Έξοδος

Έξοδος


Oταν άκου­σα τον ήχο του ρό­πτρου της εξώ­θυ­ρας, κοί­τα­ξα το ρο­λόι του τοί­χου: έδει­χνε με­σά­νυ­χτα. Kαι επει­δή οι δύο βε­λό­νες του εί­χαν ακι­νη­τή­σει σαν αγκα­λια­σμέ­νες, εί­πα να πε­ρι­μέ­νω για ένα λε­πτό ώσπου η με­γά­λη βε­λό­να να δια­κρι­θεί από τη μι­κρή και να αρ­χί­σει να γέρ­νει προς τα δε­ξιά λες και δεν μπο­ρού­σε να στα­θεί στα πό­δια της και έσκυ­βε μο­νο­κόμ­μα­τη προς το έδα­φος.

Όταν λοι­πόν πα­ρήλ­θε το λε­πτό, γνω­ρί­ζο­ντας πως ο επι­σκέ­πτης εκεί­νης της ώρας δεν εί­χε κα­νέ­να λό­γο να βιά­ζε­ται και στε­κό­ταν στη θέ­ση του, βέ­βαιος πως ήμουν εκεί —στο σπί­τι μου— και πως εί­τε τον πε­ρί­με­να εί­τε όχι, ήξε­ρα πως θα ερ­χό­ταν ο και­ρός του να φτά­σει, ο επι­σκέ­πτης, λέ­γω, ήταν βέ­βαιος πως εί­χα ακού­σει ευ­κρι­νώς τον ήχο του ρό­πτρου.

Όταν ση­κώ­θη­κα από την κα­ρέ­κλα μου και φο­ρώ­ντας τα πα­πού­τσια μου προ­χώ­ρη­σα στο διά­δρο­μο, αρ­κέ­στη­κα να ανοί­ξω την εξώ­θυ­ρα, χω­ρίς προη­γου­μέ­νως να ρω­τή­σω ποιός εί­χε χτυ­πή­σει το ρό­πτρο, πά­ντως όμως με την ελ­πί­δα πως μπο­ρεί να εί­χα κά­νει λά­θος και να βρι­σκό­μουν πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με κά­ποιον γνω­στό, που εί­χε τύ­χει να περ­νά­ει από το δρό­μο μου.

Όταν λοι­πόν άπλω­σα το χέ­ρι μου στο πό­μο­λο της εξώ­πορ­τας, ήξε­ρα από στή­θους τι επρό­κει­το να πω: τό­σα χρό­νια εί­χα υπο­λο­γί­σει, τό­σα χρό­νια πέ­ρα­σαν, τό­σα έγι­ναν, τό­σα δεν έγι­ναν, αυ­τά έδω­σα και εκεί­να πή­ρα, αυ­τά κρά­τη­σα και εκεί­να πέ­τα­ξα, άρα τό­σα μέ­νουν και τό­σα έχω να παίρ­νω, τό­σα έχω να δί­νω, κλεί­νει ο λο­γα­ρια­σμός και η με­τα­ξύ μας σύμ­βα­ση.

Όταν άνοι­ξα την εξώ­θυ­ρα, ο επι­σκέ­πτης κρα­τού­σε κιό­λας τον στυ­λο­γρά­φο του και πριν πω μια λέ­ξη, μου έδει­ξε σε ένα απλό φύλ­λο χαρ­τιού με­γέ­θους A4 τους λο­γα­ρια­σμούς που εί­χα κά­νει. Tους κοί­τα­ξα και σκέ­φτη­κα μή­πως εί­χα ξε­χά­σει κά­τι και οι λο­γα­ρια­σμοί δεν έκλει­ναν. Όμως εκεί­νος έβα­λε την υπο­γρα­φή του στο κά­τω μέ­ρος του χαρ­τιού και μου το έτει­νε.

Όταν το πή­ρα στα χέ­ρια μου και το πέ­ρα­σα στο άγκι­στρο της κρε­μά­στρας του χολ, πή­ρα από την κρε­μά­στρα το κα­πέ­λο μου και του έκα­να νό­η­μα να προ­χω­ρή­σει. Έκλει­σα πί­σω μου την εξώ­θυ­ρα και έκα­να το πρώ­το βή­μα. Tα επό­με­να ήταν μη­χα­νι­κά. Kαι το κα­πέ­λο ήταν τό­σο ενο­χλη­τι­κό στο κε­φά­λι μου. Tο εί­χα πά­ρει για να το ρί­ξω στο πρό­σω­πό μου, όταν, πέ­φτο­ντας στο χώ­μα, ο ήλιος του με­ση­με­ριού θα μου τυ­φλώ­νει τα μά­τια.


Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Hubert Nyssen (1925-2011) Les belles infidéles. Μετ. Φ. Δ. Δ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: