Κυριακή
Τώρα τελευταία έχω μονίμως πονοκέφαλο. Με δένει στο κρεβάτι και δε μπορώ να κάνω βήμα. Πώς θα πάρω αύριο τα πόδια μου; Λες να με πάνε κι εμένα σηκωτό; Χα χα. Όχι, εντάξει. Πάω στοίχημα πως μόνο οι πρώτες μέρες θα είναι ζόρικες. Μετά θα συνηθίσω. Θ’ αρχίσω κι εγώ να σουλατσάρω κάθε μέρα στη γειτονιά, όπως έκανε ο ψηλός όταν ήμουνα παιδί. Χαιρετούσε πάντα τον καθένα ξεχωριστά. Είχε το πιο μεγάλο χαμόγελο που είχα δει ποτέ. «Γεια σου Κωστή», τον χαιρετούσαν οι μεγάλοι. «Τι κάνεις;» Κούναγε το κεφάλι πάνω κάτω χαμογελώντας αδιάκοπα. Δεν ήταν ο μόνος που έβγαινε, ήταν και μερικοί ακόμα, αλλά τους βλέπαμε πιο σπάνια. Ο χοντρός με το χαμένο βλέμμα που έσερνε ένα λουρί, δυο μεσήλικες γυναίκες πιασμένες πάντα αγκαζέ· η μια με πολύ φουντωτό μαλλί και αγριοφωνάρα, η άλλη μια ήσυχη κοκαλιάρα που έκλαιγε συχνά πυκνά μόνη της στην αυλή του ιδρύματος.
Κάθε Κυριακή τους πήγαιναν εκδρομή. Ερχόταν το πούλμαν κατά τις εννιά, φόρτωνε κι έφευγε αγκομαχώντας. Επέστρεφαν το απόγευμα. Κατέβαιναν όλοι σιγά σιγά και ανηφόριζαν κουρασμένα και άτονα προς την είσοδο του σπιτιού. Οι νοσηλευτές κοντοστέκονταν, άναβαν τσιγάρο και τους μετρούσαν με το βλέμμα. Εμείς, παιδιά τότε, τους φοβόμασταν κάπως και δεν πλησιάζαμε. Τους παρακολουθούσαμε απ’ το μπαλκόνι κι αν κανείς σήκωνε τα μάτια και μας έβλεπε, χωνόμασταν γρήγορα μέσα. Μια φορά τους είχε ξεφύγει ένα παλικαράκι -ούτε δεκαοχτώ χρονών δε θα ‘ταν- και τον κυνηγούσαν στη λεωφόρο πάνω από το ίδρυμα. Όταν τον έπιασαν, αντιστάθηκε με μανία. Κλωτσούσε και ούρλιαζε, ώσπου κάποιος του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί και ησύχασε αμέσως. Η νοσοκόμα του πάτησε στα γρήγορα μια ένεση και τον μάζεψαν πάλι μέσα.
Καμιά φορά φαντάζομαι πως είμαι απόγονος κάποιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, που αιώνες τώρα κάποια κατάρα ταλανίζει, ένα μακάβριο μυστικό. Πρέπει κι εγώ με τη σειρά μου να πληρώσω για κάποιο ανόσιο σφάλμα του παρελθόντος, που ξεπάστρεψε τους προγόνους μου – άλλους στέλνοντάς τους στην αγχόνη, άλλους βυθίζοντάς τους στην παραφροσύνη. Θα ήταν πολύ ταιριαστό να συνέβαινε κάτι τέτοιο∙ θα ήταν έστω μια εξήγηση. Θα μπορούσε από εκεί ίσως να πιαστεί το φτωχό μου μυαλό, που δεν δύναται να συλλάβει πώς απωλέσθη έτσι αθόρυβα, χωρίς καμία απολύτως τραγικότητα. Οι μέρες απλά συνέχιζαν να στοιβάζονται γύρω μου όπως τα τούβλα το ένα πάνω στ’ άλλο, χτίζοντας το κελί μου.
Το πρωί, ο αδερφός μου μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Έτριβε νευρικά τα χέρια του. Του είπα πως δεν ήθελα να πάω. «Σώπα μωρέ, δε θα πας και μακριά. Εδώ θα είμαστε όλοι, και τις Κυριακές θα ερχόμαστε με τα παιδιά να παίζουμε επιτραπέζια.»
Θα λείπω ρε την Κυριακή, δε θυμάσαι; Μέρα εκδρομής.