Βρήκα το φίλο μου στην «Ακτή της Μαριώς», μια μυστική τοποθεσία μέσα μας, που απολαμβάνουν μόνο μυημένοι.
— Βαγγέλη, πάλι sudoku λύνεις αντί να κολυμπάς;
Με κοίταξε πάνω από τα γυαλιά.
— Μα φοράω και το μαγιό μου, όπως βλέπεις.
— Ναι, αλλά φοράς κι άλλα, η θάλασσα είναι απέναντι κι εσύ δεν είσαι μέσα.
Χαμογέλασε κι έσκυψε στο φυλλάδιο που κρατούσε. Κάθισα δίπλα του. Σιγά σιγά γίναμε ένας νους μαγεμένος από τους αριθμούς.
— Ο Αριστοτέλης γράφει, μου είπε μετά από ώρα, πως ονομάζεται λογική κάθε νέα σκέψη που επιπλέον είναι αναγκαία για να προχωρήσει κάποια διαδικασία.
— Θες να πεις πως έκανες μια τέτοια σκέψη;
— Βεβαίως.
— Ακούω.
Στα χείλη του ζωγραφίστηκε το χαμόγελο των προνομιούχων όντων που ξέρουν τα μυστικά της ζωής. Έβγαλε από τις τσέπες του φωτογραφικού γιλέκου του δυο μαρκαδόρους, έσυρε πάνω στο χαρτί γραμμές, κι είπε:
— Είχα «κολλήσει», δεν μπορούσα να βρω τους αριθμούς που λείπουν. Πέφτει το μάτι μου στα τρία κίτρινα κουτάκια της κίτρινης γραμμής, που βρίσκονται μέσα στην εννεάδα με το μπλε. Σκέφτομαι: σε αυτά τα κουτάκια αποκλείεται να υπάρχουν το 5άρι και το 6άρι της κίτρινης γραμμής, που λείπουν, αφού μέσα στην μπλε εννεάδα υπάρχουν 5 και 6. Άρα το 5άρι και το 6άρι της κίτρινης γραμμής θα βρίσκονται στα άδεια κουτάκια της, δεξιά κι αριστερά του 8. Βλέπω ότι στη δεξιά θέση του 8 απαγορεύεται 5άρι, άρα θα βρίσκεται σ' αυτήν το 6άρι. Μετά, ξέρω πως θα «ξεκολλήσει» το sudoku και θα βρω και τους υπόλοιπους αριθμούς.
Κοίταξα το σχήμα συλλογισμένος. Πέρασε από μπροστά μας μια παρέα παπαγάλων με χαρούμενους κελαηδισμούς. Ο φίλος μου άφησε το φυλλάδιο που είχε επιμελώς ενισχύσει με χαρτόνι και συνδετήρες για να μη λυγίζει, σήκωσε τα χέρια του και ταλαντεύτηκε μιμούμενος τη λαχτάρα του πετάγματος στους ελεύθερους ουρανούς.
— Μα Βαγγέλη, βρίσκεις ενδιαφέρον σε αυτά που μου είπες;
— Φυσικά, απάντησε, τουλάχιστον όσο λύνω, δεν ανήκω στην κοινωνία των ανελέητων ανταγωνισμών και των ωφελιμιστικών υπολογισμών.
Ένα κύμα μάς έβρεξε τα πόδια. Ακολούθησε δεύτερο, κι ένα φλιτ φλιτ του νερού μάς θύμισε το πεπρωμένο των γήινων.
— Ξέρεις τι με πείραξε σήμερα; ρώτησε ο φίλος μου.
— Όχι, απάντησα.
— Με πείραξε που η εφημερίδα που οι συντάκτες της καμαρώνουν πως σκέφτονται λογικά, έδωσε βήμα σε ένα στυγνό δολοφόνο 20 ανθρώπων για να πει τις πολιτικές απόψεις του, με τις οποίες πιστεύει πως καλυτερεύει τη ζωή όσων από εμάς άφησε ζωντανούς.
— Βαγγέλη, δεν ξέρω για ποιο θέμα μιλάς.
Έσκυψε το κεφάλι. Δεν ήθελε να πει. Η λύπη είναι καμιά φορά επιλογή. Δεν ήθελε να με φορτώσει με κάτι δικό του. Μετά κοίταξε ψηλά ελπίζοντας ίσως πως θα περάσουν κι άλλα χαρούμενα πουλιά.
— Μα δεν θέλουμε να ξέρουμε για τα οδυνηρά του κόσμου μας, είπε, γι' αυτό, άφησέ με να τελειώσω το μπάνιο της λογικής, που μπορεί να μην καλυτερεύει τη ζωή των υπολοίπων, αλλά θα ισορροπήσει τουλάχιστον τη δική μου.