Μικρό αστυνομικό
Σόνια Γιαμαρέλου, βαφτισμένη Σωσάννα. Σωσάννα Γιαμαρέλου, γυναίκα, ετών σαράντα επτά, μετρίου αναστήματος, 1,65 μ., κανονικής διάπλασης, μαύρα μάτια, μαλλιά βαμμένα ξανθά. Εστιάστε στο πρόσωπο, το χρώμα των μαλλιών αλλάζει. Μαύρα μάτια, έντονη μύτη, λεπτά χείλη, ελαφρώς προτεταμένο το πάνω χείλος, έχει ένα σημάδι στο δεξί χέρι, χρωματισμός μεταξύ αντίχειρα και δείκτη. Σωσάννα ή Σόνια Γαμαρέλου. Την αναζητούν. Έφυγε πριν τρεις βδομάδες από το σπίτι της, Ιουλιανού 32, κέντρο Αθήνας, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες· έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Παραθέτω με ακρίβεια τα στοιχεία που έχω συλλέξει. Κινήθηκα στα πλαίσια της επαγγελματικής δεοντολογίας, σεβόμενη τα προσωπικά δεδομένα όσων έδωσαν πληροφορίες, μέχρι του σημείου, πρέπει να παραδεχτώ, όπου ο εντολέας μου, ο άντρας που μου έδωσε την εντολή να βρω την Σ. ή, έστω, να βρω τους λόγους της αναχώρησής της, να μπορεί να ελέγξει την αλήθεια των πληροφοριών. Με τη Σ. μας συνέδεε μια παλιά γνωριμία η οποία δεν επηρέασε ούτε συνδέεται με την έρευνα που διεξάγω.
Στο πρώτο μέρος της έρευνας, έδωσαν πληροφορίες ο Παναγιώτης Α., συνάδελφος της Σ., Διοίκηση ΕΦΚΑ, Γ΄ Τμήμα, Μενάνδρου 48, εργάζονταν στο ίδιο τμήμα, απονομή συντάξεων ιατρών, εργένης, 52 ετών, η Αθηνά Β., συμμαθήτρια από την Πέμπτη Δημοτικού και στενή φίλη, δηλώνει εικαστικός, κατασκευάζει κοσμήματα, 47 ετών, η Μαρία, θυγατέρα Μιχαήλ Ζάγκου, τα στοιχεία ταυτότητας είναι ακριβή, θεία εκ μητρός, πρώτη ξαδέρφη της μητέρας, 65-67 ετών και ο Κωνσταντίνος Γ., δερματολόγος, φίλος, 36 ετών. Φαίνονται αξιόπιστοι. Τα ανωτέρω ονόματα, πλην της Μαρίας Ζάγκου, είναι προσχηματικά, οι σχέσεις και οι ιδιότητες είναι πραγματικές, όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, «από τα περίφημα πάρτι της Αθηνάς», είπαν και οι τρεις γεγονός που επιβεβαίωσε και η ίδια, η καλόκαρδη Αθηνά, «το παρεάκι της φιλενάδας μου είναι και δικό μου». Η Σωσάννα Γιαμαρέλου, ετών 47, κατοικούσε μόνη -δεν βρίσκεται εν ζωή κανένας συγγενείς πρώτου βαθμού- και την περιμένουν (οικείοι) να επιστρέψει, στο διαμέρισμα πέντε δωματίων επί της οδού Ιουλιανού, αριθμός 32, στο κέντρο της Αθήνας, στον δεύτερο όροφο. Στο διπλανό διαμέρισμα κατοικεί η θεία της, γεροντοκόρη, συνταξιούχος, έχουν τα ίδια λεπτά χείλη, ελαφρώς προτεταμένο το πάνω χείλος. Η θεία Μ. δέχτηκε, χωρίς πολύ σκέψη, μετά από εικοσάλεπτη συζήτηση, να ανοίξει το διαμέρισμα της Σ. καθώς διέθετε κλειδιά «ασφαλείας, μήπως κι έχανε η Σόνια τα δικά της», τονίζοντας ότι ποτέ δεν τα χρησιμοποίησε «όταν το κορίτσι ήταν στο σπίτι».
Ένα άνετο σπίτι είναι σπουδαία πηγή ευτυχίας, σκέφτηκα την πρώτη φορά που μπήκα στο σπίτι της Σ., αρχές δεκαετίας του ΄90. (Βρέθηκα τυχαία, για την ακρίβεια στάθηκα στην είσοδο της μοντέρνας πολυκατοικίας του ‘30, μετά από λίγο ήρθε η Σ. βήχοντας [κι αυτή από τα δακρυγόνα στην Πατησίων]· είχε διακοπεί η κίνηση [διευκρίνιση, μάλλον περιττή ως προς την έρευνα: δεκαετία του ΄90, παιχνίδια του ΝΑΤΟ με Ελλάδα και Τουρκία, καταλήψεις σχολείων, διαδηλώσεις, νέες μικρές, δυναμικές ομάδες, συγκρούσεις, δολοφονία καθηγητή]. Νόμιζε ότι κρατούσα ομπρέλα μέσα από το μαύρο παλτό. «Έλα επάνω» είπε χωρίς δεύτερη σκέψη). Μήπως χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγε και τώρα; «Δεν σκεφτόταν τίποτα», είπε ο Π. στην πρώτη μας συνάντηση, στον χώρο εργασίας, ΕΦΚΑ Μενάνδρου, διευκρινίζοντας αμέσως στη συνέχεια, «σκεφτόταν, φρόντιζε τη δουλειά της, τους συνταξιούχους, τις καθυστερημένες συντάξεις, σκεφτόταν τα περιστέρια, μάζευε τα ψίχουλα από το κουλούρι της και τα έβαζε στο παράθυρο· από τα περιστέρια έχει βάψει το πρεβάζι» και συνέχισε χωρίς να ερωτηθεί, «εδώ καθόμασταν, με ανοιχτό παράθυρο, και καπνίζαμε». Παρότι ο φωταγωγός στη Μενάνδρου είναι φωτεινός δεν συνάδει με το βλέμμα του Π. –ο Π. κοίταζε εύγλωττα προς τον φωταγωγό και ήταν προφανές ότι αναπολούσε τα μαύρα μάτια της Σ. και το σημάδι, χρωματισμό, στο χέρι της καθώς κρατούσε το τσιγάρο. Την χάιδευε στο χέρι; Αλλού; Την είχε ακουμπήσει ποτέ; Ο Π. είναι όμορφος άντρας. Φαρδιές πλάτες, μυώδη χέρια, ανοιχτόχρωμος, «δοκίμασε, έστω μια φόρα» την προέτρεπε η Α. (συμμαθήτρια, εικαστικός, κοσμήματα) χρησιμοποιώντας και άλλες εκφράσεις, εύγλωττες όπως το βλέμμα του Π. στον φωταγωγό και παραστατικές, ας επισημάνουμε. Την Α. την συνάντησα στο Θησείο εν ώρα εργασίας. Βγάζει πάγκο στον πεζόδρομο όπου εμπορεύεται τις χειροτεχνίες της, ακαθόριστης (κι αμφίβολης) αισθητικής. «Το γραφείο της δεν είναι τακτοποιημένο» είπε ο Π. προς το τέλος της συνάντησής μας, δείχνοντας μου με προτεταμένο όλον τον μυώδη βραχίονα του το γραφείο της που ήταν όντως αφημένο, «σαν η Σ. να επρόκειτο να έλθει την επόμενη μέρα· ήταν εργάσιμη η επόμενη μέρα αλλά απουσίασε αδικαιολόγητα. Δεν σκόπευε να φύγει», επέμεινε ο Π. Το άνετο σπίτι της Σ. ήταν τακτοποιημένο σαν να σκόπευε να φύγει: στρωμένο κρεβάτι με κάλυμμα, τα μαξιλάρια στους καναπέδες, εφημερίδες κι άλλα έντυπα στοιβαγμένα με επιμέλεια, έλειπε μια βαλίτσα (η θεία Μ. το διαπίστωσε ανοίγοντας το μικρό, βοηθητικό δωμάτιο δίπλα από την κουζίνα), είχε αφήσει όμως λουλούδια στο βάζο της τραπεζαρίας. Χρυσάνθεμα ήταν, είχαν μαραθεί, το νερό στο βάζο είχε πρασινίσει. Ενώ η θεία Μ. μάζευε τα χρυσάνθεμα και έπλενε κατόπιν το βάζο στον μαρμάρινο νεροχύτη του ‘30, κοίταξα στο μικρό δωμάτιο, όσο επέτρεπε το λίγο απογευματινό φως που έμπαινε από το παράθυρο: κουτιά παπουτσιών, πολλά κουτιά, λες και ήταν σύζυγος ασιάτη δικτάτορα, ένα τραπέζι με συρτάρι από ξανθό ξύλο, πρέπει να ήταν το μαθητικό της γραφείο, αφύλακτα, σκονισμένα φωτιστικά, μια κλειστή ομπρέλα για τη θάλασσα, δίπλα ένα κοντάρι. (Δεν είχε πετάξει το κοντάρι που έκρυψα τον Γενάρη του ’92 κάτω από το μαύρο παλτό. Το πανό δεν υπήρχε· θυμάμαι τι έγραφε). Κατά βάθος, ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σε μια αποθήκη.
«Κάθε φορά που σχεδίαζε να ταξιδέψει, έπαιρνε άδεια, έβγαζε εισιτήρια από νωρίς», συμπλήρωσε ο Π. μέχρι το τέλος της συνάντησης χωρίς να προσθέσει κάποιο καινούργιο στοιχείο ή μάλλον δια της παραλείψεως «κατέθεσε», ότι η Σ. δεν του ανακοίνωσε κάποιο ταξίδι, έφυγε ξαφνικά, απλά εξαφανίστηκε ή μπορεί εύλογα να υποθέσει κανείς ότι αυτή την φορά δεν είχε προετοιμάσει την αναχώρησή της, ίσως δεν είχε βγάλει εγκαίρως εισιτήριο. «Εισιτήριο; Ρωτάς αν είχε βγάλει εισιτήριο για να ταξιδέψει; (Αθηνά, Θησείο), το φιλενάδι μου, ακόμα και για το λεωφορείο, έβγαζε εισιτήριο την τελευταία στιγμή» απάντησε γελώντας. Η συνάντηση με την Α. στον πεζόδρομο πίσω από τον πάγκο, πωλητήριο, ξεκίνησε στις οκτώ και διήρκησε περίπου τρεις ώρες. Η Α., πουλώντας εντωμεταξύ μπρούτζινα βραχιόλια, σκουλαρίκια με υφασμάτινα λουλούδια κι άλλα φτηνοπράγματα, «από τα χέρια μου και την καρδιά μου», έλεγε σε κάθε περαστικό και κατέληξα να την πιστέψω κι εγώ, μιλούσε για τον γιό της, Αχιλλέας, 11 ετών, «το χρυσό μου αγόρι» που είχε βαφτίσει η Σ., και για την ανεμελιά που είχαν αποκτήσει (η Σ. και η Α.) ως θυγατέρες του κέντρου της Αθήνας, ως μοναχοκόρες που δεν τις απασχόλησε ο βιοπορισμός, ως κληρονόμους ενός άνετου και πλέον υποβαθμισμένου διαμερίσματος, ανεμελιά που φαίνεται να διατηρούσαν ή η Α. πίστευε ότι διατηρούσαν πλησιάζοντας τα πενήντα. «Πολλές φορές έστελνε μήνυμα», είπε προς το τέλος της συνάντησης, «Παρασκευή ή Σάββατο απόγευμα ότι δεν θα έρθει να δει τον μικρό γιατί γούσταρε και πήρε το τρένο για Χαλκίδα ή Λάρισα», η ανεμελιά της Α. όμως υποχώρησε ενώπιον της διαπίστωσης «τώρα, τίποτα δεν έστειλε και είναι καιρός». Πάντα έστελνε φωτογραφίες από όπου κι αν βρισκόταν (Αθηνά), «ακόμα και από την Θεσσαλονίκη, πήγαινε συχνά για να συναντήσει τον ψηλό, τώρα τίποτα και είναι καιρός».
Μετά από αυτό το τελευταίο στοιχείο, σε δυο μέρες επισκέφθηκα τη Θεσσαλονίκη με το τρένο, μήπως και συναντήσω τη Σ. σε κάποιο βαγόνι ή μήπως η ρυθμική μονοτονία του συρμού οργανώσει τα στοιχεία που είχα συλλέξει. Καθώς η Α. μου είχε εμπιστευτεί τα στοιχεία του άντρα για τον οποίο η Σ. φαίνεται ότι πήγαινε συχνά στη Θεσσαλονίκη, δεν ήταν δύσκολο να τον εντοπίσω στον τηλεφωνικό κατάλογο, Κωνσταντίνος Γ., κι όταν του εξήγησα τον λόγο της επικοινωνίας, εκείνος δεν έδειξε αμηχανία ή έκπληξη. Συναντηθήκαμε νωρίς το μεσημέρι, ο Κ., πολύ ψηλός, σχεδόν δύο μέτρα, αδύνατος, με έντονο χαμόγελο που αντισταθμίζει την πρόωρη απώλεια των μαλλιών. Ήταν ο πρώτος μέχρις εκείνο το σημείο της έρευνας που ρώτησε αμέσως τους λόγους για τους οποίους αναζητώ την Σ.Γ. και, μάλιστα, μόλις παραγγείλαμε τα ποτά, οπότε είχα την άνεση να τον ρωτήσω κι εγώ ευθέως για την δική του σχέση με την Σ. «Είμαι ο γιατρός, τίποτα παραπάνω, ως γιατρός, βέβαια, είμαι και εξομολογητής της, αυτό μπορεί να πει κανείς ότι μας έκανε φίλους». Ο Κ. μου εξήγησε πως η Σ. έπασχε από δύο δερματολογικές παθήσεις με επιπλοκές και παλινδρομήσεις και επειδή φαίνεται ότι αυτός (ο Κ.) είχε κερδίσει ως επαγγελματίας την εμπιστοσύνη της, ταξίδευε 503 χιλιόμετρα για να τον επισκεφτεί, τουλάχιστον, μια φορά τον μήνα. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο μιλούσε για την Σ. με έκαναν να σκεφτώ ότι υπήρχαν κι άλλες πτυχές στη σχέση τους. «Πόσο μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς να πάρει ούτε μια βαθιά ανάσα», ρώτησε ξαφνικά ο γιατρός καθώς τελείωνα το δεύτερο ποτό [βότκα]. Δεν ήξερα την απάντηση. «Η Σ. μπορεί να έχει πάει για ιαματικά λουτρά», συμπλήρωσε, «ίσως να μην ήθελε να ενημερώσει κανέναν», κι έτσι άρχισα να συντάσσω κατάλογο ιαματικών λουτρών για δερματολογικές και αναπνευστικές παθήσεις.