Βεατρίκεια & άλλα ποιήματα


Βε­α­τρί­κεια

ησθάν­θη ότι έζη πά­λιν, ότι απέ­βαλ­λε τα επα­χθή δε­σμά γνω­στών πραγ­μά­των και οι­κια­κών.
Και η τυ­χο­διώ­κτις του καρ­διά ηυ­φραί­νε­το ψυ­χρώς, κε­νή αγά­πης.

Κ.Π. Κα­βά­φης,
Δευ­τέ­ρα Οδύσ­σεια


«Ένα πη­γά­δι κα­τά­χλο­μο η φυλ­λω­σιά που χά­θη­κε
σαν έρ­μα,
σα δει­λό που το αγκί­στρι χάι­δε­ψε
τρια­ντα­μία ζω­ές πά­νω από τα φυ­λα­χτά της Φλω­ρε­ντί­ας.
Όλη η Ιθά­κη μί­κρυ­νε,
μες στα μπου­ντρού­μια, που σκά­λω­ναν
σε πε­ζο­δρό­μια από χορ­δές και
σό­λες της Πό­λης των Αυ­λι­κών,
έστα­ζαν με­λά­νι, σπέρ­μα, αί­μα ού­ρων και δί­νη,
η μο­νω­δία κυ­κλο­φο­ρού­σε στα πέλ­μα­τα των
ναυα­γών,
που λο­γά­ρια­ζαν μό­νο τη νέα ζωή.
Όλα
στέ­γνω­ναν, ακτι­νο­βο­λού­σαν,
κρέ­μο­νταν και ζε­μα­τού­σαν στα κα­ρά­βια,
που κρα­τιού­νταν από τις ρί­ζες του γα­λά­ζιου μελ-
ιού,
να έχα­ναν,
να χά­νο­νταν στον έρω­τα
του ξαν­θού τους βά­ρους,
με ένα κλει­δί που πα­ρα­δό­θη­κε μα­ζί με το τί­μη­μα των αε­ρι­κών,
όσων τρε­μο­παί­ζαν,
με τα πό­δια βε­λό­νια­ζαν
και
τα χέ­ρια κα­τά­χα­μα,
να αρ­μέ­νι­ζα σε ένα βά­θρο γυ­ναι­κείο.
Πά­ντα, τού­το έμοια­ζε με την ορ­γή της λι­μα­σμέ­νης σπί­θας:

Να πε­ρι­μέ­νεις τον ρυθ­μό αυ­τού που ανέ­χτη­κες.

Από τον υπο­θε­τι­κό έρω­τα και την απο­γο­ή­τευ­σή του,
η σο­δειά των αν­θρώ­πων αφα­νι­ζό­ταν τό­σο άξαφ­να
και στην πά­χνη,
θα πε­ρί­με­νε το φεγ­γά­ρι,
σε κά­θε στρο­φή να αφε­ντέ­ψει.»



Θέα της γης

Ανα­σαί­νω το ρί­γος του πορ­φύ­ρα,
κα­τά­μα­τα μια πα­λιά φρυ­γα­νιά,
ένα μαύ­ρο τσάι, ξη­ροί καρ­ποί
και αμά­ρα­ντος.

Εί­ναι η θέα της στοι­βαγ­μέ­νης γης.

Χω­λαί­νει
σε κα­θρέ­φτες
θρυμ­μα­τι­σμέ­νους
και πα­νιά,
χω­λαί­νουν οι δια­βά­τες στις οπτι­κές τους,
λυ­τρώ­νο­νται πά­νες παι­διών
και τα ξέ­φω­τά τους από τα παι­χνί­δια ενη­λί­κων.

Εί­ναι η θέα της στοι­βαγ­μέ­νης γης,
εί­ναι η θέα της στοι­βαγ­μέ­νης γεί­ω­σης.



Χα­ρού­με­νος

Όλα απ’ τη δύ­ση αλ­λά­ξα­νε, που ακού­ο­ντας
στην όχθη αυ­τή πρώ­τη φο­ρά

ψη­λά τον χτύ­πο των φτε­ρών τους, γί­ναν
τα βή­μα­τά μου πιο ελα­φρά.

W.B. Yeats, Οι άγριοι Κύ­κνοι


Δεν εί­μαι έρω­τας,
δεν εί­μαι άνε­μος,
μια διά­με­τρος στα σε­ντό­νια,
όταν συ­ναι­νεί ο πα­νι­κός της αγα­πη­μέ­νης αγά­πης
στον παλ­μό,
στα δά­κτυ­λα να φι­λάω τον ασύρ­μα­το κύ­κνο
και την αγριό­τη­τά του,
να μι­λάω απα­τη­λά
για τις γοη­τεί­ες του φθι­νο­πω­ρι­νού κα­τα­σκευά­σμα­τος
και η φύ­ση να ρέ­ει
άλ­λες πε­νή­ντα κα­τά­ρες και εν­νιά.

Απλή και δο­ξα­σμέ­νη,
από το νύ­χι της ασφάλ­του
σφυ­ρί­ζω τις κά­μα­ρες και τις λί­μνες σαν τον άνε­το τα­ρα­χο­ποιό.

Ένα κα­τοι­κί­διο,
στο προ­αύ­λιο ενός σχο­λεί­ου,
βλέ­πει την επι­το­μή των συν­νε­φιών μέ­σα στην πρό­χει­ρη λακ­κού­βα.
Ήσουν χα­ρού­με­νος, έξω από τα κά­γκε­λα,
ήσουν κα­τα­πιε­σμέ­νος,
από την πρό­θε­ση μιας αντα­νά­κλα­σης.
Ήσουν χα­ρού­με­νος… Ήταν η πρώ­ι­μη αρ­χή σου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: