Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μου ανατέθηκε από το Περιοδικό του Θανάση Λάλα, με το οποίο ήδη συνεργαζόμουν, να φωτογραφήσω τον Αμερικανό Πρέσβη στην Ελλάδα, Ρόμπερτ Κίλι, στο πλαίσιο μίας μεγάλης συνέντευξης που θα έδινε στη δημοσιογράφο Ελίζαμπεθ Χέρινγκ. Το ραντεβού τόσο για τη συνέντευξη όσο και για τη φωτογράφηση θα ήταν στην Αμερικανική Πρεσβεία. Αφού περάσαμε τους προβλεπόμενους ελέγχους, μας οδήγησαν στο γραφείο του, μετά από επτά πόρτες από ατσάλι και αλεξίσφαιρο γυαλί όπως μας ενημέρωσαν, και μας ζήτησαν να περιμένουμε λίγα λεπτά καθώς ο Πρέσβης εκείνη τη στιγμή απουσίαζε. Επωφελήθηκα από το διάστημα της αναμονής για να περιεργαστώ τον χώρο εν όψη της φωτογράφησης. Παρατήρησα ότι πίσω από το γραφείο του Πρέσβη υπήρχαν, δεξιά και αριστερά, δυο μεγάλες αμερικανικές σημαίες, στο βάθος ένας πολιτικός χάρτης της Ελλάδας, και στα διπλανά τραπέζια από τη μία πλευρά μία όμορφη γραφομηχανή-αντίκα και από την άλλη, ορθάνοιχτη, η τσάντα του. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον, όμως, οπτικά -και όχι μόνο- στοιχείο ήταν πως πάνω στο γραφείο ήταν απλωμένη η εφημερίδα Ελευθεροτυπία, με πηχυαίο τίτλο στο πρωτοσέλιδό της τη λέξη «Ναυάγιο». Αναρωτήθηκα για μια στιγμή αν η εφημερίδα αφέθηκε τυχαία εκεί, αλλά αποφάσισα πως προφανώς και ένας διπλωμάτης δύσκολα θα άφηνε κάτι τέτοιο στην τύχη. Άλλωστε το σημείο ήταν τόσο «τακτοποιημένο» που έμοιαζε σχεδόν σαν να προετοιμάστηκε για να γίνει εκεί τουλάχιστον μία φωτογραφία.
Ήξερα λίγα πράγματα για τον Ρόμπερτ Κίλι — ο αδερφός του, ο λογοτέχνης Έντμουντ Κίλι, ήταν πολύ περισσότερο γνωστός στην Ελλάδα, κυρίως για το βιβλίο του πάνω στην υπόθεση Πολκ. Για τον Ρόμπερτ ήταν γνωστό πως είχε τοποθετηθεί ως Πρέσβης το 1985 όντας προσωπικός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, ότι είχε ήδη υπηρετήσει στην Αμερικανική Πρεσβεία της Αθήνας κατά την περίοδο της δικτατορίας και πως ήταν επικριτικός απέναντι στην στήριξη των ΗΠΑ προς τη Χούντα. Ο ελληνικός Τύπος τον περιέγραφε κυρίως ως τον «καλό Αμερικάνο» που επιλέχθηκε από τον Πρωθυπουργό της χώρας για να ανατρέψει το κλίμα αντιαμερικανισμού που επικρατούσε στην Ελλάδα, αλλά και για να σπάσει την καχυποψία της αμερικανικής κυβέρνησης προς τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Όταν λίγα λεπτά μετά εμφανίστηκε, είδα με έκπληξη πως η Ελευθεροτυπία δεν ήταν η μόνη πολιτική υποδήλωση. Ο Κίλι φορούσε μία κατακόκκινη γραβάτα διάσπαρτη με λευκά προβατάκια· ανάμεσα σε αυτά ξεχώριζε πεντακάθαρα ένα κατάμαυρο. Θυμάμαι πως σκέφτηκα πόσο κρίμα ήταν που δεν είχα μαζί μου έγχρωμα φιλμ, γιατί το Περιοδικό έβγαινε ασπρόμαυρο.
Αποδείχθηκε ένας απλός και ευγενής άνθρωπος. Μιλήσαμε λίγο, στην αρχή στα ελληνικά και στη συνέχεια στα αγγλικά. Ενδιαφέρθηκε να μάθει αν έχω σπουδάσει φωτογραφία, τι είδους φωτογραφίες κάνω και αν έχω κάποια ειδίκευση, όπως επίσης και αν είμαι ευχαριστημένος από τη συγκεκριμένη φωτογραφική μηχανή. Μου είπε ότι αγαπά τη φωτογραφία και μάλιστα ασχολείται και ο ίδιος ερασιτεχνικά. Στο τέλος με ρώτησε πού θα ήθελα να σταθεί για τη φωτογράφηση. Ήταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που για τις ανάγκες ενός πορτραίτου είχα στήσει τρίποδο, και η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια δουλειάς που ένιωσα ότι το μοντέλο μου είχε πλήρη επίγνωση του κάδρου που είχα επιλέξει. Όταν στάθηκε εκεί που του υπέδειξα, πίσω από το γραφείο του, αναγνώρισε την εστιακή απόσταση του φακού και έδειξε ότι αντιλαμβάνεται το εύρος της λήψης. Μου είπε «από ό,τι βλέπω σας ενδιαφέρει να έχετε τις σημαίες και μάλλον δεν θέλετε να πάρω την εφημερίδα από το γραφείο». Χαμογέλασα και του είπα πως όντως αυτή την εικόνα θέλω, εάν αυτή θέλει και εκείνος. Απάντησε, πως «είναι μια χαρά». Σχολίασα πως θα είχε ενδιαφέρον να φωτογραφηθεί και με φόντο μία αμερικανική σημαία, τα αστέρια της σημαίας θα έκαναν ωραία αντίστιξη με τα προβατάκια της γραβάτας. Με οδήγησε στο κλιμακοστάσιο όπου υπήρχε ζωγραφισμένη μία σημαία και κάναμε και εκεί μερικές εικόνες. Νομίζω πως αυτές τις ευχαριστήθηκε περισσότερο.
Μετά προθυμοποιήθηκε να μας κεράσει έναν καφέ. Βγήκαμε από την Πρεσβεία, περπατήσαμε πεζή μέχρι την πλατεία Μαβίλη και καθίσαμε σε ένα καφενείο. Τον φωτογράφισα και εκεί, να πίνει ελληνικό καφέ με φόντο το «Embassy» της ταμπέλας του καφενείου και το «Interamerican» του κτηρίου της ομώνυμης εταιρείας στο βάθος. Είχε βγάλει πλέον τη γραβάτα του.
[Φωτογραφίες πρωτοδημοσιευμένες στο Περιοδικό, τ. 35, Ιούνιος 1988]