Μετράμε την αξία του ατόμου με το σύνολο των ασυμφωνιών του με τα πράγματα, με την ανικανότητά του να είναι αδιάφορο, με την άρνησή του να τείνει προς το αντικείμενο.
Εμίλ Μιχάι ΣΙΟΡΑΝ, Ο πειρασμός του υπάρχειν
Ο οίνος των χουρμάδων: προφέρεται αράκι, στη γλώσσα των Σουδανών. Ίσως να είναι η ετυμολογική ρίζα, η οποία παρήγαγε πιθανότατα τη δική μας ρακή. Η πυκνότητά του σε αλκοόλ ξεπερνά πολλές φορές την αντίστοιχη του κοινού οινοπνεύματος. Έχει βαθύ σκούρο χρώμα. Μια ύπουλη μάζα. Εννοείται ότι καταστρέφει πολύ γρήγορα τα νεφρά και το συκώτι όσων επιμένουν να το πίνουν. Η παρασκευή, χρήση και κατοχή του συνιστούν αδικήματα, τα οποία προβλέπει η αυστηρή νομοθεσία της ποτοαπαγόρευσης, η οποία ισχύει στα μέρη αυτά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Σε μισοκατεδαφισμένα σπίτια, σε απόμερα σύδεντρα, κάτω από γέφυρες μπορεί το ασκημένο μάτι να διακρίνει μέσα στο μισοσκόταδο τις σκιές με τους ρυπαρούς χιτώνες, που προσπαθούν να κρύψουν στις εσωτερικές τσέπες τους όπως όπως ένα ή περισσότερα μπουκάλια με το θολό ποτό. Εκεί άλλωστε παράγεται ιεροκρυφίως. Με υποτυπώδη όργανα απόσταξης, με αφοσίωση στην εκτροπή, οι έμποροι του αράκι γυρίζουν την πλάτη τους στους κανόνες του ευ ζην. Μέσα στην αποπνικτική σκόνη και την αδυσώπητη βρώμα, δίπλα σε σκισμένες, υπερπλήρεις σακούλες σκουπιδιών και σε άλλα απόβλητα της καθημερινότητας, το παράνομο λικέρ καταναλώνεται αφειδώς. Υποκατάστατο ολέθριο της μπύρας, του κρασιού και των άλλων οινοπνευματωδών, στο οποίο έχει προστεθεί, για ευνόητους λόγους, μια ικανή ποσότητα διοξειδίου του θείου, από αυτό που φέρουν οι κοινές μπαταρίες, συνιστά το εφόδιο του πλούσιου και του φτωχού για ένα ταξίδι στον απόλυτο γνόφο μιας απόσυρσης.
Η ακύρωση ενός ελάχιστου μέρους της μουσουλμανικής εθιμοτυπίας, η παράβαση δηλαδή της τελευταίας απαγόρευσης του Προφήτη, όπως πρόλαβαν και την κατέγραψαν οι πιστοί γραμματικοί γύρω του, συνιστά ασφαλώς ένα είδος ανταρσίας. Πότε θλιβερή πότε γραφική αποτελεί μια σπασμωδική αντίδραση του πολυμήχανου και ταυτόχρονα αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα του ανθρώπου κατά της δεδηλωμένης ακαμψίας του προφορικού και του γραπτού δόγματος.
Το τελευταίο ξέρει να εγγυάται, μεταξύ άλλων, τόσο την ατομική, όσο και τη συλλογική αθανασία: η οποιαδήποτε απόπειρα καταστρατήγησης της ποτοαπαγόρευσης οδηγεί κατά αντιδιαστολή στον λασπωμένο παράδεισο του αράκι.
Τον παρατηρώ. Ξέρει ότι μελετώ την κάθε του κίνηση. Αλλά δεν με αποφεύγει. Διαισθάνομαι ότι έχω κατά κάποιο τρόπο κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Παραπατάει. Προσπαθώντας να κάνει μερικά βήματα χωρίς να λυγίσει στα δύο, θέλει να με πείσει ότι ελέγχει πλήρως την κατάσταση. Επίδειξη μάταιη. Την διακρίνει μια βαθειά τρυφερότητα όμως. Εννοείται ότι προσπαθεί ταυτόχρονα να ελέγξει όσο γίνεται την αξιοπρέπειά του. Η παροδική ζάλη θα τον οδηγήσει αναπόφευκτα σε έναν πολύωρο λήθαργο. Ήδη το βλέμμα του συγκεντρώνεται με μεγάλη δυσκολία σε κάτι. Πάντως δεν γελάει με τον γνώριμο, βλακώδη τρόπο των μεθυσμένων.
Μού προτείνει το μπουκάλι του. Ούτε ξέρω πόσο θα το έχει πληρώσει. Να είναι άραγε πλούσιος ή φτωχός; Μια δαχτυλιδόπετρα στο αριστερό του χέρι, μόλις που φαίνεται. Πώς να μαντέψω την αξία της; Κι άλλες απορίες συνωστίζονται: να είναι άραγε φτηνό ή μήπως πανάκριβο το κομματάκι του σμάλτου που κρέμεται από το λαιμό του; Η μυρωδιά του θυμίζει κόμι αραβικό ή ελαφρώς ξινισμένο αράκι; Πρόκειται για έναν ακόμη τυπικό μιγάδα από το βόρειο τμήμα της χώρας ή για έναν αυθεντικό γόνο του Χαρτούμ;
Από όσο αυτοσεβασμό του απέμεινε, δεν θέλει ούτε καν να τραυλίσει. Η σιωπή της ενοχής και της ηδονής μαζί. Προς το παρόν φαίνεται να αποκλείει και το ενδεχόμενο του εμετού. Μπορεί και το θυμάται ακόμη: είναι μια πολύ μεγάλη ντροπή. Έχει πεισμώσει τελικά, αρνείται να με ακολουθήσει και να καθίσει κάπου εκεί κοντά που τού προτείνω, όσο πιο φιλικά μπορώ. Σε μια καλά λειασμένη πέτρα, για παράδειγμα, που ξεπροβάλλει στην άκρη του δρόμου, θα μπορούσε να πάρει μιαν ανάσα. Μοιάζει με θρόνο προϊστορικού βασιλιά. Δεν έχουν προλάβει να τη χρησιμοποιήσουν οι κτίστες της περιοχής.
Παραμένει στητός. Διαλέγει αποφασιστικά μέθη και βαθμιαία συσκότιση της συνείδησης. Είναι μια απελπισία που κανένα ιερό βιβλίο δεν μπορεί ούτε να τη γιατρέψει ούτε να τη διαγράψει ως ασήμαντη.
Το φως από μια λάμπα πετρελαίου τον περιβάλλει προστατευτικά· αγίασμα. Πιστοί σύμμαχοι γύρω του, αυτές τις καταδικές του στιγμές, τα φίλια φωτόνια μιας αποστομωτικής αθωότητας.
Μπορώ αν θέλω να τον φωτογραφήσω. Το φορητό μου τηλέφωνο το εμπιστεύομαι, απομονώνει αξιόπιστα αντίγραφα της ζωής. Έχω μάθει βέβαια, από τις πρώτες κιόλας μέρες που βρέθηκα εδώ, ότι η αναπαράσταση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών ισούται στην πράξη με άμεση προσβολή της προσωπικότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι ντόπιοι απεχθάνονται τους φωτογράφους. Ιδίως όταν πρόκειται για κάποιον περαστικό ξένο, προφανώς «άπιστο», ο οποίος για ορισμένους, ξέρω ήδη καλά, συνιστά μιαν κραυγαλέα αντικειμενικοποίηση του Κακού. Λες κι έχουν διαβάσει Πλωτίνο, ο οποίος απέρριπτε κατηγορηματικά τις απεικονίσεις προσώπων και τις προτομές, ως πλαστά αντίγραφα των αντιγράφων, που είμαστε, κατ’ αυτόν πάντα, εμείς οι ίδιοι, οι ξεπεσμένες δηλαδή ουσίες - ιδέες.
Εκείνος χαμογελάει. Προφανώς είναι έτοιμος να περάσει στο τελευταίο στάδιο της μέθης. Μού αφήνεται. Μικρό παιδί· ανυπεράσπιστο, ευάλωτο. Ένας άντρας στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Θα ήταν ασέλγεια από μέρους μου να εκμεταλλευτώ τη συγκυρία και να τον μνημειώσω στον ηλεκτρονικό εγκέφαλο του κινητού.
Με επισκέπτεται ξαφνικά ένα ασπρόμαυρο παρελθόν: περνάει από μπροστά μου η εποχή της πρώιμης δαγεροτυπίας, οι ομιλητικοί οφθαλμοί των ναρκισσευομένων μπροστά στον φακό – εισβολέα του χρόνου, η νέα ηδονή, η αίγλη της απαθανάτισης, η έκπληξη που δεν κρύβεται με τίποτε, αλλά και η περιώνυμη φοβία του Μπαλζάκ για τις σταδιακές απολεπίσεις της ίδιας του της ζωής, λόγω της παρατεταμένης έκθεσης στον φωτογραφικό φακό και των πολλών αναπόφευκτων φωτογραφίσεων.
Όπως μάς εξομολογείται στην αυτοβιογραφία του Η ζωή μου ως φωτογράφος, ο Gaspard-Félix Tournachon (1820-1910), περισσότερο βέβαια γνωστός ως Ναντάρ, ο Μπαλζάκ πίστευε ακράδαντα ότι, επειδή όλοι οι ζώντες οργανισμοί συνέχονταν από στρώματα φανταστικών εικόνων, από έναν μέγιστο δηλαδή αριθμό διαδοχικών φλοιών, κάθε φορά που το τάδε φυσικό σώμα φωτογραφιζόταν, ένας φασματώδης φλοιός αποχωριζόταν αυτομάτως απ’ αυτό, προκειμένου να ενσωματωθεί αμέσως στη φωτογραφία. Αυτή ακριβώς η αλόγιστη απώλεια των αλλεπάλληλων λεπτών επιστρωματώσεων μπορεί να προκαλέσει τελικά τη βιολογική παρακμή των όντων. Γι’ αυτό κι ο Μπαλζάκ καταδέχτηκε στη διάρκεια του αγχωτικού βίου του να αποτελέσει το είδωλο μιας και μόνης δαγεροτυπίας.
Το αράκι
θέλει μάρτυρες κοντά του, υποψήφια θύματα, να στήσει μιαν αποικία παραβατών, μακριά, πολύ μακριά από συστήματα σκέψης και τάξης. Το απόφθεγμα του Philarète Chasles από το δοκίμιό του για τον Μπαλζάκ «Ο άνθρωπος που σκέφτεται είναι ένα διεφθαρμένο ζώο» απόκτησε τότε γύρω μου εκείνη την παράξενη, την εξουσιαστική λάμψη της αλήθειας.
Έπρεπε να φύγω. Φίλοι με περίμεναν να φάμε μαζί. Είδα την απογοήτευση σ’ εκείνο το μισοσβησμένο βλέμμα, στη σηπεδόνα της στιγμής. Σαν απώλεια του παντός.
Βιβλιογραφία παραθεμάτων.
Εμίλ Μιχάι Σιοράν, Ο πειρασμός του υπάρχειν, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδ. Scripta, 2007.
Gaspard
– Félix Tournachon, Η ζωή μου ως φωτογράφος, βλ. Honoré de Balzac, Το άγνωστο αριστούργημα, με δώδεκα σχέδια του Pablo Picasso, μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, εκδόσεις Άγρα, 1998.