The paper theater
Ο μπαμπάς είχε επιστρέψει στο νησί. Έλειπε κάμποσο καιρό. Εγώ στο μεταξύ είχα κλείσει τα δέκα κι είχα ένα καινούργιο απόκτημα. Ένα χάρτινο θέατρο, δώρο μιας μακρινής ξαδέρφης της μαμάς, που ζούσε κάπου στην Αμερική.
——————
Το πακέτο έφτασε την προηγούμενη των γενεθλίων μου. Το έφερε ο ταχυδρόμος το μεσημέρι, την ώρα που γυρνούσα απ’ το σχολείο. Άνοιξα το πακέτο, κράτησα στα χέρια μου το πολύχρωμο κουτί που ταξίδεψε από την άλλη άκρη του κόσμου και προσπάθησα να διαβάσω τα ξενικά γράμματα και να καταλάβω τις λέξεις.
Η μαμά με βοήθησε να συναρμολογήσω τη χαρτονένια σκηνή με τα παρασκήνια, την αυλαία και το ζωγραφιστό σκηνικό. Παρίστανε έναν κήπο μπροστά από ένα βασιλικό ανάκτορο. Οι χάρτινες φιγούρες ήταν σφραγισμένες ανά δύο μέσα σε νάιλον σακουλάκια, που έκαναν πολύ θόρυβο καθώς τα έσκιζα. Υπήρχε ένας πρίγκιπας και μια πριγκίπισσα. Αυλικοί, υπηρέτες κι ένας γελωτοποιός ντυμένος με παρδαλά ρούχα, με μια αλλόκοτη έκφραση στο ζωγραφιστό του πρόσωπο.
Εγκατέστησα το μικρό χάρτινο θέατρο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι μου και περνούσα πολλές ώρες την ημέρα παίζοντας με τον χάρτινο θίασο. Κινούσα τις φιγούρες μέσα κι έξω απ’ τη σκηνή, σκάρωνα διαλόγους, έφτιαχνα αστείες ιστορίες. Καμιά φορά και λυπητερές.
Μετά το σχολείο ερχόντουσαν τα παιδιά απ’ την απάνω γειτονιά να δουν το παράξενο παιχνίδι μου. Κανέναν δεν άφηνα να το αγγίξει. Άναβα τη λάμπα κι έριχνα φως στη σκηνή. Έπαιζα με τις φιγούρες και τα παιδιά κοίταζαν σαν μαγεμένα ή ξεκαρδίζονταν στα γέλια με τα αστεία του γελωτοποιού. Κάποια βράδια η μαμά ερχόταν στο δωμάτιό μου κι εγώ έδινα παραστάσεις με τις χάρτινες φιγούρες μου μόνο για κείνην.
——————
Ήμουν πολύ χαρούμενος που γύρισε ο μπαμπάς. Καθόταν στην κουζίνα. Έπινε καφέ και συζητούσε με τη μαμά που μαγείρευε λαγό στιφάδο, το αγαπημένο του φαγητό. Στεκόμουν δίπλα του και περιεργαζόμουν τα δυνατά του μπράτσα, το μεγάλο τατουάζ με τη γοργόνα, που ζωντάνευε κάθε φορά που κουνούσε το χέρι του. Τις φλέβες του, που πετάγονταν και διέσχιζαν το δέρμα του σαν ορμητικά ποτάμια. Ψηλαφούσα τις φλέβες του μπαμπά κι ένιωθα τη μυρωδιά του. Μυρωδιά από δουλειά και θάλασσα. Διάλεγα την πιο δυνατή φλέβα και την πίεζα απαλά. Ένιωθα τη ροή του αίματος και τον χτύπο της καρδιάς του. Ανυπομονούσα να τελειώσει τον καφέ του για να πάμε μαζί στο δωμάτιό μου, να του δείξω τον μικρό μου θησαυρό. Το χάρτινο θεατράκι μου. The paper theater, όπως είχα μάθει πια να το διαβάζω.
Ο μπαμπάς με κράτησε απ’ τον ώμο και περπατήσαμε μαζί σ’ όλο το σπίτι. Μου μιλούσε μ’ έναν τρόπο ολότελα δικό του, που δεν έμοιαζε ούτε με κείνον της μαμάς, ούτε με του παππού ή της γιαγιάς. Προχωρούσε αργά από δωμάτιο σε δωμάτιο και τα βαριά του βήματα μου φαίνονταν πως έκαναν τα μωσαϊκά να βουλιάζουν σαν ζυμάρι. Κοίταζε τα έπιπλα και τα κάδρα στους τοίχους σαν να τα έβλεπε πρώτη φορά. Σταθήκαμε μπροστά από το σκαλιστό έπιπλο στο σαλόνι και κοιταχτήκαμε μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη.
«Μεγάλωσες», μου είπε.
Πήγαμε στο δωμάτιό μου. Εκείνος κάθισε απέναντι απ’ τη μικρή σκηνή κι εγώ άναψα τη λάμπα. Πήρα τις χάρτινες φιγούρες κι άρχισα να παίζω.
Πρώτος εμφανίστηκε ο γελωτοποιός. Είπε κάμποσα αστεία κι έκανε τούμπες και πιρουέτες. Έπειτα ήρθαν ο πρίγκιπας με την πριγκίπισσα, αντάλλαξαν γλυκόλογα και μίλησαν για το φεγγάρι.
Κάθε τόσο η ματιά μου ξέφευγε από τις χάρτινες φιγούρες κι έψαχνε μ’ αγωνία το βλέμμα του μπαμπά πίσω απ’ τη λάμπα που φώτιζε τη σκηνή μου. Αναζητούσα ένα σημάδι πως του άρεσε αυτό που έκανα. Πως το έβρισκε όμορφο ή έστω διασκεδαστικό. Όμως ο μπαμπάς παρακολουθούσε ανέκφραστος ή μάλλον σκεφτικός.
Όσο περνούσε η ώρα ένιωθα τις παλάμες μου να ιδρώνουν. Άκουγα τη φωνή μου αδέξια και σιγανή. Έφερα πάλι τον γελωτοποιό στη σκηνή κι έκανα μια τελευταία προσπάθεια να κάνω τον μπαμπά να γελάσει. Να χαμογελάσει έστω. Ο γελωτοποιός αράδιασε όλα του τα αστεία, έκανε όλα του τα κόλπα, μα ο μπαμπάς παρακολουθούσε σκυθρωπός. Ο ιδρώτας μου πότιζε τον χάρτινο γελωτοποιό κι εκείνος έχανε σιγά σιγά τη στητή κορμοστασιά του, σαν να έσκυβε το κεφάλι, να λύγιζε μπροστά του.
Σταμάτησα το παιχνίδι και τον κοίταξα. Σηκώθηκε, μου είπε «πήγαινε για ύπνο τώρα» και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
Έκλεισα την πόρτα πίσω του κι έπεσα στο κρεβάτι. Δεν είχα ξανακλάψει ποτέ όσο εκείνο το βράδυ.
Την άλλη μέρα ξύπνησα αποφασισμένος να εξαφανίσω το χάρτινο θέατρο. Να το πετάξω ή να το κάψω. Να το χαρίσω ή να το κρύψω κάπου και να το ξεχάσω. Όμως το κομοδίνο μου ήταν άδειο. Κι απ’ την ντουλάπα έλειπε το πολύχρωμο κουτί που έγραφε The paper theater, όπως είχα μάθει πια να το διαβάζω.
Δεν στενοχωρήθηκα. Ούτε κι έκλαψα άλλο. Φοβόμουν. Φοβόμουν μη μουσκέψει το χάρτινο σώμα μου.