Η Μήδεια στη νήσο της Κίρκης
Την απομόνωση την επιλέγουν οι αδιόρθωτα εγωπαθείς ή οι επικίνδυνα ιδεαλιστές.
Η Αιαία, νήσος χαμένη εντός αφιλόξενου πελάγους, ήταν ιδανικό κατάλυμα για μια Κίρκη — πλάσμα που επέμενε στην ταυτότητα του θήλεος ακόμα κι όταν είχε απελπιστεί πως θα μπορούσε να την ολοκληρώσει.
«Κατάγεσαι κι εσύ, όπως κι εγώ από τη Γαία… Από την ένωση εκείνης με τον γιο της τον Ουρανό, ξεκίνησε η πρώτη σπορά, και στη συνέχεια από εκείνη δημιουργήθηκαν οι σημερινοί θεοί μας… Μέσα από τη βούληση αυτών και οι άνθρωποι -οι άνδρες και οι γυναίκες» η Κίρκη μια από τις επόμενες μέρες —μέρες της υγρασίας και των σιωπών—εξηγούσε στη Μήδεια, ενώ κάπου εκεί πλάι και γύρω τους ζώα ποικίλα —ελάφια, λέοντες, λύκοι, αγριόχοιροι, ίπποι· όλα αρσενικά— τις παρακολουθούσαν.
Όλα τους, εκεί γύρω και απόμακρα, σε μια ουδέτερη συνύπαρξη — μήτε φιλική, μήτε εχθρική. Συνύπαρξη άχρωμη, ευνουχισμένη — στείρα εν τέλει.
«Μα τελικά οι άνθρωποι υπερίσχυσαν των θεών… Και τους μετέτρεψαν από όντα θεϊκά, σε πλάσματα που έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Είναι άνδρες και γυναίκες… Ο Δίας, η Ήρα, ο Άρης, η Αφροδίτη…» η Κίρκη μορφάζει, «Πόσο μεγάλη πτώση από εκείνη ενός άρρενος Ουρανού και μιας θήλεος Γαίας… Πόσο τραγική!»
Με μια κίνηση κάπως απότομη αποδιώχνει ίππο λευκό που έσκυβε το κούτελο προς το μέρος της, συνεχίζει…
«Όποιο ζώο πατά στη γη έχει εξοριστεί από το νησί μου… Φιλοξενώ μόνο εκείνα τα δίποδα που εγώ μετέτρεψα σε τετράποδα… Δίποδα… Υπερφίαλους άνδρες που χλευάζανε το ζωογόνο υγρό των μαστών μου με τις δύσοσμες εκκρίσεις των αδένων τους… Τους μεταμόρφωσα· τους στείρωσα… Πρώτα όμως στείρωσα την ίδια μου τη μήτρα! Και…» η Κίρκη δείχνει προς τις κορυφές των δέντρων, «…Και στη νήσο μου, στην επικράτεια μου, μόνο πλάσματα του ουρανού συναντάς… Βλέπεις… Ακούς… Τα αφήνεις να σε συντροφεύουν!»
Από το πλούσιο φύλλωμα δέντρου γειτονικού, ακούγεται φουρφούρισμα και άναρχα κελαηδίσματα και στον απλωμένο χέρι της Κίρκης κάποια πετούμενα έρχονται και κάθονται, άλλα φτερουγίζουν γύρω από τους ώμους της.
«Πλάσματα του ουρανού και αν ανασκαλέψεις το χώμα, αν παραμερίσεις χαμηλούς θάμνους, θα δεις και τους υπόλοιπους κατοίκους της νήσου μου… Είναι τα όσα πλάσματα φιλοξενούνται στις αγκαλιές του χώματος και στις ρωγμές της πέτρας… Όφεις, σαύρες, σκώληκες…» στρέφει το βλέμμα και κοιτά τη Μήδεια και καθώς διαπιστώνει έκφραση απέχθειας, τραντάζεται από πηγαίο γέλωτα, «Μα όχι! Ξέφυγε από τις πλάνες των κακέκτυπων θεανθρώπων και μάθε να συμβουλεύεσαι όσα πλάσματα έχουν επιλέξει να ακουμπάνε πάνω στο χώμα. Να συμβουλεύεσαι τις χελώνες, να ζητάς την βοήθεια των μυρμήγκων… Σοφά όλα τα έρποντα και ενίοτε χρήσιμα… Ίσως χρειαστεί να το μάθεις…»
Χρυσοκίτρινο φίδι έχει πλησιάσει τους αστραγάλους της Κίρκης και τυλίγεται γύρω τους. Κι εκείνη σκύβει αφήνει πάνω στην παλάμη της να συρθεί μια λεπτή γλώσσα. Ίχνη υποκίτρινου σάλιου φωτίζουν τις ρυτίδες που διατρέχουν τα δάχτυλα της.
Η Μήδεια παρακολουθεί. Έχει τρομάξει.
Όποιος σαρκάζει τους θεούς αν δεν είναι άφρων πρέπει να είναι παράφρων. Ποια υπήρξε η τιμωρία της Κίρκης;
Μα τώρα η Κίρκη, ανασηκώνεται, στρέφεται προς τη Μήδεια,
«Μπορώ να αναγνώσω τις λέξεις που σχηματίζονται στη σκέψη σου…» λέει και γελά καθησυχαστικά. «Η τιμωρία μου… Μα ναι, τιμωρήθηκα αλλά όχι για ότι ήθελα να πράξω, μα για όσα ξεστόμισα…Δεν χρειάζεται εσύ να υποπέσεις στο ίδιο σφάλμα. Απλώς πράξε!»
Η Μήδεια αισθάνεται τις πατούσες της να ακουμπούνε σε ιδιαίτερα υγρή περιοχή του εδάφους. Βρόχινο νερό που ακόμα δεν το έχει το χώμα απορροφήσει.
Η Κίρκη έχει αποφύγει να πατήσει στο σημείο αυτό. Όμως τα σανδάλια της, που αυτό το πρωινό επέλεξε να φορέσει, τα έχουν στολίσει ίχνη λάσπης. Μέρος της κόλλησε πάνω στο δέρμα του ερπετού που απομακρύνεται
Η Μήδεια ρωτά –«Τι εννοείς;»
«Στρέψε το βλέμμα εντός σου και αναγνώρισε το νήμα που σε συνδέει με τους προπάτορες… Θυμήσου! Κατάγεσαι από τον Ουρανό και τη Γαία… Μείνε πλάσμα θηλυκό… Και ενώσου —με κάθε σημείο του δέρματος, με κάθε σπλάχνο σου— ενώσου με πλάσμα αρσενικό!»
Πάνω στο πρόσωπο της Μήδειας διαγράφεται το σκοτείνιασμα μιας απορίας, μα και η λάμψη μιας προσδοκίας.
«Γιατί;» ζητά να επιβεβαιωθεί μια από τις δυο εκφράσεις.
«Για να καρπίσει μέσα σου μια νέα γενιά θεών… Ισότιμα εκπροσωπούσα τον αιθέρα Ουρανό και τη ύλη Γαία…»
Η περιρρέουσα πάχνη αρχίζει να υποχωρεί. Πάνω από τις κορυφές των δέντρων, ανάμεσα στο γκρίζο κάλυμμα του ουράνιου θόλου, κάποιες ακτίνες σχηματίζουν την πιθανή άφιξη του Ήλιου.
Η Κίρκη σκεπάζει με πέπλο πρόσωπό και κεφαλή.
«Μείνε εσύ» προτρέπει τη Μήδεια, «Ίσως σταθείς ικανή και παρακολουθήσεις μια νέα σύλληψη… Ένα φυτό, έναν ανθό… Ίσως ένα νέο πλάσμα… Μια νέα οσμή — κι αυτό πιθανό… Μια νέα απόχρωση… Σίγουρα θα σου είναι πολύτιμη μια τέτοια εμπειρία…»
Η Κίρκη απομακρύνεται πάντα επιλέγοντας να κάνει βήματα κάτω από τις σκιές των δέντρων.
«Αν είμαι εγώ η απόγονος της Γαίας… Πώς θα διακρίνω τον απόγονο του Ουρανού;» η Μήδεια με μια αγωνιώδη ένταση υψώνει τη φωνή της. Ρωτά.
Η απάντηση φτάνει, ενώ το θολό διάγραμμα του σώματος της Κίρκης σχεδόν έχει εξαφανιστεί προς τη μεριά όπου το δάσος τελειώνει.
«Από τη λάμψη του!» — μια πρόταση.
Κι αμέσως μετά μια άλλη ακολουθεί — «Φρόντισε πάντως αυτή η λάμψη να συνυπάρχει με…»
Η τελευταία λέξη δεν ακούστηκε.
Την κάλυψε το ουρλιαχτό ενός λύκου.
Ο ήλιος είχε προβάλει.
Τα πέλματα της Μήδειας πάντα ακουμπούσαν σε υγρό έδαφος που έπαιρνε, πλέον, να στεγνώνει.
(Απόσπασμα από ατιτλοφόρητο και μη ολοκληρωμένο ακόμα μυθιστόρημα)