Γαμήλια όνειρα
«Αγάπη μου, αν θυμηθείς το όνειρό μου…», ξεκίνησε να λέει κι ήταν σα να μου έκανε ξαφνικά κεφαλοκλείδωμα. «Θέλεις να θυμηθώ να πληρώσω τη δόση του δανείου, να βρω τον υδραυλικό, να κλείσω εισιτήρια για την παράσταση, να πάρω τα παιδιά από το σχολείο, να αλλάξω τη λάμπα, να φέρω τη βαλίτσα από το υπόγειο… Θέλεις να θυμηθώ και το όνειρό σου; Δικό σου είναι, δεν το είδα εγώ!» Γύρισε έκπληκτη προς το μέρος μου με ένα τρυφερό χαμόγελο, πετάρισε τις βλεφαρίδες σαν την Νταίζη Ντακ, λύγισε τη γάμπα προς τα πίσω, τίναξε ελαφρά τα μαλλιά και με κοίταξε βαθιά στα μάτια με νόημα: «Μα γλυκιά μου αγάπη… αφού κοιμήθηκες μαζί μου!» Ανασήκωσε με απορία τους ώμους κι απομακρύνθηκε ανάλαφρη για να μιλήσει στο κινητό.
Γιάννης Ζέρβας
Έρχεσαι πάντα μαζί με τ’ όνειρό σου
Δεν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε παρά μόνο στο λυκόφως. Παρκάραμε στην άμμο αντικριστά, με αναμμένα τα φώτα των μαύρων μας αυτοκινήτων. Συνέπεσε το μαύρο. Κατέβηκα με τη νωχελική κίνηση του δισταγμού που δίνει την εντύπωση ότι η στιβαρότητα της σκέψης βρίσκεται σε θέση μάχης απέναντι στις συγκινήσεις. Φρόντιζα να κρατώ τους ώμους σε καθαρή όρθια θέση και το βλέμμα στο κενό. Το μόνο που πρόσεξα ήταν πως έστεκε ξυπόλυτη μες σ’ έναν λευκό μανδύα. Τα νύχια των ποδιών της, βαμμένα φούξια, υπήρξαν το σημάδι πως όντως, αν και ακέφαλη, ήταν η γυναίκα που αγάπησα στην Πανσέληνο της Φράουλας. Στο πάρτι σερβίριζε σαμπάνια με μια ψιλόμεση μεταξωτή φούξια φούστα και έναν μαύρο φιόγκο που έπαιζε τον ρόλο του στηθόδεσμου. Σκέφτηκα «σπαθί» μόλις την αντίκρισα, η αύρα κατέφθασε μ’ ένα ορμητικό χάδι από τον φάρο, ο ενενηντάχρονος Ιγνάτιος έσβησε τα κεριά του, και από τότε το σκοτάδι, γιατί αυτή μιλούσε αμφίσημα, και με το γκρίζο βλέμμα της να παλαντζάρει ανάμεσα στην υπόσχεση και στην ακαριαία αναίρεσή της. Η τρέλα έχει αγκάθια, και κολυμπούσα ρευστός και καμπυλόσχημος σε κάθε συλλαβή της. Αναζητούσα έστω και μιαν έκφραση τραχιά για ν’ αποκτήσω υπόσταση. «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», έγραψε στο χαρτί που βρήκα καρφωμένο μ’ ένα μαχαίρι στο καρβέλι. Πάνω από σαράντα χρόνια, ζω σ’ έναν ανέλπιδο τετελεσμένο μέλλοντα ανάμνησης. Τι να θυμηθώ; Ο μόνος τρόπος, για να μάθω επιτέλους, ήταν να της πάρω το κεφάλι.
Ιφιγένεια Σιαφάκα
Τασμανία
Μελβούρνη 29 Οκτώβρη 1956
Δίπλωσα το γράμμα της μητέρας ξανά κι έδεσα γύρω το ροζ κορδελάκι. Το βρήκα καλυμμένο με κουβαρίστρες και καρφίτσες στον πάτο του κουτιού, τακτοποιώντας τα ραφτικά που μού ΄δωσε η θεία Ειρήνη, όταν δεν μπορούσε πια να πιάσει κλωστή και βελόνα. Μαζί δεμένο κι ένα μικρό ασπρόμαυρο νεανικό πορτρέτο της. Μαλλιά κυματιστά, μάτια ονειροπόλα, χείλη ζωγραφιστά. Στο λαιμό, κομψό κολιέ με πέρλες. Μου το χάρισε, θυμάμαι, όταν αρραβωνιάστηκα. Μοδίστρα χρυσοχέρα στη Σπάρτη, έμεινε αυτή πίσω να φροντίσει μάνα κι αδέρφια ορφανά. Τη θυμάμαι σκυμμένη στη ραπτομηχανή να σιγομουρμουρίζει το αγαπημένο της τραγούδι και να σηκώνει το κεφάλι στο ρεφραίν «Αν θυμηθείς τ΄ όνειρό μου», σαν να το ‘βλεπε ξύπνια μπροστά της. Πίσω απ΄ τη φωτογραφία της, γραμμένη καλλιγραφικά η αφιέρωση: «Για τον Μανώλη από την Ειρήνη».
Βάνια Σύρμου