Ο φετφάς είχε εκδοθεί – εδώ και σχεδόν 35 χρόνια – και το ήξερε, κι αυτός κι οι φίλοι του, κι ελόγου του ζούσε ακόμα. Κι όχι μόνο ζούσε αλλά έγραφε κιόλας. Τι θράσος! Γι’ αυτό έχουν δίκιο οι σύντροφοι Ιρανοί που λένε ότι αυτός έφταιγε, μαζί κι οι θαυμαστές του. Πάλι καλά που δεν είχε την τύχη του άλλου, του δημοσιογράφου, που κατέληξε στην πριονοκορδέλα και το πακετάρισμα κρεάτων, για αποστολή με τον διπλωματικό σάκο. Είναι κι άλλοι, βέβαια, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και πολιτικοί που χάνονται αιφνιδίως από ανεξήγητες δηλητηριάσεις και άλλες αλλόκοτες αιτίες.
Βρισκόμαστε οπωσδήποτε σε μια εποχή όπου είναι επικίνδυνο να λες και να γράφεις την γνώμη σου. Όχι πως κι αυτή η διαπίστωση αποτελεί κάτι καινοφανές, αλλά κάπως σοκάρει όσους μεγάλωσαν στις δυτικές κοινωνίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – που έμαθαν να θεωρούν την ελευθερία του λόγου ως αυτονόητη. Και όλοι εμείς, του εξήντα οι εκδρομείς, δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι δεν θα είναι άπαντες και αυτόχρημα άνευ όρων στο πλευρό του Σάλμαν Ρούσντι, που δέχτηκε την δολοφονική επίθεση τη περασμένη εβδομάδα επειδή συνέγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Σατανικοί Στίχοι, το οποίο παρέπεμπε στο κείμενο του Κορανίου, του ιερού βιβλίου των Μωαμεθανών.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά, και ακόμα κι εμείς, οι εκδρομείς μιας τόσον ωραίας εποχής, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε ότι οι δρόμοι από τους οποίους φτάσαμε ως εδώ είναι πολύπλοκοι και μπερδεμένοι. Και να αναρωτηθούμε: ήμασταν πάντα απολύτως και ανυποχώρητα υπέρμαχοι της ελευθερίας του λόγου, χωρίς καμία παραχώρηση;
Πέρα από την σχεδόν σαχλή ειρωνεία της πρώτης παραγράφου αυτού του σημειώματος (με την οποία επιχειρείται να αναδειχθεί ο παραλογισμός του όλου θέματος), αλλά και η ανάγκη της απόλυτης στήριξης του συγγραφέα στόχου της επίθεσης, μια ιστορία από τα παλιά ίσως μας βοηθήσει να αναλογιστούμε το ρόλο της αποκαλούμενης ‘προοδευτικής διανόησης’ στην εξέλιξη αυτής της –τραγικής– υπόθεσης.
—————
Τον Οκτώβριο του 1988, η ένωση συγγραφέων της Νότιας Αφρικής, ένα σώμα με προοδευτικές απόψεις που αγωνιζόταν τότε κατά του απαρτχάιντ και της λογοκρισίας, προσκάλεσε τον Σάλμαν Ρούσντι, που μόλις είχε τιμηθεί με το βραβείο Booker, για το διάσημο, πλέον, έργο του Σατανικοί Στίχοι.
Στην εκδήλωση θα παρευρίσκονταν και οι δύο ήδη βραβευμένοι με το Booker νοτιοαφρικανοί συγγραφείς Ναντίν Γκόρντιμερ και Τζ. Μ. Κουτσύ, στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ κατά της λογοκρισίας με διοργανωτή την εφημερίδα Weekly Mail.
Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά, γιατί στο μεταξύ, τον Φεβρουάριο του 1989, εκδόθηκε ο γνωστός φετφάς από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, του «ανώτατου ηγέτη της ισλαμικής επανάστασης» του Ιράν, που καλούσε τους πιστούς να δολοφονήσουν τον «βλάσφημο» Πακιστανικής καταγωγής συγγραφέα.
Κατά συνέπεια, η ισλαμική κοινότητα της Νότιας Αφρικής, που συμμετείχε βέβαια στον αγώνα κατά του ρατσιστικού απαρτχάιντ, όχι μόνο θεώρησε τον Ρούσντι ανεπιθύμητο, αλλά απειλούσε και να υλοποιήσει την εντολή του Χομεϊνί να τον εκτελέσει.
Η υπόθεση αυτή έθετε σε κίνδυνο την ενότητα του αντιρατσιστικού κινήματος, και ξεκίνησαν συζητήσεις για να βρεθεί κάποια λύση. Αρχικά η Ναντίν Γκόρντιμερ προέβαλε το επιχείρημα ότι αν είχε υπάρξει προσβολή της πίστης ορισμένων, την ίδια προσβολή είχε υποστεί και η δική της πίστη στην ελευθερία του λόγου. Όμως τελικά ακόμα κι εκείνη συμφώνησε «για το καλό της ενότητας του αγώνα» να αναθεωρηθεί το αρχικό σχέδιο και η πρόσκληση της ένωσης συγγραφέων προς τον Ρούσντι αποσύρθηκε. Στη συνέχεια αναζητήθηκαν άλλοι τρόποι επικοινωνίας του φεστιβάλ με τον συγγραφέα των Σατανικών Στίχων, ακόμα και με πρόταση τηλεφωνικής συνδιάλεξης (που δεν έγινε δεκτή), για να καταλήξουν οι διοργανωτές σε μια συζήτηση στο πλαίσιο μιας ευρείας συνάντησης διανοουμένων που συγκάλεσε η ένωση Νοτιοαφρικάνων συγγραφέων.
Απέναντι σ’ αυτό το φιάσκο, ο γνωστός, και σήμερα νομπελίστας, Τζ. Μ. Κουτσί, που δεν ήταν μέλος της ένωσης, παρενέβη αφήνοντας το κοινό του εμβρόντητο:
«Υποταχθήκαμε», είπε, «στις πολιτικές σκοπιμότητες της λογοτεχνίας με τον πιο άσχημο, βίαιο και απρόσμενο τρόπο. Η απόσυρση της πρόσκλησης στον Ρούσντι έχει προκαλέσει στους διοργανωτές της Weekly Mail κάτι περισσότερο από αμηχανία και η όλη κοινότητα των Νοτιοαφρικανών διανοουμένων, μέσα στην οποία λογαριάζω και τον εαυτό μου, βγαίνει από αυτή την υπόθεση μάλλον γελοιοποιημένη.
»Πιστεύω, και θα συνεχίσω να πιστεύω μέχρι να πεισθώ περί του αντιθέτου, ότι κάποιου είδους συναλλαγή έλαβε χώρα στο δωμάτιο με τους καπνούς των τσιγάρων, κάποιου είδους εξόφληση λογαριασμών, κάποιος συμβιβασμός ή παζάρι ή διακανονισμός, όπου η πρόσκληση του Ρούσντι εγκαταλείφθηκε για χάρη της ενότητας της συμμαχίας κατά του απαρτχάιντ, με σκοπό να μην κάνουμε τη ζωή δύσκολη στους μωαμεθανούς μέσα σ’ αυτή τη συμμαχία.
»Η εφημερίδα Weekly Mail είναι υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου, αλλά ανακαλύπτει αίφνης ότι μπορεί να ζει και σε συνθήκες όπου αυτή η ελευθερία δίδεται επιλεκτικά, μόνο σε κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα. Το ίδιο και οι βιβλιοπώλες που αρνήθηκαν, από τον φόβο των αντιποίνων, ακόμα και μια τηλεφωνική συνέντευξη του Ρούσντι – και φυσικά η ένωση συγγραφέων «που είναι αφοσιωμένη στην ελευθερία της έκφρασης, αλλά μόνο στο βαθμό που δεν απειλεί την ενότητα του αγώνα».
Ο Κουτσί συνέχισε καταγγέλλοντας τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, λέγοντας ότι τον ξέρουμε και από τον καλβινισμό των λευκών ρατσιστών στη Νότια Αφρική. Και κατέληξε θέτοντας ένα ερώτημα για τις ίδιες τις αξίες του απελευθερωτικού αγώνα:
«Βρίσκομαι εδώ με την ουρά κάτω από τα σκέλια όπως όλοι οι συμμετέχοντες και οι διοργανωτές. Αυτή η χαλαρή συμμαχία ανθρώπων που πιστεύουν στην ελευθερία της έκφρασης υπέστη μια συντριπτική ήττα».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για περισσότερες πληροφορίες μπορεί κανείς να ανατρέξει στο εκτενές άρθρο του Guardian της 23-5-2013 που αναφέρεται σ’ αυτά τα γεγονότα, και το οποίο αποτέλεσε την βασική πηγή του παραπάνω σημειώματος. Είναι και σήμερα ακόμα αναρτημένο εδώ: https://www.theguardian.com/world/2013/may/23/salman-rushdie-nadine-gordimer-jm-coetzee