορές, διαπίστωσε με μεγάλη χαρά ότι η κλίση της πλαγιάς όλο και ελάφραινε όσο την κατέβαινε. |
144 |
Σύντομα βρισκόταν στους πρόποδες της πλαγιάς, και τώρα μπορούσε να βάλει μπρος για πεζοπορία σε επίπεδο έδαφος αν και ένιωθε τους αστραγάλους του λίγο πρησμένους γιατί τους είχε στραμπουλήξει ελαφρώς κατά τη διάρκεια της κατάβασής του, αλλά υπέθεσε ότι με το περπάτημα θα του περνούσε, ότι επρόκειτο για τραυματισμό που μπορεί κανείς να τον αγνοήσει, ανύπαρκτο τραυματισμό δηλαδή, και είχε δίκιο γιατί γρήγορα, μόλις μετά από ένα μίλι, είχε βρει έναν βολικό ρυθμό στο βήμα του, και το περπάτημα του ήταν ευχάριστο και οι παλμοί της καρδιάς του αυξομειώνονταν μόνο σποραδικά, όταν ας πούμε είχε να πηδήξει πάνω από κάποιο ρυάκι, ή να ζυγίσει προσεκτικά το μονοπάτι του πάνω από κακοτράχαλα, βραχώδη σημεία, ή περιδιαβεί την άκρη ενός αβυσσαλέου κρατήρα, και είχε καταχαρεί με την πρόοδο που είχε σημειώσει, και άρχισε να πιστεύει ακράδαντα ότι θα έφτανε στον προορισμό του πριν από το ηλιοβασίλεμα. |
89 |
Οι ώρες της ημέρας ξεγλιστρούσαν αλλά εκείνος προχωρούσε ακάθεκτος, πίνοντας το νερό του ενώ περπατούσε για να γλιτώσει χρόνο και φυλώντας το φαγητό του για τη στιγμή που θα καθόταν στην κορυφή της απέναντι πλαγιάς και θα κοιτούσε πέρα προς το δικό του το χωριό, διασχίζοντας το δάσος πιο εύκολα απ’ ό,τι περίμενε και, προτού το καταλάβει, τώρα ήδη βρισκόταν στο στάδιο της αναρρίχησης του βουνού στην άλλη άκρη της κοιλάδας, και ο ήλιος έπεφτε γρήγορα αλλά εκείνος ανέβαινε γρηγορότερα, και η καρδιά του αγαλλίασε όταν έφτασε στην κορυφή. |
55 |
Απέμεναν λίγα λεπτά μέχρι τη δύση του ηλίου, οπότε εκείνος βρήκε ένα βράχο όπου και κάθισε, τέντωσε τα πόδια του, θαύμασε το απέραντο τοπίο που είχε διασχίσει, και έπειτα κοίταξε πολύ επίμονα τα παράθυρα του σπιτιού του, τα οποία όμως παρέμεναν γκρίζα και αδιάφορα, και σε καμία περίπτωση δεν καταδέχονταν να λάμψουν με χρυσαφένιο φως. |
34 |
Κανένα επίσης από τα άλλα παράθυρα του χωριού του δεν έλαμπε, η οφθαλμαπάτη ήταν σκέτη αποτυχία, κι αυτός γύρισε να δει τα σπίτια του χωριού από πίσω του, όπου και αντίκρισε την απροσδόκητη εξήγηση. |
21 |
Ο λόγος που τα παράθυρα έλαμπαν δεν είχε σχέση με το ηλιοβασίλεμα, και καμία παρομοίωση δεν ταίριαζε εκεί ως ηθικό δίδαγμα. |
13 |
Υπήρχαν παντζούρια στα παράθυρα, που ανέβαιναν καθημερινά, λίγο μετά την ανατολή του ήλιου. |
8 |
Τελικά, δεν υπήρχε απολύτως καμία οφθαλμαπάτη εκεί πέρα. |
5 |
Τα τζάμια ήταν από γυαλί. |
3 |
Και τα παντζούρια; |
2 |
Από μέταλλο. |
1 |
Ατόφιο. |
1 |
Χρυσάφι. |
0 |