Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XXΧVΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 27: Οι επίτομες

Δεν θυμάμαι αν αυτό που έβλεπα ήταν η ζωή μας που έμοιαζε ταινία ή αν επρόκειτο όντως για μια ταινία που ήταν σα να την ζω. Αυτόνομες ή ταυτόσημες, οι δυο αυτές ζωές συμπύκνωναν τις ζωές όλων των εραστών που τρελαίνονται να ζουν μαζί, πιστεύοντας πως η συνέχεια θα είναι πάντα ένα ατέλειωτο ερωτικό ταξίδι. Υπήρξαμε κι εμείς, λοιπόν, αισιόδοξοι του αίσιου έρωτα και τώρα που επιχειρώ να τον αποστάξω σε επίτομο δίωρο, ίσως μπορέσω να διακρίνω αλήθειες που ως τότε μου ήταν αδιόρατες.

Πώς να συντάξει όμως κανείς μια περίληψη ενός έρωτα που δεν τελείωσε οριστικά αλλά ορίζει και το παρόν; Αν ένας τρόπος είναι η επιλογή μιας ειδικής περίστασης που εξαρχής τον χαρακτήρισε, σκέφτηκα να επιλέξω κάθε στιγμή που βρεθήκαμε «στον δρόμο»: σε δρόμους που διέσχιζαν εξοχές και κωμοπόλεις, σε αυτοκίνητα όλων των ειδών, σε αεροπλάνα, σε δωμάτια ξενοδοχείων, εστιατόρια και καφέ. Στον δρόμο, άλλωστε, γνωριστήκαμε, εκείνη ως μέλος μιας χορωδίας, κι εγώ ως εκκολαπτόμενος αρχιτέκτονας που περιπλανιόταν προς αναζήτηση έμπνευσης.

Τώρα στο παρόν την βλέπω ωραία όπως πάντα: κώμη γλυπτή από κάποιο ευαγές κομμωτήριο ίδρυμα, μάτια ζωγραφισμένα με μολύβι εικαστικής διάθεσης, ενδύματα περίκομψα, που αν δεν είναι στην μόδα, την δημιουργούν. Ταξιδεύουμε μαζί στο αεροπλάνο προς έναν ακόμα προορισμό, ανταλλάζουμε αιχμηρές ματιές κι ακόμα πιο καυστικές κουβέντες, κάπου μακριά ζει η μεγάλη πια κόρη μας και θα αναρωτιόταν κανείς γιατί μένουμε ακόμα μαζί, ενώ εμφανώς ο καθένας μας θέλει να έχει την τελευταία λέξη, την πιο αποστομωτική φράση ή ένα από τα λεκτικά παίγνια που πάντα συνηθίζαμε, όπως, για παράδειγμα, είμαστε μαζί για να μην είμαστε μόνοι αλλά τελικά είμαστε πάντα μόνοι επειδή είμαστε μαζί. Ίσως δικαιώνουμε την περίφημη αποστροφή των εραστών του τελευταίου φιλμ του Τρυφώ: «Ούτε μ’ εσένα, ούτε χωρίς εσένα».

Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road Two for the road

 

 


Κι όμως, υπήρχε κάποτε η αρχή, και η αρχή είναι πάντα ένα έδαφος παρθένο, μια γνωριμία όπου κανείς δεν φαντάζεται τι ακολουθεί. Είχε την μορφή της Όντρεϊ Χέπμπορν, ελκυστικότερης από ποτέ, και ήταν θαρραλέα στην έκφραση της ερωτικής της προτίμησης. Κι είχα την μορφή του Άλμπερτ Φίνεϊ, με το πλούσιο λεξιλόγιο στο βλέμμα. Στο ταξίδι όπου συναντηθήκαμε κάναμε ωτοστόπ στις ερημιές και καταλήξαμε σε κωμοπόλεις όπου φωτογράφιζα τα μνημεία, θαυμάζοντας τα κτίσματα ανθρώπων που κάποτε «έκαναν πράγματα ενώ σήμερα κάνουν ονόματα», ενώ εκείνη περιχαρής δοκίμαζε να μπει στο κάδρο, υπενθυμίζοντάς μου την «τρισδιάστατη μορφή» της. Ήταν εμφανές πως όσο διαφωνούσαμε για τα πάντα, άλλο τόσο μας άρεσε να ανταλλάσσουμε ευφυή σχόλια με ακαριαία ταχύτητα. Επιζητούσαμε όμως κι οι δυο απαντήσεις σε οτιδήποτε δεν κατανοούσαμε· δεν θυμάμαι ποιος από τους δυο ρώτησε «Τι είδους ζευγάρια κάθονται αμίλητα στις ταβέρνες» και ποιος απάντησε «Τα παντρεμένα ζευγάρια». Εμείς σίγουρα δεν θα καταλήγαμε έτσι.

Έτσι όπως καθρεφτίζαμε την ευφορία μας ο ένας στο πρόσωπο του άλλου, ήταν αδύνατο να μην ταξιδεύουμε αεικίνητοι και ανυπόμονοι για τα τοπία που διασχίζουν και τους τόπους όπου καταλήγουν οι εξοχικοί δρόμοι. Μας έλουζε ο ήλιος και μας νότιζαν οι συννεφιές της ατέλειωτης γαλλικής επαρχίας. Κοντράραμε στα ίσια τον αέρα με ανοιχτά αυτοκίνητα, αλλάζαμε θέσεις οδηγού και συνοδηγού χωρίς να ελαττώνουμε ταχύτητα, στρώναμε οπουδήποτε για να φάμε, ξαπλώναμε σε ψημένες από τον ήλιο παραλίες και δεν σταματούσαμε να γελάμε.

Πάνω απ’ όλα γελούσαμε με τα παθήματα που συνταξιδεύουν με τους πλάνητες: όταν διαπιστώσαμε πως ένα μας δωμάτιο τρανταζόταν ολόκληρο από το πέρασμα του τρένου, όταν μια νύχτα καλυφθήκαμε ολόκληροι κάτω από το σεντόνι για να αποφύγουμε τα κουνούπια, ενώ την επόμενη ημέρα η καμαριέρα έκπληκτη μας ρώτησε γιατί δεν ανοίξαμε την κουνουπιέρα, όταν κάποτε καήκαμε τόσο πολύ απ’ τον ήλιο που δεν μπορούσαμε ούτε να αγκαλιαστούμε, όταν εκεί που περιπλανιόμασταν με τα πόδια άρχισε μια καταρρακτώδης βροχή, βρήκαμε καταφύγιο σε κυλινδρικούς τσιμεντένιους σωλήνες, αποκοιμηθήκαμε και ξυπνήσαμε τρανταγμένοι, καθώς είχαμε φορτωθεί μαζί τους σε φορτηγό και τρέχαμε στην εθνική οδό προς άγνωστη κατεύθυνση. Και στο αποκορύφωμα, όταν αναγκασμένοι να καταλύσουμε στο μοναδικό διαθέσιμο πλην πανάκριβο ξενοδοχείο βγήκα για να ψωνίσω κρυφά ό,τι τρόφιμα μπορούσα να βρω για να αποφύγουμε το δείπνο και το πρωινό, μέχρι να διαπιστώσουμε πως αυτά συμπεριλαμβάνονταν στην τιμή που είχαμε ήδη πληρώσει χωρίς να τα χαρούμε!

Υποστήκαμε εφιαλτικούς συνταξιδιώτες με ανάγωγα παιδιά, ενώ κάποτε το αμάξι μας έγινε παρανάλωμα του πυρός και κατέληξε μαύρο τετράτροχο που οφείλαμε, σα να μην έφταναν τα παραπάνω, και μόνοι μας να απομακρύνουμε. Το αφήσαμε να κυλίσει στον δρόμο, μέχρι να εξοκείλει σε κάποια άκρη, κι ήμασταν ξανά με τα πόδια. Και τι κάναμε απέναντι σ’ όλα αυτά; Σαρκάζαμε, φιλοσοφούσαμε, και γελούσαμε, πόσο γελούσαμε! Τι σημασία είχαν όλες αυτές οι αναποδιές όταν εμείς κυλούσαμε στους δρόμους αχόρταγοι και ερωτευμένοι; Μας αρκούσε να δίνουμε ραντεβού στην ίδια παραλία ή στην ίδια εξοχή δέκα χρόνια μετά, βέβαιοι πως θα είμαστε το ίδιο γελαστοί. Τι άλλαξε μετά και τα βλέμματά μας από ενθουσιώδη έγιναν σαρκαστικά; Γιατί τώρα οι διαφωνίες μας ήταν τόσο βαθιές και δεν εκτονώνονταν σε αγώνες επιχειρημάτων αλλά αντιπαραθέσεων - κόσμιων πάντα, αλλά τόσο πικρών; Ήταν η άφιξη ενός παιδιού που τα ανατρέπει όλα; Ήταν η πίεση της ζωής; Ήμουν ένας περιώνυμος αρχιτέκτονας με αυξημένες υποχρεώσεις – θυμάμαι το πλάνο όπου διασκεδάζουμε στην παραλία με φίλους, ενώ μια μπουλντόζα λίγα μέτρα παραπέρα περιμένει τις εντολές μου και όταν την ξεχάσω, παραλίγο και να μας πάρει από κάτω της.

Αν, πάλι, είναι η ίδια η φύση του έρωτα που τρέχει προς την αναπότρεπτη φθορά, μπορεί κανείς να βρει την κατάλληλη έξοδο προς την αγάπη, προτού χαθεί σε κανένα σκοτεινό τούνελ; Τότε δεν γνωρίζαμε πως μια συνήθης παρακαμπτήριος σε ανάλογες κούρσες καταλήγει σε τρίτες αγκάλες. Έτυχε (έτυχε;) να ήταν εκείνη που εκτροχιάστηκε, γοητευμένη από την προσφορά κατανόησης και το φιλοσοφικό, επιμελώς κουρασμένο ύφος ενός άντρα από τον ευρύτερο κύκλο που είχαμε πλέον δημιουργήσει. Πάντα ειλικρινής ήρθε και μου το είπε και ύστερα με άφησε με την αίσθηση πως όλοι οι δρόμοι τώρα θα ήταν διαφορετικοί χωρίς αυτήν, στερημένοι κάθε ενδιαφέροντος, με ασήμαντο τέρμα. Όταν μου το ανακοίνωσε, ήθελα να την χτυπήσω με το μέσο που πάντα διαθέταμε, τις λέξεις, αλλά το μόνο που μπόρεσε να τις αντικαταστήσει ήταν το βλέμμα μου. Κι όταν σύντομα επέστρεψε θα μπορούσα να ξεσπάσω, να την διώξω ή να την πληρώσω τίμια με το ίδιο νόμισμα, έστω να την ειρωνευτώ. Όμως δεν μπορούσα παρά να φιλοσοφήσω κάτι γλυκόπικρο, να την κοιτάξω μισός με ένα τεράστιο ερωτηματικό κι άλλος μισός μ’ ένα θαυμαστικό, και να την αρπάξω πάνω μου. Ίσως στο βάθος ξέραμε πως στο ταξίδι μας ένας τέτοιος σταθμός ήταν αναπόφευκτος. Είχαμε, άλλωστε, νωρίτερα συμφωνήσει, πως «το σεξ μας έπαψε να αποτελεί διασκέδαση κι έγινε περισσότερο επίσημο» και «πως το απολαμβάναμε περισσότερο όταν αυτό σήμαινε λιγότερο». Σίγουρα τότε επιβεβαιώθηκε κάποια παλιά μας ρητορική ερώτηση: «γιατί το να κάνεις έρωτα είναι πάντα καλύτερο όταν δεν σημαίνει τίποτα;».

Κάπως έτσι η κινηματογραφημένη μας ζωή μας ήταν ταυτόχρονα χολιγουντιανό ρομάντζο, απροκάλυπτη ιστορία δυο εραστών που αναπόφευκτα έχασαν τον ενθουσιασμό τους, ταξιδιωτική αφήγηση μιας μοιρασμένης ζωής «στον δρόμο» και η στο διηνεκές άλυτη εξίσωση «Ένας Άντρας και μια Γυναίκα». Οι άλλοι σίγουρα θα πουν πως ο έρωτας στο σινεμά είναι διαφορετικός από την πραγματικότητα, πώς εκεί οι εραστές δικαιούνται έξοχη σκηνογραφία και φόντο με τις πιο πορτοκαλιές δύσεις, εικαστικές εστιάσεις στα μαγεμένα πρόσωπα και παραθαλάσσιες στιγμές σε αργή κίνηση. Και πάνω απ’ όλα, ο έρωτας στο πανί υποκρούεται από εξαίσια μουσικά θέματα που κάνουν την κάθε στιγμή, ευχάριστη ή δυσάρεστη, να αξίζει τον κόπο και την θέαση, όπως το συγκεκριμένο, δια χειρός Henry Mancini. Όμως όλες αυτές οι επικαλύψεις αποκαλύπτουν μια φύση του κινηματογράφου: τα πράγματα όπως θα μπορούσαν να είναι ή όπως είναι απλώς δεν τα βλέπουμε. Και αν οι ερωτικές ιστορίες όλων μας διέθεταν ανάλογη μουσική και γωνίες λήψης που μπορούσαμε να δούμε ως θεατές, θα αντιλαμβανόμασταν πως είμαστε κι εμείς ήρωες μιας κινηματογραφικής ιστορίας!

Περίμενα ο πυκνωτής της ιστορίας μας, κοινώς ο σκηνοθέτης των εξωτερικών μας διαδρομών, να περιελάμβανε στις ερωτικές μας τρυφερότητες και κάποια για τα πόδια της, αλλά το τρίψιμο το είχε ήδη στην κατά τέσσερα χρόνια προγενέστερη ταινία Charade, όπου η ίδια ηθοποιός μετά από σειρά αδιανόητων περιπετειών με τον φύλακά άγγελό της, κι αφού αντάλλαξαν κι εκεί μπόλικες ευφυείς φράσεις και διένυσαν όλα τα σκαλοπάτια έλξης και απώθησης, βρίσκονταν, έτοιμοι πια να γίνουν ζεύγος, στο πίσω κάθισμα ενός ταξί – κι εκεί της επεφύλαξε το μασάζ που αξίζει κάθε γυναίκα, ενώ εκείνη ανακουφισμένη προσπαθούσε να συνέλθει από τις συγκινήσεις των τελευταίων ημερών.

Τώρα τα πόδια της αποκαλύφθηκαν σε περιστάσεις απολύτως οικουμενικές. Στο πρώτο δείγμα ήταν δημόσια, κατάφωτα, προσφερόμενα σε όλους. Ήταν τα πέλματα της γυναίκας που ξαπλώνει στην παραλία ή την σεζλόνγκ: λευκά από τον ήλιο, αμμώδη, ανέμελα και ανυποψίαστα πως κάποιος μπορεί να μαγεύεται από το θέαμά τους. Στο δεύτερο δείγμα βρίσκονταν σε περιβάλλον ιδιωτικό, σκοτεινό, προσπελάσιμα μόνο στον εκλεκτό τους. Ετοιμαζόμασταν να κοιμηθούμε σ’ ένα ακόμα ξενοδοχείο και υποφέραμε από τα κουνούπια σε σημείο να σκεπαστούμε ολόκληροι από τα σεντόνια. Η λήψη επικεντρώθηκε στα πόδια της έτσι όπως γειτνίαζαν με τα δικά μου και ίσως αυτή να είναι η τελική εικόνα ενός έρωτα, όσα χρόνια κι αν περάσουν: δυο ζευγάρια πόδια που, ο κόσμος να χαλάσει, συνυπάρχουν, αγγίζονται και περιπλέκονται στο κάτω μέρος ενός κοινού κρεβατιού.

Το τέλος της ταινίας μας βρήκε στην αρχή της μετέπειτα ζωής μας, να ξεκινάμε ένα ακόμα ταξίδι σε κάποιον τόπο, γνωρίζοντας πια πως θα κάναμε κι ένα δεύτερο παράλληλο ταξίδι στον Τόπο που αποτελούσε ο άλλος. Και ίσως τώρα, αδέσμευτοι και ελεύθεροι, να σαρκώναμε τους στίχους που αξίζουν όλοι οι εραστές σαν κι εμάς: If you're feeling fancy free, Come wander through the world with me, And any place we chance to be, Will be a rendez-vous - Two for the road, We'll travel down the years, Collecting precious memories, Selecting souvenirs, And living life the way we please - In summertime the sun will shine, In winter we'll drink summer wine, And everyday that you are mine, Will be a lovely day - As long as love still wears a smile, I know that we'll be two for the road, And that's a long, long while

Είδα την ταινία στον κινηματογράφο Γαλαξίας στο Λουτράκι, στις 11 Αυγούστου 1979, μία ημέρα μετά τα γενέθλιά μου, μετρώντας ήδη έντεκα ημέρες που δεν είχε εμφανιστεί η Ηλέκτρα στο ραντεβού που δώσαμε ένα χρόνο πριν. Τώρα ένιωθα ακόμα πιο έμπειρος, έτοιμος να διασχίσουμε όλα τα στάδια της αγάπης, αρκεί να περιπλανιόμαστε μαζί. Δεν χρειαζόμουν τα αυτοκίνητα του ήρωα - είχα ήδη εντοπίσει διάσπαρτα στην κωμόπολη, αφημένα σε αλάνες, χωράφια ή στην άκρη επαρχιακών δρόμων, μια φρέζα, μια μηχανή με καλάθι, ένα τρίκυκλο, μια μπουλντόζα, ένα παρατημένο πορτοκαλί φορτηγό Σκάνια με ανοιχτές πόρτες κι ένα παλιό πετρόλ λεωφορείο του ΚΤΕΥΛ χωρίς πόρτες. Είχα μαζί μου έναν γεωγραφικό Άτλαντα, με σημειωμένες όλες τις διαδρομές και πρώτη πρώτη την «Ελληνική Ριβιέρα – Γαλλική Ριβιέρα». Θα ανεβαίναμε πάνω και θα κάναμε πως πηγαίναμε. Μήπως κι αυτοί οι δυο δεν έκαναν πως πήγαιναν; Ίσως τελικά αυτό να είναι το σινεμά: η αίσθηση πως τα πάντα είναι δυνατά.

{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}

Η ταινία: Two for the road (Stanley Donen, 1967). Αναφορά και στην ταινία: Charade (Stanley Donen, 1963). H γυναίκα: Audrey Hepburn.

Το μουσικό θέμα:

https://www.youtube.com/watch?v=Jo4tRy3YzkE&ab_channel=HenryMancini-Topic

Το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=7YElldpzHdc&ab_channel=Avenue1895

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: