Στη μνήμη των Joe Brainard και Georges Perec
και των γιαγιάδων μου,
και στη λησμοσύνη του Mathieu Lindon
1/4
Δε θυμάμαι πέρα από το δεύτερο δεκαδικό του π.
Δε θυμάμαι να έχω πλύνει ποτέ τα χέρια μου καθιστός.
Δε θυμάμαι ποιος μου είπε ότι με κάτι φίλους του είχε πετάξει χαρταετό Κυριακή του Πάσχα.
Δε θυμάμαι πότε αρχίσαμε να ελέγχουμε κάθε λίγο και λιγάκι την ορθότητα των λεγομένων μας στο ίντερνετ.
Δε θυμάμαι τη μίζερη ευτυχία τού να ζεις νύχτα.
Δε θυμάμαι το τέλος των περισσότερων βιβλίων που έχω διαβάσει, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και αν δεν τα έχω διαβάσει μόνο μία φορά, και το ίδιο μου συμβαίνει και με ταινίες.
Δε θυμάμαι όλα όσα έχω ξεχάσει, τα πιο πολλά τα έχω ξεχάσει εντελώς.
Δε θυμάμαι τον ταχυδρομικό μου κώδικα, για την ακρίβεια το τελευταίο ψηφίο, πάντα είμαι ανάμεσα σε δύο.
Δε θυμάμαι τίποτα από καμία προηγούμενη ζωή.
Δε θυμάμαι κάποια από τα βιβλία που έχω, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχω αγοράσει κάποιο δεύτερη φορά – υπάρχουν βιβλία που έχω αγοράσει δεύτερη (και τρίτη) φορά, αλλά για διάφορους συνειδητούς λόγους, άσχετους με τη μνήμη και τις δυσλειτουργίες της.
Δε θυμάμαι καμία πετυχημένη πρωταπριλιάτικη φάρσα, και αυτό όχι αναγκαστικά επειδή δε συνέβη.
Δε θυμάμαι με σιγουριά ποιοι μήνες έχουν τριάντα και ποιοι τριάντα μία μέρες, ούτε το κόλπο με τα χέρια.
Δε θυμάμαι πού, πώς, υπό ποιες συνθήκες, ολόκληρο ή απόσπασμα και ίσως σε ποια γλώσσα διάβασα το Θυμάμαι του Περέκ, και τελικά αν το έχω διαβάσει.
Δε θυμάμαι τους δώδεκα μαθητές του Χριστού.
Δε θυμάμαι τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή.
Δε θυμάμαι τις δέκα εντολές.
Δε θυμάμαι πια τα όνειρά μου (αλλά μερικές φορές ξυπνάω ξέροντας ότι είδα).
Δε θυμάμαι τι έφαγα χθες, παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις τρώω το ίδιο φαγητό για δύο και τρεις μέρες.
Δε θυμάμαι να παίξω στην κιθάρα τα περισσότερα από τα τραγούδια μου.
Δε θυμάμαι καμία από τις ιστοριούλες που είχα γράψει στην έκτη δημοτικού σε μια γραφομηχανή (δε θυμάμαι τι μάρκα ήταν) που υπήρχε στο σπίτι της γιαγιάς μου της Μαρίκας.
Δε θυμάμαι τη συσκευή τηλεφώνου που είχαμε στο σπίτι που μέναμε μέχρι τα πέντε μου (Χολαργός), μόνο τον αριθμό (6522073).
Δε θυμάμαι τι έχω αφήσει στη μέση όταν επιστρέφω στη δουλειά από σαββατοκύριακο, ενίοτε και την επόμενη μέρα.
Δε θυμάμαι, γιατί δεν έχω πλέον το χρόνο να σκεφτώ δεύτερη φορά αυτά που συμβαίνουν.
2/4
Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που διάβασα δύο βιβλία μέσα στο ίδιο εικοσιτετράωρο, ούτε ποια ήταν αυτά.
Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που με το που ξύπνησα, άναψα το πορτατίφ και άρχισα να διαβάζω.
Δε θυμάμαι ποιο ήταν εκείνο το παραλίμνιο μέρος όπου είχαμε πάει με τους γονείς μου όταν ήμουν πολύ μικρός, αλλά κάπως έτσι φαντάζομαι τη Στυμφαλία.
Δε θυμάμαι τα ονόματα έξι εκ των οκτώ προπαππούδων μου, και αυτό είναι τραγικό παρόλο που δε με πρόλαβε κανείς.
Δε θυμάμαι σε ποια αγωνία θα με επαναφέρει το επόμενο επεισόδιο όταν καθόμαστε το βράδυ να χαζέψουμε.
Δε θυμάμαι τι έχει ειπωθεί στο διάλογο που προηγείται ενός τσακωμού.
Δε θυμάμαι τι ήταν ο Κλορφίνκελ και αν υπήρξε.
Δε θυμάμαι τους καινούργιους (τηλεφωνικούς) αριθμούς των φίλων μου, μόνο τους παλιούς.
Δε θυμάμαι να έχω βρει στο δρόμο περισσότερα από σαράντα ευρώ (και να τα κράτησα).
Δε θυμάμαι τα περισσότερα από αυτά που σκέφτομαι, γι’ αυτό και σημειώνω όσα νιώθω ότι αξίζει να μην ξεχαστούν.
Δε θυμάμαι δε σημαίνει πάντα ξέχασα, μπορεί κάποια στιγμή να θυμηθώ.
Δε θυμάμαι πότε μέθυσα τελευταία φορά.
Δε θυμάμαι τα πρόσωπα κάποιων ανθρώπων που έχω γνωρίσει, και κάποιων άλλων τα ονόματα (υπάρχουν και αυτοί που δε θυμάμαι ότι υπήρξαν).
Δε θυμάμαι πώς είναι να έχω ανάγκη να ζωγραφίσω.
Δε θυμάμαι πώς να πάω σε κάποια μέρη, και για κάποια άλλα δε θυμάμαι από μόνος μου αλλά στην πορεία το βρίσκω.
3/4
Δε θυμάμαι το πρώτο μου μπάνιο στη θάλασσα.
Δε θυμάμαι το πρώτο μου παγωτό.
Δε θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα μόνος μου στην τουαλέτα.
Δε θυμάμαι το πρώτο μου βράδυ στο σπίτι του Συντάγματος.
Δε θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη ταινία που είδα στο σινεμά.
Δε θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη λέξη που έμαθα στα αγγλικά.
Δε θυμάμαι αν το κρεμμύδι σημαίνει αριστερά και το σκόρδο δεξιά ή το ανάποδο.
Δε θυμάμαι αν είναι οι μυς/τους μύες ή το ανάποδο, κάθε φορά που θέλω να το γράψω πρέπει να το ελέγξω (εκτός από αυτήν).
Δε θυμάμαι ποιο ήταν το τρίτο κομμάτι που δοκίμασα να παίξω στην κιθάρα.
4/4
Δε θυμάμαι αν ήξερα ποτέ ποια είναι η πρώτη μου ανάμνηση.
Δε θυμάμαι πότε κατάλαβα ότι το ραδιόφωνο απευθύνεται κυρίως σε ανθρώπους που δεν ακούνε μουσική.
Δε θυμάμαι τι μάρκα ήταν το πρώτο τσιγάρο που κάπνισα (είμαι μεταξύ Camel και Lucky Strike).
Δε θυμάμαι τα ονόματα αρκετών συγγενών ή/και το πώς συνδέονται μαζί μου.
Δε θυμάμαι αν έχω γνωρίσει κανέναν Βρασίδα, Φανούριο, Παρασκευά, Κύριλλο (αλλά έχω γνωρίσει Μεθόδιο).
Δε θυμάμαι να έχω γνωρίσει ποτέ κάποιον που έχει σκοτώσει άνθρωπο, τουλάχιστον απ’ όσο ξέρω.
Δε θυμάμαι όλες τις κυβερνήσεις της περιόδου 2009-2015, ή έστω τη σειρά.
Δε θυμάμαι το Πιστεύω μετά το ορατών τε πάντων και αοράτων.
Δε θυμάμαι πότε κατάφερα να λύσω για πρώτη φορά λευκό σταυρόλεξο.
Δε θυμάμαι όλα τα μέρη στα οποία έχω βρεθεί.
Δε θυμάμαι όλα τα σπίτια στα οποία έχω μπει.
Δε θυμάμαι όλα τα κρεβάτια/καναπέδες/κτλ στα οποία έχω κοιμηθεί.
Δε θυμάμαι όλους τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει.
Δε θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που είδα πολλούς από τους ανθρώπους που ξέρω (και με τις δύο έννοιες).
Δε θυμάμαι να έχω πάθει ποτέ κλαυσίγελο.
Δε θυμάμαι ποιο ήταν το τικ εκείνου του φυσικού στο φροντιστήριο.
Δε θυμάμαι πόσο (ακριβώς) έκανε το σουβλάκι πριν το ευρώ.
Δε θυμάμαι σε ποιο ανέκδοτο εμφανίζεται η φράση κουβαλάω και επιτάφιο.
Δε θυμάμαι σε κάποιο βραδινό περίπατο ποιων διακοπών (σε νησί) είχα πει στον πατέρα μου, εφτά-οχτώ χρονών τότε, ότι σιγά, άνετα θα τρίπλαρα τον Πάολο Μαλντίνι.
Δε θυμάμαι πώς τελειώνει το Φούνες ο μνήμων του Μπόρχες.
Δε θυμάμαι τι κακό είχα κάνει στο σπίτι του Χάρη Κ, συμμαθητή μου στο νηπιαγωγείο, και με αγριοκοιτούσαν οι γονείς του και η γιαγιά του με έδειχνε και έλεγε αυτός φταίει, αυτός.
Δε θυμάμαι πόση ώρα μιλούσαμε στο τηλέφωνο με τον ίδιο συμμαθητή κάθε απόγευμα, αμέσως μετά το επεισόδιο του Μπάτμαν για να το σχολιάσουμε.
Δε θυμάμαι αν όντως είδα γύρω στο 1993 τον Γκάλη να βάζει από την άλλη άκρη του γηπέδου ένα εκπρόθεσμο καλάθι που θα ήταν νικητήριο.
5/4
Δε θυμάμαι πολλά πράγματα που έχω ζήσει και θυμάμαι πολλά που δεν έχω ζήσει.
Δε θυμάμαι τι απέγιναν διάφορα αγαπημένα μου ρούχα, όπως εκείνο το ανθρακί πουλόβερ που μπήκε, το κεραμιδί-γαλάζιο-άσπρο σκουφί που είχα πάρει από τη Σπύρου Τρικούπη, και η μαύρη που όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν καφέ μπλούζα μου των Kyuss
(κάτικάτικάτι
κάτικάτικάτι
HAIRMOFOSMOKING
TOTALSONICDESTRUCTION
KYUSS).
Δε θυμάμαι τίποτα από τις πρώτες σαράντα σελίδες της Επιστροφής του βαρόνου Βένκχαϊμ (Κρασναχορκάι) που διάβασα (και μόνο αυτές τελικά) μεταξύ ύπνου και ξύπνιου στο μαιευτήριο στις 12 και κυρίως στις 13 Ιανουαρίου 2021.
Δε θυμάμαι πολλά πράγματα που θα μπορούσε πολύ γρήγορα να μου θυμίσει το ίντερνετ.
Δε θυμάμαι πού – όχι, θυμήθηκα.
Δε θυμάμαι τους σταθμούς που προστέθηκαν στο δίκτυο του μετρό αφότου άρχισα να μετακινούμαι με ποδήλατο (2018).
Δε θυμάμαι σε ποια τάξη άρχισα να αγοράζω φαγητό από το κυλικείο του σχολείου.
Δε θυμάμαι αν έχω πάει ποτέ στη Λούτσα, και αν έχω πάει δε θυμάμαι πώς μοιάζει.
6/4
Δε θυμάμαι πώς μοιάζουν διάφορα δέντρα και κυρίως λουλούδια που ξέρω ως ονόματα.
Δε θυμάμαι αν είδα κάποτε με τα μάτια μου λύκους, αρκούδες και λιοντάρια στον εθνικό κήπο ή αν η αφήγηση κάποιου παλαιότερου μετέτρεψε την εικόνα που έπλασα με το μυαλό μου σε ενδεχόμενο βίωμα.
Δε θυμάμαι την πραγματικότητα του βιώματος που απαθανατίζουν οι περισσότερες παιδικές μου φωτογραφίες, για παράδειγμα ξέρω ότι υπάρχει μια φωτογραφία που με δείχνει (περίπου δέκα χρονών) μπροστά από τον καταρράκτη της Έδεσσας, την οποία έχει τραβήξει ο πατέρας μου, αλλά δε με θυμάμαι να ποζάρω, ξέρω ότι υπάρχει μια φωτογραφία που με δείχνει (υποθέτω περίπου τριών) να τρώω το προαναφερθέν πρώτο μου παγωτό, και το μισό θα είναι για πάντα (ακόμα και η φωτογραφία θα εξαφανιστεί κάποτε) πασαλειμμένο σε όλο μου το πρόσωπο, αλλά δε θυμάμαι το μέρος, τη μέρα και την ευτυχία, ξέρω ότι υπάρχει ένα σχολικό πορτρέτο (δημοτικό, αλλά δε θυμάμαι πότε, ίσως τρίτη ή τετάρτη) στο οποίο έχω εκμεταλλευτεί το ότι πόζαρα αμέσως μετά το διάλειμμα και έχω χρησιμοποιήσει τον ποδοσφαιρικό μου ιδρώτα για να τσαλακώσω το ξενέρωτο καπελάκι μου, αλλά δε θυμάμαι πώς έμοιαζε ο φωτογράφος.
Δε θυμάμαι (καμία από τις δύο φορές) τι τάξη πήγαινα όταν έκαψα το μάτι μου (έγκαυμα τριβής) στην κάτω πλευρά του φιλέ του βόλεϊ ενώ έπαιζα ποδόσφαιρο – τη μία από τις δύο φορές, δε θυμάμαι αν ήταν την πρώτη ή τη δεύτερη, είχε μόλις χτυπήσει το κουδούνι για μέσα.
Δε θυμάμαι πολλά παραδείγματα από τη λίστα ανθρώπων που έχουν για επάγγελμα το επίθετό τους, την οποία κρατούσαμε άγραφα με τον πατέρα μου όταν ήμουν μικρός, μόνο τον κύριο Ραΐση και τα τζάμια-κρύσταλλα-καθρέπται του, τον κύριο Φλεριανό που πουλούσε λουλούδια, το σκηνοθέτη Μεγακλή Βιντιάδη, και ίσως λίγα ακόμα αν προσπαθούσα λίγο παραπάνω ή αν τον ρωτούσα.
Δε θυμάμαι πολλά από τις περισσότερες συναυλίες στις οποίες έχω πάει, συνήθως μόνο ότι ήμουν εκεί, με ποιους (αν και όχι πάντα, ή όχι πάντα όλους), κάποια περιστασιακή λεπτομέρεια και μια αναπόφευκτη αίσθηση του χώρου και του φωτισμού, ή της ατμόσφαιρας.
Δε θυμάμαι σε ποια ταινία που είχαμε δει με τους γονείς μου (στην τηλεόραση ή στο βίντεο;) υπήρχε μια σκηνή όπου ένας άνδρας και μια γυναίκα περπατούσαν βράδυ στην πόλη, και η γυναίκα, άγνωστο το πλαίσιο, άνοιξε τη γούνα της και ήταν τελείως γυμνή.
Δε θυμάμαι τα ονόματα πολλών ηθοποιών που έχω δει σε πολλές ταινίες – το οποίο, στην περίπτωση του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, γίνεται: «πολλών ηθοποιών που έχω δει εκατομμύρια φορές σε πολλές ταινίες».
7/4
Δε θυμάμαι πότε και πώς έμαθα ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης.
Δε θυμάμαι αν ο παππούς μου ο Μήτσος αντιδρούσε πάντοτε ψύχραιμα με το δίκτυο από κορδέλες που έφτιαχνα (ενώ όλοι έπαιρναν τον μεσημεριανό τους υπνάκο) ανάμεσα στο υπνοδωμάτιο και το μπάνιο με μοναδικό σκοπό να του κάνω τη ζωή δύσκολη (γιατί έχω την αίσθηση ότι πάντα εκείνος σηκωνόταν πρώτος, και πάντα για να πάει επειγόντως στο μπάνιο).
Δε θυμάμαι τι δουλειά κάνουν διάφοροι γνωστοί μου, όπως παλιότερα δε θυμόμουν τι σπούδαζαν.
Δε θυμάμαι παρά ελάχιστα ονόματα δρόμων στις περιοχές όπου μεγάλωσα, πάντα ήταν ο δρόμος του φούρνου, εκεί που μένει ο τάδε, ο δρόμος που κατεβαίνει από εκεί.
Δε θυμάμαι κανένα παιδί (που δεν ήξερα ήδη) από την κατασκήνωση, ούτε όνομα ούτε φυσιογνωμία, μόνο έναν μικροσκοπικό τύπο με προεφηβικό μουστάκι που τον φώναζαν Ρομποτάκι, για λόγο που δε θυμάμαι αν ήξερα ποτέ.
Δε θυμάμαι τι μπέργκερ έπαιρνα από τα Wendy’s, αλλά εδώ που τα λέμε όλη η φάση ήταν οι πατάτες με λιωμένο τσένταρ και μπέικον.
Δε θυμάμαι πότε παραδεχτήκαμε για πρώτη φορά ότι η γιαγιά μου η Μαρίκα είχε άνοια (για μένα πρέπει να ήταν εκείνο το βράδυ που έλειπε η μητέρα μου, και η γιαγιά μου είπε κάποια στιγμή πότε θα έρθει η, η, η, Χριστέ μου, δε θυμάμαι το όνομα του παιδιού μου, αλλά και πάλι δε θυμάμαι πότε ήταν).
Δε θυμάμαι αν ήταν μαθηματικών, φυσικής ή χημείας το διαγώνισμα που είχα να γράψω κάποιο Σάββατο υπό την επίβλεψη της μητέρας μου για τον καθηγητή που μου έκανε ιδιαίτερα θετικά στο γυμνάσιο, την ίδια μέρα που (ακριβώς πριν καθίσω να γράψω) είδα για πρώτη φορά το Smells Like Teen Spirit στο MTV (και άλλαξε η ζωή μου), αλλά τι σημασία έχει.
Δε θυμάμαι αν η ζέβρα είναι ένα άσπρο άλογο με μαύρες ρίγες ή το ανάποδο.
Δε θυμάμαι όλους μου τους δίσκους, όλα μου τα cd’s, όλα μου τα βιβλία, αλλά θα ήταν μια καλή άσκηση, ή τρεις.
Δε θυμάμαι όλα μου τα πράγματα αν δεν τα δω.
Δε θυμάμαι, και αυτό είναι βολικό καμιά φορά.