Το γαλήνιο χωριό
Όλα τα παιδιά γεννήθηκαν νεκρά. Ο δήμαρχος και οι γυναίκες του χωριού επισκέφθηκαν τη γριά μάντισσα στον Πύργο. Τη βρήκαν να κάθεται σε μια πέτρινη πολυθρόνα. Εκείνη μόλις τους είδε άνοιξε τη ντουλάπα και σύννεφα πλημμύρισαν το δωμάτιο. Δίπλα της σε ένα πανέρι ξετύλιγε κορδέλες από το φεγγάρι και έδενε με αυτές τα μαλλιά της. Ο δήμαρχος ήταν απεγνωσμένος. «Όλα τα βρέφη του χωριού γεννήθηκαν νεκρά, δεν ξέρουμε τι συμβαίνει», είπε. Η μάντισσα κράτησε στο δωμάτιο μόνο τις γυναίκες. Έβγαλε από το συρτάρι μια αγκαλιά βροχοσταγόνες. Έτσι όπως ήταν, σα δεμάτι, τις απέθεσε στην ποδιά τους για να καθρεφτιστούν. Εκείνες άρχισαν να κλαίνε. Στον καθρέφτη είδαν τον πατέρα τους να τις πνίγει. «Δεν μπορείτε να γεννήσετε γιατί είστε ήδη νεκρές», τους είπε η μάντισσα. Τότε οι γυναίκες άνοιξαν απότομα την πόρτα και πετάχτηκαν έξω. Ο ιερέας τις περίμενε στην είσοδο του χωριού. «Μην ανησυχείτε», τους φώναξε από μακριά, «η μάντισσα μπορεί να είναι ζωντανή αλλά δεν την αγαπάει ο Θεός. Ελάτε στο χωριό μας, κι ας μην υπάρχει ζωή, είναι τόσο γαλήνιο άλλωστε».