To κύμα

Από την ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Θάνατος στη Βενετία»
Από την ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Θάνατος στη Βενετία»

 

Μόλις επέστρεψα στο δωμάτιo πέταξα το ζεστό τζάκετ που φορούσα στον περίπατο πριν από το πρόγευμα. Ξαναμμένος και φουριόζος, ακούμπησα τα ρούχα μου στο ξέστρωτο κρεβάτι. Φόρεσα ένα δροσερό άσπρο πουκάμισο. Πρόχειρα άλλαξα παπούτσια και φόρεσα εσπαντρίγιες. Ένα-δυο τηλεφωνήματα. Μια γρήγορη επιθεώρηση του χώρου με τα μάτια. Και βρέθηκα να κατηφορίζω δυο δυο τα σκαλοπάτια. Τρύπωσα σβέλτα στην αίθουσα της τραπεζαρίας. Βαρειά διακόσμηση. Έπιασα τραπέζι για δύο στην αριστερή άκρη και περίμενα. Μόνος σ’ αυτόν τον τεράστιο χώρο, καθισμένος έτσι ώστε να τον ελέγχω.

Εκείνος, πάλι, βρισκόταν από τα ξημερώματα στην τραπεζαρία. Εμφάνιση γκροτέσκα. Φορούσε μεταξωτή τιρκουάζ πουκαμίσα που έπεφτε πάνω από τη ζώνη. Η πουκαμίσα κάλυπτε την -κάπως μεγάλη για την ανδρική του φύση- λεκάνη. Το παντελόνι του ιρίδιζε ελαφρά, σαν να ήταν φτιαγμένο περίτεχνα σε κοπτορραπτείο. Φτιαγμένο από μουσελίνα. Στο σκελετωμένο του πρόσωπο υπήρχε κρέμα. Την είχε απλώσει με τρόπο επιμελημένο, ενώ αραιά μαλλιά κατηφόριζαν φροντισμένα πάνω από τ’ αυτιά και του κάλυπταν τον αυχένα. Σε κυματιστές μπούκλες. Στον λαιμό του κρεμόταν ένα-αταίριαστο για τα εβδομήντα τόσα χρόνια του- περιδέραιο. Από θαλάσσια κοχύλια θρυμματισμένα κι ανασυγκολλημένα σε άτακτους σχηματισμούς.

Νισάφι. Ως εδώ. Κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

Λίγο μετά μπήκε ο συνεργάτης μου o Μικέλε, φαλακρός και γύρω στα σαράντα. Έβγαλε μπρος μου κι αράδιασε πάνω στο τραπέζι τις πρώτες φωτογραφίες των τριάντα δύο εφήβων. Σ’ όλη τη διάρκεια της οντισιόν τα υποψήφια αγόρια έκαναν με θηλυπρέπεια την είσοδό τους. Χαμογελούσαν γλυκερά. Γύμνωναν τα άτριχα στήθη τους. Κανένα δεν είχε στήθος που να σχηματίζει ισόπλευρο τρίγωνο με τον αφαλό. Μάλιστα, οι πρώτοι δεκαεφτά είχαν θηλές που κατηφόριζαν ελαφρά προς τη μασχάλη, σαν το χαμόγελο ενός κλόουν. Ευθύς εξαρχής απέρριψα τους νεαρούς που είχαν ακόμη και την παραμικρή υποψία τριχοφυΐας.

Μέχρι που μπήκε ο Σουηδός.

Όταν ολοκληρώθηκε η οντισιόν, ο ηλικιωμένος άντρας σηκώθηκε με κόπο και βάδισε προς το παράθυρο. Έμοιαζε σαν να κυλούσε πάνω σε τροχούς. Το βήμα του τον παρέσυρε σε μικρές, δειλές μετακινήσεις προς τα μπρος και τον οδηγούσε σταθερά προς τη νέα του θέση στον χώρο. Ένοιωσα άβολα όταν άρχισε ν’αναζητά κάτι συγκεκριμένο στο πρόσωπό μου. Τη δική του ανησυχία την καθησύχασε η δική μου καθιστή φιγούρα. Ήμασταν μόνοι μας εκεί μέσα. Ανασήκωσε ελαφρά το πηγούνι και με κοίταξε πλάγια, με μια χαριτωμένη κλίση του κεφαλιού, σαν να’λεγε «Μποντζιόρνο». Καμώθηκα πως βλέπω έναν άγνωστο. Τότε, με το ένα χέρι διέγραψε μιαν αόριστη εναέρια κυκλική κίνηση, όπως ένας ξεναγός που δίνει στο ακροατήριό του την πανοραμική προοπτική ενός μνημείου πριν αρχίσει να το εξετάζει μεγαλόφωνα. Το άλλο το ακούμπησε θεατρικά στη μέση του. Εκεί κοκάλωσα.

Άρχισε μέσα του τη σιωπηρή ξενάγηση. Εκμυστηρευόταν στη νοηματική γλώσσα, απευθυνόμενος σε ακροατές αόρατους κι αινιγματικούς, που του έδειχναν όμως τον σεβασμό τους. «Τι ήμουν εγώ κάποτε;» έμοιαζε να λέει. «Ένα λεπτό, παραχαϊδεμένο παιδί ήμουν, με ξανθά μαλλιά και γκριζοσκότεινα μάτια. Και καθώς έδειχνα ασθενικός, όλοι μού είχαν αδυναμία. Ήμουν κακομαθημένος, εγώ».

Κράτησα την ψυχραιμία μου. Εκείνος ανέβασε και κατέβασε με επιτηδευμένη συστολή τα μάτια του πριν συνεχίσει να μιλά χωρίς ήχο: «Στα δεκαπέντε μου, όλοι έλεγαν πως δεν θα τα κατάφερνα να φτάσω τα γεράματα. Έλεγαν πως ήμουν τάχατες το βλαστάρι μιας παράξενης, νοσηρής αγάπης, πως…»

——————

Oι φήμες λένε πως βρήκαν, στο νησάκι εκείνο, στην είσοδο της Αδριατικής, δυο γαλέρες βυθισμένες σε γκρίζα λάσπη. Λένε πως τις είχαν σφηνώσει εκεί οι μοναχοί του δωδέκατου αιώνα, λίγο πριν έρθει το παλιρροϊκό κύμα και καλύψει το μοναστήρι. Πριν καλύψει οριστικά ολόκληρο το νησί. Το κύμα καιροφυλακτεί, λένε, από τότε. Μεγάλα μηχανικά έργα κατασκευάζονται, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό. Το βυθισμένο νησί υπάρχει εκεί, για να υπενθυμίζει τον διαρκώς επικείμενο κίνδυνο.

Αλλ’ αυτόν εδώ τον Απρίλιο του χίλια εννιακόσια εβδομήντα, ο σκηνοθέτης δεν ήταν γραφτό να περάσει από εκεί. Δυο μέρες νωρίτερα, ενώ το πλοιάριο διέσχιζε τα νερά κατευθυνόμενο στο Λίντο, έψαχνε αριστερά και δεξιά με το βλέμμα, όμως δεν μπορούσε να εντοπίσει το βουλιαγμένο νησί. Εγώ απλά τον ακολούθησα διακριτικά, καθισμένος στο ίδιο βαπορέτο με το κινηματογραφικό συνεργείο και με τις γραμματείς του, που φρόντιζαν διαρκώς να κρατούν σημειώσεις για επείγοντα ζητήματα, επειδή επείγοντα προέκυπταν κάθε λίγο. Το ίδιο διακριτικός παρέμεινα και αργότερα, στο ξενοδοχείο. Έτσι κι αλλιώς ο τόπος αυτός και το ιδιόλεκτό του -τελείως ξένο προς τα πολωνικά- δεν με προϊδέαζαν θετικά. Ούτε υπήρχε πια μπροστά η μητέρα μου. Η ψηλή, λευκή, αριστοκρατική και χειριστική μητέρα μου δεν υπήρχε, για να εξομαλύνει τα δύσκολα.

Μόνο κατά τη διάρκεια του περιπάτου του, την πρώτη ημέρα στην πόλη, είχα την ευκαιρία να τον απομονώσω και να τον παρατηρήσω. Σε κάθε μικρή στάση που έκανε ασθμαίνοντας, έστρεφα με νόημα και του απηύθυνα ένα βλέμμα σοβαρό και θλιμμένο˙ πότε μέσα από τα μάτια ενός περαστικού, πότε μέσα από τα μάτια ενός γέρου μεθύστακα που ζητιάνευε, πότε με τα δικά μου μάτια. Ανέπνεε βαριά, λοιπόν, και κατά κανόνα προσηλωνόταν στο βλέμμα μου, χωρίς ωστόσο να συνειδητοποιεί ποιος τον κοιτά, ούτε καν με ποια υπονοούμενα.

Το τουριστικό κατάστημα που δέσποζε στο δρομάκι με την ονομασία Βια ντέι Γκρέτσι —με κοράλλια και κοσμήματα από ψεύτικους αμεθύστους στολισμένα σε σειρές μπροστά από μικρούς πλαστικούς γονδολιέρηδες που κόστιζαν διακόσιες λιρέτες ο ένας—ακινητοποίησε για μια σύντομη στιγμή το βλέμμα του. Ένας βαρύς, φλεγόμενος ήλιος πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων έκανε τα μπουμπούκια αμυγδαλιάς να δείχνουν πιο άσπιλα και πιο λευκά ακόμη. Την ήξερα αυτήν την γλυκερή, ξεχωριστή ευωδία ύποπτης καθαριότητας που, μέσα στη γενικευμένη άπνοια, είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τα πλαστικά κόκκινα λουλούδια τα αναρτημένα στα κτιστά παράθυρα και στους πέτρινους, φθαρμένους τοίχους. Είχα ξαναδεί το ισόγειο της διπλανής κατοικίας να χάνεται στα νερά του καναλιού. Εγνώριζα τη λιμνάζουσα υποκρισία αυτής της πόλης, που ήταν γεμάτη τουρίστες.

Έπιασα πόστο στη γωνία που στρίβει πριν από τη Γέφυρα των Στεναγμών. Μετά από κάμποσην ώρα, τον είδα που έστριβε τον δρόμο κοντά στο ρολόι, σκουπίζοντας το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού. Περνώντας μέσα από λερά στενοσόκακα, ο σκηνοθέτης κατευθυνόταν στην Μερτσερία.

——————

Στο σημείο εκείνο —που το ξέρω, γιατί είναι το δικό μου σημείο— με εντόπισαν οι δικοί μου. Κουβαλώντας τις κάμερες και τις βαλίτσες. Με φώναξε η γραμματέας μου από πίσω κι εγώ στράφηκα απότομα. Ήξερα πια πως θα εύρισκα την ησυχία μου μόνο στο ξενοδοχείο.

Καθίσαμε σ’ ένα καφέ. Κανόνισα την οντισιόν της επόμενης μέρας. O έφηβος που εγώ θα διάλεγα θα έμενε οριστικά στη μνήμη ενός μεγάλου κινηματογραφικού κοινού. Ενώ η γραμματέας μου σημείωνε, ήπια μονορούφι ένα απεριτίφ, χρώματος πορτοκαλί. Από την πλατεία του Αγίου Μάρκου φύγαμε σε μια ώρα. Βαδίσαμε με γρήγορο βήμα προς το Ριάλτο, με κατεύθυνση το νεκροταφείο Σαν Μικέλε. Στις δυο διαδοχικές μου στάσεις έριξα φευγαλέες ματιές, μία στην Μαντόνα ντελ Όρτο, μία στην εκκλησία του Άγιου Αλοΐσιου. Ενώ το απέφευγα, στο νεκροταφείο ξανασυνάντησα το βλέμμα εκείνου. Ήταν στη φωτογραφία ενός αγοριού δεκαπέντε χρόνων. Βρισκόταν, προστατευμένη από γυαλί, πάνω σ’ έναν περίοπτο τάφο, ελαφρά εγκαταλελειμμένο. Έφυγα με εσπευσμένο βήμα. Δεν ήθελα.

Έφτασα κατάκοπος στο ξενοδοχείο. Πέρασα από το χολ και το οφίς σφίγγοντας το κλειδί του δωματίου μου στην τσέπη. Το περπάτημα που είχα κάνει όλη τη μέρα είχε αφήσει στην καρδιά μου τη φόρτιση και τον μαγνητισμό ενός μαρτυρίου. Στο μαρτύριο αυτό με υπέβαλε ένας αόρατος ιεροεξεταστής, στη διάρκεια μιας ανέσπερης, χαμένης ανάκρισης πίσω στον χρόνο. Επίσημη ησυχία επικρατούσε στη ρεσεψιόν. Τα πόδια μου βούλιαζαν ευχάριστα στο καρπέτο, ένα παχύ βυσσινί χαλί. Τι ήρθα να βρω εδώ;

Τα είχα διηγηθεί αναλυτικά στη φίλη μου, το προηγούμενο πρωί. Ο Τιτσιάνο, ο Βερονέζε, ο Τιντορέτο, της είχα πει, με άφηναν αδιάφορο, μπροστά στην υποβλητική αίσθηση βουλιάγματος που με είχε καταλάβει στο σπίτι της. Την κολάκευσα αρκετά. Κοίταξα ένα γύρο. Η εικόνα που έψαχνα δεν υπήρχε εκεί μέσα. Και τι δεν είχε μαζέψει. Τι Μπρανκούζι, τι Μαρσέλ Ντισάν… ήθελα να τ’αγοράσω όλα. Της έλεγα πως δεν ήμουν συγκεντρωμένος. Τώρα άλλα με απασχολούσαν. Η φίλη μου συμπεριφερόταν σαν μισότρελη. Αχ, πώς της άρεσε το λυρικό θέατρο, πόσο θα ’θελε να είχε καλή φωνή. Τέτοια έλεγε, και άλλα παρόμοια, όμως εγώ την φλέρταρα ελαφρά. Ευχαριστιόμουν με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της. Δεν της ανέφερα τον Πλάτωνα για να μην την αποτρελάνω, μόνο την προσκάλεσα στο πολυτελές μου διαμέρισμα, στο Μιλάνο. Εκεί θα της εξηγούσα πώς βρέθηκα εδώ.

Όλα είχαν ξεκινήσει ένα καλοκαιρινό πρωινό, πέντε χρόνια πριν. Ο ατζέντης μου μού είχε προτείνει τη Βενετία. Εκεί, είχε πει, κάθε Πετράρχης βρίσκει τη Λάουρά του. Τη Βενετία την ήξερα καλά. Πείσθηκα λοιπόν. Αυτήν τη φορά θα συναντούσα εδώ το ίνδαλμα του Έρωτα. Αυτό που οι διαλεχτοί και γενναίοι λαοί είχαν πάντα σε τόση υπόληψη. Και που για χάρη του οι ήρωες των μυθιστορημάτων δεν λογαριάζουν καμιά ταπείνωση. Ούτε γονάτισμα λογαριάζουν. Μόνο υποκλίνονται σ’ αυτό και το υπηρετούν, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δουλοπρέπεια.

Ε, ναι. Αποφάσισα να πάω για μιαν ακόμα φορά στην πλωτή πόλη. Αυτήν τη φορά για ν’ αναζητήσω τις συνθήκες που φιλοξενούν την άφυλη, απόλυτη ομορφιά. Αυτήν που, βλέποντάς την, οι ποιητές μένουν άφωνοι. Συνειδητοποιούν ότι ο λόγος τους μπορεί να την εξυμνήσει, δεν αρκεί όμως για να την αποδώσει. Τουλάχιστον δεν αρκεί για ν’αποδώσει την ύψιστη αισθητική της ολοκλήρωση. Δεν ήθελα ο Τάτζιο να μείνει μια σκιά. Ήθελα να τον συναντήσω, απρόσβλητο από τον χρόνο. Οι συνθήκες, οι προϋποθέσεις και τα καθέκαστα για να συμβεί αυτή η συνάντηση θεωρούσα πως βρίσκονταν κρυμμένες στα δαιδαλώδη σοκάκια της Γαληνοτάτης. Έπειτα, είχα προσδιορίσει και τον τίτλο της καινούργιας μου ταινίας. Ο θάνατος θα ερχόταν τη στιγμή της συνάντησης με το ίνδαλμα της ομορφιάς.

Ακολούθησε μια τεράστια μελέτη. Κατόπιν, η άφιξή μου. Το τρεχαλητό μου μέσα στην πόλη. Ήταν δύσκολο να βρεθώ μόνος. Σε κάθε γωνία, σε κάθε στροφή δρόμου, η φθαρμένη μορφή του βιβλίου παρουσιαζόταν μπροστά μου. Η αγαπημένη μου πόλη αυτήν τη φορά με εξουθένωνε. Ευτυχώς, η οντισιόν ήταν προγραμματισμένη για την επόμενη μέρα.

——————

Σήμερα, μετά το πρωινό, η γραμματέας του σκηνοθέτη φρόντισε ν’ αδειάσει η τραπεζαρία για την ακρόαση. Βεβαίως, τη δική μου παρουσία δεν την αντελήφθη κανείς εκτός από εκείνον. Έξω επικρατούσαν μαβιά χρώματα και κάτι ασφυκτικά υγρό στην ατμόσφαιρα τον έκαμε να νιώσει δυσάρεστα και να λύσει το μεταξωτό του μαντίλι του λαιμού. Μετά, μπήκε ο συνεργάτης του. Ένα ένα διαλέγονταν και απορρίπτονταν τα αγόρια, και δικαίως. Τελευταίος μπήκε ο νεαρός Σουηδός. Το ήξερα πως θα τον εξαπατούσε, γιατί μάντευα τον επαγγελματισμό τού νεαρού. Τον διέκρινα στο θριαμβευτικό χαμόγελο που μετά βίας συγκρατούσε και στις οπτικές γωνίες από τις οποίες του χαμογελούσε. Η υπεροχή του Σουηδού ήταν αδιαμφισβήτητη, θα πρέπει να το είχε αντιληφθεί πως θα έπαιρνε τον ρόλο, ήδη ενώ βρισκόταν στην αίθουσα αναμονής κοιτώντας αφ’ υψηλού τους υπολοίπους συνυποψηφίους. Όταν ήλθε η σειρά του, εκτέλεσε πειθήνια και με πλεονάζουσα αυτοπεποίθηση όλα όσα του ζήτησε ο σκηνοθέτης να εκτελέσει. Κατά γράμμα.

Στο μεταξύ, σιγά σιγά σκοτείνιαζε, σαν να εμαίνετο καταιγίδα. Η ακρόαση τελείωσε, με προαποφασισμένη έκβαση. Ο συνεργάτης έφυγε κατά τις δύο και τον άφησε μόνο του στην τραπεζαρία. Δηλαδή, τον άφησε μαζί μου.

Σαν να μην ήμουν εκεί, ο σκηνοθέτης στράφηκε ανήσυχος προς την πλευρά του τοίχου, όπου βρισκόταν αναρτημένο ένα αντίγραφο γνωστού έργου του Τζιορτζιόνε. Bάλθηκε να τον περιεργάζεται. Ακούμπησε άθελά του τα πανάκριβα σερβίτσια πάνω στο μικρό σερβάν. Αναστέναξε βαθειά και πήγε να μουρμουρίσει: «Ήρθε η ώρα…». Να ανακοινώσει μέσα του τον δικό του πρωταγωνιστή της ιστορίας, σαν να υπήρχε ποτέ περίπτωση να μην τον ακούσω. Πώς παλεύουμε με μια σκέψη και διαγράφουμε μιαν έμμονη ιδέα; Έτσι κι εκείνος, έκανε να διώξει. Η σκέψη του ήταν καταιγιστική, χτυπούσε στο τσίγκινο ταβάνι της συνείδησής μου σαν σταγόνες ραγδαίας βροχής. Δεν υπήρχε περιθώριο χρόνου.

«Εγώ είμαι ο Τάτζιο», τον διέκοψα.

Στράφηκε και με κοίταξε υποδυόμενος τον έκπληκτο. Ήξερε πολύ καλά ποιος ήμουν. Δεν το περίμενε, όμως, με τόσο κόπο να ανακόψω την αδυσώπητη ροή του χρόνου και ν’ αναδυθώ από τις σελίδες του βιβλίου για να τον συναντήσω εκεί. Το βλέμμα του προσκολλήθηκε με δυσπιστία στον ρυτιδιασμένο μου λαιμό. Στο εκλεπτυσμένο, παρακμιακό μου ντύσιμο. Στα γυαλιστερά μου πανταλόνια. Στο θαμπό αντιφέγγισμα του καλλυντικού εναιωρήματος που κάλυπτε το πρόσωπό μου. Όταν είδε το χέρι μου ακουμπισμένο στη μέση άλλαξε το χρώμα του προσώπου του. Σήκωσα το ελεύθερο χέρι μου κι έδειξα μακριά, προς το παράθυρο, τον ορίζοντα. Διατήρησε την αυτοκυριαρχία του, ενώ εγώ συνέχισα ν’απαγγέλλω χωρίς ήχο τα λόγια του βιβλίου: «Όλοι έλεγαν πως ήμουν τάχατες το βλαστάρι μιας παράξενης, νοσηρής αγάπης, πως…»

Η θυελλώδης σκέψη του μετατράπηκε σε θόρυβο, παράσιτο στην εκμυστήρευσή μου. Την μάντευα, την έβλεπα. Απ’ εδώ όπου βρίσκομαι μπορείς να κάνεις τέτοιες διαπιστώσεις, είναι η αλήθεια. Η λογοτεχνία, όπως και η ανθρώπινη πραγματικότητα, είναι έρμαιο του χρόνου. Όμως, ο δεκαπεντάχρονος Σουηδός προοριζόταν να παγώσει δια παντός την εικόνα μου στον χρόνο, σαν να είχα κατακτήσει, τρόπον τινά, την αιώνια νεότητα. Ο σκηνοθέτης το ήξερε από το λυρικό θέατρο αυτό το παιχνίδι με τις εντυπώσεις, ήταν η ειδικότητά του.

——————

«Αλλη σκηνή, Άλλη! Άλλη! Αυλαία!»

Κάτι από βακχικό όργιο ήρθε στο μυαλό μου. Ολόκληρο. Και, μετά, σκηνή-σκηνή. Το ένιωσα στο πετσί μου. Ανατρίχιασα. Ήθελα ξαπλωτές πολυθρόνες για ηλιοθεραπεία. Ήθελα επιδημία. Ήθελα μια καρέκλα σκηνοθέτη και ένα ψιμύθιο. Να λιώνει στον ήλιο και να κυλά κατεστραμμένο. Ένα νεαρό με ριγέ μαγιό να παλεύει μαζί του στην άμμο. Ξανθά μαλλιά. Προάγγελο θανάτου. Όμως ήταν πολύ κοσμικό για να ταιριάξει στην εικόνα. Δοκίμασα με τη μουσική να καλύψω το άγχος μου. Να υπερβώ τους φραγμούς της αισθητικής μου. Να ενορχηστρώσω το τέλος της ιστορίας όπως το είχε συλλάβει ο νους μου. Και τότε όλα σκεπάστηκαν από ένα υπόκωφο μουγκρητό.

Μαζί με την εκμυστήρευση του Τάτζιο, έφτασε και το τεράστιο παλιρροϊκό κύμα. Αυτό που μαζευόταν χρόνια στις Δαλματικές ακτές. Στις ακτές της Τυνησίας, στις παράλιες γραμμές της δαντέλας των νησιών του Ιονίου. Αυτό που υποθαλάσσια, μουλωχτά και συστηματικά σιγόβραζε γύρω από τα σκόρπια νησάκια της Βενετίας. Που χάιδευε με επιδέξιους ελιγμούς την ίσαλο γραμμή των καραβιών και κατάπινε για εκατόν τόσα χρόνια την ορμή και το βουητό του έξω από τη λασπώδη λιμνοθάλασσα. Το κύμα καβάλησε την αποβάθρα. Ξεχείλισε στα κανάλια. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, πέρασε κάτω από τις βαριές, δρύινες πόρτες με ορμή και μούσκεψε τα χαλιά.

Μαζί με το κύμα μπήκε μέσα, θραύοντας και οριστικά καταλύοντας την ασφάλεια του ξενοδοχείου μου, ένας νεαρός με ριγέ μπλούζα και ψαθάκι στο κεφάλι που έκανε κουπί σε μια κατάμαυρη γόνδολα με χρυσά πόμολα. Οι πόρτες της τραπεζαρίας είχαν ανοίξει για να περάσει. Είδα πάλι τα ξανθά μαλλιά. Τα χείλη. Εκείνα, τα κόκκινα, τα γεμάτα ηδυπάθεια.

Πισωπατώντας παρέσυρα με το χέρι μου το ροκοκό τραπεζάκι με τις τσαγιέρες. Πήγα να κρατηθώ από το κάδρο. Ο άντρας με το βυσσινί γιλέκο που περίμενε τη θύελλα, με το κολλητό παντελόνι και τη στρατιωτική στολή, το ζοφερό τοπίο από πίσω του, είχαν εξαφανιστεί. Εκεί όπου πριν εικονιζόταν μια καθιστή γυμνή γυναίκα με το βρέφος δίπλα της, τώρα υπήρχαν μόνο δυο σπασμένες αρχαίες κολόνες.

Πρόλαβα να τον κοιτάξω κατάματα πριν ανέβει στη γόνδολα. Επιβιβάστηκε και ο γονδολιέρης άρχισε να κάνει κουπί. Ο Τάτζιο γύρισε πίσω καθισμένος μέσα στο σκάφος και μου επανέλαβε χαμογελώντας: «Εγώ είμαι...». Οι σπασμένες πορσελάνες έπεσαν χωρίς θόρυβο στα νερά. Μετά, παρασύρθηκαν προς το παράθυρο.

Ένας γερανός πέταξε προς τα δυτικά.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: