«Μαγνητικά πεδία» (2021), του Γιώργου Γούση

Από την ταινία «Μαγνητικά πεδία» του Γιώργου Γούση
Από την ταινία «Μαγνητικά πεδία» του Γιώργου Γούση

 

Ο συγγραφέας Jean Frémon, αναφέρει ένα περιστατικό όπου μαζί με τη ζωγράφο και ποιήτρια, Etel Adnan, είχαν επισκεφτεί μια έκθεση με έργα του Γάλλου ζωγράφου, Nicolas de Staël. Σύμφωνα με τα λόγια του Frémon, «Η έκθεση επικεντρωνόταν στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ζωγράφου, τα χρόνια που η ζωγραφική του διευρύνθηκε πραγματικά, ανακτώντας εκείνη την άμεση σχέση με τη μετουσιωμένη πραγματικότητα μέσα από κάποιες οριακά εφαπτόμενες χρωματικές επιφάνειες. Μπροστά από έναν τέτοιο πίνακα μεγάλου μεγέθους, φιλόδοξο, δουλεμένο, όλο διορθώσεις, ξυσίματα, επιστρώσεις, έναν πίνακα περίπλοκο, καρπό αγωνιώδους αναζήτησης, μου λέει: “Είναι ένας πολύ όμορφος πίνακας, που είναι όμως μια πρόζα, ένα πεζό. Ενώ αυτός εδώ (και δείχνει το μικρό “Τοπίο με ροζ ουρανό” του 1954, δύο λεπτά οριζόντια τρίγωνα που οι κορυφές τους συναντώνται στο κέντρο του πίνακα οριοθετώντας έναν ευρύ ροζ ουρανό τον οποίο ζωντανεύει ένα ίχνος χρώματος), αυτός εδώ, είναι ένα ποίημα: Ένα τίποτα, αλλά συνάμα τα πάντα”». Πόσο όμορφη η διατύπωση της Adnan! Ένα τίποτα, αλλά συνάμα τα πάντα… Αυτός μπορεί να είναι ένας απ’ τους ομορφότερους ορισμούς που έχουν δοθεί ποτέ γι’ αυτό το σαγηνευτικό αισθητικό αντικείμενο που είναι ένα ποίημα. Και θα ταίριαζε τέλεια και σε ορισμένες ταινίες όπως, καλή ώρα, τα «Μαγνητικά πεδία».

Μαγνητικό πεδίο ονομάζεται γενικά ο χώρος εντός του οποίου ασκούνται μαγνητικές δυνάμεις σε κινούμενα ηλεκτρικά φορτία ή σε μερικά μεταλλικά υλικά. Το φιλμ του Γιώργου Γούση εμπεριέχει και κινούμενα ηλεκτρικά φορτία και μεταλλικά υλικά: τον Αντώνη, που κουβαλάει τα οστά της θείας του μέσα σ’ ένα μεταλλικό κουτί, καθ’ οδόν για να τα θάψει στον τόπο καταγωγής της, την Έλενα που φεύγει προς το άγνωστο προκειμένου να δραπετεύσει απ’ τη ζωή της και το αυτοκίνητό της, τον Ζορζ, πιστό της σύντροφο στην ατέρμονη περιπλάνηση. Υπάρχουν λοιπόν τα ηλεκτρικά φορτία εν κινήσει, οι άνθρωποι, μονίμως ηλεκτρισμένοι απ’ τον πόθο να ανακαλύψουν τον εαυτό τους ή να τον χάσουν για να τον ξαναβρούν, που κουβαλούν αέναα τα φορτία τους (φόβους, επιθυμίες, όνειρα, ελπίδες, λύπες, χαρές, όλο τους το παρελθόν σε κάθε παρόν, όλη τους την ιστορία σε κάθε βήμα), που είναι μονίμως «φορτισμένοι» από εκείνα που έχασαν κι από εκείνα που κέρδισαν στη διαδρομή της ζωής τους, υπάρχουν και τα μεταλλικά υλικά που είναι κι εκείνα φορτισμένα, που περιέχουν ψυχές και σώματα (το κουτί με τα οστά περιέχει την ψυχή της θείας, το κουτί-αυτοκίνητο περιέχει τον Αντώνη και την Έλενα) και, τέλος, υπάρχει ο χώρος ενός νησιού που μοιάζει μαγεμένο, το περιβάλλον ως ψυχική ατμόσφαιρα, μαγνητικό πεδίο, εντός του οποίου θα ασκηθούν οι δυνάμεις που θα φέρουν κοντά δύο πρόσωπα. Δεν χρειάζονται πολλά παραπάνω, το σκηνικό έχει στηθεί.

Χωρίς ποτέ να ξεκαθαρίζει τα πράγματα περισσότερο απ’ όσο είναι απαραίτητο για τις αισθητικές προθέσεις του, ο Γιώργος Γούσης, δημιουργεί μια ταινία που είναι πίνακας και ποίημα μαζί και που σκοπεύει να μεταδώσει μια βαθύτερη αίσθηση, ένα συγκινησιακό κλίμα, ένα είδος διάθεσης, ούτε να εξηγήσει χαρακτήρες, ούτε να σκιαγραφήσει κίνητρα, ούτε να οργανώσει κάτι το οποίο να θυμίζει συμβατική πλοκή. Μπορεί να υποθέτουμε μέσα από σκόρπιες κουβέντες τι συμβαίνει στην Έλενα, γιατί δεν την ενδιαφέρει πια να χορεύει (ίσως επειδή το να υπάρχεις βάσει συγκεκριμένων κανόνων είναι σαν να μετατρέπεις όλη σου τη ζωή σε χορογραφία), τι είναι αυτό που την κάνει να θέλει να φύγει, να ξεφορτωθεί τον ίδιο τον εαυτό της ως στεγανοποιημένη κοινωνική κατασκευή και να ξαναβρεί την ελευθερία μιας αέναης κίνησης που δεν επιτρέπει σε σταθερές μορφές να παγιωθούν (γι’ αυτό, άλλωστε, φτάνει στα άκρα τον ανθρωπομορφισμό σε σχέση με το αυτοκίνητό της: επειδή της επιτρέπει να κυλάει διαρκώς), αλλά τα «υπαρξιακά» της, δεν γίνονται ποτέ ο πυρήνας της αφήγησης. Μπορεί να καταλαβαίνουμε την ανάγκη του Αντώνη να εκπληρώσει την αποστολή να θάψει μια θεία με την οποία είχε συναντηθεί μόνο μία φορά στη ζωή του, να τη συναισθανόμαστε απ’ την σκοπιά των κάπως ιερών καθηκόντων που μας δένουν με τους νεκρούς μας (ακόμα κι όταν πρόκειται για ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε ποτέ πραγματικά), αλλά ούτε η δική του αποφασισμένη στάση είναι το μείζον στην ιστορία, διαφορετικά θα είχαμε να κάνουμε μ’ ένα αμιγώς ηθικό έργο, πομπώδους φιλοσοφικού συμβολισμού. Εν ολίγοις, αυτό που ενδιαφέρει τον Γούση δεν είναι οι λόγοι αλλά το ίδιο το γεγονός της συνάντησης, στο κοσμογονικό της ελάχιστο. Αυτό θέλει να καταγράψει σαν να πρόκειται για ένα τίποτα που είναι συνάμα τα πάντα (κάθε ανθρώπινη συνάντηση, άλλωστε, είναι ακριβώς αυτό).

Κι ενώ το φιλμ δεν αρνείται τον -ήπιο- φορμαλιστικό πειραματισμό, παρουσιάζοντας σε σημεία μεγάλο εικαστικό ενδιαφέρον (υπέροχη η φωτογραφία του Γιώργου Κατσουλιάρη που προσδίδει στην όψη του φιλμ μια ονειρική υφή, ρευστοποιώντας αθόρυβα το σκληρό μέταλλο της πραγματικότητας), η αλληλεπίδραση του Αντώνη και της Έλενας είναι η παλέτα που περιέχει τα κύρια χρώματα του πίνακα των «Μαγνητικών πεδίων». Σε μια απειροελάχιστη στιγμή του χρόνου, αυτοί οι δύο βρέθηκαν μαζί, διέσχισαν κάποια τμήματα χώρου και μοιράστηκαν τη γλυκόπικρη σύγχυση του να είσαι άνθρωπος, κοντοστάθηκαν να πάρουν μια ανάσα εξαντλημένοι απ’ το συγκλονιστικό γεγονός του ότι υπάρχουν. Κι από τη σύντηξη της μιας μοναξιάς με την άλλη, παράχθηκε το κράμα μιας (σύντομης έστω) επαφής. Μιας επαφής που δεν οριοθετείται ποτέ μέσα σε αυστηρά πλαίσια, αμιγούς συμπάθειας ή υφέρποντος ερωτισμού. Ο Γούσης, έχοντας διδαχθεί σωστά απ’ τον δάσκαλο Τζάρμους, δεν θέλει να κλείσει την απεραντοσύνη των συναισθημάτων που τα ανθρώπινα όντα μπορούν να νιώσουν το ένα για το άλλο μέσα στα στενά κουτάκια της κλασσικής δραματουργίας και του περιοριστικού ψυχολογισμού της. Αυτό που τον νοιάζει είναι να συλλάβει θροΐσματα, υπόκωφους κραδασμούς, φευγαλέες δονήσεις, τριγμούς, μαρμαρυγές απ’ το ταξίδι των ηρώων του, στο έξω και το μέσα τοπίο, χωρίς να φτιάξει τον χάρτη της ψυχικής τους ηπείρου, χωρίς απαραίτητα να τους καταλαβαίνει κι ο ίδιος. Αυτή η εντύπωση που δίνει η σκηνοθεσία του, ότι είναι κι αυτή ένας καθρέφτης (προσέξτε τις συνεχείς χρήσεις καθρεφτών και κατόπτρων στο φιλμ αλλά και τον μονόλογο της Έλενας προς την αρχή της ταινίας όπου αναφέρεται στο σοκ που της προκάλεσε μια τυχαία συνάντηση με το είδωλό της), άρα πως μόνο να αναδιπλασιάσει μπορεί κι όχι να λύσει το υπέροχο αίνιγμα των πλασμάτων που αντανακλά.

Υπάρχει μια σπουδαία σκηνή στα «Μαγνητικά πεδία», όπου η Έλενα κάθεται σ’ ένα πιάνο και τραγουδά, «θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις», στο ρόδινο ημίφως ενός δωματίου βγαλμένου από πίνακα του Έντουαρτ Χόπερ, με τον Αντώνη μοναδικό ακροατή, μια σκηνή που σε σφάζει με το βαμβάκι, χωρίς να μπορείς να εξηγήσεις ακριβώς το πώς ή το γιατί. Όλα όσα πρέπει να ξέρεις γι’ αυτή την ηρωίδα, βρίσκονται εκεί. Μόνο που δεν θα τα γνωρίσεις διανοητικά αλλά με την καρδιά και το ένστικτο. Σ’ εκείνο το σημείο ειδικά, το φιλμ του Γούση μετατρέπεται σ’ ένα είδος κινούμενης άμμου όπου βυθίζεσαι χωρίς ελπίδα να γλιτώσεις κι όπου συνειδητοποιείς ότι η όποια προσπάθεια να ξεφύγεις θα σε κάνει να βουλιάξεις μια ώρα αρχύτερα. Πρέπει απλώς να αφεθείς να σε σκεπάσει σαν μεγάλο κύμα μια σαρωτική ανθρώπινη αλήθεια που δεν γίνεται πια να συγκρατηθεί. Όταν οι εσωτερικοί χείμαρροι απελευθερώνονται (με το τίποτα πάλι, με μια φωνή που σπάει, αδυνατώντας να αρθρώσει κάποιες λέξεις του τραγουδιού), δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Ο Αντώνης, βέβαια, έχει απλώς κοιμηθεί. Η ειρωνεία του Γούση, είναι αμείλικτη.

Με τη νεκρή θεία και τη βουβή απαίτησή της διαρκώς ανάμεσά τους, περισσότερο σαν πρόσχημα για να παραμείνουν μαζί λίγο ακόμα, ο Αντώνης κι η Έλενα θα συνεχίσουν να ψάχνουν τον κατάλληλο τόπο για να αποθέσουν το κουτί με τα κόκκαλα, επινοώντας μια φανταστική βιογραφία για την εκλιπούσα (αφού κι ο ίδιος της ο ανιψιός δεν ξέρει και πολλά γι’ αυτήν). Έτσι τη ζωντανεύουν, της φτιάχνουν μια προσωπικότητα προς ιδίαν χρήση. Είναι ένας τρόπος να μας πει το φιλμ ότι οι μυθοπλασίες μας καταλήγουν να μας συνδέουν πιο αποτελεσματικά απ' τις εξομολογήσεις, ότι πλάθοντας ιστορίες επενδύουμε τις πράξεις μας μ’ ένα νόημα υψηλότερο, ικανό να δικαιολογήσει την ατέρμονη περιπλάνηση που ονομάζουμε ζωή μας, να της χαρίσει έναν σκοπό; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Το σίγουρο είναι πως, όπως λέει η Κιμ Νόβακ στον «Δεσμώτη του ιλίγγου»: “Only one is a wanderer. Two together are always going somewhere”.

Ακόμα κι όταν δεν πηγαίνουν πουθενά ή πηγαίνουν στο πουθενά, δύο μαζί πάντα κατευθύνονται κάπου. Έστω προς τη συνειδητοποίηση ότι το «μαζί» έχει τελικά μεγαλύτερη σημασία απ’ το «κάπου». Σε κάθε διαδρομή.

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: