Ομάδα κολύμβησης
Ώρα για κείνη την ιστορία που όσο ήμασταν ζευγάρι αρνιόμουν να διηγηθώ. Επέμενες να ρωτάς και να ξαναρωτάς, κι οι υποθέσεις σου ήταν όλες τόσο μελοδραματικές και συγκεκριμένες. Μήπως με είχανε σπιτώσει; Μήπως το Μπελβεντέρε είναι σαν τη Νεβάδα, όπου η μαστροπεία είναι νόμιμη; Μήπως είχα περάσει έναν ολόκληρο χρόνο τσιτσίδι; Η πραγματικότητα είχε αρχίσει να μου φαίνεται πεζή. Και με τον καιρό συνειδητοποίησα πως αν η αλήθεια έχανε το ενδιαφέρον της, τότε μάλλον δεν θα μέναμε ζευγάρι για πολύ ακόμα.
——————
Δεν ήθελα να ζήσω στο Μπελβεντέρε, αλλά δεν άντεχα να ζητάω απ’ τους γονείς μου λεφτά για μετακόμιση. Κρύος ιδρώτας μ’ έλουζε κάθε πρωί που θυμόμουν ότι ζούσα μόνη σ’ εκείνη την πόλη – που δεν ήταν καν πόλη τόσο μικρή που ήταν. Όλα κι όλα κάτι σπίτια πλάι σ’ ένα βενζινάδικο, κι έπειτα πιο κάτω, ούτε δύο χιλιόμετρα απόσταση, ένα μαγαζί και τέλος. Αυτοκίνητο δεν είχα, τηλέφωνο δεν είχα, ήμουν είκοσι δύο και κάθε βδομάδα έγραφα στους δικούς μου, τους έστελνα ιστορίες από τη δουλειά μου στο πρόγραμμα READ. Διαβάζαμε σε νέους που βρίσκονταν σε κίνδυνο. Ήταν ένα πιλοτικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από το κράτος. Ποτέ μου δεν έβγαλα άκρη τι σήμαιναν τα αρχικά READ, όμως κάθε φορά που έγραφα «πιλοτικό πρόγραμμα» έμενα έκπληκτη με τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσα. Μια άλλη που μου άρεσε ήταν το «έγκαιρη παρέμβαση».
Δεν θα μας πάρει και πολύ αυτή η ιστορία γιατί το πιο φοβερό από κείνη τη χρονιά είναι ότι δεν συνέβη σχεδόν τίποτα. Οι κάτοικοι του Μπελβεντέρε νόμιζαν ότι το όνομά μου είναι Μαρία. Ποτέ δεν είπα ότι με λένε Μαρία αλλά κάπως ξεκίνησε αυτό, και στην ιδέα και μόνο ότι έπρεπε ν’ αποκαλύψω το αληθινό μου όνομα σε τρία άτομα, πελάγωνα. Τα ονόματα αυτών των τριών ήταν Ελίζαμπεθ, Κέλντα και Τζακ Τζακ. Δεν ξέρω για ποιο λόγο το Τζακ ήταν διπλό, και δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά για το Κέλντα, αλλά έτσι το άκουγα οπότε έτσι τη φώναζα. Τα άτομα αυτά τα ήξερα από κάτι μαθήματα κολύμβησης που τους έκανα. Και να που φτάσαμε στο ψαχνό τούτης της ιστορίας, αφού ως γνωστόν στο Μπελβεντέρε δεν υπάρχουν ούτε λίμνες ούτε πισίνες. Αυτό ήταν το θέμα συζήτησης μια μέρα στο μαγαζί, και ο Τζακ Τζακ, που λογικά θα ’χει πεθάνει τώρα αφού ήταν υπερβολικά μεγάλος, σχολίασε ότι δεν είχε και πολλή σημασία μιας και οι δυο τους με την Κέλντα δεν γνώριζαν κολύμπι οπότε θα κινδύνευαν να πνιγούν. Η Ελίζαμπεθ πρέπει να ’ταν ξαδέρφη τής Κέλντα. Κι η Κέλντα γυναίκα τού Τζακ Τζακ. Ήταν όλοι πάνω από ογδόντα. Η Ελίζαμπεθ είπε ότι είχε κολυμπήσει κάμποσες φορές ένα καλοκαίρι όταν ήταν μικρή, τότε που είχε επισκεφθεί κάποια ξαδέρφη της (προφανώς όχι την ξαδέρφη Κέλντα). Μπήκα στην κουβέντα μόνο και μόνο γιατί, σύμφωνα με την Ελίζαμπεθ, για να κολυμπήσεις πρέπει να ξέρεις ν’ αναπνέεις κάτω απ’ το νερό.
Δεν είν’ αλήθεια, φώναξα. Ήταν οι πρώτες λέξεις που έβγαιναν απ’ το στόμα μου εδώ και κάτι βδομάδες. Η καρδιά μου χτυπούσε λες κι είχα ζητήσει από κάποιον να τα φτιάξουμε. Πρέπει απλά να κρατάς την αναπνοή σου.
Η Ελίζαμπεθ έδειξε να τσαντίζεται και μετά είπε ότι έκανε πλάκα.
Η Κέλντα είπε ότι δεν θα τολμούσε να κρατήσει την αναπνοή της γιατί ένας θείος της είχε πεθάνει επειδή κάποτε κράτησε πολλή ώρα την ανάσα του σ’ έναν διαγωνισμό κρατήματος αναπνοής.
Ο Τζακ Τζακ τη ρώτησε αν στ’ αλήθεια το πίστευε αυτό, κι η Κέλντα είπε, Ναι, φυσικά και το πιστεύω, κι ο Τζακ Τζακ είπε, Ο θείος σου πέθανε από έμφραγμα, δεν ξέρω πού πας και τις βρίσκεις αυτές τις ιστορίες, Κέλντα.
Κι ύστερα μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Απολάμβανα στ’ αλήθεια την παρέα τους κι ήλπιζα να κρατήσει κι άλλο, πράγμα που έγινε γιατί ο Τζακ Τζακ είπε: Έχεις κολυμπήσει, λοιπόν.
Τους είπα για το γυμνάσιο, τότε που συμμετείχα σε μια ομάδα κολύμβησης και πήρα μέρος και σε κάτι αγώνες της πολιτείας αλλά έχασα νωρίς από το Bishop O’Dowd, ένα καθολικό σχολείο. Έδειξαν να τους συνεπαίρνει η ιστορία μου. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό μέχρι τότε, αλλά κατάλαβα ότι επρόκειτο στ’ αλήθεια για μια πολύ συναρπαστική ιστορία, γεμάτη αγωνία και χλωρίνες κι άλλα πολλά που η Ελίζαμπεθ, η Κέλντα κι ο Τζακ Τζακ δεν είχαν ζήσει ποτέ από πρώτο χέρι. Και τότε η Κέλντα είπε ότι ήταν κρίμα που δεν υπήρχε πισίνα στο Μπελβεντέρε γιατί είχαν την τύχη να ζουν στην ίδια πόλη με μια προπονήτρια κολύμβησης. Δεν είχα πει ότι είμαι προπονήτρια κολύμβησης αλλά κατάλαβα τι εννοούσε. Ήταν κρίμα.
Κι έπειτα κάτι παράξενο συνέβη. Είχα το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω, χάζευα τα παπούτσια μου στο μουσαμαδένιο πάτωμα και σκεφτόμουν ότι στάνταρ το δάπεδο είχε να πλυθεί κάνα εκατομμύριο χρόνια και ξαφνικά ένιωσα ότι θα πέθαινα. Αλλά αντί να πεθάνω, είπα: Μπορώ να σας μάθω να κολυμπάτε. Δεν χρειαζόμαστε καν πισίνα.
Συναντιόμασταν δυο φορές τη βδομάδα στο διαμέρισμά μου. Κάθε φορά που ερχόντουσαν, είχα τρεις λεκάνες με ζεστό νερό στοιχισμένες στο πάτωμα και μια τέταρτη λεκάνη από μπροστά, για την προπονήτρια. Πρόσθετα αλάτι στο νερό γιατί λένε πως το ζεστό αλατόνερο κάνει καλό στη μύτη, κι όλο και λίγο αλατόνερο θα ρουφούσαν κατά λάθος. Τους έδειξα πώς να βάζουν τη μύτη και το στόμα στο νερό και πώς να παίρνουν ανάσα από το πλάι. Ύστερα προσθέσαμε τα πόδια και μετά τα χέρια. Μπορεί να μην ήταν οι πλέον ιδανικές συνθήκες για να μάθουν κολύμπι, τους τόνισα όμως ότι έτσι προπονούνται για τους Ολυμπιακούς αγώνες όταν δεν υπάρχει πισίνα εύκαιρη. Ναι ναι ναι, ήταν ψέμα, αλλά ψέμα απαραίτητο για τέσσερις ανθρώπους που ξαπλώνουν στο δάπεδο της κουζίνας και κλωτσάνε δυνατά σαν να μη φοβούνται να δείξουν πόσο θυμωμένοι, πόσο εξαγριωμένοι, πόσο απογοητευμένοι κι αγανακτισμένοι είναι. Για να τους αναγκάσω να συνδεθούν με το κολύμπι χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω κουβέντες βαριές. Της Κέλντα της πήρε αρκετές βδομάδες μέχρι να μάθει να βάζει το πρόσωπό της στο νερό. Εντάξει, εντάξει!, είπα. Εσένα θα σε ξεκινήσουμε με σανίδα. Της έδωσα ένα βιβλίο. Είναι απολύτως φυσιολογικό να αντιστέκεσαι στη λεκάνη, Κέλντα. Το σώμα σου προσπαθεί να σου δείξει ότι αρνείται να πεθάνει. Ναι αρνείται, συμφώνησε.
Τους έμαθα όλες τις κινήσεις που ήξερα. Η πεταλούδα ήταν το κάτι άλλο, πραγματικά απίθανη. Πίστευα ότι το πάτωμα δεν θα άντεχε άλλο, θα υποχωρούσε κι οι τρεις τους θα χάνονταν μακριά, με τον Τζακ Τζακ να τους οδηγεί. Ήταν αν μη τι άλλο πολύ προχωρημένος για την ηλικία του. Κουνιόταν στ’ αλήθεια, μια από δω και μια από κει πάνω στο δάπεδο, κι έπαιρνε και τη λεκάνη με το αλατόνερο μαζί. Έκανε μια γύρα στο υπνοδωμάτιο κι επέστρεφε στην κουζίνα κοπανώντας το κορμί του στο πάτωμα, βουτηγμένος στον ιδρώτα και τη σκόνη, κι η Κέλντα σήκωνε το κεφάλι και τον κοίταζε με το βιβλίο στα χέρια, κι έλαμπε από χαρά. Κολύμπα προς τα δω, του φώναζε, αλλά φοβόταν υπερβολικά, κι εδώ που τα λέμε θέλει πολλή δύναμη στον κορμό για να καταφέρεις να κολυμπήσεις στη στεριά.
Ήμουν από κείνους τους προπονητές που στέκονται στο πλάι της πισίνας χωρίς να βουτάνε, αλλά δεν τεμπέλιαζα στιγμή. Δεν θέλω ν’ ακουστεί ψωνίστικο, αλλά αντί για νερό είχαν εμένα. Ρύθμιζα τα πάντα. Μιλούσα ασταμάτητα, όπως κάνουν οι δάσκαλοι του αερόμπικ, και σφύριζα ρυθμικά με τη σφυρίχτρα δείχνοντάς τους τα όρια της πισίνας. Στριφογυρνούσαν ταυτόχρονα και πήγαιναν απ’ την άλλη. Κάθε φορά που η Ελίζαμπεθ ξεχνούσε να κουνήσει τα χέρια, φώναζα: Ελίζαμπεθ! Τα πόδια σου είναι ψηλά αλλά το κεφάλι σου βουλιάζει! Κι εκείνη άρχιζε να κουνιέται με μανία, κι ερχόταν πάλι στην επιφάνεια. Η μέθοδος διδασκαλίας μου ήταν σχολαστική κι έδινε έμφαση στην πρακτική: Για τις βουτιές έπαιρναν θέση στο γραφείο μου και ξεκινούσαν με μια άψογη φιγούρα για να καταλήξουν με την κοιλιά στο κρεβάτι. Το κάναμε έτσι για ασφάλεια αλλά βουτιά ήταν και πάλι: Έβαζες στην άκρη τον εγωισμό των θηλαστικών κι αφηνόσουν στη δύναμη της βαρύτητας. Η Ελίζαμπεθ πρόσθεσε έναν κανόνα, να βγάζουμε όλοι έναν ήχο καθώς πέφτουμε. Παραήταν ευρηματικό για τα γούστα μου, αλλά ήμουν ανοιχτή σε νεωτερισμούς. Ήθελα να ’μαι απ’ τις δασκάλες που ακούν τους μαθητές τους. Η Κέλντα έκανε έναν ήχο σαν δέντρο που πέφτει – ένα θηλυκό δέντρο που πέφτει. Η Ελίζαμπεθ έβγαζε κάτι «αυθόρμητους ήχους» που ήταν πάντα ίδιοι κι απαράλλαχτοι, κι ο Τζακ Τζακ έλεγε, Βόμβα! Στο τέλος του μαθήματος σκουπιζόμασταν και ο Τζακ Τζακ μου έσφιγγε το χέρι και η Κέλντα ή η Ελίζαμπεθ μου άφηναν ένα πιάτο φαΐ, κάποιο λαδερό ή μια μακαρονάδα. Αυτό ήταν το αντάλλαγμα που μου έδιναν, και χάρη σ’ αυτό δεν χρειάστηκε να πιάσω δεύτερη δουλειά.
Κάναμε δυο ώρες τη βδομάδα όλο κι όλο, όμως όλες οι υπόλοιπες ώρες υπήρχαν γι’ αυτές τις δυο. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη πρωί, ξυπνούσα και σκεφτόμουν: Έχουμε προπόνηση σήμερα. Τα υπόλοιπα πρωινά, ξυπνούσα και σκεφτόμουν: Δεν έχουμε προπόνηση. Όταν πετύχαινα κάποιον μαθητή μου στην πόλη, ας πούμε στο βενζινάδικο ή στο μαγαζί, ρωτούσα: Έκανες εξάσκηση τη βουτιά με τη μύτη; Κι απαντούσε: Ναι, προπονήτρια, το δουλεύω!
Ξέρω ότι δεν σου είναι εύκολο να με φανταστείς σαν προπονήτρια. Στο Μπελβεντέρε ήμουν τελείως διαφορετική, γι’ αυτό δυσκολευόμουν τόσο πολύ να το συζητήσω μαζί σου. Εκεί δεν είχα ποτέ αγόρι· δεν ασχολιόμουν με την τέχνη, δεν είχα καμία σχέση με τα καλλιτεχνικά. Ήμουν εντελώς αθλητικός τύπος – η προπονήτρια μιας ομάδας κολύμβησης. Αν μου περνούσε απ’ το μυαλό ότι θα σ’ ενδιέφερε αυτή η ιστορία θα στην είχα πει νωρίτερα, κι ίσως να ’μασταν ακόμα ζευγάρι. Πάνε τρεις ώρες απ’ τη στιγμή που σε πέτυχα στο βιβλιοπωλείο μ’ εκείνη την κοπέλα με το λευκό παλτό. Τι υπέροχο παλτό. Είναι φανερό ότι είσαι κιόλας τρισευτυχισμένος και ολοκληρωμένος, παρόλο που έχει μόνο δυο βδομάδες που χωρίσαμε. Δεν ήμουν καν σίγουρη αν έχουμε χωρίσει μέχρι που σε είδα μαζί της. Μοιάζεις τόσο μακρινός, λες και στέκεσαι στην αντίπερα όχθη μιας λίμνης. Μια κουκίδα τόσο μικροσκοπική που δεν έχει φύλο ούτε ηλικία· απλά χαμογελά. Τι μου λείπει τώρα, απόψε; Μου λείπει η Ελίζαμπεθ, μου λείπει η Κέλντα, μου λείπει ο Τζακ Τζακ. Έχουνε πεθάνει πια, είμαι βέβαιη. Τι αβάσταχτη θλίψη. Πρέπει να ’μαι η πιο δυστυχισμένη προπονήτρια κολύμβησης σ’ όλη τη γη.