Cabinet of Curiosities 1

Cabinet of Curiosities 1


α. Into the Box / Εἰκοσιτετράωρο

Τότες που. Τέλη της περασμένης δεκαετίας, θυμάσαι;
Είχαμε κρύπτες/κρυψώνες/καταπακτές και είμασταν του Έρωτος διάκονοι.
Τίποτα δεν μπόρεσε να μας αναχαιτίσει. Μήτε καν εμείς οι ίδιοι.
Ούτε και τώρα δύναται. Ούτε και εις τον αιώνα τον άπαντα.
Είμαστε θαμώνες στα Κατώφλια των Ουρανών.


1)
Συγκρίνανε μυθολογίες, έτρωγαν ρύζι, χαμογελούσαν στο φεγγαρόφωτο, τιμούσαν τις Φίλες και τους Φίλους, φιλιόντουσαν στα κατώφλια, έβλεπαν ταινίες, αγγίζονταν όπως ποτέ δεν είχαν διανοηθεί ότι μπορεί να αγγιχτούν, συμφωνούσαν στ᾽ ότι ο σεβασμός είναι σέξι, και λάτρευαν τα πυρωμένα δευτερόλεπτα, τους κάκτους, τα σημειωματάρια, τα τραγούδια του Vincent Gallo, τον ιαπωνικό σινεμά, την Patti Smith και τα καλοξυσμένα μολύβια.

2) Ποτέ Δεν Καβγάδιζαν Δίχως Λόγο
Κι Όταν Καβγάδιζαν, Δίκιο Είχε Πάντα Εκείνη

3) Ω άκουγαν ηλίθια (τα έλεγαν: ηλίθλια) τραγούδια, ω έβλεπαν μεγαλοφυείς (τις λέγαν: μεταλλοφυείς) ταινίες, διάβαζαν πρωτότυπα (τα έλεγαν: πρωτόχτυπα) βιβλία· κοιτάζονταν στα μάτια κι έπαιρνε φωτιά το σύμπαν, αυτός την προσκυνούσε, αυτή ἀσμένως τον βροντοχτυπούσε, μήνες ήσαν τα δευτερόλεπτα, αιώνες τα λεπτά, αυτός ολοένα την μπάνιζε κλεφτά, αυτή τον κοπανούσε, διότι τον αγαπούσε. «Αγάπη μου!» της έλεγεν, «Το χάπι μου!» του έκρωζεν, «Λουλούδι μου!», της ψαλμωδούσε, «Βλαμμένο μου!» τον λοιδορούσε, κι ο Χρόνος δημιουργούσε, ερήμην τους, στη μνήμη τους, το Μνήμα και το Μνημείον ενός Έρωτος που υπέρ των ραδιουργούσε.

4) Της έλεγε: «Έρωτας είναι ν᾽ ακούς δέκα φορές το ίδιο τραγούδι». Του έλεγε: «Χαμένε, βλάκα, επηρμένε, εγώ είμαι κάκτος, τίγκα στ᾽ αγκάθια, δεν είμαι λουλούδι». Της έλεγε, «Σου ετοιμάζω πρωινό, στυμμένο πορτοκάλι, σπιρουλίνα, ομελέτα». Του έλεγε, «Αλλού αυτά, ανάπηρε, στην κόρη την ξανθή, που όλο εμελέτα». Της έλεγε, «Θρηνήσαμε τον Θάνο». Του έλεγε: «Σκάσε! Τώρα, ακούω Μητροπάνο». Της έλεγε, «Σε άγγιξα, αυτό μου φτάνει». Του έλεγε, «Ήσουνα, ήσουν, και παρέμεινες χαϊβάνι».

5) Κι ένα βράδυ, της έδωσε το χέρι, στο κούτελο τη φίλησε, να γἰνουμε, της είπε, ο ένας του άλλου ταίρι. «Περνιέσαι», του κάμνει η Εύμορφη, «ευήθη, για ξεφτέρι;» Της λέει, βουρκωμένος, και κλαίγοντας γοερά, «Με τσάκισες, με έλιωσες, μου πήρες τα μυαλά!» Κι εκείνη, τόσον αγέρωχη, και με του κόσμου το δίκιο όλο, στη θέση του τον βάζει, τον εκτελεί ανενδοίαστα με μυδραλιοβόλο: «Χάσου, χαμένε, χάσκοντα, χούφταλο χαμερπές, που άλλα λέγεις σήμερις κι άλλα νογάς για χθες!»

6) L’amour n'est valable que dans une période prérévolutionnaire / [Guy Debord]

7) Της έλεγε, «Λούνα Παρκ είναι εδώ, δεν είναι κλουβί».

8) Καβγάδιζαν (υπέροχα) για το ποιός κλαίει πιο γοερά.

9) Merry Many Mondays, ΜYLOVE!

10) Ακόμα και το να πάνε στη λαΐκή του Σαββάτου, στην οδό Καλλιδρομίου, ήταν μια μεγαλειώδης περιπέτεια. Αυτός το ήξερε. Το γνώριζε κι Εκείνη. Μετά, το βραδάκι, με την ευωδιά από τ᾽ αγιόκλημα ν᾽ απλώνεται, με το ιρλανδέζικο ουίσκι να ρέει, και με τους Joy Division στο αρχέγονο πικάπ, έτρωγαν μήλα στάρκιν, κάπνιζαν άφιλτρα Καρέλια (αυτός· αυτή χαμογελούσε), και, όπως ο Κύριος Κόινερ του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ετοίμαζαν ιδιοφυώς, και με χείλη υγρά, το επόμενο λάθος τους.

11) Όλα άρχίζουν από την κουζίνα, και τίποτα δεν σταματάει εκεί, όπως αποφάνθηκε ο Έγελος.

12) Βασικά, έπιναν. Το άμπακο. (Αυτός· αυτή χαμογελούσε).

13) Τσιπούρες, μαρούλι, ψωμί, τριαντάφυλλα, ξύδι, πατάτες, Jonas Mekas, Guy Debord, μήλα, ρύζι, βινίλια, σιγαρέτα, φιλιά, όλα λάμβαναν τη διάσταση που τους άξιζε.

14) [Κήπος ήταν η κάμαρα. Κήπος, αγαπημένη]

15) «Ξύπνα / Τίναξε τα όνειρα απ᾽ τα μαλλιά σου / Ανέμελο γλυκό μου παιδί» [James Douglas Morrison]

16) Καβγάδιζαν (υπέροχα) για το ποιός γελάει πιο τρανταχτά.

17) Δεν είχαν πάει ποτέ μαζί στο Ρόδον, οι δεκαετίες είχαν μπει ανάμεσά τους, κι αυτός τώρα μεταμφιέζει τις ημερομηνίες, και την βρίσκει δίπλα του στη συναυλία των Stranglers, καθώς ὁ Jean-Jacques Burnel ψαλμωδεί το “La Folie”, το πιο απεγνωσμένα μελωδικό κομμάτι στην ιστορία του new wave, και ενώ το μυαλό του γίνεται πάλι ένα night club των συνειρμών, ενώ γύρω τους βραχνιάζουν τα βλέμματα, ένα ουράνιο τόξο της βαρύτητας σχηματίζεται μέσα από τη βροχή των δακρύων.

18) «Γιατί η μεγαλύτερη ευτυχία, σκέφτεται, είναι στα μικρά πράγματα: όταν εκείνος δένει τα κορδόνια των παπουτσιών της, όταν κοιμάται, όταν περνάει το χέρι του στα μαλλιά της […] Τα μαλλιά της, λέει, μυρίζουν καπνό και θειάφι, μυρίζουν χορτάρι, μερικές φορές μυρίζουν θάλασσα. Δε θα σταματήσει ποτέ ν᾽ ασχολείται μαζί της, λέει. Αν σταματούσε, θα πέθαινε επί τόπου. Αλλά δεν σταματάει. Και γι᾽ αυτό είναι αθάνατος». [Kumpfmüller / Το Μεγαλείο της Ζωής, Άγρα, σ. 113]

19) Ως συνήθως ο κόσμος (η φράξια της γενιάς μας, πάει να πει, γιατί αυτό ήταν το σύμπαν όλο: η Φράξια της Γενιάς μας) ήταν εγελιανά χωρισμένος στα δύο: εν προκειμένω, καβγαδίζαμε με απρεπέστατο φανατισμὸ για το αν ο Frank Zappa μας κατέστρεψε ή εάν, απεναντίας, ο Don van Vliet ήταν αυτός που μας οδήγησε στον όλεθρο. Και πίσω απὸ την πλάτη μας η Κρυπτομνησία έκανε τη δουλειά της: ο Captain κυκλοφορεί, τον Νοέμβριο του 1974, το Bluejeans & Moonbeams / ο Θοδωρής Μανίκας κάνει εκπομή στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, τέλη δεκαετίας του εβδομήντα, με τίτλο Ηλιαχτίδες στο Μπλουτζίν μου / ο Μπαμπασάκης αρχίζει να γράφει στο χέρι, στις 26 Αυγούστου του 2022, το συναρμολογούμενο μυθιστόρημα Ηλιαχτίδες στα Μπλουτζίν […και να ξαμολυθούμε στ᾽ αστέρια και να ᾽χουμε πάλι ηλιαχτίδες στα μπλουτζίν!]

20) Η ευγενής (ενίοτε οδυνηρή) τέχνη της αναμονής οδηγεί στην αναμονή ευγενούς (και ποτέ οδυνηρής) Τέχνης.

21) Όσο Εκείνη είναι στο Μέλλον μου, κι εγώ στο Παρελθόν Της, το μόνο σίγουρο είναι ότι ήδη ανταμώσαμε, κάνοντας τον Χρόνο χαρτοπόλεμο.

22) Στου κάλλους την πλάτη, τον σταυρό του σηκώνει / Στου σιγαρέτου την καύτρα, των ματιών της ονειρεύεται τη φλόγα / “I t’liebe Σε — τέσσερις γλώσσες για μιαν εξομολόγηση / Κι η σπείρα της διαλεκτικής κοντά του τη φέρνει.

23) You m’liebst Με

24) Όσο για το τι είναι Λογοτεχνία, θεωρώ αξεπέραστο τον ορισμό: Τα νέα που παραμένουν (χρόνια δεκαετίες αιώνες μετά) νέα είναι Λογοτεχνία.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: